Απρίλη του 1941 και το μέτωπο είχε καταρρεύσει. Το Ρέθυμνο ζούσε τα γεγονότα με την ίδια αγωνία που επικρατούσε και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τι να είχαν γίνει άραγε οι δικοί του στρατιώτες; Θα έφταναν κάποτε στον τόπο τους;
Ούτε και μπορούσαν να διανοηθούν οι Ρεθεμνιώτες τι περιπέτειες ζούσαν οι άνθρωποί τους που επέστρεφαν από το μέτωπο. Αν ήταν δυνατόν να τους αλυσοδέσουν για να μη φθάσουν ποτέ.Για να μείνει το νησί άοπλο και αβοήθητο, ενώ τα απειλητικά σύννεφα της εισβολής πύκνωναν όλο και περισσότερο.
Το Ρέθυμνο ζούσε όμως και μεγάλες στιγμές, γιατί δεν ήταν μικρό πράμα να αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού ο Εμμανουήλ Τσουδερός από τη γνωστή μεγαλοοικογένεια με το βαρύ ιστορικό παρελθόν.
Ήταν γιος του Ιωάννη Τσουδερού, ιατρού, πολιτικού και γόνου επιφανούς κρητικής οικογένειας με μεγάλη παρουσία στη σύγχρονη ιστορία του νησιού και της Ελλάδας γενικότερα. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και οικονομικές επιστήμες στο Παρίσι και το Λονδίνο. Αρχικά διετέλεσε βουλευτής Ρεθύμνης στην Κρητική Βουλή την περίοδο 1906-1912 και αντιπρόεδρος της συνέλευσης των Κρητών και αντιπρόσωπός της στην Αθήνα, την περίοδο 1911-1912.Το ίδιο διάστημα ήταν επίτροπος Δημοσίας Ασφαλείας και Δημοσίων Έργων στη Διοικητική Επιτροπή Κρήτης.
Μετά την ενσωμάτωση της Κρήτης στην Ελλάδα (1/12/1913) εκλέχθηκε στη Βουλή των Ελλήνων και πάλι βουλευτής Ρεθύμνης με το Κόμμα των Φιλελευθέρων το 1915 επανεκλεγείς ομοίως το 1920 και το 1923.Από το 1918 εκπροσώπησε την Ελλάδα επανειλημμένως σε διεθνείς συναντήσεις.
Το 1924 ανέλαβε το υπουργείο Συγκοινωνιών στην κυβέρνηση Βενιζέλου και την ίδια χρονιά ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Παπαναστασίου και την Κυβέρνηση Θεμιστοκλή Σοφούλη 1924.
Το 1925 διορίσθηκε υποδιοικητής της Εθνικής Τράπεζας.Από τη θέση αυτή,το 1927 πρότεινε και διαπραγματεύθηκε με τους εκπροσώπους της Κοινωνίας των Εθνών τη δημιουργία της Τραπέζης της Ελλάδος.
Το 1931,σε μια δύσκολη στιγμή για την ελληνική οικονομία, ο Τσουδερός ανέλαβε τη διοίκηση της Τραπέζης της Ελλάδος, θέση που διατήρησε μέχρι το 1939 όταν παύτηκε από το καθεστώς του Ιωάννη Μεταξά για πολιτικούς λόγους.
Στις 21 Απριλίου του 1941, και ενώ οι Γερμανοί είχαν καταλάβει τη μισή Ελλάδα ο Τσουδερός αποδέχθηκε την πρόταση του βασιλιά Γεωργίου να αναλάβει την πρωθυπουργία της χώρας σε αντικατάσταση του Αλέξανδρου Κορυζή, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει τρεις ημέρες νωρίτερα.Στις 23 Απριλίου η κυβέρνηση Τσουδερού, με τη βασιλική οικογένεια μετακινήθηκε στην Κρήτη.
Στο Ρέθυμνο έφθασε με την τότε βασιλική οικογένεια τέλος του Απρίλη. Ο κόσμος ταλαιπωρημένος από την αναμονή, είδε στην άφιξη τόσο σημαντικών προσώπων μια ευκαιρία να μάθει περισσότερα. Έτσι επιφύλαξε ενθουσιώδη υποδοχή στη βασιλική οικογένεια και στον Τσουδερό που τον συνόδευε και ο υπουργός Στέλιος Δημητρακάκης.
Ο χώρος του Επισκοπείου κατακλύστηκε από κόσμο και τον Γεώργιο προσφώνησε ο τότε πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Νίκος Δασκαλάκης. Ο πρόεδρος του συλλόγου Πολυτέκνων από την άλλη, προσπάθησε να εκμαιεύσει από τον πρωθυπουργό κάποια υπόσχεση για το μέλλον των στρατιωτών και την ασφαλέστερη επιστροφή του, αλλά κι εκείνος τι να του υποσχεθεί που βρισκόταν κυριολεκτικά στο δρόμο;Αντάλλαξαν μόνο λόγια παρηγοριάς…
Και νέος νομάρχης
Ο Δημητρακάκης έκανε μια δήλωση στην «Κρητική Επιθεώρηση» με ενωτικό πνεύμα, δίνοντας και μια σημαντική είδηση.Τη θέση του νομάρχη Παπαθανασίου που είχαν καταφέρει οι Ρεθεμνιώτες να απομακρύνουν θα καταλάμβανε ο γιατρός Γεώργιος Τσαγρής. Και στο άκουσμα αυτό πανηγύρισαν όλοι, γιατί ο Τσαγρής ήταν ιδιαίτερα αγαπητός.
Οι υψηλοί ξένοι δεν κάθισαν για πολύ στο Ρέθυμνο. Λίγο αργότερα με τις ευχές και τις επευφημίες των παρισταμένων ανεχώρησαν για τα Χανιά, από όπου ένα μήνα αργότερα θα καταφεύγανε στο Κάιρο, στην έδρα της εκεί βρετανικής συμμαχίας, θέτοντας τις μονάδες του ελληνικού πολεμικού ναυτικού και αεροπορίας, υπό την επιχειρησιακή διοίκηση της εκεί βρετανικής διοίκησης. Στις 15 Νοεμβρίου 1941 σε δήλωση του ο Εμμανουήλ Τσουδερός αναφέρει: «Οραματίζομαι την Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, μεγαλυτέραν και υπερήφανον, περιλαμβάνουσα και τη Βόρειον ΄Ηπειρον, τη Μακεδονίαν, τη Θράκην, τη Δωδεκάνησο και την Κύπρον».
Το 1942, ως πρωθυπουργός της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης, ο Τσουδερός μαζί με τον βασιλιά Γεώργιο, διατύπωσε υπόμνημα προς την κυβέρνηση της Βρετανίας ορίζοντας την Κύπρο ως μεταπολεμική διεκδίκηση της Ελλάδας για τις θυσίες της κατά τον πόλεμο.
Στις 18 Μαρτίου του 1944, η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), γνωστή και ως «Κυβέρνηση του Βουνού», έκανε γνωστή την ύπαρξή της και λίγες ημέρες αργότερα ζήτησε την παραίτηση της εξόριστης κυβέρνησης Τσουδερού και τον σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας με βάση την ΠΕΕΑ. Ο Τσουδερός – αντικομμουνιστής ο ίδιος, αλλά και υπό την πίεση των Βρετανών που δεν διέβλεπαν με φιλικό μάτι μία ελληνική κυβέρνηση που δεν θα ήλεγχαν οι ίδιοι – δεν δέχθηκε να παραιτηθεί. Ακολούθησε το κίνημα των εξόριστων Ελλήνων στρατιωτών (Απρίλιος 1944) που πρόσκειντο φιλικά προς το ΕΑΜ. Έχοντας χάσει τον έλεγχο της κατάστασης, ο Τσουδερός τελικά παραιτήθηκε, και κατόπιν οι πιστοί στον βασιλιά Έλληνες στρατιωτικοί, σε συνεργασία με τους Βρετανούς, κατέστειλαν βίαια το κίνημα των στρατιωτών.
Θύμα των Γερμανικών βομβαρδισμών ο Γεώργιος Τσαγρής
To Ρέθυμνο αγκάλιασε τον νέο του νομάρχη Γεώργιο Τσαγρή με πολλές ελπίδες. Επιτέλους ένας δικός του άνθρωπος, ήταν σε μια θέση κλειδί, που θα βοηθούσε τον τόπο. Και δεν υπερέβαλε καθόλου, γιατί ο Τσαγρής ήταν σπουδαίος και ως άνθρωπος. Ευγενικός, μειλίχιος, χαμηλών τόνων και γεμάτος αγάπη για Ρέθυμνο και τους ανθρώπους του.
Αυτός ήταν στρατιωτικός γιατρός. Είχε αναλάβει με δική του πρωτοβουλία την περίθαλψη των στρατιωτών, που επέστρεφαν τραυματίες από τον πόλεμο του ’40.
Το 1920, ο Τσαγρής, είχε αποσταλεί από την ελληνική κυβέρνηση στην Γ’ Εθνοσυνέλευση στην Ανδριανούπολη, ως εκπρόσωπος της Ελληνικής Κυβέρνησης για τη μεγάλη Ελλάδα, που οραματιζόταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος όπου και υπηρέτησε από 1/11/1920 μέχρι και 21/9/1922.
Εξελέγη στη συνέχεια βουλευτής στον νομό Ρεθύμνης στη Δ’ εθνοσυνέλευση από 16 Δεκεμβρίου 1923 έως 30 Σεπτεμβρίου 1925.Και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στον τόπο του από τη θέση αυτή.
Αναλαμβάνοντας καθήκοντα νομάρχη, προσπαθούσε να είναι κοντά στις οικογένειες των στρατιωτών που έλειπαν στο μέτωπο, είχε πάντα την πόρτα του ανοιχτή σε όποιον χρειαζόταν την ιατρική του βοήθεια και παρέμενε ο κοινής αποδοχής τοπικός άρχοντας.
Μια σύσκεψη όμως που έγινε στο κτήριο της πρώην Εθνικής Τράπεζας της οδού Τσουδερών, στάθηκε μοιραία. Σκοτώθηκε στον βομβαρδισμό που έγινε ξαφνικά και η θυσία του υπενθυμίζεται στις γενιές από τη μαρμάρινη επιγραφή, έξω από το κτίριο, που τοποθετήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1949 από τον Ιατρικό σύλλογο.
Λίγες μέρες πριν αρχίσει η πτώση των αλεξιπτωτιστών πολλοί οικογενειάρχες αποφασίζουν να εξασφαλίσουν τις οικογένειές τους σε κοντινά χωριά.
Άλλωστε ο τοπικός τύπος δίνει σχετικές οδηγίες κυρίως για τους κατοίκους που είναι κοντά σε στρατιωτικά σημεία. Καλεί επίσης και όσους γνωρίζουν χώρους που θα μπορούσαν να προστατεύσουν τον άμαχο πληθυσμό από εχθρικές επιθέσεις, να το γνωρίσουν για να γίνει η σχετική ενημέρωση.
Τελικά οι φόβοι επαληθεύτηκαν με τους ανελέητους βομβαρδισμούς που ήταν ο θλιβερός προάγγελος της εισβολής.
Η διάσωση του πολύτιμου αρχείου του Παύλου Βλαστού
Και αυτή την περίοδο κινδύνεψε να χαθεί εκτός των άλλων και το πολύτιμο αρχείο του Παύλου Βλαστού.Αναφέρει σχετικά ο Λεωνίδας Καούνης ο αξέχαστος Ρεθεμνιώτης με τη γλαφυρή γραφή και την αρχοντιά που τον διέκρινε:
«Ο Βλαστός πεθαίνοντας χωρίς παιδιά άφησε το βάρος ενός τόσο πολύτιμο πνευματικού έργου στους δύο πρωτανηψιούς του και μοναδικούς κληρονόμους. Τον πατέρα μου Εμμανουήλ Καούνη και τον Γεώργιο Βλαστό.
Ο πατέρας μου με υπέρμετρο ζήλο ανέλαβε και διαφύλαξε τη συλλογή δεδομένου ότι ο Βλαστός ήτο απασχολημένος με εμπορικές επιχειρήσεις. Πολλές και ποικίλες οι ενέργειες για την έκδοση του αρχείου τούτου προς κρατικούς φορείς. Το έργο προσεφέρετο δωρεάν υπό τον όρο της αυτοτελούς εκδόσεως και επ’ ουδενί της μερικής σταχυολόγησης. Αξιόλογη η συνεργασία του με τον τότε Πρόεδρο της Εταιρείας Κρητικών Σπουδών και αργότερα Πρωθυπουργό της Ελλάδος αείμνηστο Εμμανουήλ Τσουδερό. Αν δεν μεσολαβούσε ο πόλεμος το έργο ασφαλώς θα είχε εκδοθεί. Ομοίως πολύτιμος υπήρξε η συμπαράσταση και οι ενέργειες μεταγενέστερα των αείμνηστων Παντελή Πρεβελάκη και Νίκου Καζαντζάκη στα αρμόδια υπουργεία και σε διαφόρους εκδοτικούς οίκους, ενέργειες που δυστυχώς έμειναν άκαρπες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πολύτιμο μοναδικό βιβλίο που πρόλαβε να εκδώσει εν ζωή ο Παύλος Βλαστός (ο Γάμος εν Κρήτη) βρέθηκε σε εκατοντάδες αντίτυπα μέσα σε μια κασέλα. Μετά το θάνατό του εβιβλοδετήθη και απεστάλη σε όλες τις βιβλιοθήκες του κόσμου.
Λόγω της παραμονής μας στο χωριό κατά τη διάρκεια του πολέμου και τον φόβο βομβαρδισμού της πόλης ο πατέρας μου θέλησε να μεταφέρει και τη λαογραφική συλλογή δεματοποιώντας την σε ξύλινα κιβώτια.
Τον Μάιο του 1941 μεταφέρει τη συλλογή στο Αμαριώτικο πρακτορείο μαζί με διάφορα είδη οικοσυσκευής. Όταν άρχισε η φόρτωση στο αυτοκίνητο εσήμανε συναγερμός κι έπεσε μια βόμβα στο διώροφο κτίσμα του πρακτορείου. Η βόμβα άνοιξε μια τεράστια γούβα, καταστρέφοντας όλα τα πράγματα και τις αποσκευές των επιβατών. Η απόγνωση του πατέρα μου υπήρξε απερίγραπτη. Τρεις μήνες δεν έπαυσε να τρέχει το κλάμα στα μάτια του.
Κατά τον Αύγουστο μπήκε στο Ρέθυμνο και βρήκε έξι εργάτες, οι οποίοι επί δύο ημέρες έσκαβαν τα ερείπια και μετακινούσαν τα μπάζα, χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό επαναλήφθηκε άλλες δυο φορές ακόμα, χωρίς να βρεθεί τίποτα».
Το αρχείο βρέθηκε κατά τρόπο θαυμαστό
Και συνεχίζει ο Λεωνίδας Καούνης:
«Τον Σεπτέμβριο επανέρχεται πάλι με τους ίδιους εργάτες, αλλά τους είπε να απομακρύνουν μπάζα και πελέκια από τα πλάγια προς τα τειχίσματα του δαπέδου.
Κατά τρόπο θαυματουργικό τα ξύλινα κιβώτια με το αρχείο είχαν εκτιναχθεί στα πλάγια της οικοδομής και βρέθηκαν ανέπαφα.
Το ίδιο βράδυ ο πατέρας μου ενοικίασε ένα γαϊδουράκι, γιατί η συγκοινωνία είχε διακοπεί, φόρτωσε τα κασόνια και ήρθε στο χωριό πεζός, σε ηλικία 72 ετών, διανύοντας 41 χιλιόμετρα.
– Δεν κουράστηκα Λεωνίδα μου είπε. Ξέθαψα τον πνευματικό πολύτιμο μόχθο του θείου μου. Δεν πήγε χαμένη η προσπάθειά μου. Δόξα τω Θεώ,είπε.
Μετά το θάνατο του πατέρα μου, Ιούνιος του 1944, με τη λήξη του πολέμου επανήλθα οριστικά στο Ρέθυμνο και έφερα μαζί μου τη συλλογή.
Επακολούθησε η στράτευσή μου και μη έχοντας οικογένεια παρέδωσα προς φύλαξη τη συλλογή στον θείο Γεώργιο Βλαστό. Ο Γεώργιος Βλαστός κατά τη διάρκεια της στράτευσής μου προσβάλλεται από την επάρατο ασθένεια και επιδιώκει τη διασφάλιση της συλλογής.
Στο Ρέθυμνο δεν υπήρχε βιβλιοθήκη και η πνευματική εστία υπό τον αείμνηστο Πολύβιο Τσάκωνα ήτο ακόμα στα σπάργανά της. Θεώρησε λογικό να τη διασφαλίσει στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης παρά τις διαμαρτυρίες συγγενών και πολλών Ρεθυμνίων.
Η παραχώρηση έγινε με συμβολαιογραφική πράξη άνευ της δικιάς μου υπογραφής, εφόσον ήμουν στρατιώτης. Η συλλογή είναι διαφυλαγμένη σε μεταλλική ντουλάπα.
Όπως με είχε διαβεβαιώσει ο αείμνηστος Ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας η Ακαδημία Αθηνών είχε λάβει απόφαση για την έκδοση της συλλογής αυτοτελώς ως έργο Παύλου Βλαστού».
Εμμανουήλ Καούνης,μια σημαντική προσωπικότητα
Ο Εμμανουήλ Καούνης με το πείσμα του κατάφερε να διασώσει ένα τόσο σημαντικό λαογραφικό θησαυρό.Και δεν ήταν αυτή η πρώτη του προσφορά στον τόπο.Ένας, πράγματι, ένας γνήσιος ευπατρίδης.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1872. Η μητέρα του καταγόταν από την ιστορική οικογένεια των Βλαστών, που ανέδειξε και τον μεγάλο λαογράφο Παύλο Βλαστό.Είχε μεγάλη έφεση στα γράμματα και φαινόταν ότι θα διακριθεί σαν επιστήμονας. Ο θάνατος του πατέρα του όμως, ανέκοψε κάθε πρόσβαση σε ένα λαμπρό μέλλον και τον υποχρέωσε να αφήσει το σχολείο και να ασχοληθεί με το εμπόριο.
Το 1896 ενώ βρισκόταν στην Αθήνα, κατάλαβε από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα ότι δεν θ’ αργήσει νέα επανάσταση. Γύρισε αμέσως πίσω. Αποβιβάστηκε στο Μπαλί μαζί με τους Θεμιστοκλή Μοάτσο, Νικόλαο Σωτήρχο, Γεώργιο Σαουνάτσο και Γιάννη Μανιατάκη και ξεκίνησε αμέσως πατριωτική δράση. Δεν ήταν πια ο μειλίχιος και πράος άνθρωπος, αλλά ο Κρητικός που φλεγόταν για το αγαθό της ελευθερίας.
Η επανάσταση του Θερίσου τον βρίσκει έναν από τους πιο αποφασιστικούς συνεργάτες του Ελευθερίου Βενιζέλου. Ήταν από τους οργανωτές του συλλαλητηρίου της Μονής Ασωμάτων έχοντας γύρω του γενναίους συμπολεμιστές και αρχηγό τον Γιώργο Βλαστό.
Ήρθαν ξανά οι καιροί ειρήνης και ο Εμμανουήλ Καούνης επέστρεψε στις πνευματικές του αναζητήσεις. Οι αρχαιολογικοί μας θησαυροί ήταν πάντα στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων του, επειδή στους μακρινούς περιπάτους του είχε κατά καιρούς την ευκαιρία να διαπιστώσει ίχνη τους στην κρητική γη. Εκείνη την εποχή η ιδέα των ανασκαφών ήταν κάτι που άγγιζε τα όρια της φαντασίας. Τα κράτος μας στάζοντας ακόμα αίμα από βαθιές πληγές, δεν μπορούσε ούτε να προγραμματίσει και πόσο μάλλον να χρηματοδοτήσει επιστημονικές έρευνες.
Ο Εμμανουήλ Καούνης γνωρίζοντας από μελέτες τον πλούτο που έκρυβε και η Ρεθεμνιώτικη γη αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλία.
Μόλις τέλειωνε τη δουλειά του γύριζε στην περιοχή του Σταυρωμένου και εντόπιζε τα σημεία που έπρεπε να σκάψει.
Κι όταν ερχόταν το Σάββατο, έπαιρνε δυο τρεις από τους πιο έμπιστους εργάτες του και ξεκινούσαν το σκάψιμο. Εκείνος φυσικά τους πλήρωνε επιπλέον το μεροκάματο. Έτσι ήρθαν στο φως σπάνια ευρήματα. Ο Καούνης δεν ησύχαζε αν δεν τα μετέφερε στον προορισμό τους.
Οι έφοροι αρχαιοτήτων τον εκτιμούσαν βαθύτατα και το ανέφεραν συχνά στα γράμματά τους.
Ο Καούνης ήταν και μεγάλος φιλοτελιστής. Είχε μια από τις πιο σπάνιες συλλογές. Για κακή του τύχη η συλλογή αυτή καταστράφηκε με τον πρώτο βομβαρδισμό που έγινε στο Ρέθυμνο.
Κάποια μέρα στην περίοδο της κατοχής, εκεί που βρισκόταν στο χωριό του μαθαίνει ότι τον αναζητά ως εκεί ένας Γερμανός αξιωματικός. Είχε διαβάσει σε ένα Γαλλόφωνο περιοδικό της Βιέννης μια πραγματεία του Καούνη με τίτλο. «Η Φιλοτέλεια και το Ελληνικό Γραμματόσημο» που είχε μεγάλη απήχηση στον φιλοτελικό κόσμο. Κι ήθελε να γνωρίσει από κοντά το Ρεθεμνιώτη φιλοτελιστή και να δει την περίφημη συλλογή. Έμαθε όμως την τύχη της και ντράπηκε για λογαριασμό των ομοεθνών του.
Για τον Εμμ. Καούνη είχε κάνει εκτενή αναφορά ο Ιωάννης Δαλέντζας ο μεγάλος μας λογοτέχνης και αντιστασιακός. Από τα σημειώματά μου μαθαίνουμε και άλλες πτυχές της προσωπικότητας του χαρισματικού μας συμπολίτη.
«Συντηρούσε πολλές οικογένειες βοηθώντας κρυφά και μυστικά τους αναξιοπαθούντες και η βοήθειά του ήταν γενναία, ώστε να ανασταίνονται οικονομικά οι πάσχοντες. Έσωσε πολλούς επαγγελματίες από δύσκολη θέση χωρίς κανένα όφελος δικό του κι ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο να τρέχει στα δικαστήρια και να πληρώνει τα δικαστικά έξοδα αγνώστω ντου δυστυχισμένων ανθρώπων. Προπάντων τις παραμονές των εορτών έβγαζε πολλούς από τις φυλακές πληρώνοντας σοβαρότατα ποσά».
Αυτά έγραφε ο μεγάλος μας συγγραφέας με στοιχεία που του έδινε ο δικηγόρος Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις.
Και τι να γράψουμε για τη δράση του σαν Ερυθροσταυρίτη. Γιατί υπήρξε ιδρυτικό μέλος του τοπικού τμήματος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού από το 1922.
Αλλά και σε άλλους τομείς συνέβαλε τα μέγιστα, διατελώντας μέλος της επιτροπής επαρχιακής οδοποιίας. μέλος του αδελφάτου του Δημοτικού Νοσοκομείου Ρεθύμνου, μέλος της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας της Ελλάδος,Ταμίας του συλλόγου εταιρείας των φίλων του Ρεθύμνου. Ταμίας του Γυμναστικού Συλλόγου Ρεθύμνου, μέλος της φιλοτελικής εταιρείας Ελλάδος, Έφορος του Σώματος Ελλήνων Προσκόπων Ιδρυτής του Ορειβατικού Συλλόγου.
Μια τόσο πολυσήμαντη προσωπικότητα δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τους στίχους του Ρεθεμνιώτη βάρδου Γιώργη Καλομενόπουλου που γράφει κάπου:
«Στη χαλάστρα κουβεδιάζουν
δυο άρχοντες της πόλης
Καψαλάκης Ιωάννης
και Καούνης ο Μανόλης»
Αυτός ήταν ο Εμμανουηλ Καούνης για τον οποίο έχουμε κάνει, επειδή το αξίζει, αναρίθμητες αναφορές. Κι άλλοι υπήρξαν ακρίτες του αρχαιολογικού μας πλούτου. Ο Καούνης όμως με δικά του έξοδα έκανε ανασκαφές και ουδέποτε εισέπραξε αμοιβή για τα εκθέματα που παρέδωσε κι ας ήταν ανυπολόγιστης αρχαιολογικής αξίας.
Αναγκαία επανόρθωση
Από κεκτημένη ταχύτητα, σε χθεσινό αφιέρωμα μου, αναφερόμενη σε μια παλιά συντροφιά που αποτελούσαμε τη νεολαία του Παύλου Βαρδινογιάννη, παρέλειψα να αναφέρω την ιδιότητα κάποιου προσώπου και άθελά μου δημιούργησα την εντύπωση ότι πρόκειται για τον γνωστό παράγοντα της πόλης μας κ. Όθωνα Χριστουλάκη.
Ο κ. Χριστουλάκης από τους κορυφαίους, σήμερα, στον τομέα της εστίασης, δεν είχε καμιά σχέση με τη συντροφιά μας και ειλικρινά λυπάμαι που άθελά μου έκανα αυτό το ατόπημα και του ζητώ συγγνώμη.Ο κύριος στον οποίο αναφερόμουν είναι άλλο πρόσωπο με διαφορετικό εντελώς επάγγελμα.