-
Ξεκληρίστηκαν οικογένειες,ανάμεσα στους εκτελεσθέντες γυναίκες και παιδιά
Ματώνουν ακόμα οι μνήμες όσων έζησαν τα φοβερά γεγονότα στα ανατολικά προάστια του Ρεθύμνου,με την πτώση των αλεξιπτωτιστών. Αποκορύφωμα ήταν το διήμερο 23 και 24 Μαΐου 1941 με τις ομαδικές εκτελέσεις.
Ο Αλκιβιάδης Μαυράκης ο αξέχαστος δάσκαλος και συγγραφέας έχει καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια το διήμερο της συμφοράς στα Περιβόλια μεσούσης της Μάχης της Κρήτης. Και αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Το τι έγινε στο 10ήμερο της Μάχης δεν μπορεί να ιστορηθεί με απλά λόγια. Τα αποτελέσματα όμως της Μάχης δείχνουν την σκληρή πραγματικότητα και τα αποτελέσματα είναι, ότι μετά τη Μάχη δημιουργήθηκαν τρία Νεκροταφεία στην περιοχή των Μυσσιρίων όπου και διαδραματίστηκαν τα σπουδαιότερα ιστορικά γεγονότα.Τα Νεκροταφεία αυτά ήταν:Ένα, το μεγαλόπρεπο,το Γερμανικό. Αυτό ήταν στο σημείο που σήμερα είναι το γηροκομείο Ρεθύμνης. Αναλυτική περιγραφή του Νεκροταφείου πάνω στο βιβλίο μου «Τα Περιβόλια – Το Συναξάρι του τόπου» και σήμερα έχω τη χαρά και την τύχη να κατέχω την αυθεντική φωτογραφία του συγκεκριμένου Νεκροταφείου.
Το δεύτερο Νεκροταφείο ήταν το συμμαχικό που οι ίδιοι οι Γερμανοί το δημιούργησαν. Ήταν ακριβώς στο σημείο που σήμερα είναι κτισμένο το δημοτικό σχολείο των Μυσσιρίων.
Το Νεκροταφείο αυτό ήταν μια μικρογραφία του Γερμανικού, χωρίς όμως, την εξεζητημένη παρουσίασή του. Εκεί είχαν ταφεί αξιωματικοί και οπλίτες των συμμαχικών δυνάμεων που έπεσαν στο πεδίο της Μάχης.
Τέλος, υπήρχε και το τρίτο Νεκροταφείο η εκατόμβη των νεκρών τους οποίους οι Γερμανοί εκτέλεσαν και κατέκαυσαν σε αντίποινα για την αντίσταση του άμαχου πληθυσμού στη Μάχη της Κρήτης.
Οι εκτελέσεις έγιναν στο διήμερο 23 και 24 Μαΐου από τους αιχμαλώτους που οι Γερμανοί είχαν συγκεντρώσει στο συγκεκριμένο σημείο.Τους αιχμαλώτους αυτούς που ήταν και γυναικόπαιδά τους είχαν κλείσει σε δύο σπίτια στα Μυσσίρια.Το ένα ήταν το καφενείο του Θεοδώρου Δουλουμπέκη πάνω στην αμαξιτή οδό που σήμερα είναι αποθήκη κτηνοτρόφων. Δυστυχώς βρίσκεται σε άθλια κατάσταση από απόψεως αισθητικής και που κανείς αρμόδιος παρά τις κατά καιρούς οχλήσεις μου δεν προβαίνει σε καμιά ενέργεια καλλωπισμού του χώρου ή έστω της τοποθέτησης μιας αναμνηστικής πλάκας που να μαρτυρεί το γεγονός ότι δηλαδή εξήντα τουλάχιστον γυναικόπαιδα ήταν εκεί αιχμαλωτισμένα από τους Γερμανούς και στις 23 και 24 του Μάη τα οδήγησαν στο εκτελεστικό απόσπασμα στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Επί τέλους που είναι εκείνοι που ωρύονται για την διατήρηση της παράδοσης και μάλιστα της ιστορικής; Ας είναι.
Το δεύτερο σπίτι – στρατόπεδο – συγκέντρωσης – ήταν το σπίτι του Γιάννη Μελισσουργού που ήταν στην παραλία. Αυτό το σπίτι όμως σήμερα δεν υπάρχει».
Το διήμερο της φρίκης
Και συνεχίζει ο Αλκιβιάδης Μαυράκης για εκείνο το διήμερο της φρίκης:
Στις 23 και 24 Μαΐου ημέρα Παρασκευή και Σάββατο αντίστοιχα, έγιναν οι ομαδικές εκτελέσεις στην Άμμο των Μυσσιρίων.
Στις 23 του Μάη, ημέρα Παρασκευή και ώρα 5:30΄ έως 6η απογευματινή, διάλεξαν 36 από τους νεότερους άνδρες που είχαν συλλάβει προ διημέρου και τους οδήγησαν στην παραλία και με το παράγγελμα αλτ, έβαλαν συγχρόνως ριπές εναντίον τους με ταχυβόλα όπλα και έτσι εκτέλεσαν 32 και τραυμάτισαν ένα που πέθανε αργότερα από το τραύμα του. Τη στιγμή της ομαδικής εκτέλεσης και μάλιστα όταν ρίχνονταν οι χαριστικές βολές, άρχισε το καταιγιστικόν πυρ των όπλων του πυροβολικού ενός τμήματος Αυστραλών στρατιωτών που βρίχνονταν 500 περίπου μέτρα μακρύτερα. Οι Γερμανοί ταράχτηκαν και εγκατέλειψαν τους τουφεκιζόμενους προσωρινά. Έτσι με τη σύγχυση που δημιουργήθηκε διασώθηκαν έρποντες προς την παραλία οι Μανούσος Μανουσάκης, ο Γιάννης Τερζιδάκης, ο Δημήτρης Λαδιάς και ο Γιάννης Λαγός που είχε πάρει τη χαριστική βολή στο πρόσωπο και πέθανε αργότερα.
Την άλλη μέρα το πρωί, πήραν από το καφενείο του Δουλουμπέκη άλλους 16 μεταξύ των οποίων ήταν και ένας ενενηντάρης γέροντας και μάλιστα τυφλός και τους εκτέλεσαν με τον ίδιο τρόπο. Οι εκτελέσεις δυστυχώς συνεχίστηκαν. Οδήγησαν και πάλι περίπου τριάντα ένα αιχμαλώτους τους οποίους αφού τους εκτέλεσαν αντί να του θάψουν τους έριξαν μέσα σε ένα πηγάδι και αφού αυτό γέμισε, τους άλλους τους παράχωσαν γύρω από το πηγάδι.
Μετά την απελευθέρωση όλες οι εκδηλώσεις που γίνονταν από την πολιτεία ή όποιους άλλους φορείς, για πολλά χρόνια είχαν ως επίκεντρο τα Περιβόλια και τον τόπο του θυσιαστηρίου στα Μυσσίρια. Ό,τι είχε σχέση με εκδηλώσεις από την πολιτεία ή άλλους φορείς γίνονταν στον χώρο των Μυσσιρίων. Εκεί με την παρουσία όλων των Αρχών και της εκκλησίας εκφωνούνταν ο πανηγυρικός της ημέρας, ενώ οι εκπρόσωποι όλων των φορέων υπόσχονταν υποστήριξη και συνεχή συμπαράσταση σε όλα τα θύματα. Στις εκδηλώσεις αυτές της μνήμης, όπως τις έλεγαν έπαιρναν μέρος όλοι οι τοπικοί φορείς αλλά και σχεδόν το σύνολο του λαού. Πολλές χιλιάδες αριθμούσε το σύνολο του λαού που προσήρχετο για να τιμήσει τους ήρωες νεκρούς. Ο δήμος φυσικά έκανε τις σχετικές προετοιμασίες ντύνοντας την περιοχή με τα εθνικά χρώματα. Δάφνινες αψίδες ξεκινούσαν κατά αποστάσεις από το δημοτικό σχολείο των Περιβολίων μέχρι τα Μυσσίρια.Κάτω από τις αψίδες υπήρχαν επιγραφές εθνικού περιεχομένου. Όπως: «Ανδρών επιφανών πάσα γη τάφος» «εις οιωνός άριστος, αμύνεσθαι περί πάτρης» κ.λπ.
Ένοπλα τμήματα στρατού κατά διμοιρίες, με πολεμική εξάρτηση καθώς και τμήματα χωροφυλακής και αεροπορίας και κάθε άλλη αρχή απέδιδαν τιμές.
Αντιπροσωπείες από όλα τα σχολεία της πόλης, τα δημοτικά και γυμνάσια ήταν παρόντα. Στις εκδηλώσεις αυτές, που ποτέ δεν ονομάστηκαν εορτές, ήταν όλοι παρόντες και όλοι συμμετείχαν τιμητικά στις εκδηλώσεις.
Ο Γιάννης Σιράγας
Συγκινητικές είναι και οι κατά καιρούς αναφορές σε κάποιους από τους εκτελεσθέντες σε κείνο το διήμερο της φρίκης. Όπως αυτή του Κώστα Μαμαλάκη για τον Γιάννη Σιράγα έναν από τους πιο φιλήσυχους ανθρώπους της πόλης και τους πλέον αγαπητούς.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Αν όλοι οι άνθρωποι είχαν τον χαρακτήρα του, ομαλή αρμονική και ανέφελη θα ήταν η συμβίωσή τους.
Με το λεπτό πρόσωπο, το μαύρο μουστακάκι, τα μισόκλειστα στοχαστικά μάτια, πίσω από τα γυαλιά…
Τον θυμάμαι σκυμμένο πάνω στο έντυπο χάρτη – βιβλίο, στο βάθος του Βιβλιοχαρτοπωλείου του και πρακτορείου εφημερίδων. Αποστρεφόταν τον κίτρινο τύπο, που χάλασε τα σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα και διέκοψε την προσπάθεια της νέας εξόρμησης για αναδημιουργία, που ‘χε στο ενεργητικό της την ευλογημένη και γόνιμη «βενιζέλειο» τετραετία!
Ροφούσε απολαυστικά μαζί με τον καφέ του και το περιεχόμενο του «Ελεύθερου Βήματος» που πρακτόρευε της σοβαρότερης τότε Δημοκρατικής εφημερίδας.
Του άρεσε ύστερα με μετριοπάθεια και αντικειμενικότητα να συζητά τα φλέγοντα και την πολιτική κατάσταση με τους αντιφρονούντας, που τον άκουαν «κεχηνότες» και κλονισμένοι στις πεποιθήσεις τους από τα επιχειρήματα της ασφαλούς του κρίσεως. Το πολιτικό του αισθητήριο τον βοηθούσε και σε προβλέψεις πολιτικών εξελίξεων.
Αυτό το φιλειρηνικό, στοχαστικό άνθρωπο, ξύπνησαν ένα πρωί οι φωνές των προγόνων το αίσθημα του χρέους, η φωνή της Κρήτης!
Είχε πάντα του ακμαίο φρόνημα και λάτρευε το υπέρτατο αγαθό των ελευθέρων ανθρώπων! Τώρα που ήταν «υπέρ πάντων ο αγών» απόκτησε και αγωνιστικό μένος. Και έγινε ήρωας μάρτυρας.
Το αίμα του Γιάννη Σιράγα, ράντισε το χώμα στα Μισσίρια. Μαζί με το αίμα του Χαρίτου Καλομενόπουλου και των άλλων υπερήφανων ηρώων και μαρτύρων του Ρεθέμνου!».
Για τα γεγονότα που συνέβησαν στην περιοχή έχουμε ιστορικές καταγραφές από τον Μάρκο Πολιουδάκη, αλλά αξιοπρόσεκτη είναι και η κατάθεση μνήμης από τον δάσκαλο Δημήτρη Ν. Βιβυλάκη, στο βιβλίο του «Τα Περβόλια του Ρεθύμνου στου κύκλου τα γυρίσματα».
Από τις ημερομηνίες των εκδόσεων, που εντόπισα, σχετικές με το θέμα, ο Βιβυλάκης πρέπει να προηγήθηκε στις αναφορές αυτές. Ήταν και μεγαλύτερος στην ηλικία οπότε είχε και ώριμη γνώση των γεγονότων, που οι άλλοι μετέπειτα αναφέρουν, τα έζησαν σαν παιδιά.
Για τα γεγονότα που μας ενδιαφέρουν γράφει συγκεκριμένα:«Στη Μάχη της Κρήτης έγινε σχεδόν ξολοθρεμός στα Περβόλια. Οικογένειες έσβησαν, περιουσίες αφανίστηκαν και τα θύματα έφτασαν γύρω στους εκατόν δέκα. Τα ονόματά τους βρίσκονται γραμμένα στο μνημείο που εστήθηκε στον τόπο της μεγάλης εκτέλεσης».
Γιώργης Κόλλιας
Ανάμεσα στους εκτελεσθέντες ένας ακόμα εθνομάρτυρας, που είχε όμως την καλύτερη φήμη στην κοινωνία των Περιβολίων που ζούσε, ήταν ο Γεώργιος Κόλλιας.
Είχε έρθει πρόσφυγας από τις Φώκαιες. Κουβαλούσε μαζί του την κουλτούρα και την αρχοντιά της γενέτειράς του. Άνθρωπος φιλοπρόοδος και εργατικός κατάφερε με σκληρή δουλειά να δημιουργήσει ένα παντοπωλείο. Δεν αδικούσε κανέναν, δεν είχε προσωπικά με κανέναν. Ήρεμος, μειλίχιος, χαριτωμένος.
Ο Γιώργης Κόλλιας ατένισε στα 38 του χρόνια τελευταία φορά τον ήλιο, μαζί με τους άλλους πατριώτες. Ίσα που πρόλαβε να κάνει τον σταυρό του. Έμεινε μόνο το όνομά του μαζί με των άλλων στο κενοτάφιο για αιώνια δόξα.
Ο γιος του Τάσος, μεγάλωσε με τη φήμη του ξεχωριστού πατέρα του, που δεν είχε πικράνει ποτέ κανέναν, όλοι τον ανέφεραν με συγκίνηση, δίνοντας την εικόνα ενός αξιαγάπητου και γενικά ανθρώπου που τιμούσε τις ρίζες του. Σπούδασε δάσκαλος. Ήταν τα πρώτα χρόνια που είχε διοριστεί, 1967-68, όταν μια μέρα τον σταμάτησε ο καλός μας συμπολίτης Κίσσανδρος Σκουλουφιανάκης.
Έδειχνε συγκινημένος.
–«Θέλω κάτι να σου δώσω», του είπε. «Μπορεί να σε ενδιαφέρει».
Άνοιξε μια χαρτοπετσέτα και του έδωσε ένα δακτυλίδι αρραβώνα που έγραφε: «Βασιλεία Σουσάρη».
Ήταν ένα «θυμητάρι» από τον πατέρα του. Ποιος ξέρει κάτω από ποιες συνθήκες αποχωρίστηκε ο Γιώργης τον αρραβώνα του. Ο Κίσσανδρος το βρήκε παίζοντας μπάλα εκεί στην άμμο, κοντά στο σημείο της εκτέλεσης και σκέφτηκε ότι μπορεί να ανήκει στον πατέρα του Τάσου. Ίσως ο σπάνιος εκείνος άνθρωπος ήθελε ν’ αφήσει πριν πεθάνει κάτι που να τον θυμίζει. Και το πέτυχε.
Παιδιά στο απόσπασμα
Μέχρι τον θάνατό του ο Βασίλης Παπαδόπουλος μας γύριζε με τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του σε κείνο το διήμερο της φρίκης που έζησε και ο ίδιος.
Μας είχε πει μεταξύ άλλων.
«Λίγο πριν βασιλέψει ο ήλιος, οι αλεξιπτωτιστές μάς πήραν από το σημείο που βρισκόμαστε και μάς συγκέντρωσαν μαζί μ’ άλλους χωριανούς στο σπίτι του Μελισσουργού. Εκεί μείναμε δυο μέρες. Έπειτα, μάς πήραν οι Γερμανοί και μας πήγαν στο σημείο που υπάρχει σήμερα το μνημείο των πεσόντων. Στο σημείο αυτό είχαν ήδη γίνει δύο εκτελέσεις ανδρών. Μερικά απ’ τα πτώματα των ανδρών τα έκαψαν κι άλλα τα πέταξαν στο πηγάδι. Έπειτα, πήραν την απόφαση να μας πάνε κι εμάς προς την παραλία να μας εκτελέσουν.
Στη διάρκεια της πορείας, δύο ηλικιωμένοι δυσκολεύονταν να περπατήσουν και τους σκότωσαν επί τόπου. Ήταν ο Πέτρος Παράσχος και η σύζυγος του Άννα Παράσχου. Τότε καταλάβαμε ότι είχε έρθει η ώρα της εκτέλεσης και για εμάς κι ο καθένας αγκάλιασε και φίλησε τους δικούς του.
Θυμάμαι την τελευταία φορά που μας αγκάλιασε η μάνα μου και μας φιλούσε κι έλεγε: «Αν σωθεί κανείς να κοιτάξει τα παιδιά». Τότε αρχίσαμε να κλαίμε.
Οι Γερμανοί μας χτυπούσαν και μας κλωτσούσαν, μέχρι να φτάσουμε στην παραλία. Όταν φτάσαμε εκεί έδωσαν εντολή να πέσουμε κάτω. Πέσαμε ο ένας κοντά στον άλλο. Ο πατέρας μου άνοιξε ένα λάκκο στην άμμο, μας έβαλε μέσα και έπεσε κι αυτός σχεδόν πάνω μας. Αυτό πρόλαβε να κάνει. Σε λίγη ώρα οι Γερμανοί έστησαν το πολυβόλο, σε απόσταση δεκαπέντε μέτρων. Άργησαν όμως να μας πυροβολήσουν. Δεν ξέραμε τον λόγο. Πέρασε πάνω από μισή ώρα. Στο τέλος έριξαν μια ριπή και σταμάτησαν. Για εμάς, όμως είχε γίνει το κακό με την πρώτη ριπή. Σκοτώθηκε η μάνα μου, η γιαγιά μου και η θεία μου. Επίσης σκοτώθηκε η Μελισσουργού και τραυματίστηκαν δυο γυναίκες, η Παναγιώτα Δρανδράκη και η Χαρίκλεια Δελή. Τα παιδιά, άρχισαν τότε να κλαίνε. Το ίδιο και οι τραυματίες. Άρχισε να μας κυριεύει ο φόβος, περιμένοντας τη χαριστική βολή. Ήταν η μεγαλύτερη νύχτα της ζωής μας!
Δημήτριος Δροσάκης
Τον εθνομάρτυρα αυτό μας τον γνώρισε η έρευνα του Δημήτρη Σκαρτσιλάκη με το συγκινητικό πάθος συλλογής στοιχείων γύρω από τη Μάχη της Κρήτης μέχρι και σήμερα.
Αναφέρει σχετικά για τον Δροσάκη του οποίου μάλιστα εντόπισε και ιστορικές φωτογραφίες πολύτιμα ιστορικά ντοκουμέντα.
«Ο Δημήτρης. Δροσάκης καταγόταν από το χωριό Χαμαλεύρι και ήταν υπάλληλος στην Αγροτική Τράπεζα. Η ρίψη των Αλεξιπτωτιστών τον βρήκε στο Χαμαλεύρι. Πολέμησε (ως πολίτης) με τον υπολοχαγό Ν. Κατσιράκη στη μάχη του Σταυρωμένου. Μετά από σκληρή μάχη ο οικισμός καταλαμβάνεται και οι Γερμανοί αιχμάλωτοι περνάνε μέσα από το χωριό. Λέγεται ότι κατά τη διάρκεια της παράδοσης των ναζί αλεξιπτωτιστών, ο Δ. Δροσάκης έχοντας δει το σπίτι του στο Σταυρωμένο κατεστραμμένο από τη μάχη, μαινόμενος άρπαξε ένα ξύλο και άρχισε να χτυπάει τους αιχμάλωτους Γερμανούς έως ότου τον σταμάτησαν. Αυτό το συμβάν θα του στοίχιζε αργότερα τη ζωή.
Τον Ιούνιο του 1941 όλα έχουν τελειώσει οι Συμμαχικές δυνάμεις έχουν εγκαταλείψει την Κρήτη, οι Γερμανοί γλείφουν τις πληγές τους, ενώ μετά τα αντίποινα και τις καταστροφές οι πολίτες επιστρέφουν δειλά-δειλά στα σπίτια τους. Η Γερμανική πλέον διοίκηση διατάζει την επιστροφή όλων των δημοσίων υπαλλήλων στις θέσεις τους.
Ο Δροσάκης αποφασίζει να επιστρέψει στη δουλειά του και έτσι κατεβαίνει στην πόλη του Ρεθύμνου. Ενώ καθόταν στο καφενείο του «Ζωλώτα» (οδός Αρκαδίου) μια ομάδα Γερμανών πέρασε από μπροστά του. Ένας από αυτούς τον κοίταζε επίμονα. Ο καφετζής, διαπιστώνοντας τον κίνδυνο, προειδοποιεί τον Δροσάκη να φύγει. Δεν πρόλαβε όμως, σύντομα η ομάδα τον είχε κυκλώσει. Δεν γνωρίζουμε εάν τον αναγνώρισε κάποιος από αυτούς η αν οι κινήσεις του τον πρόδωσαν.
Ήταν μεσημέρι αλλά δεν γνωρίζουμε ακριβώς ποια μέρα, όταν ο Δροσάκης περικυκλωμένος από ένα άγημα Αλεξιπτωτιστών, οδηγείται στον τόπο της εκτέλεσης.
Η Βασιλεία Μουτάφη 12 ετών τότε, όπου μερικές μέρες πριν είχε χάσει τον πατέρα της (εκτελέστηκε στο ίδιο σημείο) κοίταζε με φόβο την πομπή να περνάει μπροστά από το σπίτι της. «Ποιός είναι αυτός;» Ακουγόταν από στόμα σε στόμα. «Ο Δροσάκης είναι…. Ακόμα δε χόρτασαν αίμα;» Οι κάτοικοι φοβισμένοι κλείστηκαν μέσα στα σπίτια. Σύντομα ακούστηκαν πυροβολισμοί.
Τα άσχημα νέα διαδόθηκαν γρήγορα. Το κακό μαντάτο φτάνει στην οικογένεια του. Ο νεκρός πρέπει να ταφεί, όμως ο φόβος δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ωστόσο το Σεπτέμβριο του 1941 φίλοι του νεκρού πάνε στο σημείο της εκτέλεσης, ανασύρουν το πρόχειρα θαμμένο σώμα και το μεταφέρουν στο χωριό.
Φήμες ακούστηκαν αργότερα, ότι ο Δ. Δροσάκης άνοιξε μόνος του τον τάφο του και ότι ακόμα χτύπησε με το φτυάρι έναν Γερμανό. Αυτό όμως δε φαίνεται να ευσταθεί διότι δεν τεκμηριώνεται από τις φωτογραφίες, τα ρούχα του δείχνουν καθαρά και επιπλέον εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα τον σκότωναν επί τόπου.
Ενδιαφέρον έχουν οι φήμες που ήθελαν τους Γερμανούς να φωτογραφίζουν τους Κρητικούς την ώρα που πολεμούσαν. Έτσι έλεγαν και για τον άνθρωπο αυτό. Φυσικά αυτό δεν αληθεύει δείχνει όμως σε τι βαθμό είχε αναπτυχθεί αυτή η μυθολογία για τους Γερμανούς στρατιώτες και τις φωτογραφικές τους μηχανές, κάτι που σε τελική ανάλυση είχε βάσεις. Μην ξεχνάμε ότι οι τελευταίες στιγμές αυτού του ανθρώπου απαθανατίστηκαν από αυτούς.
Ο Δημήτρης Δροσάκης ήταν ένας από τους πολλούς Έλληνες που πλήρωσαν με τη ζωή τους την αντίσταση στον κατακτητή…».
Το συγκλονιστικό αυτό ντοκουμέντο που ο Δημήτρης Σκαρτσιλάκης τεκμηρίωσε με μαρτυρίες των Δημητρίου Αντωνογιωργάκη, Στέλλας Γουλιερμάκη, Βασιλείας Μουτάφη, Βαγγέλη Χατζηκωνσταντίνου (ανιψιός Δ. Δροσάκη), Γεωργίου Πωλιουδάκη, Μαρίας Αρχοντάκη και Ανδρέα Φεσσά δόθηκε στη δημοσιότητα το 2011 και είχε μεγάλη απήχηση όπως συμβαίνει στις σοβαρές προσπάθειες όπως αυτές που μας έχει συνηθίσει ο Δημήτρης Σκαρτσιλάκης.