Του ΜΗΝΑ ΑΝΤΥΠΑ*
Μέρος Δ’
…Τελικά η ελληνική αστική τάξη, το 1830, πέτυχε το σκοπό της: τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου εθνικού αστικού κράτους, ένα κράτος που ήδη σταδιακά «χτιζόταν» απ’ το δεύτερο έτος της Επανάστασης με τη ψήφιση του πρώτου ελληνικού Συντάγματος στην Επίδαυρο και τη δημιουργία κυβέρνησης, υπουργείων, θεσμών κ.λπ.
Η περίοδος διακυβέρνησης του Ιωάννη Καποδίστρια που ακολούθησε, αποτέλεσε μια περίοδο διαπάλης και περαιτέρω σύγκρουσης μεταξύ των τμημάτων της αστικής τάξης και των άλλων κοινωνικών δυνάμεων σχετικά με τον χαρακτήρα των αστικών εξουσιών, των οργάνων διακυβέρνησης, τη σημασία του Συντάγματος, τις προοπτικές επιβίωσης και οικονομικής εξασφάλισης των φτωχών αγροτών και πλήθος άλλων ζητημάτων. Πρόκειται για μία σύγκρουση που ο Καποδίστριας την πλήρωσε με τη ζωή του. Αναμφίβολα όμως στη διάρκεια της διακυβέρνησής του έγιναν σημαντικά βήματα για την εδραίωση και ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας. Είναι ζητήματα που θίγονται αναλυτικά στο σχετικό κεφάλαιο του τόμου που έχει υπογράψει η Αλέκα Παπαρήγα.
Το αστικό έθνος-κράτος αποτέλεσε την πραγματική, επαναστατική, απάντηση της εποχής στα αδιέξοδα της φεουδαρχικής εξουσίας, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατάργηση της ταξικής εκμετάλλευσης. Αυτή συνεχίστηκε και στο νέο ελληνικό κράτος. Καπιταλιστική εκμετάλλευση βέβαια και όχι φεουδαρχική. Οι φτωχές αγροτικές μάζες και το προλεταριάτο που διαμορφωνόταν αργά αλλά σταθερά (π.χ. στη ναυτιλία) κατάφεραν να αποτινάξουν το καθεστώς του υπόδουλου ραγιά, έγιναν πολίτες με δικαίωμα ψήφου. Στις δοσμένες συνθήκες, αυτό ήταν μια μεγάλη αλλαγή, δεν πρέπει να την υποτιμούμε. Δεν πέτυχαν όμως και την κοινωνική τους απελευθέρωση και δε θα μπορούσαν να το κάνουν. Η ελευθερία που επικαλούνταν οι αστικές επαναστατικές δυνάμεις αφορούσε μόνο στην απελευθέρωση από τις σχέσεις φυσικού καταναγκασμού και το άνοιγμα του δρόμου για την πλήρη κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και την εδραίωση της πολιτικής κυριαρχίας της αστικής τάξης.
Παρ’ όλ’ αυτά η Επανάσταση του 1821 μπορεί να «προσφέρει» στην επαναστατική πείρα. Αν κάτι μπορεί να δείξει είναι ακριβώς το σπάσιμο του φόβου, ο ξεσηκωμός κόντρα στις παραινέσεις ή τις απειλές των ισχυρών, των «συνετών», ακόμα και κόντρα σ’ ένα καταθλιπτικό διεθνές περιβάλλον. Η μαχητική υπεράσπιση της Επανάστασης, η αντοχή των εξεγερμένων στις δυσκολίες και την πείνα, η απόφαση να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων όπως στο Μεσολόγγι μπορούν ν’ αποτελέσουν διαχρονική πηγή έμπνευσης και για τους σύγχρονους αγώνες που δίνουν οι εργαζόμενοι, η εργατική τάξη στη χώρα μας και διεθνώς.
Η εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης μπορεί πάντα να θυμίζει ότι ο δυσμενής συσχετισμός δεν μπορεί να εμποδίσει, σε τελική ανάλυση, την ανατροπή ενός ξεπερασμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εφόσον έχουν ήδη αναπτυχθεί οι υλικές προϋποθέσεις που την καθιστούν δυνατή. Γι’ αυτό το λόγο ως κομμουνιστές στρέφουμε ιδιαίτερα την προσοχή μας και μελετάμε αυτές τις περιόδους μετάβασης από ένα κοινωνικό-οικονομικό σύστημα στο άλλο. Γιατί μπροστά μας, σήμερα, ξεπροβάλλει το καθήκον -ώριμο εδώ και πάνω από ένα αιώνα- μιας άλλη μετάβασης: της ανατροπής των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και του επαναστατικού περάσματος στον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
Οι καπιταλιστικές σχέσεις εκμετάλλευσης καταδικάζουν στη φτώχεια και την εξαθλίωση εκατομμύρια ανθρώπους. Οδηγούν στην ολοένα και μεγαλύτερη καταστροφή του περιβάλλοντος και του πλανήτη την ίδια στιγμή που -τι ειρωνεία!- αυτό γίνεται στις μέρες μας με τον μανδύα της «πράσινης ανάπτυξης». Ο καπιταλισμός έχει μετατρέψει πλέον όλο τον πλανήτη σε θέατρο μικρότερων ή μεγαλύτερων πολεμικών εστιών και αναμετρήσεων που δημιουργούν με τη σειρά τους καραβάνια ξεριζωμένων προσφύγων και μεταναστών που καταλήγουν τελικά φυλακισμένοι και κυνηγημένοι και απ’ τους «φιλελεύθερους» θεσμούς της Ε.Ε. και των Η.Π.Α.
Ειδικά στις μέρες μας, με την συγκυρία της πανδημίας, φαίνεται πολύ ξεκάθαρα πλέον ότι η κυριαρχία του καπιταλισμού και της εκμετάλλευσης οδηγεί τελικά ακόμα και στην αμφισβήτηση της προόδου, της επιστήμης και του ορθολογισμού. Η αστική τάξη τρώγοντας τις σάρκες των εργαζομένων, όλων όσων υφίστανται τη μισθωτή σκλαβιά, του περιβάλλοντος και του πλανήτη «φαίνεται» να τρώει και τις δικές της σάρκες, να «αρνείται» το ίδιο της το ιστορικό παρελθόν. Η θέληση ν’ αναδειχτεί ως «αιώνιο» και «ιερό» το σύστημα της εκμετάλλευσης την οδηγεί στο ν’ απαρνιέται και να καταδικάζει τις «ακρότητες» και τη «βία» της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης που σηματοδότησε το πέρασμα στην πολιτική εξουσία της αστικής τάξης. Προωθείται ακόμα η απαξίωση της μόρφωσης, η καλλιέργεια κάθε είδους αντι-επιστημονικής θεωρίας. Τα επιτεύγματα της επιστήμης απαξιώνονται, εμφανίζονται ακόμα και ασθένειες που έχουν εξαφανιστεί εδώ και δεκαετίες!
Η αναγκαιότητα επαναστατικού περάσματος στις νέες σοσιαλιστικές – κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής είναι, επομένως, μια διαδικασία αναγκαία για το μέλλον των εργαζομένων και συνολικά της ανθρωπότητας.
Βέβαια, όπως μπορεί να καταλάβει κανείς αυτή η διαδικασία δεν έχει το ίδιο χαρακτήρα και περιεχόμενο με τη μετάβαση από ένα σύστημα εκμεταλλευτικών σχέσεων σ’ ένα άλλο όπως συνέβη με το πέρασμα απ’ τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Κατά συνέπεια δεν είναι ίδιος ο χαρακτήρας των αστικών με τις σοσιαλιστικές επαναστάσεις. Γι’ αυτό το λόγο μελετάμε και τιμούμε ιδιαίτερα ως κόμμα την Κομμούνα του Παρισιού που, επίσης, φέτος συμπληρώνονται 150 χρόνια απ’ την εκδήλωσή της.
Ωστόσο αυτό που μένει και επιβάλλει τον αναστοχασμό μας, και με αφορμή τα 200 χρόνια απ’ την Ελληνική Επανάσταση, είναι ότι όταν οι δυνάμεις της ιστορίας τραβάνε μπροστά, τίποτα δε μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο. Σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές μπορεί να γίνει το αποφασιστικό «άλμα» προς τα εμπρός! Εδώ εντοπίζεται η μεγάλη αξία, σημασία και γοητεία των Επαναστάσεων. Είναι «σπάνιες», αλλά είναι τα πιο αποφασιστικά γεγονότα της ανθρώπινης Ιστορίας. Χρειάζεται βέβαια σκληρή δουλειά, οργάνωση, σχέδιο, πολιτικό πρόγραμμά και μεθοδικότητα για να γίνει το βήμα. Όπως αναφέρει και ο Μαρξ ο «γέρο-τυφλοπόντικας» της Επανάστασης προχωράει αργά, στο σκοτάδι, συχνά αποτυγχάνει να βρει διέξοδο προς το φως. Όμως τελικά, σε πείσμα όλων, το καταφέρνει! Όταν οι καταπιεσμένοι, πιστέψουν στη δύναμή τους και υψώσουν ανάστημα τότε κανένας δε μπορεί να τους σταματήσει. Αυτό ισχύει και σήμερα όσες προσπάθειες και αν καταβάλλονται η έννοια και το περιεχόμενο της Επανάστασης να θεωρούνται πράγματα ξεπερασμένα και ανεπίκαιρα. Αυτό το καθήκον μπαίνει μπροστά στην εργατική τάξη της χώρας μας και διεθνώς: να ξεμπερδέψουμε με τον καπιταλισμό, να τον στείλουμε στο Μουσείο της Ιστορίας και ν’ ανοίξουμε το δρόμο για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό.
* O Μηνάς Αντύπας, είναι υπ. διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης, συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της Κ.Ε. του ΚΚΕ. Το παρόν δημοσίευμα αποτελεί μέρος της ομιλίας του κατά την παρουσίαση της έκδοσης: «1821. Επανάσταση και οι απαρχές του ελληνικού αστικού κράτους», στα πλαίσια της έκθεσης βιβλίου που διοργανώνει η Τ.Ε. Ρεθύμνου του ΚΚΕ στο Σπίτι του Πολιτισμού 1-8 /12/2021