Στο παρόν ιστορικό σημείωμα, που εγράφη με τη «βοήθεια» της «Ιστορίας του ελληνικού έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών και της «Μεγάλης ιστορίας της Ελλάδας» του Γ. Κορδάτου, θα θέλαμε να περιγράψουμε, με λίγα λόγια, τη στάση των Ευρωπαίων «συμμάχων» της Ελλάδας προς την Τουρκία την περίοδο 1919 – 1921. Το τι έκαναν το 1922 θα το δούμε σε επόμενο δημοσίευμα.
Δύο συνθήκες που υπογράφηκαν μετά το τέλος του 1ου παγκοσμίου πολέμου ολοκληρώνουν σε διπλωματικό επίπεδο τις προηγηθείσες ελληνικές θριαμβευτικές επιτυχίες στο πεδίο των μαχών και των «παρασκηνιακών» αντιπαραθέσεων. Στο Νεϊγύ (14/27 Νοέμβρη 1919) – βάσει της φερώνυμης συνθήκης- η Βουλγαρία παραιτείται από τα κυριαρχικά της δικαιώματα στη δυτική Θράκη, που θα παραχωρηθεί, λίγο μετά, στην Ελλάδα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, είχαν συναφθεί μυστικές συμφωνίες μεταξύ των ισχυρών χωρών της «Αντάντ» για καθορισμό των ζωνών επιρροής στη Μέση Ανατολή, καθώς τα εκεί συμφέροντά τους τις έφερναν συχνά σε διπλωματική σύγκρουση. Με τη συμφωνία του Λονδίνου (1916) αναγνωρίζεται στη Γαλλία η περιοχή της Κιλικίας κι η Συρία, στην Αγγλία η Μεσοποταμία, η Αραβία και τα λιμάνια της Παλαιστίνης και, τέλος, στη Ρωσία οι διεκδικήσεις της στην Αρμενία και το Κουρδιστάν. Το 1917 στη Σαβοΐα, με τη συνθήκη της Μωριέννης, η περιοχή της Σμύρνης παραχωρείται στους Ιταλούς.
Κι οι δυο συμφωνίες (Λονδίνου & Μωριέννης) ήταν καθαρά αποικιακού χαρακτήρα, αναθεωρήθηκαν αργότερα από τις κατοπινές συνθήκες ειρήνης, δίχως να θιγεί, όμως, το πνεύμα που τις διακατείχε. Ειδικότερα η συνθήκη της Μωριέννης δεν απόχτησε ποτέ νομική ισχύ, μια κι η Ρωσία, μη συμμετέχοντας στη συνδιάσκεψη αυτή, δεν την προσυπέγραψε κι αργότερα, μετά την Οχτωβριανή επανάσταση του 1917 και την επικράτηση των κομμουνιστών που άλλαξαν άρδην το καθεστώς και τους στόχους της πάλαι ποτέ τσαρικής Ρωσίας, δεν την αναγνώρισε.
Αρχές του Μάη του 1919 (2/15 Μάη), όμως, ελληνικά στρατιωτικά τμήματα με επικεφαλής το συνταγματάρχη Ν. Ζαφειρίου αποβιβάζονται στη Σμύρνη και προκαλούν κύμα αλλόφρονος ενθουσιασμού στο ελληνικό στοιχείο της περιοχής. Δυστυχώς, όμως, συνάμα εξάπτουν και τον τουρκικό φανατισμό.
Η παρουσία και η υλική φθορά των Ελλήνων στρατευμάτων στη Μ. Ασία εξυπηρετεί τα οικονομικοπολιτικά συμφέροντα των χωρών της «Αντάντ», παρά το ότι μοιάζει να επαληθεύει τους πόθους του ελληνισμού για απελευθέρωση των αλύτρωτων αδελφών.
Εκτός από τους Τούρκους, οι Έλληνες είχαν να αντιμετωπίσουν και τους Ιταλούς, που – για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα και να προωθήσουν «υποχθονίως» τις δικές τους διεκδικήσεις επί μικρασιατικού εδάφους – είχαν καταλάβει την Αττάλεια και την Αλικαρνασσό, είχαν προωθηθεί ως το Αϊδίνιο και εξόπλιζαν τους Τούρκους, ενώ έρχονται συχνά σε προστριβές με τους Έλληνες συνδιεκδικητές της περιοχής.
Η παρουσία του ελληνικού στρατού, εξάλλου, φάνταζε, όπως πιστεύουν οι κατοπινοί ιστορικοί, στα μάτια των Αγγλογάλλων το καλύτερο μέσο αναχαίτισης των ιταλικών επεκτατικών βλέψεων στη Μ. Ασία, ώσπου να υπογραφεί η τελική συνθήκη ειρήνης με τη σουλτανική Τουρκία.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος ζητεί από τους συμμάχους την άδεια να επιτεθεί κατά των κεμαλικών, που βρίσκονταν σε θέσεις εκτός ελληνικής δικαιοδοσίας. Για να στεφθεί αυτό από επιτυχία, απαιτεί συνάμα και οικονομική ενίσχυση.
Οι Ευρωπαίοι τού δίδουν την άδεια, αλλά υπογραμμίζουν πως οι Έλληνες θα ενεργήσουν με δική τους ευθύνη και χωρίς να εμπλακούν οι σύμμαχοι σε καμία περίπτωση σε πολεμικές επιχειρήσεις. Έτσι, η Ελλάδα αναγκάζεται να πάρει μόνη της την κατάσταση στα χέρια της και ο ελληνικός στρατός, προελαύνοντας με αξιοσημείωτη επιτυχία ως την Προύσα, έτρεψε σε υποχώρηση τον Κεμάλ και τις δυνάμεις του προς τη Νικομήδεια.
Το σημαντικότερο διπλωματικό γεγονός του καλοκαιριού του 1920 ήταν η υπογραφή της συνθήκης των Σεβρών (28/7 ή 10/8/1920) την οποία υπογράφει κι ο Έλληνας πρωθυπουργός Βενιζέλος. Στην Ελλάδα – πέραν των άλλων – και της ανατίθεται κι η προσωρινή διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης, μ’ έναν όρο: Ο Μικρασιατικός πληθυσμός, μετά από 5 χρόνια και με δημοψήφισμα, θ’ αποφάσιζε εάν επιθυμούσε την οριστική προσάρτηση της περιοχής στην Ελλάδα.
Η Τουρκία, τέλος, αναγνωρίζει οριστικά την ελληνική κυριαρχία σ’ όλα τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, εκτός των Δωδεκανήσων, που ήταν υπό ιταλική κυριαρχία και παραχωρούνται – πλην της Ρόδου – με ειδική συνθήκη συνοδευτική αυτής των Σεβρών στους Έλληνες.
Όπως κάθε σοβαρή διεθνής διπλωματική διευθέτηση διαφορών, κρύβει πίσω της αρκετό «παρασκήνιο» , το οποίο σχετίζεται με: 1) τις μεταξύ Άγγλων – Γάλλων και Ιταλών έριδες σχετικά με τις σφαίρες επιρροής επί οθωμανικών εδαφών, 2) τη σταθερή προτεραιότητα οικονομικών συμφερόντων έναντι οιωνδήποτε αρχών συνέπειας ή δικαιοσύνης και 3) τον μόνιμο φόβο των δυτικοευρωπαϊκών δυνάμεων μήπως έρθουν κοντά Κεμάλ και η νεογέννητη ΕΣΣΔ και με πολιτικοοικονομική συνεργασία πλήξουν τα ευρωπαϊκά συμφέροντα στην περιοχή.
Μετά, όμως, από την υπογραφή της συνθήκης, η Οθωμανική Αυτοκρατορία (Τουρκία) παραμένει έτσι θύμα κι αυτή ιδιότυπου εθνικού διχασμού: Μία κυβέρνηση σουλτανική εδρεύει στην Κων/πολη και συναλλάσσεται με την «Αντάντ» και η άλλη, η υπό τον Μουσταφά Κεμάλ – ενισχυμένη στα μάτια του λαού από την αγγλική απόπειρα του Μάρτη του 1920 να διαλυθεί το νεοεκλεγέν τουρκικό κοινοβούλιο που προέβαλε τις εθνικιστικές θέσεις – έχει έδρα την Άγκυρα, αρνείται την ταπεινωτική συνθήκη και βασίζεται στον εθνικό λαϊκό στρατό, ο οποίος έχει φανατιστεί από τις εθνικιστικές της ιδέες γι’ αποτίναξη των ξένων.
Μετά την εκλογική ήττα του Βενιζέλου και την επιστροφή του Κων/νου στον ελληνικό θρόνο (Νοέμβρης 1920) νέα σοβαρή και δυσοίωνη περιπλοκή δημιουργείται στο μικρασιατικό πρόβλημα. Οι δυτικοί σύμμαχοι, ιδίως οι Γάλλοι, αναθεωρούν τη στάση τους και άρχισαν να μεταβάλλουν την πολιτική τους απέναντι στην Ελλάδα, με το πρόσχημα έλλειψης εμπιστοσύνης στο πρόσωπο του Κων/νου, με τον οποίο – ούτως ή άλλως – είχαν και «προηγούμενα» από τα χρόνια του «Εθνικού Διχασμού» (1915 – ’17).
Η γαλλική πολιτική στρέφεται προς τον Κεμάλ μετά, κυρίως, από το Νοέμβρη του 1920. Γιατί; Πρώτα απ’ όλα ας σταθούμε στο διαρκή και οξύτατο αγγλογαλλικό οικονομικό ανταγωνισμό στην Εγγύς Ανατολή και στη γαλλική επιδίωξη να αυξηθεί η επιρροή της στην περιοχή. Έπειτα, η Γαλλία διαβλέπει πως οι Έλληνες δεν μπορούν μόνοι τους να νικήσουν τον κεμαλικό στρατό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι καμιά χώρα της Ευρώπης δε θέλει να στείλει στρατό στη Μ. Ασία για να εξαναγκάσει τον Κεμάλ να δεχτεί τη συνθήκη. Κοντά σ’ αυτά, η Γαλλία έβλεπε με δυσπιστία την ελληνική στρατιωτική και πολιτική παρουσία στα μικρασιατικά εδάφη, αφού θεωρεί τον ελληνικό στρατό εντολοδόχο της αγγλικής πολιτικής στην όλη περιοχή.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, υπογράφει με το κεμαλικό καθεστώς, τον Οχτώβρη του 1921 στην Άγκυρα, το σύμφωνο Franklin- Bouillon (7/20.10.1921). Το σύμφωνο φαινομενικά ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες αποχώρησης από την Κιλικία του γαλλικού στρατού που είχε συμφωνηθεί από τις 9/3/1921 και πραγματοποιούνταν το καλοκαίρι του 1921 εις όφελος των κεμαλικών, με αντάλλαγμα για τη γαλλική πλευρά διάφορα οικονομικά προνόμια σε εδάφη της Τουρκίας. Επίσης, η στενότερη διπλωματική κι η οικονομική γαλλοκεμαλική συνεργασία του Οχτώβρη του 1921 ενίσχυσε τον Κεμάλ σημαντικά, αφού η Γαλλία πουλάει όπλα στον εθνικιστικό στρατό, ενώ θα αποστείλει κι εκπαιδευτές για την αναδιοργάνωση της τουρκικής αστυνομίας.
Στις 13 του Μάρτη του 1921 μια ακόμη διπλωματική επιτυχία τού Κεμάλ τον βοηθά αρκετά στο σκοπό του. Υπογράφεται συμφωνία αποχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων από την περιοχή της Αττάλειας, όπου οι Ιταλοί φεύγοντας εφοδιάζουν μεν με οπλισμό τούς κεμαλικούς, αποσπούν δε απ’ αυτούς όχι ευκαταφρόνητα οικονομικά προνόμια.
Οι Άγγλοι, ανήσυχοι από τις ιταλικές και τις γαλλικές επαφές με τους κεμαλικούς κατά το 1921, προσπαθούν να προσεγγίσουν κι αυτοί τον Κεμάλ, επιθυμώντας να διασφαλίσουν τη σημαντική οικονομική και πολιτική παρουσία τους σε μία μελλοντική υπανάπτυκτη κεμαλική Τουρκία. Η Βρετανία, όμως, δε στρέφεται ανοιχτά υπέρ της Τουρκίας, αλλά θεωρητικά υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις, δίχως, όμως, να βοηθά οικονομικά ή στρατιωτικά τις ελληνικές δυνάμεις της Μ. Ασίας. Έτσι, δε συμφωνεί να φύγουν οι Έλληνες από τα μικρασιατικά εδάφη, αφού φοβάται ότι η αποχώρησή τους θα αφήσει ασύδοτους τους κεμαλικούς εθνικιστές, που θα στραφούν εναντίον των ισχνών αγγλικών δυνάμεων που είχαν υπό τον έλεγχό τους τα Στενά.
Κι η κατοχή κι ο έλεγχος των Στενών και της Κων/πολης ήταν ζωτικής σημασίας σ’ ό,τι αφορά στην προώθηση της βρετανικής επεκτατικής πολιτικής στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, σε βάρος και των Ελλήνων και των (σουλτανικών & εθνικιστών) Τούρκων.