H γνωριμία με τον Μανόλη Κούνουπα, τέλος του 1972, ήταν καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση της τοπικής κοινωνίας.
Ήταν ένας από τα πρόσωπα που επιβεβαίωναν τη φήμη της πόλης στα Γράμματα και τις Τέχνες και κείνη την εποχή ζούσαν οι περισσότεροι από αυτούς που έκαναν το Ρέθυμνο τόσο σημαντικό στον χώρο του πνεύματος.
Ο Μανόλης Κούνουπας που γεννήθηκε από το 1925, ήταν οδοντογιατρός, αλλά τα εύσημα της επιστήμης του συμπορεύονταν και με τα άλλα που του απέδιδε κάθε πολιτιστική δράση, καθώς διέπρεπε στην πολιτιστική ζωή.
Η είσοδός του στην επιστημονική κοινότητα στη δύση της δεκαετίας του ’50 χαιρετίστηκε και από τον τοπικό τύπο με πρωτοσέλιδο και μάλιστα δίστηλο στο οποίο τονιζόταν το μεγάλο πλέον αβαντάζ για το Ρέθυμνο να αποκτά ένα σύγχρονο οδοντιατρείο με εξοπλισμό ευρωπαϊκών προδιαγραφών κι ένα τόσο χαρισματικό επιστήμονα που είχε ήδη συγκεντρώσει τις πρώτες του περγαμηνές από τις επιδόσεις του στο Πανεπιστήμιο.
Όσες φορές κι ασχολήθηκα με τη σπουδαία αυτή προσωπικότητα, πάντα είχα την ανασφάλεια ότι κάτι θα ξεχάσω. Κι είχα δίκιο επειδή ο αξέχαστος φίλος ήταν ανεξάντλητος σε δράσεις και κοινωνική προσφορά.
Μέλος της Χορωδίας, επιτυχημένος αρθρογράφος, μέλος των Μουσικών Νειάτων και του Ορειβατικού Συλλόγου, ένθερμος οπαδός του πρασίνου, δεν άφηνε τομέα να μην προσφέρει πρόθυμα τις υπηρεσίες του. Και πάντα με σεμνότητα.
Μερικές φορές μάλιστα τον «πείραζα» επειδή είχαν με την Έλλη Βότζη αυτή τη μετριοφροσύνη που άγγιζε τα όρια της υπερβολής.
Χαμογελούσε και μου έλεγε πως αξίζει προβολής μόνο όποιος κάνει κάτι για να ευχαριστήσει άλλους.
Ο ίδιος όπως και η Έλλη έκαναν αυτό που υπαγόρευε η ανθρωπιά τους και πρώτα και κύρια ικανοποιούσε αυτόύς τους ίδιους.
Ο Μανόλης Κούνουπας, τιμούσε στο έπακρον την ιστορική του οικογένεια. Καμάρωνε για τον πατέρα του τον περίφημο Ιωάννη Κούνουπα, λάτρευε τη μητέρα του, έναν επίγειο άγγελο, καθώς ήταν η Λέλα Κούνουπα, η καλή μοίρα των προσφύγων, και φυσικά ένιωθε μεγάλη περηφάνια για τον αδελφό του τον Ανδρέα. Έμοιαζε να ζει στη σκιά του ενώ είχε και ο ίδιος να παρουσιάσει έργο και προσφορά.
Έζησε μαζί του τα φοβερά γεγονότα του Γενάρη του 45, μετά βίας κατάφεραν να σωθούν και να καταφύγουν στην Αθήνα για τις σπουδές τους.Μου έκανε μάλιστα τη μεγάλη τιμή να μου καταθέσει όλες τις τραυματικές του εμπειρίες από τον εμφύλιο σε μια σπουδαία έκθεση, που αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα κειμήλια στην κιβωτό μνήμης του Πολιτιστικού Ρεθύμνου.
Ο Μανόλης Κούνουπας 19χρονος τότε, με απόλυτη αντικειμενικότητα καταθέτει τα γεγονότα, αποφεύγοντας να γράψει για τις δικές του ταλαιπωρίες που υπέστη. Χαρακτηριστικό το παρακάτω δείγμα γραφής:
«Η αείμνηστη Κατίνα μόλις με είδε μου ζήτησε να μεταφέρω αρχειακό υλικό της ΕΠΟΝ στα γραφεία διοίκησης του ΚΚΕ στην πρώην οικία Ανδρουλιδάκη, νυν Μπιρλιράκη στην οδό Χορτάτση.
Πήρα το χαρτοκιβώτιο και ξεκινήσαμε με τις ΕΑΜίτισσες και τους Ρώσους με τον Βλαδίμηρο.
Βαδίσαμε από την προκυμαία για λόγους ασφαλείας και όχι από την Αγορά (Αρκαδίου).
Στα γραφεία του κόμματος είδαμε αντάρτες εορίτες να τα έχουν περικυκλώσει αλλά δεν μας μίλησαν. Μέσα στα γραφεία βρήκαμε έναν αντάρτη του ΕΛΑΣ μόνο και τον γραμματέα Κρήτης Γ. Σμπώκο.
Όταν ο Βλαδίμηρος τον ενημέρωσε ότι αυτός και οι σύντροφοί του θέλουν να φύγουν έγινε έξαλλος. Άρχισε να τους βρίζει και να τους διώχνει κακήν κακώς γιατί ζητούσα να εγκαταλείψουν συντρόφους σε ώρα μεγάλου κινδύνου.
Σε μένα και τις γυναίκες είπε να φύγουμε αμέσως γιατί κινδυνεύαμε. Πράγματι μόλις φθάσαμε στον Άγνωστο τρέχοντας ακούσαμε πυροβολισμούς από τη μεριά των γραφείων που μόλις είχαμε αφήσει.
Αργότερα έμαθα ότι είχε σκοτωθεί ο αντάρτης όσο για τον Σμπώκο είχε καταφέρει να διαφύγει…».
Ο Μανόλης Κούνουπας, μετά από περιπέτειες πολλές κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Η αγάπη για τον τόπο του τον ώθησε να ασχοληθεί και με τα κοινά, θητεύοντας και στο Δημοτικό Συμβούλιο.
Η συγγραφική του ικανότητα εκδηλώθηκε απροσδόκητα και όπως συνήθιζε να μας λέει ήταν μια διέξοδος για να εκφράσει τα αισθήματά του για τη φύση και το περιβάλλον, αλλά και την αγωνία του για τις οικολογικές καταστροφές που προκαλούσαν τα ανελέητα συμφέροντα.
Είχε μια σπάνια ευρύτητα πνεύματος και αυτό εκτιμήθηκε από καταξιωμένους ανθρώπους των γραμμάτων που χαιρέτισαν με ενθουσιασμό την παρουσία του στα Ελληνικά Γράμματα.
Κέρδισε τον θαυμασμό σημαντικών ανθρώπων
Δεν είναι τυχαίο ότι τον περιέβαλαν με τον θαυμασμό τους για το συγγραφικό του έργο προσωπικότητες της πνευματικής ζωής όπως ο Μανούσος Μανούσακας, ο Κώστας Γεωργουσόπουλος, ο Γιώργος Μπαμπινιώτης, ο Στυλιανός Αλεξίου, ο Γιάννης Γρυντάκης και τόσοι άλλοι.
Στο ποιητικό του έργο εξάλλου το γεμάτο ευαισθησία δεν παρέλειπε να αναφέρεται στον τόπο του που λάτρευε.Χαρακτηριστικό είναι το ποίημά του για το Ρέθυμνο που μελοποίησε και ο κουμπάρος του ο καταξιωμένος μας συνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης.
Για κάθε του βιβλίο θα είχαμε να σημειώσουμε πολλά αλλά εκείνο που σίγουρα αποτελεί κοινωνικό ευαγγέλιο είναι «Οι Μισαλλοδοξίες» του. Το είχαμε επισημάνει αρκετές φορές αλλά εκείνος φρόντιζε να αλλάζει συζήτηση με την μετριοφροσύνη που τον διέκρινε.
Από τα άρθρα του επίσης στον τοπικό τύπο επίλεκτη θέση έχουν αυτά που αναφέρονται στο παλιό Ρέθυμνο. Άρθρα γεμάτα νοσταλγία και φλογερή αγάπη για τη γενέθλια γη.
Ο Μανόλης Κούνουπας, διετέλεσε πρόεδρος του Οδοντιατρικού Συλλόγου, μέλος της διοίκησης του Ορειβατικού Συλλόγου, πρόεδρος του αθλητικού Συλλόγου «Ατρόμητος», μέλος της διοίκησης της Δημοτικής Φιλαρμονικής, μέλος της Δημοτικής Χορωδίας και Δημοτικός Σύμβουλος, από το 1975 μέχρι την αναχώρησή του. Κάποια στιγμή αποφάσισε να μετοικήσει στην Αθήνα. Ήταν σημαντική η απουσία του από την πολιτιστική μας ζωή, αλλά γρήγορα αναπληρώθηκε με το έργο του που άρχισε να αποκτά πανελλήνιο ενδιαφέρον.
Στην Αθήνα έγινε ενεργό μέλος του Συλλόγου Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» και αργότερα της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Για την προσφορά του, μάλιστα, τιμήθηκε από την Παγκρήτια Ένωση, από τον Σύλλογο Ρεθυμνίων Αττικής «Το Αρκάδι» με το αξίωμα του επίτιμου μέλους και από τον Σύλλογο Ελλήνων Λογοτεχνών. Διακρίσεις που ήρθαν να συμπληρώσουν αυτές που είχε ήδη αποκτήσει στην Κρήτη όταν είχε βραβευτεί από τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Χανίων σε Παγκρήτιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και από τον Οδοντιατρικό Σύλλογο Ρεθύμνης.
Η εκδοτική του δράση
Φανατικός φυσιολάτρης ξεκίνησε την εκδοτική του δραστηριότητα με το βιβλίο του «Ακόμα ψηλότερα» (εκδόσεις Καλέντης 1993).
Το 2001 κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Ιωλκός» το λογοτεχνικό βιβλίο του «Στενοποριές και στενορύμια». Στο βιβλίο του αυτό φωτίζονται προσωπικότητες και γεγονότα στο Ρέθυμνο από την εποχή του μεσοπολέμου που έχουν μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον. Και φθάνουμε στη «Μισαλλοδοξία» (2002) ένα πραγματικό ευαγγέλιο για τους συνειδητούς και σκεπτόμενους πολίτες.
Σύντομα όμως απολαύσαμε και τις ποιητικές του δημιουργίες πρώτα με τα «Αναβολέματα», σε δύο εκδόσεις με βαθειά γνώση της κρητικής διαλέκτου.
Και μια ακόμα σημαντική έκδοση μας πρόσφερε το 2011 που ήταν η βιογραφία του ήρωα στρατηγού Παντελή Σαββάκη με τίτλο «Νίκησε δυο φορές τον θάνατο».
Η αγάπη των φίλων του
Όταν επέστρεψε στο Ρέθυμνο, από το αρχοντικό του στην Πηγή, συνέχιζε τη δράση του. Μας εντυπωσίαζε η στωικότητα και η ευγένεια της ψυχής του με τις οποίες αντιμετώπιζε κάθε δυσκολία. Ανεξίκακος, υπέροχος, άνθρωπος με όλη τη σημασία είχε δημιουργήσει μόνο φίλους και μάλιστα της καρδιάς. Χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα από ομιλία του Μπάμπη Πραματευτάκη σε μια τιμητική που είχε οργανωθεί στη μνήμη Μανόλη Κούνουπα στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο:
«Ευτύχησα να συνδεθώ με το Μανόλη Κούνουπα σε μια περίοδο που όλοι αναζητούσαμε δρόμους διεξόδου καθώς το Ρέθυμνο περνούσε μια κρίσιμη περίοδο.Τα δεινά των δύο πολέμων είχαν αφήσει πληγές που ο χρόνος μάταια προσπαθούσε να επουλώσει. Μνήμες ανίατες βάραιναν τα νιάτα της εποχής, και τα όνειρα όσα μας επέτρεπαν φυσικά να έχουμε οδηγούσαν μόνο στο λιμάνι.
Ο Μανολάκης ήταν μεγαλύτερός μου κατά τι. Αλλά η φιλία μας ήταν δυνατή. Τη δύναμή της την πότιζε ιδιαίτερα η επανάσταση που βίωνε η ψυχή μας. Βλέπετε ήμασταν και οι δυο κρίκοι μιας αλυσίδας που για την πατρίδα μας κατά τους κρατούντες ήμασταν μιάσματα. Είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που σήμερα οι νέοι μας δεν καταλαβαίνουν τη σημασία αυτής της έννοιας.
Με τον Μανόλη μας ένωνε επίσης κάτι άλλο. Η αγάπη μας για τη μουσική. Την τέχνη αυτή τη λάτρευε ο Μανόλης και η κατάρτισή του ήταν αξιοζήλευτη.
Ερχόμαστε τώρα στην εποχή που γυρίζω από το Μόναχο. Το Ρέθυμνο ζει την νέα του εποχή την εποχή της ανάπτυξης που του χαρίζουν τα νέα οικονομικά δεδομένα.Φυσικά επιστρέφοντας στη γενέτειρά μου με οικογένεια πια βρήκα ανοικτές τις πόρτες τις τόσο αγαπημένες που άφησα όταν ξενιτεύτηκα.Τα όνειρα τα παλιά βρίσκουν το δρόμο ανοικτό χωρίς τα επάρατα εμπόδια εκείνης της εποχής.
Ξαναζώ από την αρχή κι έχω απέναντί μου τη Ρεθεμνιώτικη Μικτή Χορωδία και ανάμεσα στα χαμόγελα που μου χαρίζουν, τη δύναμη της συνέχειας ήταν και το ξεχωριστό χαμόγελο του Μανόλη. Πρέπει να σημειώσω ότι στην επιστροφή μου είχα μια ακόμα μεγάλη έκπληξη.
Το πνευματικό Ρέθυμνο παράλληλα με όλα που μας χαρίζει ήταν επίσης χείμαρρος ποίησης.Η ποίηση των συντοπιτών μας είχε μια ξεχωριστή δύναμη για μένα και ήταν αυτό που χρειαζόμουν όντας και διευθυντής της χορωδίας μας που έπρεπε το ρεπερτόριό της να διανθιστεί με Ρεθεμνιώτικες δημιουργίες.Εγώ στην ταπεινή μου προσπάθεια αυτό που ζητώ να έχει το ποίημα που ξεχωρίζω από όλα όσα διαβάζω και που τα περισσότερα μου αρέσουν πολύ είναι;
• Να είναι μεστό στη δυναμική του.
• Να με αγγίζει το διανόημά του.
• Να έχει τα περιθώρια δημιουργίας στροφικού τραγουδιού.
• Να έχει λυρικότητα.
• Οι εικόνες που αναδύονται από τους στίχους του να είναι ζωντανές και να εκπέμπουν μουσικότητα. Αυτή τη μουσικότητα που συνεπαίρνει το νου του αναγνώστη.
• Να μου χαρίζει ο στίχος μόνος του τη μελωδία. Όχι να την ψάχνω εγώ.
Αυτά όλα με απλοχεριά τα βρήκα και στην ποίηση του Μανολάκη. Όμως αυτό που ιδιαίτερα με συγκίνησε στην ποίησή του είναι ότι εκφράζεται με τη δική μας ντοπιολαλιά και η θεματική του έχει άμεση σχέση με το Ρέθυμνο την πόλη της καρδιάς μας. Είναι αδύνατο οποιοσδήποτε διαβάζει τους στίχους του να μη βλέπει τη μελωδία που είναι γραμμένη πίσω από αυτόν το στίχο που μας έδωσε το ευλογημένο χέρι του αξέχαστου και πάντα παρόντος στη σκέψη μας Μανόλη Κούνουπα».
Κι έγραψε ο Μανολάκης:
Καλότυχος, καλόμοιρος στην Κρήτη ανε προβάλλεις
κι αν είναι για το Ρέθυμνο δυο φορές καλομοίρης
γιατί στη μέση του νησού η αρχοντοπολιτεία
σε σοντηρά πεσίχαρη σαν λυγερή νεράιδα…».
Περίτεχνα σκιαγραφεί τον άνθρωπο Μανόλη Κούνουπα αποχαιρετώντας τον και ο Σταύρος Φωτάκης γράφοντας:
«Ο Μανώλης για όλους είχε και ένα καλό λόγο να πει, όλους να συμβουλέψει και να επαινέσει, χωρίς διακρίσεις και προκαταλήψεις. Με καλή καρδιά, με καθαρό μυαλό, με άψογη γραφή, με ποιητική και λογοτεχνική πένα, εδήλωνε ταχτικά τη παρουσία του σε αρθρογραφία και λογοτεχνία, ως μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Αγαπούσε υπερβολική την Κρήτη, το Ρέθεμνος, τον πολιτισμό και τις παραδόσεις του. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στους Αμαριώτες, γιατί όπως μου είχε πει είχε καταγωγή από το Αμάρι, γι’ αυτό και συγκαταλέγεται στις προσωπικότητες του άλλοτε Νευς Αμάρι.
Η παρουσία του σε όλες τις εκδηλώσεις ήτανε έντονη. Τον διέκρινε η πρεπιά, η αρχοδιά και η μεγαλοσύνη της καρδιάς. Τίμησε το ιατρικό λειτούργημα, τα κρητικά γράμματα, την Κρήτη ολάκερη. Βιβλιόφιλος, έθεσε και τη δική του σφραγίδα στον συγγραφικό χώρο.
Όσα και να πω, όσα και να γράψω θα είναι λίγα και φτωχά για τον Μανώλη Κούνουπα…».
Μνήμες παλιού Ρεθύμνου
Με την ίδια λογοτεχνική άνεση ο Μανόλης Κούνουπας μας άφησε κείμενα για το παλιό Ρέθυμνο όπως:
«Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς στο σημερινό συμπολίτη εκείνο το αλλοτινό ήμερο ψυχολογικό κλίμα της πόλης, το σύνολο των συνθηκών που επικρατούσαν, το ευγενικό, ειλικρινές συναίσθημα, την καλοπροαίρετη διάθεση, τη γαλήνια ζεστή περιρρέουσα ατμόσφαιρα.
Πώς να προσεγγίσει και να προσπελάσει η νεότερη ρεθεμνιώτικη γενιά, η αποστασιοποιημένη συναισθηματικά, την περασμένη φιλική και ψυχική επικοινωνία σε μια κοινωνία φιλάλληλη, αλτρουιστική και χριστιανική.
Οι Ρεθεμνιώτες γνωριζόντουσαν και χαιρετούσε ο ένας τον άλλο εγκάρδια και ένθερμα, μιλούσαν αυθόρμητα και συζητούσαν με ειλικρίνεια και δεν έθεταν εν αμφιβόλω την εκατέρωθεν εμπιστοσύνη και αξιοπιστία τους.
Αντί των αναποτελεσματικών διαφημίσεων με τα φέιγ-βολάν και τις αφισοκολλήσεις ο ντελάλης ο Ζαμφώτης με τη στεντόρεια φωνή του διαλαλούσε δημόσια μιαν εντυπωσιακή είδηση, ένα γεγονός, ένα καινούργιο, ξεχωριστό προϊόν.
Ένα θέαμα γραφικό ήταν τα γαϊδουράκια τα φορτωμένα με καυσόξυλα είτε με κάρβουνα σε σακιά, που στέκονταν και περίμεναν υπομονετικά τον πελάτη στο χέρσο χωράφι και σημερινό παρκινγκ της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων.
Κάποιες ημέρες, στα χρόνια της Κατοχής, οι Γερμανοί είχαν κλείσει τις εισόδους της πόλης, άρπαζαν τα γαϊδούρια των φτωχών χωρικών και τα πήγαιναν και τα μάντρωναν στην άλλοτε εκκλησία των Τεσσάρων Μαρτύρων. Επρόκειτο για την πρώτη κατασκευή του Ιερού Ναού όταν ήταν ακόμα καρά-γιαπί. Το κτίσμα αργότερο κρίθηκε ετοιμόρροπο και κατεδαφίστηκε. Τα γαϊδούρια έμειναν εκεί αρκετές ημέρες και αφού συγκεντρώθηκε ένας αριθμός σημαντικός κάποτε φυγαδεύτηκαν, ενδεχομένως για τη Γερμανία. Κυκλοφόρησε τότε η ανεξακρίβωτη φήμη ότι έγιναν κονσέρβες.
Από τη λεωφόρο Κουντουριώτη και μέχρι το ύψος της συνοικίας Μασταμπά τα σπίτια ήταν αραιοχτισμένες μονοκατοικίες. Από εκεί και πάνω υπήρχαν μόνο αμπέλια. Ας σημειωθεί ότι το κρασί ήταν απαραίτητο στα γεύματα των συμπολιτών.
Ο Λευτέρης ο φούσκας ανήγγειλε επίσης με τη βραχνή φωνή του την άφιξη κάποιου περιπλανώμενου θιάσου, του λεγόμενου μπουλουκιού, με ηθοποιούς από το περιθώριο, γυναίκες του σκοινιού και του παλουκιού, κάθε καρυδιάς καρύδι.
Ο Λευτέρης εξ’ άλλου διαφήμιζε και τα έργα του σινεμά όπως τις κωμωδίες του Σαρλώ, του Μπάστερ Κήτον, του Χοντρού – Λιγνού, είτε ένα φιλμ με πολλή δράση, από ένα σύνολο εντυπωσιακών πράξεων (Ταρζάν, συγκρούσεις εμπολέμων, μάχες, καταδιώξεις κ.λπ.)».
Άσβεστη η μνήμη του
Από τους λόγιους συμπολίτες που ασχολήθηκαν με το έργο και τις ημέρες του αξέχαστου Μανόλη Κούνουπα ήταν ο Μιχάλης Τζεκάκης, ο Γιώργος Φρυγανάκης, ο Κωστής Ηλία Παπαδάκης και άλλοι.
Εκείνος όμως που ανέλυσε με κάθε λεπτομέρεια την πορεία και το έργο του σε σωρεία αναφορών και αφιερωμάτων ήταν ο Χάρης Στρατιδάκης που πρωτοστατούσε και σε κάθε εκδήλωση τιμής για τον Μανόλη Κούνουπα, ένα Ρεθεμνιώτη που η θύμησή του καίει άσβεστη στη μνήμη όσων των έζησαν και μυρώθηκαν από το μύρο της φιλίας και της ανθρωπιάς του.