Ένα δραματικό γεγονός, που στοίχισε τη ζωή πολλών Ηρακλειωτών και την καταστροφή ενός μεγάλου τμήματος της πόλης, έδωσε την αφορμή απελευθέρωσης της Κρήτης από την οθωμανική κυριαρχία
Οι μεγάλες δυνάμεις και το κρητικό ζήτημα, 1896-1898
Η τριετία 1896-1898 υπήρξε καθοριστική για την πορεία της Κρήτης προς την ελευθερία. Στο διάστημα αυτό συντελείται η πρώτη προσπάθεια εφαρμογής κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για το Ανατολικό ζήτημα. Η παρουσία των Ευρωπαϊκών «ειρηνευτικών» δυνάμεων στο νησί (1897-1909) υπήρξε προϊόν των διαφωνιών των Μεγάλων Δυνάμεων για την τύχη του. Το μόνο στο οποίο συμφωνούσαν ήταν να μη γίνει δεκτό το αίτημα των χριστιανών Κρητών για Ένωση με την Ελλάδα. Εάν δεν υπήρχε το σθεναρό, επίμονο, αγωνιστικό πνεύμα των Κρητών, η τύχη της Κρήτης ενδεχομένως να ήταν ανάλογη με αυτή της Κύπρου.
Όμως, όταν το κύρος των Μεγάλων Δυνάμεων ποδοπατήθηκε στο Ηράκλειο από τον τουρκικό όχλο στις 25 Αυγούστου (6 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με το ισχύον σήμερα Γρηγοριανό ημερολόγιο) 1898, μέσα σε δύο μήνες πραγματοποιήθηκε ό,τι δεν είχε γίνει στα προηγούμενα τρία χρόνια, κατά τα οποία προτεραιότητα των ειρηνευτικών δυνάμεων δεν ήταν η προστασία των αμάχων, αλλά η διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων.
Από την άλλη, κύριος σκοπός της κεντρικής οθωμανικής εξουσίας ήταν η ανατροπή κάθε μέτρου που θα οδηγούσε στην αυτονομία, μάχη οπισθοφυλακής στην πραγματικότητα, η οποία επέτρεψε το άναμμα της μοιραίας σπίθας στις 25 Αυγούστου 1898, όταν ο θάνατος 16 Άγγλων στρατιωτών παραμέρισε πρόσκαιρα τις πολιτικές σκοπιμότητες που είχαν εμποδίσει τη λύση του Κρητικού Ζητήματος.
Ένα προσχεδιασμένο κίνημα
Το ότι το έγκλημα ήταν προσχεδιασμένο, δεν αμφισβητείται. Δημοσίευμα της Αθηναϊκής εφημερίδας «Εφημερίς» της 28ης Αυγούστου 1898, κάνει λόγο για την προετοιμασία πολλές η μέρες πριν: «Ὅτι τὸ κίνημα τῶν Τούρκων ἐν Ἡρακλείῳ ἦτο προσχεδιασμένον, ἀποδεικνύει τὸ ἀκόλουθον γεγονός. Πρὸ πολλῶν ἡμερῶν παρετηρήθη ὅτι πολλοὶ Τοῦρκοι καὶ κυρίως Βεγγάζιοι ἀνεχώρουν ἐκ Ρεθύμνου καὶ Χανίων καὶ μετέβαινον εἰς Ἡράκλειον, δικαιολογούμενοι ὅτι μεταβαίνουσι δι’ ἐμπορικὰς ὑποθέσεις. Ἡ ἀθρόα αὕτη μετάβασις τῶν Τούρκων εἰς Ἡράκλειον ἔδωκεν ἀμέσως ὑπονοίας εἰς τοὺς Χριστιανούς, οἵτινες ἀνέφεραν εἰς τὰς ἀγγλικὰς ἐν Ἡρακλείῳ ἀρχὰς ὅτι οἱ Τοῦρκοι κάτι θὰ σχεδιάζουν. Οἱ Ἄγγλοι ὅμως καὶ μετὰ τὴν προειδοποίησιν ταύτην οὐδὲν ὑποπτεύθησαν, μολονότι κατὰ τὰς τελευταίας ἡμέρας καὶ οἱ τελευταῖοι ἀπομείναντες Βεγγάζιοι ἐν Χανίοις εἶχον συγκεντρωθῆ εἰς Ἡράκλειον. Πλὴν τούτου, ἐκ παντοίων ἄλλων γεγονότων προέκυψε ὅτι τὸ κίνημα ἦτο προσχεδιασμένον».
Υπήρχε η αδικαιολόγητη μεταφορά τουρκικών ταγμάτων και βασιβουζούκων (εικ. A) από τα Χανιά και το Ρέθυμνο προς το Ηράκλειο. Οι ανακρίσεις αποκάλυψαν ότι το εγκληματικό έργο είχε ανατεθεί στον ίδιο τον διοικητή στο Ηράκλειο, Εδέμ Πασά (εικ. B). Η οθωμανική διοίκηση δεν είχε κατανοήσει ότι, θίγοντας το γόητρο και το κύρος των Ευρωπαίων, είχε υποσκάψει τα ίδια της τα συμφέροντα. Έτσι, έστω και για λίγο, οι ειρηνευτικές δυνάμεις βρέθηκαν να υπεραμύνονται των δίκαιων πόθων των Κρητών. Για να επιτευχθεί όμως αυτή η ευτυχής για το νησί σύγκλιση, χρειάστηκε να χυθεί το αίμα 16 Άγγλων στρατιωτών, εκατοντάδων χριστιανών κατοίκων, αλλά και 60 μουσουλμάνων, οι οποίοι πιθανότατα δεν ήταν μεταξύ εκείνων που ευθύνονταν για τις ταραχές.
Γιατί άραγε οι Άγγλοι, ως υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης στο Ηράκλειο, δεν έπραξαν τίποτα ώστε να προληφθούν τα αιματηρά γεγονότα; Αφενός, ο Άγγλος διοικητής είχε προειδοποιήσει ότι, με 60.000 μουσουλμάνους, δεν μπορούσε να εγγυηθεί την ασφάλεια των χριστιανών. Αφετέρου, ο Άγγλος πρόξενος ζητούσε την αναβολή της απόφασης μεταβίβασης των Γραφείων Τελών από την οθωμανική εξουσία σε εκείνη των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Έγραφε χαρακτηριστικά: «Ἡ διαταγὴ γιὰ συλλογὴ τελῶν μποροῦσε νὰ ἐκτελεστῇ εἴτε μὲ συμβιβαστικὴ λύση εἴτε διὰ τῆς βίας. Λόγῳ τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν μουσουλμάνων, τὴ μεγαλύτερη δυστυχία καὶ τὴν ἀπόγνωσι ἀπὸ τὰ ἐπεισόδια τῆς Σητείας, εἶχαν οἱ μουσουλμάνοι πού εἶναι τώρα στὸ Ἡράκλειο, λόγῳ σφαγῆς συγγενῶν τους. Αὐτὸ πού εἶναι εὔκολο σὲ Χανιὰ καὶ Ρέθυμνο, γίνεται πολὺ ἐπικίνδυνο στὸ Ἡράκλειο. Κανένας μουσουλμάνος δὲν θὰ εἶχε σηκώσει τὸ δαχτυλάκι του σὲ Βρεττανὸ στρατιώτη. Ἀλλὰ λόγῳ ἐπάνδρωσης φυλακίων, ἦταν ἀδύνατο νὰ προσφέρουν (ενν. οι Βρετανοί στρατιώτες) ἀποτελεσματικὴ προστασία στοὺς χριστιανούς».
Μετά τις σφαγές της 25ης Αυγούστου, οι αυτουργοί των εγκλημάτων ως επί το πλείστον παραδόθηκαν και δικάστηκαν. Όσοι βρέθηκαν υπεύθυνοι για τους φόνους Άγγλων, απαγχονίσθηκαν άμεσα (εικ. C). Οι υπεύθυνοι για εγκλήματα κατά Κρητών Χριστιανών καταδικάστηκαν μεν, λίγοι όμως από αυτούς εκτελέστηκαν.
Μέχρι τις 23 Νοεμβρίου είχε φύγει από το νησί και ο τελευταίος Τούρκος στρατιώτης. Στις 9 Δεκεμβρίου ο Πρίγκηπας Γεώργιος αποβιβαζόταν στα Χανιά ως πρώτος ηγεμόνας της Αυτόνομης πλέον Κρήτης. Μία βδομάδα αργότερα αποχωρούσαν και οι επικεφαλής των ειρηνευτικών δυνάμεων Ευρωπαίοι Ναύαρχοι. Ο δρόμος για την τελική λύση είχε ανοίξει.
Η απαρχή των δραματικών εξελίξεων στο Ηράκλειο
Την προηγουμένη της σφαγής, 24 Αυγούστου/5 Σεπτεμβρίου 1898, ο συνταγματάρχης Reid είχε λάβει διαταγές από τους Ναυάρχους των τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων που έδρευαν στον Κόλπο της Σούδας, να αφαιρέσει από τη δικαιοδοσία της οθωμανικής αρχής τον έλεγχο των Γραφείων Τελών (Customs Office) στο λιμάνι του Ηρακλείου (εικ. D) και να τοποθετήσει επικεφαλής αυτού τον χριστιανό εισπράκτορα των Φόρων, Αλεξίου. Ο Reid ενημέρωσε τους Ναυάρχους για τον κίνδυνο που εγκυμονούσε το εγχείρημα, τονίζοντας όχι μόνο την ασταθή κατάσταση που επικρατούσε στο Ηράκλειο, αλλά και την έλλειψη ικανού αριθμού βρετανικών στρατευμάτων και βρετανικού στόλου, αν προέκυπτε ανάγκη αντιμετώπισης ταραχών, οι οποίες ήταν πιθανό να προκληθούν από τον μουσουλμανικό όχλο.
Οι αντιρρήσεις του Reid όμως παρακάμφθηκαν. Έλαβε εκ νέου εντολή να υπακούσει στις προηγούμενες διαταγές και να πράξει σύμφωνα με αυτές, όπως τελικά και έπραξε. Παράλληλα, συναντήθηκε με τον Οθωμανό κυβερνήτη του Ηρακλείου Εδέμ Πασά και με αντιπροσωπεία της στρατιωτικής δύναμης των βασιβουζούκων του Τουρκικού Στρατού. Όλοι αποδέχτηκαν ότι οι οδηγίες να παραδώσουν τον έλεγχο του Τελωνείου προέρχονταν από τον Ισμαήλ Πασά, τον Γενικό Διοικητή της Κρήτης. Η παράδοση του Τελωνείου θα γινόταν ειρηνικά και χωρίς ταραχές.
Όταν όμως ο συνταγματάρχης Reid ζήτησε από τον Τούρκο αξιωματικό του Τελωνείου να του παραδώσει τα κλειδιά, εκείνος αρνήθηκε ισχυριζόμενος ότι τέτοια διαταγή ήταν παράνομη, αφού ο διοικητής Ηρακλείου Εδέμ Πασάς δεν του είχε δώσει τέτοια εντολή. Ο συνταγματάρχης τα βρήκε μόνος του και τα πήρε, καθώς όμως πήγαινε να ανοίξει το Τελωνείο, ο λοχαγός Κένεντυ τον ενημέρωσε ότι ένα μεγάλο οπλισμένο πλήθος πλησίαζε προς το λιμάνι. Ακούστηκαν πυροβολισμοί. Ο λοχαγός έτρεξε στο τηλεγραφείο, να στείλει μηνύματα στα Χανιά για βοήθεια.
Η σφαγή στο Ηράκλειο
Στην προσπάθεια της αγγλικής στρατιωτικής διοίκησης του Ηρακλείου να πάρει υπό τον έλεγχό της τα φορολογικά γραφεία της πόλης, οι μουσουλμάνοι, ενισχυόμενοι από την παρουσία 15.000 βασιβουζούκων στρατιωτών, προέβαλαν εμπόδιο σκοτώνοντας Άγγλους στρατιώτες.
Οι σφαγές στην πόλη του Ηρακλείου γενικεύτηκαν, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους περισσότεροι από 500 χριστιανοί. Η πόλη λεηλατήθηκε από μουσουλμάνους που κατέστρεψαν σπίτια χριστιανών και παρέδωσαν πολλά καταστήματα στις φλόγες.
Αναρχία επικράτησε και στα Χανιά και το Ρέθυμνο, όπου είχαν εκφραστεί απειλές για σφαγή χριστιανών, οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν μετά τη γρήγορη αντίδραση της διπλωματίας των Δυνάμεων, που απαίτησε από τους Τουρκοκρήτες προύχοντες τον περιορισμό των μουσουλμάνων, οι οποίοι είχαν άγριες διαθέσεις. Στις πόλεις κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και απειλήθηκαν αυστηρές τιμωρίες σε όσους παρέβαιναν τους νόμους.
Λίγες μέρες αργότερα, οι πρέσβεις ζήτησαν από την Πύλη την απομάκρυνση των Τούρκων στρατιωτών. Έτσι, οι μουσουλμάνοι έμεναν απροστάτευτοι. Η οθωμανική κυριαρχία δυόμιση αιώνων στο νησί έπαιρνε τέλος.
Ο χειρισμός της κατάστασης από τους Ρώσους στο Ρέθυμνο
Στο Ρέθυμνο, όπου εδρεύει η ρωσική «ειρηνευτική» δύναμη, απειλούνται ομοίως επεισόδια, τα οποία όμως σε μεγάλο βαθμό αποφεύγονται, καθώς αποδεικνύονται αποτελεσματικοί οι χειρισμοί του Ρώσου ναυάρχου Σκρυδλώφ (εικ. E). Ανταπόκριση δημοσειυμένη στην εφημερίδα «Πατρίς» της Σύρου (φ. 5 Σεπτεμβρίου 1898), δίνει το κλίμα στο Ρέθυμνο: «Ἐπιστρέφων ὁ Ρῶσσος ναύαρχος Σκρυδλώφ ἐξ Ἡρακλείου, παρέμεινεν ἐνταῦθα. Καλέσας δὲ τοὺς ὀθωμανοὺς βέηδες καὶ ἐφένδηδες χωριστά, προέτρεψεν αὐτοὺς νὰ ἡσυχάσωσι καὶ ἠπείλησεν ὅτι, ἄν προβῶσιν εἰς ταραχάς, θὰ βομβαρδίσῃ τὴν πόλιν. Σήμερον, ἐνῶ ἀνεμένετο ἡ ἐπιβολὴ αὐστηρῶν μέτρων κατὰ τῶν Ὀθωμανῶν, οἱ Ρῶσσοι, παραλαβόντες τὰ διπλότυπα τοῦ φορολογικοῦ γραφείου, ἀφῄρεσαν ἀπ’ αὐτῶν τὴν ἐπικεφαλίδα Κρητική Πολιτεία καὶ ἀντικατέστησαν ταύτην διὰ τῆς Διεθνής Υπηρεσία. Χθὲς δὲ προέβησαν εἰς τὸν διορισμὸν ὀθωμανοῦ ὑπαλλήλου εἰς τὸ φορολογικὸν γραφεῖον.
Σήμερον ἐπιτροπὴ χριστιανῶν κατοίκων τῆς πόλεώς μας παρουσιάσθη εἰς τὸν ἐνταῦθα παρεπιδημοῦντα Ρῶσσον γενικὸν πρόξενον κ. Δέμερικ καὶ παρεκάλεσαν αὐτὸν ὅπως λάβῃ συντόμως μέτρα πρὸς ἐξασφάλισιν τῆς ζωῆς τῶν Χριστιανῶν.
Οἱ Ρῶσσοι λαμβάνουσι προφυλακτικὰ μέτρα πρὸς τήρησιν τῆς τάξεως, ἐγκαταστήσαντες στρατιωτικοὺς σταθμοὺς ἐν τοῖς κεντρικωτέροις μέρεσι τῆς πόλεως. Ἀλλ’ ἡμεῖς ἐξακολουθοῦμεν φοβούμενοι σφαγάς.
Χθὲς ὁ συνταγματάρχης Χιοστὰκ καὶ ὁ Ρῶσσος ὑποπρόξενος κ. Χατζηγρηγοράκης ἐξῆλθον εἰς τὸ μίαν ὥραν τῆς πόλεώς μας ἀπέχον χωρίον Ἄδελε, ἵνα ἵδωσιν ἐὰν εἶνε δυνατὸν νὰ γίνῃ ἐπαύξησις τῆς οὐδετέρας ζώνης, διότι οἱ Ὀθωμανοὶ ἐπέδωκαν αὐτοῖς ἀναφορὰν ζητοῦντες τὴν ἐπαύξησιν ταύτης, ἵνα δυνηθῶσι, λέγουσι, νὰ συγκομίσωσι τὸ ἔλαιον τῶν ἐκτὸς τῆς οὐδετέρας ζώνης τουρκικῶν κτημάτων, ἄλλως ἠπείλησαν ὅτι θὰ συγκρουσθῶσι πρὸς τοὺς χριστιανούς.
Πολλοὶ τῶν ἐνταῦθα ἐμπόρων ἐξαποστέλλουσι τὰ ἐμπορεύματά των, σπεύδοντες εἰς τὸ ἐξωτερικόν. Οἱ οἰκογενειάρχαι τῶν καλῶν οἰκογενειῶν συνεννοήθηκαν νὰ μὴν φύγωσιν πρῶτοι. Ἕκαστος ὅμως τρέφει τὴν ἐλπίδα ὅτι ὁ ἄλλος θὰ κάμῃ πρῶτος τὴν ἀρχήν, ἵνα σπεύσῃ νὰ τὸν μιμηθῇ.
Σήμερον ἔμαθον ὅτι Ρῶσσος ὑπάλληλος τοῦ προξενείου διετάχθη ὑπὸ τοῦ συνταγματάρχου Χιοστὰκ νὰ καταγράψῃ τὰ ἐν τῇ πόλει ὑπάρχοντα τρόφιμα. Ἄγνωστον διατὶ ἐλήφθη τὸ μέτρον τοῦτο».
Το κλίμα στο Ρέθυμνο απηχεί και η αθηναϊκή «Εφημερίς» της 31ης Αυγούστου 1898, η οποία, βασιζόμενη σε πληροφορίες επιβατών του ατμόπλοιου «Κρήτη» του Κουρτζή που κατέπλευσε στον Πειραιά προερχόμενο από Χανιά και Ρέθυμνο, αναδεικνύει τον ρόλο της ρωσικής διοίκησης στην αποφυγή γενίκευσης των ταραχών: «Ἡ κατάστασις ἐν Χανίοις ἐξακολουθεῖ ἡ αὐτὴ ἀνήσυχος, πάντα δὲ τὰ καταστήματα εἶναι κλεισμένα. Περὶ τῆς Ρεθύμνου λέγουσιν οἱ ἐπιβάται ὄτι καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἀναβρασμός. Ὁ Ρῶσσος ὅμως ναύαρχος Σκρυδλώφ, ὅστις ἀπὸ τῆς προχθὲς εὑρίσκεται εἰς Ρέθυμνον, ἐξέδωκεν ἐντονοτάτην προκήρυξιν διὰ τῆς ὁποίας ἀπειλεῖ θάνατον καὶ τὴν καταστροφὴν ὁλοκλήρου τῆς πόλεως ἐν περιπτώσει καὶ τῆς ἐλαχίστης ἀνησυχίας ἐκ μέρους τῶν Τούρκων. Πρὸς τοῦτο δὲ ἐκήρυξε καὶ τὸν στρατιωτικὸν νόμον. Συνεπείᾳ λοιπὸν τῶν μέτρων τοῦ Ρώσσου ναυάρχου, ἡ κατάστασις ἐβελτιώθη ἐν Ρεθύμνῃ, ὁ πανικὸς ἐξέλειπε καὶ ἡ συγκοινωνία διατηρεῖται, τῶν Τούρκων περιορισθέντων ἐκ τῶν ἀπειλῶν. Πρὸ τῆς λήψεως τῶν μέτρων τούτων, οἱ Τοῦρκοι προέβαινον εἰς διαδηλώσεις, ἦσαν δ’ ἕτοιμοι νὰ μιμηθῶσι τοὺς σφαγεῖς τοῦ Ἡρακλείου».
Στο φύλλο της 3ης Σεπτεμβρίου της ίδιας εφημερίδας, δημοσιεύει άρθρο με τίτλο «Ο Σκρυδλώφ εις Ρέθυμνον. Τι είπεν εις τους προκρίτους. Εξορία του Χαλήμ Εφένδη», στο οποίο διαβάζουμε: «Ἐξ ἐπιστολῆς πρὸς ἰδιώτας, παραλαμβάνομεν τὰ ἐξῆς ἀφορῶντα τὴν εἰς Ρέθυμνον μετάβασιν τοῦ Ρώσσου ναυάρχου Σκρύδλωφ καὶ τὴν μετὰ τῶν προκρίτων Τούρκων Βαφῆ, Καψάλη καὶ ἄλλων συνδιάλεξίν του.
Ὁ Τοῦρκος διοικητὴς Ρεθύμνης, μένων ἐκτὸς τῆς Ρεθύμνης εἰς τὸ χωρίον Καπεδιανά, δὲν προσῆλθεν, προσκληθεὶς μετὰ τῶν ἄλλων, ἀλλ’ ἀπέστειλεν ἀντιπρόσωπόν του, προσποιηθεὶς ἀσθένειαν. Ἐκεῖνο ὅπερ ἔκαμεν ἐντύπωσιν εἰς τοὺς προσελθόντας προκρίτους Τούρκους ἦτο ἡ ἔντονος γλῶσσα τοῦ ναυάρχου, εἰπόντος ὅτι καὶ αὐτὸν τὸν Χουσνήν, τὸν Τοῦρκον διοικητήν, θὰ ἐξορίσῃ ἐν περιπτώσει διαταράξεως τῆς τάξεως. Εἶπε δὲ ἀπεριφράστως ὅτι ὁ Ἐδὲμ ἐνέχεται διὰ τὰς ἐν Ἡρακλείῳ σφαγὰς καὶ τοῦτον δὲν διέλαθε τὴν προσοχὴν τῶν ναυάρχων.
Τὸν διευθυντὴν τοῦ ἐν Ρεθύμνῃ γραφείου τῶν ταχυδρομείων καὶ τηλεγράφων (ενν. τον αναφερόμενο στον τίτλο του δημοσιεύματος Χαλήμ εφένδη) τολμήσαντα νὰ εἴπῃ ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας τὰ φορολογικὰ γραφεῖα θὰ περιέλθωσι πάλιν εἰς τὰς χεῖρας τῆς τουρκικῆς διοικήσεως, κατὰ τὰς αὐτὰς πληροφορίας, συλλαβῶν ἐξώρισεν, τοῦθ’ ὅπερ ἐπροξένησεν ἀρκετὴν συγκίνησιν εἰς τοὺς ὀθωμανοὺς Ρεθύμνης, καθ’ ὅσον οὖτος καταλέγεται μεταξὺ τῶν προκρίτων τῆς πόλεως ταύτης.
Ἡ προκήρυξις ἐν Ρεθύμνῃ τοῦ στρατιωτικοῦ νόμου
Ἡ προκήρυξις τοῦ Ρώσσου διοικητοῦ Ρεθύμνης ὅτι, ἐὰν συμβῇ ἡ ἐλαχίστη ταραχή, ἡ πόλις θὰ βομβαρδισθῇ καὶ ὅτι ἐτέθη εἰς ἐνέργειαν ὁ στρατιωτικὸς νόμος, ἐτοιχοκολήθη. Ἀλλ’ ἀντὶ νὰ φαίνεται προερχομένη ἀπὸ τὸν Ρῶσσον διοικητήν, φέρει τὴν σφραγίδα καὶ τὴν ὑπογραφὴν τοῦ Πασᾶ Ρεθύμνης. Τὸ πρᾶγμα ἔκαμεν ἱκανὴν ἐντύπωσιν καὶ ποικίλα προκάλεσε σχόλια».
Πηγές και βιβλιογραφία
Εφημερίδες: Πατρίς Σύρου, Εφημερις Αθηνών
Τσουδερού Βιργινία, «Οι διεθνείς ειρηνευτικές δυνάμεις και η τραγωδία της 25ης Αυγούστου (1896-1898), στο: Θεοχ. Δετοράκης, Αλ. Καλοκαιρινός (επιμ.), Η τελευταία φάση του Κρητικού ζητήματος, εκδ. Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2001.
Phillips Ron, «Candia, 6th September (25th August) 1898», στο: Θεοχ. Δετοράκης, Αλ. Καλοκαιρινός (επιμ.), ό.π.