Η ελληνική πολιτεία με ομόφωνη απόφαση που έλαβε την 24η Φεβρουαρίου 1994, όρισε την 19η Μαΐου ήμερα Εθνικής μνήμης για την γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού. Είναι η ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα και ξεκίνησε τη δεύτερη φάση της Ποντιακής γενοκτονίας, πραγματοποιώντας το πρόγραμμα της γενικής σφαγής και εξόντωσης των μειονοτήτων και κυρίως των Αρμενίων και Ελλήνων του Πόντου, εφαρμόζοντας το σχέδιο του Γερμανού Λίμαν Φον Σάβντερς, που έλεγε στους Τούρκους: «Σας βεβαιώ με το σύστημα που σας προτείνω, ο θάνατος τους είναι βέβαιος… Η μισητή και άτιμη ράτσα των Ελλήνων θα χαθεί για πάντα». (Αντώνιος Γαβριηλίδης – Σελίδες εκ της μαύρης Εθνικής συμφοράς του Πόντου). Πόσο στα αλήθεια ανιστόρητος ήταν.
Έτσι άρχισαν μέσα στο χειμώνα, από τα παράλια προς την ενδοχώρα, οι ατέλειωτες εξορίες των κατοίκων του Πόντου. Εκτοπίσεις, πείνα, δίψα, λεηλασίες, εξορία, βιασμοί, ομαδικές εκτελέσεις, από τα σώματα και τις γνωστές συμμορίες των Τσέτηδων του γνωστού Τοπάλ Οσμάν. Έσφαζαν και ρήμαζαν, εξαναγκάζοντας τους Έλληνες Ποντίους να καταφεύγουν στα βουνά. Αυτή τη δραματική εικόνα μας την περιγράφει η Ποντιακή Μούσα με ένα δίστιχο δημοτικό: «Μάνα, ντο τρανόν έτονε τα αποψινόν η νύχτα, όνταν εσκώθα από πιρμού, δάκρυα έξα κι’ενύφτα». Δηλαδή, «Μάνα τι μεγάλη ήταν η αποψινή νύχτα, όταν σηκώθηκα τα χαράματα, έκλαψα και με τα δάκρυα μου πλύθηκα». Έτσι οι Έλληνες Πόντιοι, άρχισαν να καταφεύγουν στα βουνά για να σωθούν από τις διώξεις, τις εξορίες και τις σφαγές.
Το δράμα των Ελλήνων του Πόντου το 1921 βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, με απόφαση και εντολή του ίδιου του Κεμάλ Ατατούρκ και συνεχίστηκε με την αποχώρηση των Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας το Σεπτέμβριο του 1922, για να καταλήξει στη γνωστή ανταλλαγή πληθυσμών Ελλάδος και Τουρκίας με τη συνθήκη της Λωζάνης τον Ιανουάριο του 1923. (Βακαλόπουλος Α. Κων/νος). Εδώ αρχίζει το δράμα των αποκηρυγμένων Ποντίων πέντε χωριών (Τερεπέσι, Κερίς, Κιρέστεπε, Ποχλού και Λιμέντερε) των περιοχών Σινώπης – Σαμψούντας, Κερασούντας, Οινόης) γιατί ο Κεμάλ Ατατούρκ, δεν δέχτηκε να συμπεριληφθούν στην ανταλλαγή των πληθυσμών των δύο χωρών Ελλάδος – Τουρκίας, επειδή είχαν επαναστατήσει δύο φορές το 1916-18 και 1919-21. Οι κάτοικοι των ανωτέρω χωριών, για να αποφύγουν τη σφαγή του Τοπάλ Οσμάν και των Τέτσηδων, μαζί με τα γυναικόπαιδα κατέφυγαν στα βουνά, κυνηγημένοι, με βουρκωμένα μάτια, χάνοντας στα βουνά, η Μάνα το παιδί και το παιδί τη Μάνα, αλλά πάντοτε με την πίστη στο Θεό και την ελπίδα για σωτηρία. Έτσι προσπάθησαν να βρουν τρόπο για να γλυτώσουν από τη οργή του Τοπάλ Οσμάν και των Τσέτηδων. Κατόρθωσαν να δωροδοκήσουν ένα Τούρκο, που με το καΐκι του κρυφά και νύχτα να τους μεταφέρει από τα Ρωσικά παράλια στην Κωνστάντσα της Ρουμανίας. Συμφωνήθηκε πρώτα να μεταφερθούν τα γυναικόπαιδα. Όταν επιβιβάστηκαν στο καΐκι τα γυναικόπαιδα, φοβούμενοι μήπως δεν τηρήσει τη συμφωνία ο Τούρκος, επιβιβάστηκαν και οι οπλισμένοι άνδρες στο καΐκι, παρά τις αντιρρήσεις του ιδιοκτήτη του σκάφους, τον οποίο ανάγκασαν να αποπλεύσει και να κατευθυνθεί προς τα Ρωσικά παράλια με προορισμό την Κωνστάτσα της Ρουμανίας. Ο κίνδυνος μεγάλος για να ανατραπεί το καΐκι και να πνιγούν όλοι, όπως συμβαίνει στις μέρες μας με τους πρόσφυγες των εμπόλεμων περιοχών της Ανατολής και ραγίζει και πονά κάθε Ελληνική ψυχή με τις εικόνες που κάθε μέρα βλέπει στις οθόνες των τηλεοράσεων εδώ και μερικά χρόνια.
Στην Κωνστάτσα τους παρέλαβε το Ελληνικό προξενείο και τους προώθησε στη Θεσσαλονίκη, μόνο με τα ρούχα που φορούσαν και τον οπλισμό τους οι άνδρες, ταλαιπωρημένοι αλλά και γεμάτοι αναμνήσεις και βιώματα για τις χαμένες πατρίδες τους, με όνειρα, δυναμισμό και αισιοδοξία για το νέο ξεκίνημα της ζωής τους. Διασκορπίστηκαν σε διάφορα μέρη της Πιερίας, Κοζάνης, Καστοριάς, Δράμας κ.α. Κανείς βέβαια ιστορικός – Ερευνητής Έλληνας δεν ασχολήθηκε με τους αγώνες, τις θυσίες, τις εξορίες, τις κακουχίες στα ενδότερα της Μικράς Ασίας, όπου οι περισσότεροι χάθηκαν και όσοι επέζησαν από τις δύο εξορίες, επέστρεψαν στα μέρη τους και συνέχισαν τους αγώνες στα βουνά αποκηρυγμένοι πλέον.
Η 19η Μαΐου είναι κατ’ εξοχήν μνημοσύνη ημέρα, είναι η επιστροφή, με μάτια δακρυσμένα στα ιερά χώματα του Πόντου και της Μικρασιατικής γης, των αξέχαστων Ελληνικών πατρίδων και κοιτίδας του Ελληνισμού, που το 1922 των αφάνισαν από τις προγονικές του εστίες, τον έκαμαν αποκαΐδια και ως τέφρα τον σκόρπισαν στο έλεος των ανέμων, της δυστυχίας και του θανάτου. Γιατί οι Τσέτες του Οσμάν δεν τηρούσαν ούτε τα προσχήματα, βασάνιζαν και σκότωναν υπό το φως της ημέρας. Ο Τοπάλ Οσμάν παρακολουθούσε και όπως έχει γράψει ο Δημήτρης Ψαθάς στο συγκινητικό ιστόρημα του «Γη του Πόντου», «ήθελε να χαρεί την αγωνία του θανάτου, και ύστερα το τελευταίο βογγητό των θυμάτων που στραγγάλιζαν ή μαχαίρωναν οι Τσέτες». Οι Πόντιοι και οι Μικρασιάτες, δίνουν το «παρών» και σήμερα και δείχνουν ότι αξίζει να συνεχίσουμε την ιστορική δημιουργική παράδοση, μέσα στη μεγάλη οικογένεια της ελεύθερης πατρίδας και του Έθνους. Η ιστορική μοίρα, είναι πιο ισχυρή από την ανθρώπινη βούληση και ουδέποτε αδρανεί. Ο λαϊκός Τραγουδιστής το γνωρίζει: «Ποιος ξέρει τι καιροί θα ‘ρθουν, τι χρόνια θα γυρίσουν, να πάμε να τα πάρουμε για να πολυχαρούμε» Άλλωστε και «το καράβι της ελπίδας» του Γεωργίου Αθάνα, που αρμενίζει στα πέλαγα του μέλλοντος, δεν καταποντίστηκε, καθώς είναι φορτωμένο με την πολύτιμη ελπίδα του ξαναγυρισμού, μόλις το έθνος το καλέσει.
«Έλα χρυσό καράβι, έλα ξεφόρτωσε!
Δωσ’ μας το θησαυρό σου κι άνοιξε τα πανιά ολόισα για τη Σμύρνη
και για τα Μουντανιά»
Γιατί στην ελπίδα η τέφρα καταλάμπει την Εθνική μνήμη και διατηρεί χλωρή τη ρίζα της Φυλής. Όπου υπάρχουν σταυροί και τάφοι, εκεί και Ανάσταση, «Ουκ εάλω η ρίζα. Ουκ εάλω το φως! Ουκ εάλω η βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνω (Από το βιβλίο: Δρόμοι πολιτικής Παιδείας).
Το χρέος και το καθήκον, για τη μνημόσυνη αυτή ημέρα, γίνεται χαρά και αισιοδοξία όταν έχουμε κατά νου τη ρήση του υψιπέτου της αρχαίας ποίησης Πίνδαρου (σε μετάφραση) «Δεν αρμόζει να σκεπάσει η σιωπή της λησμόνιας αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι διέπραξαν πολλά και ένδοξα· εκείνο που αρμόζει είναι η θεία μελωδία στίχων που υμνούν και επαινούν τα ανδραγαθήματα αυτών των ανθρώπων».
Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να αναφερθώ στο μακαριστό πατέρα μου που με πόνο πολύ και βουβό δάκρυ, μου εξιστόρησε όλα όσα καταγράφω στο σημείωμα αυτό και κατακλείοντας, θα ήθελα για το έργο της προσφοράς και της θυσίας όλων των επωνύμων και ανωνύμων Ποντίων προγόνων μας, να προσφέρω ως ελάχιστο δείγμα τιμής και σεβασμού τους παρακάτω στίχους του Φίλωνα Κτενίδη:
«Αποθαμμέν’ θα απομέν’, αδά όπου ετάφαν χιλιάδες χρόνια φύλακες και μέρες μυριάδες… και άλλ’ ατόσα κι’ αν διαβαίν, θα μεν’ και θα περμένε, θα αναμένε την Λαμπρήν και το Χριστός Ανέστη…. Θα αναμέν’ τον γυρισμόν και τη Ξενιτεμένε».
Δηλαδή: «Οι νεκροί θα μείνουνε, εδώ όπου τάφηκαν για χιλιάδες χρόνια φύλακες, και μέρες ατελείωτες και άλλα τόσα χρόνια και αν περάσουν θα μένουν και θα περιμένουν. Θα περιμένουν τη Λαμπρή και το Χριστός Ανέστη. Θα περιμένουν το γυρισμό του Ξενιτεμένου».