(Από την έντυπη έκδοση)
Πόσος χρόνος άραγε χρειάζεται ακόμη να κυλήσει, ώστε το ζήτημα του Νοσοκομείου Ρεθύμνης να παύσει να απασχολεί την κοινή γνώμη με σχεδόν τον ίδιο και απαράλλακτο τρόπο, που ισχύει μερικές δεκαετίες τώρα; Πόσο μελάνι χρειάζεται να χυθεί, πόσες συζητήσεις χρειάζεται ακόμη να γίνουν ώστε το ζήτημα αυτό επιτέλους να μετατοπισθεί από το πεδίο των (όλο και πιο οδυνηρών) διαπιστώσεων στο πεδίο των αξιόπιστων και υλοποιήσιμων προτάσεων; Σε τελευταία ανάλυση, αν η όποια συζήτηση έχει νόημα, είναι για να αποκτήσει το Ρέθυμνο ένα Νοσοκομείο σύγχρονο, επαρκές επιστημονικά, νοσηλευτικά και τεχνολογικά, ένα νοσοκομείο με υποδομές που θα μπορεί να ανταποκρίνεται με επάρκεια στις ανάγκες κατοίκων και επισκεπτών. Είναι απλό; Κάθε άλλο.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ή δεν μπορεί να αναζητηθεί μια ουσιαστική διέξοδος. Έχουμε από καιρό τονίσει ότι επιβάλλεται να δρομολογηθεί λύση που θα αντιμετωπίζει το πρόβλημα σε βάθος χρόνου. Έχουμε από καιρό διατυπώσει τη γνώμη ότι η λύση αυτή δεν μπορεί να προκύψει «εντός των τειχών», στις υφιστάμενες υποδομές και στο δεδομένο πλαίσιο. Κάτι τέτοιο μάλλον εγκλωβίζει, παρά απελευθερώνει τις όποιες συζητήσεις για την επόμενη μέρα.
Σε γενικές γραμμές, τα προβλήματα του νοσοκομείου Ρεθύμνης δεν διαφέρουν ουσιαστικά από εκείνα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νομαρχιακά νοσοκομεία της ελληνικής περιφέρειας: έλλειψη επαρκούς προσωπικού, έλλειψη επαρκούς υλικοτεχνικής υποδομής. Πώς μπορούν να αντιμετωπισθούν εδώ οι ελλείψεις αυτές;
Δεν θα είναι η πρώτη φορά που διατυπώνουμε την άποψη ότι η μόνη διαφαινόμενη διέξοδος ονομάζεται ανάπτυξη πανεπιστημιακών κλινικών στην Πανεπιστημιούπολη Γάλλου – με άλλα λόγια, νοσοκομείο χωροθετημένο στο Ρέθυμνο και λειτουργικά συνδεμένο με το ΠΑΓΝΗ.
Υπενθυμίζουμε ότι το θέμα τέθηκε στη δημόσια διαδικτυακή συζήτηση που οργάνωσαν τα «Ρ.Ν.» πριν από δύο χρόνια από τον ίδιο τον νυν πρύτανη Γ. Κοντάκη και αναδείχθηκε από την εφημερίδα μας ως η μόνη ρεαλιστική διέξοδος στο χρόνιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η πόλη και ο νομός. Η πρόταση είχε όχι μόνο την αυτονόητη καθολική αποδοχή των συμμετεχόντων στην πρωτοβουλία αυτή: του πρύτανη του Πανεπιστήμιου Κρήτης και γιατρού Γ. Κοντάκη, των βουλευτών του νομού -τότε υφυπουργού μεταφορών κ. Γ. Κεφαλογιάννη και πρώην υπουργού Υγείας κ. Α. Ξανθού– της αντιπεριφερειάρχου Ρεθύμνης κ. Μαίρης Λιονή, του δημάρχου Ρεθύμνης κ. Γ. Μαρινάκη και των αντιπρυτάνεων οικονομικών και υποδομών κ. Κ. Σπανουδάκη και προγραμματισμού, διοικητικών υποθέσεων και φοιτητικής μέριμνας κ. Δ. Μυλωνάκη.
Με τη διατύπωση της συγκεκριμένης πρότασης, η οποία κατατέθηκε τότε και η οποία, επαναλαμβάνουμε, υιοθετήθηκε απ’ όλους, αναλήφθηκε και η δέσμευση να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες ενέργειες, τόσο από πλευράς Πανεπιστημίου όσο και από πλευράς Πολιτείας, ώστε να μπει σε τροχιά υλοποίησης το συγκεκριμένο έργο. Ένα μήνα μετά (Μάιος 2021), η πρυτανική αρχή ανακοίνωσε την απόφαση της Συγκλήτου για παραχώρηση της απαιτούμενης έκτασης ώστε να ανοικοδομηθεί νέο σύγχρονο νοσοκομείο. Το θέμα στη συνέχεια ατόνησε. Καμιά σχετική ενημέρωση δεν υπήρξε έκτοτε. Και, ως γνωστόν, κανένα έργο δεν προχωρά εάν κάποιος ή κάποιοι δεν το… σπρώχνουν, πολύ δε περισσότερο εάν αυτό δεν βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα κάποιων ή των περισσοτέρων εκ των εμπλεκομένων.
Το επαναφέρουμε σήμερα στη δημόσια συζήτηση – συνέπεια αρκετών τηλεφωνημάτων που δεχθήκαμε από συμπολίτες, εξ αφορμής της δημόσιας συζήτησης που άνοιξε εκ νέου για την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει το Νοσοκομείο Ρεθύμνης και τις συνέπειες που αυτή επιφέρει τόσο σε νοσηλευόμενους όσο και σε εργαζόμενους σε αυτό.
Η παραπάνω πρόταση είναι, κατά τη γνώμη μας, ικανή να δώσει ουσιαστική διέξοδο στα χρόνια προβλήματα του Νοσοκομείο στο Ρέθυμνο. Κι αυτό διότι η λειτουργία πανεπιστημιακών κλινικών όχι μόνο θα αποτελέσει οδό εξασφάλισης υλικοτεχνικών υποδομών και επιστημονικής επάρκειας, αλλά και τρόπο προσέλκυσης ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, το οποίο θα εργάζεται πλέον σε πανεπιστημιακό και όχι σε νομαρχιακό νοσοκομείο -με ό,τι μπορεί αυτό να συνεπάγεται τόσο για το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών αλλά και για το κύρος των υπηρετούντων σ’ αυτό.
Το Ρέθυμνο έχει την τύχη να αποτελεί έδρα του Πανεπιστήμιου Κρήτης και να λειτουργεί στις νοτιοδυτικές παρυφές της πόλης, σε περιοχή απολύτως κατάλληλη και για τη χωροθέτηση Πανεπιστημιακού Νοσηλευτικού Ιδρύματος. Ποιος ουσιαστικότερος τρόπος σύζευξης της τοπικής κοινωνίας με το Πανεπιστήμιο, για την οποίαν -στα λόγια- επί χρόνια πολλοί κόπτονται; Και ποιος καλύτερος τρόπος για τη διάχυση των εξαίρετων επιτευγμάτων της ιατρικής επιστήμης και στο Ρέθυμνο;
Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η παράλληλη ραγδαία πρόοδος στον τομέα των επικοινωνιών, με την ανάπτυξη των δικτύων υψηλών ταχυτήτων και μεταφοράς μεγάλου όγκου δεδομένων, ενισχύει περαιτέρω τη συγκεκριμένη αυτή πρόταση. Με απλά λόγια, κλινικές και εργαστήρια, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, θα μπορούν να λειτουργούν ταυτόχρονα σε Ηράκλειο και Ρέθυμνο και να συνεργάζονται τόσο άμεσα, ως να βρίσκονταν στον ίδιο φυσικό χώρο.
Δεν θα επεκταθούμε άλλο.
Βέβαιο είναι ότι, αν πραγματικά επιθυμούμε να μη χρειάζεται να συζητάμε και τα επόμενα δέκα, είκοσι, τριάντα χρόνια το ίδιο πρόβλημα, η διαφαινόμενη αυτή λύση του επιβάλλεται να δρομολογηθεί άμεσα.
Βέβαιο είναι ότι το Ρέθυμνο δεν έχει περιθώριο να απωλέσει αυτή την ευκαιρία για να αντιμετωπίσει ριζικά και ουσιαστικά ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν σχεδόν οι περισσότερες, μεγαλύτερου ή μικρότερου μεγέθους, πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, χωρίς να έχουν και τις ανάλογες με το Ρέθυμνο δυνατότητες και προοπτικές να εξασφαλίσουν περίθαλψη κατοίκων και επισκεπτών του με όρους 21ου αιώνα.
Βέβαιο είναι ότι εάν η πρόταση αυτή σχεδιαστεί ορθά και διεκδικηθεί αποτελεσματικά, μπορεί και να υλοποιηθεί.
Τα «Ρ.Ν.»