Του ΓΕΩΡΓ. ΕΜΜ. ΠΕΡΠΙΡΑΚΗ*
1 Δεκεμβρίου 1913, την ημέρα αυτή έγινε η έπαρση της ελληνικής σημαίας στο φρούριο του Φιρκά στα Χανιά από τα τρεμάμενα χέρια των γηραιών Κρητών οπλαρχηγών Μάντακα και Χατζημιχάλη Γιάνναρη και ενώπιον του βασιλιά Κωνσταντίνου και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου πράξη που σηματοδοτεί την επίσημη ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Κατά την επανάσταση του 1821-1830 οι Κρήτες αγωνίστηκαν σκληρά, όπως και οι λοιποί Έλληνες για να αποτινάξουν τον τουρκικό ζυγό και να δημιουργήσουν δικό τους ελεύθερο κράτος. Εν τούτοις είδαν, όμως, με πόνο απερίγραπτο να μην συμπεριλαμβάνονται στα όρια του ελεύθερου και ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, όπως αυτά καθορίστηκαν από το πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1830. Και αυτό γιατί έτσι θέλησε η ευρωπαϊκή διπλωματία και κυρίως η πανίσχυρη τότε Αγγλία, η οποία ήταν σταθερά εχθρική στην υπόθεση της κρητικής ελευθερίας και δεν μπορούσε να σκεφτεί ότι κάποια στιγμή δεν ήταν εύκολο γι’ αυτήν, ή ακόμη χειρότερο, αδύνατο, να χρησιμοποιεί ο στόλος της το λιμάνι της Σούδας. Η αγγλική θεωρούσε δεδομένο ότι η Ελλάδα θα γινόταν δορυφόρος της Ρωσίας λόγω της παρουσίας του Καποδίστρια. Οι Κρητικοί παραπονέθηκαν στα ανακτοβούλια της Ευρώπης και διακήρυξαν «αιώνιον και αμετάθετον την ένωσιν αυτών μετά των Ελλήνων» και δήλωσαν ότι θα αγωνιστούν μέχρι να δουν την πατρίδα του ενωμένη με την Ελλάδα.
Από τότε το κρητικό ζήτημα, έγινε μέρος του ανατολικού ζητήματος και απασχόλησε την ευρωπαϊκή διπλωματία, όλος δε ο 19ος αιώνα είναι ένας αιώνας συνεχών εξεγέρσεων και επαναστάσεων.
Η γεωγραφική θέση της Κρήτης κινούσε από αρχαιοτάτων χρόνω το ενδιαφέρον όλων των μεσογειακών δυνάμεων. Οι μακροπρόθεσμοι στόχοι της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η εξασφάλιση ναυτικών βάσεων στη Μεσόγειο. Προσέβλεπε λοιπόν κάποια στιγμή να θέσει την Κρήτη υπό τον έλεγχο της. Τις ίδιες όμως μακροπρόθεσμες επιδιώξεις είχαν και οι άλλες δυνάμεις για την Κρήτη. Η τσαρική Ρωσία θεωρούσε την Κρήτη ως ένα αποφασιστικό στήριγμα για την πολιτική της να κατέβει στην Μεσόγειο. Ανάλογο ενδιαφέρον είχαν επιδείξει και οι άλλες Δυνάμεις. Γενικά η αρχή της ισορροπίας μεταξύ των δυνάμεων αποτελούσε το χρυσό κανόνα για τη διατήρηση της ειρήνης στην ανατολική Μεσόγειο.
Το Ελληνικό κράτος αδυνατούσε να ακολουθήσει δυναμική πολιτική. Οι Κρήτες όμως δεν έπαυσαν να αγωνίζονται για την ένωση του νησιού στον εθνικό κορμό. Το 1833 η επανάσταση των Μουρνιδών στις Μουρνιές Χανίων, όπου οι Κρητικοί διαμαρτυρήθηκαν για τη βάναυση αιγυπτιακή διοίκηση (μετά το τέλος της επανάστασης ο Σουλτάνος παραχώρησε τη διοίκηση της νήσου στο Μεχμέτ Αλή, πασά της Αιγύπτου, για τη βοήθεια που έδωσε στον Σουλτάνο κατά την επανάσταση του 1821). Το 1840 οι δυνάμεις επαναφέρουν την Αίγυπτο στην κυριαρχία του Σουλτάνου.
Το 1841 με την ευκαιρία της τουρκοαιγυπτιακής διαφοράς εκδηλώνονται δύο επαναστάσεις, των αδελφών Χαιρέτη στη δυτική Κρήτη και του Βασιλεογιώργη στην ανατολική.
Το 1958 σημειώνεται νέα επανάσταση, το κίνημα του Μαυρογένη όπως ονομάστηκε. Οι Κρήτες διαμαρτύρονται γιατί ο Σουλτάνος δεν τηρούσε τις διατάξεις του διατάγματος περί ανεξιθρησκίας, Χατ-τ-Χουμαγιούν. Το κίνημα ήταν αναίμακτο. Μετά από συζητήσεις ανάμεσα στους απεσταλμένους του Σουλτάνου και των κρητικών ο Σουλτάνος παραχώρησε γενική αμνηστία και κάποια προνόμια όπως το δικαίωμα της οπλοκατοχής, της ελευθερίας της συνειδήσεως, και ακόμη υποσχέσεις για μείωση φόρων και για κοινωφελή έργα. Τότε ιδρύθηκαν οι δημογεροντίες οι οποίες σκοπό είχαν να επιλύουν τις οικογενειακές διαφορές των χριστιανών να αντιμετωπίζουν θέματα παιδείας και κοινωνικής φύσεως, γενικά ο ρόλος τους ήταν πολυσχιδής.
1866-1869 η μεγάλη επανάσταση. Οι κρητικοί διαμαρτύρονται πάλι για της αυθαιρεσίες των Τούρκων και από τα Μπουτσουνάρια Χανίων στέλνουν στην Υψηλή Πύλη ένα υπόμνημα με τα αιτήματα τους τα οποία ο Σουλτάνος απέρριψε. Στις 21 Αυγούστου 1866 οι επαναστάτες από τα Σφακιά κηρύττουν την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και αρχίζει ο τιτάνιος αγώνας των Κρητών για την ελευθερία. Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» αναμιγνύονται ενεργά στην επανάσταση ανάλογα με τα συμφέροντα της καθεμιάς. Η Ρωσία αναφανδόν υποστηρίζει και παροτρύνει τους επαναστάτες, η Γαλλία και η Ιταλία ακολουθούσαν καιροσκοπική πολιτική γιατί και οι δύο είχαν πολεμικές περιπέτειες. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης ακούγονται διάφορες προτάσεις να γίνει η Κρήτη αυτόνομη, να αποτελέσει ηγεμονία, να ενωθεί μες τη Ελλάδα. Η Τουρκία με την στήριξη της Αγγλίας απέρριπτε όλες τις προτάσεις. Η Αγγλία, όμως, ακολούθησε όλη τη διάρκεια της επανάστασης σταθερή πολιτική «ένεκεν της οποίας τόσον κατά το 1866 όσον και το 1830 η Κρήτη δεν αποτέλεσεν αυτόνομον ηγεμονίαν ουδέ προσηρτήθη εις την Ελλάδα». Η Τουρκία τελικά έστειλε στο νησί τον Ααλή Πασά ο οποίος παραχώρησε τον οργανικό νόμο, ο οποίος καθιέρωσε ένα στοιχειώδες κοινοβουλευτικό σύστημα με το οποίο διοικήθηκε η Κρήτη τα επόμενα χρόνια.
Το 1978 νέος ξεσηκωμός με την ευκαιρία του ρωσοτουρκικού πολέμου. Οι Κρήτες εκφράζουν έντονα παράπονα κατά του Σουλτάνου για κακή εφαρμογή των υποσχέσεων που είχε δώσει, ζήτησαν δε από τις Δυνάμεις να συζητηθεί το κρητικό ζήτημα στο συνέδριο του Βερολίνου το θέρος του 1878 πράγμα το οποίο δεν έγινε γιατί η Αγγλία δεν το ήθελε. Τελικά υπογράφεται μεταξύ του Σουλτάνου και των Κρητών η συνθήκη της Χαλέπας ( Οκτώβριος 1878). Με τη συνθήκη αυτή η Κρήτη απέκτησε ένα υποτυπώδες κοινοβουλευτικό σύστημα, με το οποίο επιτράπηκε να εκδίδονται εφημερίδες και να λειτουργούν πολιτικά κόμματα. Πραγματικά δημιουργήθηκαν δύο πολιτικές παρατάξεις, οι συντηρητικοί ή καραβανάδες και οι φιλελεύθεροι ή ξυπόλυτοι. Αναπτύχθηκε δε μεταξύ τους ένας έντονος πολιτικός ανταγωνισμός που δεν είχε καθόλου ευχάριστα αποτελέσματα. Όταν, λοιπόν, μια ευάριθμη ομάδα συντηρητικών βουλευτών υπέβαλε σχέδιο ψηφίσματος για την ένωση της Κρήτης, η Τουρκία επέβαλε το στρατιωτικό νόμο και ανακάλεσε τις διατάξεις της σύμβασης της Χαλέπας. Η επόμενη πενταετία ήταν μια περίοδος βίας και τρομοκρατίας που θύμιζε παλιές περιόδους της τουρκικής τρομοκρατίας. Η μεγάλη σφαγή των Αρμενίων, τον Ιανουάριο του 1895 δημιούργησαν ένα κλίμα φόβου μήπως τέτοια γεγονότα επεκταθούν και στην Κρήτη.
Τις δύσκολες αυτές στιγμές για την Κρήτη παρουσιάζεται ο Σφακιανός πολιτικός, Μανούσος Κούνδουρος που είχε την άποψη, ότι τη χρονική εκείνη περίοδο η ένωση είναι τελείως ανέφικτο να επιτευχθεί και θεωρούσε ότι η αυτονομία είναι ένα ασφαλές και απαραίτητο βήμα προς την πολυπόθητη ένωση. Οι απόψεις αυτές του Κούνδουρου ήταν και απόψεις του Άγγλου Γενικού Προξένου στα Χανιά, Billioti.
Ο Κούνδουρος το Σεπτέμβριο του 1895 έστειλε στον Σουλτάνο και τους προξένους των δυνάμεων στα Χανιά ένα υπόμνημα με κύριο αίτημα την ανακήρυξη της Κρήτης σε αυτόνομη πολιτεία φόρου υποτελής στο σουλτάνο.
Οι βιαιότητες, όμως, του Τουρκικού στρατού αλλά και του τουρκικού στοιχείου προκάλεσαν την επέμβαση των «Μεγάλων Δυνάμεων», οι οποίες τον Αύγουστο του 1896 επέβαλαν νέο κανονισμό διοίκησης που έγινε αποδεκτός και από τις δύο πλευρές. Ο νέος κανονισμός έδιδε το δικαίωμα στις «Μεγάλες Δυνάμεις» να επεμβαίνουν στο εσωτερικό της Τουρκίας, οσάκις υπήρχε κίνδυνος να διασαλευτεί η δημόσια τάξη και ασφάλεια στη Μεγαλόνησο.
Τον Ιανουάριο του 1897 η κατάσταση στην Κρήτη χειροτερεύει. Οι μουσουλμάνοι, υποκινούμενοι από πράκτορες της Πύλης, προβαίνουν σε πράξεις βίας και ανυπακοής προς τους διοικητές. Πυρπολούν τα Χανιά και προβαίνουν σε σφαγές των Χριστιανών, οι οποίοι αναζητούν σωτηρία στα πλοία των Δυνάμεων που περιπολούσαν έξω από τα Χανιά. Η ελληνική κυβέρνηση στέλνει στην Κρήτη πολεμικά πλοία υπό την αρχηγία του πρίγκιπα Γεωργίου για να εμποδίσουν μεταφορά του τουρκικού στρατού στο νησί. Την 1η Φεβρουαρίου 1897 αποβιβάζεται στο Κολυμπάρι Χανίων ο συνταγματάρχης Τιμολέων Βάσσος, με 1.500 στρατιώτες ο οποίος στο όνομα του βασιλιά της Ελλάδας Γεωργίου του Α’ καταλαμβάνει την Κρήτη και κηρύσσει την Ένωσή της με την Ελλάδα.
Οι δυνάμεις όμως δεν επιτρέπουν στο Βάσσο να προχωρήσει σε απόσταση μικρότερη των 6 χλμ. από τα Χανιά. Στις 7 Φεβρουαρίου τα πλοία των «Μεγάλων Δυνάμεων» κανονιοβολούν ανελέητα το επαναστατικό στρατόπεδο στο ακρωτήρι Χανίων. Το Μάρτιο δε του 1897 οι Ευρωπαϊκές Δυνάμεις αποβιβάζουν στη μεγαλόνησο στρατό και την καταλαμβάνουν. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τα Χανιά, οι Ρώσοι το Ρέθυμνο, οι Άγγλοι το Ηράκλειο και οι Γάλλοι το Λασίθι. Μετά δε από συζητήσεις οι δυνάμεις αποφασίζουν «να προικίσωσι την Κρήτην δι αυτονόμου πολιτεύματος υπό τη υψηλήν επικυριαρχία της Πύλης» πρόταση που οι Κρήτες δεν αποδέχτηκαν καταρχήν, όπως και η ελληνική κυβέρνηση.
Ο ατυχής όμως για την Ελλάδα ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 (8 Απριλίου – 8 Μαΐου) αναγκάζει την Ελλάδα να ανακαλέσει τις δυνάμεις της από την Κρήτη.
Τη χρονική αυτή περίοδο οι Κρήτες είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες, στους ενωτικούς, αυτούς που υποστήριζαν ότι έπρεπε να επιμένουν στην ένωση και στους αυτονομιστές, αυτούς που θεωρούσαν την αυτονομία ως ενδιάμεσο σταθμό προς την ένωση. Οι συνελεύσεις στους Αρμένους Αποκορώνου (26 Ιουνίου 1897) κι στις Αρχάνες (30 Ιουλίου 1897) δεν κατέληξαν σε κανένα αποτέλεσμα. Η συνέλευση στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου (16 Οκτωβρίου 1897) τελικά αποδέχεται ομοφώνως τη λύση της αυτονομίας, υπό τον όρο της άμεσης απομάκρυνσης από το νησί του τουρκικού στρατού.
Η τελευταία πράξη του δράματος του «Κρητικού Ζητήματος» παίχθηκε στο Ηράκλειο, 25 Αυγούστου 1898, όταν ο εξαγριωμένος τουρκικός όχλος επιτέθηκε στο αγγλικό απόσπασμα που πήγαινε να εγκαταστήσει τις νέες φορολογικές αρχές. Σκοτώθηκαν Άγγλοι στρατιώτες και πολλές εκατοντάδες ήταν τα θύματα του εξαγριωμένου τουρκικού όχλου μεταξύ των οποίων και ο υποπρόξενος της Αγγλίας στο Ηράκλειο, Λυσίμαχος Καλοκαιρινός. Η Αγγλία συνέλαβε και απαγχόνισε τους πρωταιτίους των γεγονότων, ενώ φυλάκισε και εξόρισε πολλούς Τούρκους, επέδωσε δε στον Τούρκο διοικητή τελεσίγραφο ως στις 3 Νοεμβρίου 1898 να μην υπάρχει στο νησί ούτε ένας Τούρκος στρατιώτης, πράξη που ικανοποίησε τους Κρητικούς Στις 4 Νοεμβρίου 1898 είχε εγκαταλείψει το ηρωικό νησί και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης.
Για να έλθει όμως αυτή η ευλογημένη μέρα χρειάστηκαν σκληροί αγώνες, χρειάστηκαν θυσίες και πολύ αίμα.Έκείνο όμως που πρέπει να επισημανθεί, είναι ο σπουδαίος επίσης ρόλος που έπαιξε η αλλαγή νοοτροπίας της κρητικής ηγεσίας, που όταν κατάλαβε ότι «Η κατάκτηση της ελευθερίας δεν είναι μόνο θέμα γενναιότητας, αλλά και προσαρμοστικότητας στις εκάστοτε πολιτικές συγκυρίες» δεν φοβήθηκε να αλλάξει πολιτική και να ακολουθήσει πολιτική διαδοχικών στόχων που θα οδηγούσαν προοδευτικά προς τον τελικό στόχο, που ήταν η ένωση.
Στις 9 Δεκεμβρίου 1898 φτάνει με γαλλικό πλοίο στο νησί ο ύπατος αρμοστής των Δυνάμεων, πρίγκιπας Γεώργιος, δευτερότοκος υιός του βασιλιά Γεωργίου και αρχίζει το βίο της η Κρητική Πολιτεία.
Οι Κρήτες τον υποδέχονται με άκρατο ενθουσιασμό και θεωρούν την παρουσία του στο νησί ως έναν αρραβώνα για την Ένωση. Αμέσως ψηφίστηκε σύνταγμα οργανώθηκε η δημόσια διοίκηση, τα δικαστήρια, ιδρύθηκε η κρητική χωροφυλακή, και το σπουδαιότερο ενισχύθηκε το αίσθημα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Πολύ γρήγορα όμως οι ελπίδες τους διαψεύδονται. Οι δυνάμεις ούτε για μια στιγμή δεν αφήνουν περιθώριο για να φανεί ότι προτίθενται να προχωρήσουν στη λύση της ένωσης, πράγμα που επίσημα δήλωσαν στη διακοίνωση τους, απαντώντας στο αίτημα του πρίγκιπα για Ένωση (Φεβρουάριος 1901).
Ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος με το ρεαλισμό που πάντοτε τον διέκρινε διαφώνησε με την πολιτική που ακολουθούσε ο πρίγκιπας για να επιτευχθεί η ένωση. Ο πρίγκιπας στήριζε τις ελπίδες του στους συγγενικούς δεσμούς που είχε με τους βασιλικούς οίκους της Ευρώπης, αγνοώντας ότι η εξωτερική πολιτική των κρατών και μάλιστα των ισχυρών δεν χαράσσεται με βάση του συγγενικούς δεσμούς, αλλά χαράσσεται με βάση τα συμφέροντα. Αντίθετα ο Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος είχε την άποψη ότι η πορεία προς την Ένωση έπρεπε να είναι σταδιακή με ενδιάμεσους στόχους. Είχε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η άμεση επίτευξη της ένωσης ήταν αδύνατη, διότι γνώριζε ποιες ήταν οι μακροπρόθεσμες επιδιώξεις των δυνάμεων. Πίστευε και υποστήριζε ότι έπρεπε πρώτα να ολοκληρωθεί η αυτονομία. Να αποκτήσει η Κρήτη δικιά της πολιτοφυλακή και χωροφυλακή και το σπουδαιότερο να απαλλαγεί από τα ξένα στρατεύματα και να εκλέγει ο κρητικός λαός τον κυβερνήτη του.
Οι απόψεις του αυτές και δεν έγιναν δεκτές. Και ο πρίγκιπας τον απέλυσε από την Κρητική Κυβέρνηση (Μάρτιος 1901) κατασυκοφαντήθηκε δε στην Κρήτη και στην Ελλάδα ότι είναι ανθενωτικός και ότι επιδιώκει η Κρήτη να ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητη ηγεμονία.
Η οξύτατη αυτή πολιτική κρίση οδήγησε τελικά σε ένοπλο αγώνα, στο κίνημα του Θερίσου, 10 Μαρτίου 1905.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος με τους συναρχηγούς του, τον Κωνσταντίνο Φούμη και τον Κωνσταντίνο Μάνο κηρύττουν τον ένοπλο αγώνα με στόχους:
α) Την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αν και γνώριζαν ότι αυτό ήταν αδύνατον.
β) Την πολιτική προσέγγιση της Κρήτης προς την Ελλάδα.
γ) Την αναθεώρηση του κρητικού συντάγματος για να απαλλαγεί ο τόπος από τον δεσποτισμό.
Ο ένοπλος αγώνας κράτησε ως τον Νοέμβριο του 1905. Οι δυνάμεις χορήγησαν αμνηστία και δέχτηκαν να κατέλθει στην Κρήτη μία επιτροπή να ερευνήσει επιτόπου την κατάσταση και να προτείνει λύσεις. Η επιτροπή στις 30 Μαρτίου 1906, υπέβαλε στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις την έκθεσή της στην οποία μεταξύ των άλλων σημειώνει … το μόνο φάρμακο στην επικίνδυνη σημερινή κατάσταση είναι η ένωση της Κρήτης με το βασίλειο της Ελλάδος …
Παράλληλα αναγνωρίστηκε στο βασιλιά της Ελλάδας το δικαίωμα να προτείνει αυτός στις δυνάμεις τον ύπατο αρμοστή. Ύπατος αρμοστής διορίστηκε ο έμπειρος και μετριοπαθής πολιτικός Αλέξανδρος Ζαΐμης, ο οποίος ανέλαβε τα καθήκοντά του στις 18 Σεπτεμβρίου 1906 αφού προηγουμένως ο πρίγκιπας είχε παραιτηθεί και στις 12 Σεπτεμβρίου οδηγήθηκε από την πίσω πόρτα του σπιτιού στη Χαλέπα στο πλοίο που το περίμενε με αναμμένες τις μηχανές του.
Τον Ιούλιο του 1908 άρχισε η αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών αγημάτων με προοπτική να ολοκληρωθεί μετά από ένα έτος. Παράλληλα είχε οργανωθεί η κρητική πολιτοφυλακή. Έτσι σιγά-σιγά το αυτόνομο καθεστώς της Κρήτης αποδεσμευόταν από τον έλεγχο των «Μεγάλων Δυνάμεων», πράγμα που προοιωνιζόταν ότι ο κρητικός λαός, όταν η συγκυρία θα ήταν ευνοϊκή θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του.
Τον Ιούνιο του 1908 ξεσπά στην Μακεδονία το κίνημα των Νεοτούρκων οι οποίοι υπόσχονταν μια νέα εποχή για τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περίοδο ισονομίας , ισοπολιτείας. Οι υπόδουλοι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία λαοί πανηγύρισαν, διότι πίστεψαν ότι αρχίζει γι’ αυτούς μια νέα ελπιδοφόρα περίοδος.
Η Βουλγαρία έσπευσε να ανακηρύξει την ανεξαρτησία της από την τουρκική επικυριαρχία και η Αυστρία να προσαρτήσει τις επαρχίες Βοσνίας και Ερζεγοβίνης.
Οι Κρήτες απογοητευμένοι από την παρελκυστική πολιτική των Δυνάμεων θεώρησαν την κατάσταση που δημιουργήθηκε μετά το κίνημα των Νεοτούρκων ως μία κατάλληλη ευκαιρία να κηρύξουν την Ένωση.
Έτσι, στις 24 Σεπτεμβρίου 1908 η Κυβέρνηση της Κρήτης εξέδωσε το ακόλουθο ψήφισμα:
Παράλληλα την ίδια ημέρα έγιναν συλλαλητήρια στα Χανιά και στις άλλες κρητικές πόλεις καθώς και σε όλους τους δήμους της Κρήτης.
Οι «Μεγάλες Δυνάμεις» στην κίνηση αυτή των Κρητών δεν ήταν καταρχήν αρνητικές. Δήλωσαν δε ότι θα μπορούσαν να συζητήσουν το θέμα με την Τουρκική κυβέρνηση, εφόσον στο νησί δεν διασαλευόταν η δημόσια τάξη.
Οι Νεότουρκοι όμως αντέδρασαν δυναμικά, επιθυμώντας την πρώτη διπλωματική επιτυχία τους, εκτιμώντας ότι ούτε οι δυνάμεις επιθυμούσαν διακαώς την Ένωση.
Τον Ιούλιο του 1909 φεύγει από την Κρήτη και ο τελευταίος Ευρωπαίος στρατιώτης. Η ευρωπαϊκή αυτή χειρονομία, αναπτέρωσε το ηθικό των Κρητών. Πολύ γρήγορα όμως διαπίστωσαν ότι η απαλλαγή από τα ξένα στρατεύματα δεν σήμαινε ότι νομοτελειακά θα ακολουθούσε η ένωση. Ο Βενιζέλος με την αρετή της προσαρμοστικότητας που τον χαρακτήρισε σε όλο τον πολυτάραχο βίο του κατάλαβε αμέσως και δήλωσε ότι «Η ένωση ήταν θέμα στρατιωτικής ισχύος και ευμενείας των Δυνάμεων και θα λυθεί μόνο τότε, όταν η Ελλάδα θα είναι σε θέση να την επιβάλει».
Δυστυχώς η διεθνής συγκυρία και η πλήρης αδυναμία της Ελλάδας να επιβάλει τη θέλησή της δεν ευνοούσαν την ενωτική λύση. Τον επόμενο μήνα, 18 Αυγούστου 1909, οι δυνάμεις κατέβασαν από όλα τα δημόσια κτίρια την ελληνική σημαία, ενώ η τουρκική κυβέρνηση απαιτούσε από την ελληνική να αποδοκιμάσει την Ένωση, απειλώντας διακοπή διπλωματικών σχέσεων, πράγμα που υποχρέωσε την Αθήνα να ζητήσει την παρέμβαση των δυνάμεων.
Στις 15 Αυγούστου 1909 ξεσπά στην Ελλάδα το κίνημα στο Γουδί. Το κρητικό ζήτημα πλεγμένο στη δίνη των ευρωπαϊκών συμφερόντων έθετε στην κρητική πολιτική ηγεσία το ερώτημα: εμμονή στην πραξικοπηματική επιβολή της Ένωσης ή συνεννόηση με τις δυνάμεις. Ο Βενιζέλος έκλινε με τη δεύτερη άποψη.
Τον Αύγουστο του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος αφήνει το νησί και αρχίζει την ενεργό πολιτική δράση του στην Ελλάδα. Είχε πια εδραία πεποίθηση, ότι το κρητικό ζήτημα θα λυθεί και οι πόθοι του κρητικού λαού θα εκπληρωθούν μόνο τότε, όταν η Ελλάδα θα ήταν σε θέση να την επιβάλει με στρατιωτικά μέσα. Έτσι από τη στιγμή που ανέλαβε την ελληνική κυβέρνηση, αμέσως ξεκίνησε τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και άρχισε μυστικές διαπραγματεύσεις με τα άλλα βαλκανικά κράτη για κοινή δράση κατά της Τουρκίας. Συνέχισε δε την ίδια πολιτική, αποφεύγοντας κάθε ενέργεια η οποία πιθανώς θα μπορούσε να ενοχλήσει την Τουρκία. Στα πλαίσιο αυτής της πολιτικής αρνήθηκε να δεχθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο Κρήτες βουλευτές και ακόμη δεν φοβήθηκε να χρησιμοποιήσει κατασταλτική κρατική βία, «υποτάσσοντας τις συναισθηματικές παρορμήσεις του στην ορθολογιστική εκτίμηση της εκάστοτε συγκυρίας».
Στις 5 Οκτωβρίου 1912 ξεκινά ο Α’ βαλκανικός πόλεμος. Τα βαλκανικά κράτη Ελλάδα, Σερβία, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία και Ρουμανία κήρυξαν τον πόλεμο στην Τουρκία, παρά τις συντονισμένες και επίμονες προσπάθειες της ευρωπαϊκής διπλωματίας να τον αποτρέψει. Στις 11 Οκτωβρίου 1912 υπογράφεται Βασιλικό Διάταγμα με το οποίο ο Στέφανος Δραγούμης διορίστηκε γενικός διοικητής της Κρήτης.
Με την πράξη αυτή de facto συντελέστηκε η Ένωση. Στις 17 Μαΐου 1913 μεταξύ της Τουρκίας και των εμπόλεμων βαλκανικών κρατών υπογράφτηκε η συνθήκη του Λονδίνου το άρθρο 4 της οποίας ρητά αναφέρει… Η Αυτού μεγαλειότης, ο αυτοκράτωρ των Οθωμανών δηλοί ότι εκχωρεί εις τας Αυτών μεγαλειότητας τους συμμάχους ηγεμόνας την νήσον Κρήτην και ότι παραιτείται υπέρ αυτών πάντων των ων εκέκτητο επί της νήσου ταύτης κυριαρχικών και άλλων δικαιωμάτων…
Αργότερα με την κύρωση της Ελληνοτουρκικής συνθήκης ειρήνης του Νοεμβρίου του 1913 ( νόμος 4213 της 11/14 Νοεμβρίου 1913) η Κρήτη περιήλθε οριστικά στην Ελλάδα, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος στη βουλή … η ελληνική Κυβέρνησις ανέμενε δια την προσάρτησιν την επικύρωσιν της συνθήκης των Αθηνών, ήτις προεπιβεβαιούσα την συνθήκην του Λονδίνου, αποτελεί και την τελευταίαν λέξην επι του ζητήματος τούτου … και συνεχίζει μόνον με την συνθήκην των Αθηνών, κυρούσαν τα πρωκαταρτικώς συνομολογηθέντα εν Λονδίνω, εκλείπει κάθε ίχνος τουρκικής επικυριαρχίας επί της νήσου
Την Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913 ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος και ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ταξίδευσαν στα Χανιά και ύψωσαν την ελληνική σημαία στο φρούριο Φιρκά, στο λιμάνι των Χανίων. Με τη συμβολική αυτή πράξη επισημοποιήθηκε η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
Ο ρόλος του Ελευθερίου Βενιζέλου στην τελευταία φάση του εθνικού θέματος υπήρξε αποφασιστικός. Είχε την τάση να προσαρμόζει την πολιτική του δράση προς το εκάστοτε αληθές συμφέρον της χώρας. Πίστευε ότι η πορεία προς την ένωση έπρεπε να είναι μια πορεία εξελικτική διαδοχικών στόχων και των αναγκαίων εκάστοτε συμβιβασμών. Πίστευε ακόμη ότι η ευμένεια των «Μεγάλων Δυνάμεων» είναι η αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Είναι χαρακτηριστικά όσα είπε στη συνέλευση στο Μελιδόνι Μυλοποτάμου «ό,τι πρόκειται να επιτύχωμεν σήμερον δεν ανταποκρίνεται προς ό,τι επόθησαν οι πατέρες ημών αλλά αν κατορθώσωμεν να εξασφαλίσωμεν απλώς την εκτέλεσιν των υπό της Ευρώπης υπεσχημένων , θα ίδωμεν την πατρίδα ημών αποτελούσαν ιδίαν ελευθεύραν πολιτείαν…
* Ο Γεώργιος Περπιράκης είναι επιτ. σχολικός σύμβουλος