Συμπληρώνονται 59 χρόνια από το θάνατο του βάρδου του Ρεθύμνου Γιώργη Καλομενόπουλου. Ο ποιητής που μας διέσωσε πολύ παλιές και παλιές απόκριες του τόπου, αλλά και άλλες εικόνες της κοινωνικής ζωής, πέρασε στην αθανασία εντελώς αθόρυβα, όπως είχε μάθει να ζει, στις 27 Φεβρουαρίου 1963. Δυστυχώς δεν είχε κι αυτός ο ποιητής την αναγνώριση που του όφειλε ο τόπος του. Όσο ζούσε η παλιά καλή φρουρά του Ρεθύμνου της πρεπιάς και της ανθρωπιάς, κάτι γινόταν. Ακουγόταν ο σπουδαίος αυτός ποιητής και άνθρωπος. Έφυγαν εκείνοι οι ακρίτες της Αρχοντιάς, σβήνει σιγά-σιγά και η ανάμνηση του Γιώργη Καλομενόπουλου. Κι ας του οφείλει ο τόπος του τόσα πολλά. Μια ολόκληρη εποχή που διαφύλαξε στην αιωνιότητα, με τον εμπνευσμένο στίχο του.
Ας του κάνουμε μια μνημόσυνη αναφορά με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 59 χρόνων από το θάνατό του.
Ο Γιώργης Καλομενόπουλος γεννήθηκε στον Πειραιά, το 1897. Αυτή η λεπτομέρεια, που είναι όμως απόλυτα τεκμηριωμένη, προβληματίζει τους ερευνητές, που κάποιοι θεωρούν τόπο γέννησης του ποιητή το Ρέθυμνο.
Γεγονός είναι ότι η οικογένεια του ποιητή είχε καταφύγει στον Πειραιά, κατά την τελευταία επανάσταση κατά των Τούρκων (1897-1898) κι επέστρεψε όταν ελευθερώθηκε η Κρήτη από τον ζυγό τους. Εγκαταστάθηκαν στο Καμαράκι κι εκεί ο πατέρας του Μιχάλης από το Νεύς Αμάρι διατηρούσε μαγέρικο. Δέσποζε μάλιστα στην ποίηση του γιου του, όταν νοσταλγεί με έμμετρο στοχασμό τη γειτονιά.
Στ’ Αμαριανού το μαγαζί-πατέρα, ώρα σου καλή!
μοσκομυρίζει καπαμάς και ευωδιάζει βούπα
κι αυτός στην πόρτα καρτερεί το πέρασμα του Καυγαλή
να γνέψει ο ένας τ’ αλλουνού να πιούν από μια κούπα….
Η μητέρα του Μαρία το γένος Αποστολάκη καταγόταν από το Άδελε. Ο ποιητής είχε δυο ακόμα αδέλφια τον Χάριτο και την Ευαγγελία.
Όπως εντοπίσαμε στον επικήδειο λόγο, που είχε εκφωνήσει ο Μόσχος Μοσχάκης, ο Γιώργης Καλομενόπουλος ήταν απόγονος του Γιαννιού Μοσχάκη γραμματικού της Πόρτας και εθνάρχου της Κρήτης (1714), που απαγχονίστηκε από τους Τούρκους όταν ανακάλυψαν την πατριωτική του δράση, αλλά και της Κατερίνας Ιλαρίωνος Μοχάκη της περίφημης Λαριοπούλας, που η αγάπη για τον τόπο της στάθηκε πιο πάνω από την ισχύ, τα πλούτη κα την ευτυχία της μάνας, κι όταν έφθασε μια τρομερή στιγμή έσωσε το χωριό της τον Μέρωνα από βέβαιη καταστροφή.
Η φωνή του Ρεθύμνου
Τα μαθήματα του δημοτικού και του γυμνασίου παρακολούθησε ο Καλομενόπουλος στο Ρέθυμνο. Κι είναι πολλοί οι στίχοι που μας δίνουν και την εικόνα στα σχολειά εκείνης της εποχής.
Ενδιαφέροντες όμως αυτοί που κρύβουν και τις λαχτάρες της εφηβείας:
Τα εφηβικά μας στήθη επλημμύρισαν στα μέλια
και εσκίρτησε η χαρά μας -χελιδόνι- να πετάξει.
Γέμισε ήλιο η ψυχή μας κι η καρδιά μας χαμογέλα
αναπάντεχη ευτυχία. Συμμαθήτρια στην τάξη.
Γίναμε καλοσυνάτοι των δασκάλων μας καμάρια
καθαρίσαμε τα νύχια απ’ του πένθους τη μαυρίλα.
Όλοι κάμαμε χωρίστρα εντυθήκαμε καθάρια
κι έπαψε η αίθουσά μας να μυρίζει… ποδαρίλα.
Όλη εκείνη την εποχή τραγουδούν οι στίχοι του στα «Τραγούδια της παλιάς πόλης». Κι αναβιώνουν έθιμα, ανασταίνουν μνήμες και μορφές, που κανένας δεν θα θυμόταν αν έλειπε η ανάγκη του Καλομενόπουλου, να εκφράσει τη νοσταλγία για τον τόπο του μέσα από την ποίησή του.
Υπηρέτησε ως έφεδρος με το βαθμό του δεκανέα και πήρε μέρος στη Μικρασιατική εκστρατεία, όπου πολέμησε πλάι στον στρατηγό θείο του και ήρωα του μετώπου Στ. Καλομενόπουλο.
Διορίστηκε αρχικά ως έκτακτος στο υπουργείο Εσωτερικών και στη συνέχεια στη Νομαρχία Ρεθύμνης. Μετά από πολυκύμαντη σταδιοδρομία συνταξιοδοτήθηκε από τη θέση (Κεντρική Υπηρεσία) του Διοικητικού Επιθεωρητή με βαθμό διευθυντή Α’ και μισθό γενικού διευθυντή.
Στη διάρκεια της υπαλληλικής του σταδιοδρομίας (μετά την απελευθέρωση), του ανατέθηκαν καθήκοντα γενικού γραμματέα της «Γενικής Διοικήσεως Κρήτης», θέση στην οποία διακρίθηκε (και ως αναπληρωτής του γενικού διοικητή) για τις εξαιρετικές διοικητικές ικανότητές του. Εξάλλου επανειλημμένα από τις προϊσταμένες του αρχές, του απονεμήθηκε η ηθική αμοιβή της ευαρέσκειας. Επίσης τιμήθηκε με τον «Χρυσό Σταυρό του Β’ Τάγματος του Γεωργίου του Α’» και με τον «Σταυρό των ταξιαρχών Β’ Τάγματος του Φοίνικος».
Ήταν πρότυπο δημόσιου λειτουργού, αλλά κυρίως ανθρώπου. Θα μπορούσε ν’ ανατρέψει τα πάντα μέχρι ν’ αποδοθεί δικαιοσύνη σε κάποιον ταπεινό, που δεν επρόκειτο διαφορετικά να βρει το δίκιο του, στερούμενος δύναμης οικονομικής και κοινωνικής. Αν και μικρόσωμος, επέβαλε τον σεβασμό. Γιατί ήταν ανθρώπινος και δίκαιος με όλους. Σεμνός και αξιοπρεπής. Το εύθραυστο παρουσιαστικό του έκρυβε αφάνταστη δύναμη.
Αυτή τον κράτησε σε ώρες δύσκολες, που ως γραμματέας της Γενικής Διοίκησης, μπορούσε να επωφεληθεί και να εκδικηθεί αν ήθελε όσους τον πίκραναν.
Εκείνος όμως λες και ζυμώθηκε από τη λέξη «αγάπη». Έγνοια του ήταν μόνο, πώς θα εξυπηρετήσει. Πώς θα βοηθήσει δυστυχισμένους ν’ αποκατασταθούν.
Απέραντη νοσταλγία
Οι συνθήκες υποχρέωναν τον Καλομενόπουλο, να είναι μακριά από τον τόπο του. Ήταν φυσικό επομένως να φορτίζεται η έμπνευσή του από την αθεράπευτη νοσταλγία για τον τόπο του, όπως φαίνεται και από τους παρακάτω στίχους:
Βουρκώνω σαν αναπολώ
το Ρεθεμνιώτικο γιαλό
ως τα Περβόλια πέρα.
Κι άσπρο σηκώνει το πανί
-για σένα αγάπη μακρινή-
του νόστου μου η γαλέρα.
Φιλεναδούλες μου παλιές
οι γνώριμες ακρογιαλιές
μου γνέφουν με καμάρι
χαϊδεύοντας με απαλά
το κύμα με γλυκοφιλά
και μου γελούν οι γλάροι
Χτυπήθηκε από τη ζωή όσοι λίγοι άνθρωποι. Υπέμεινε μακροχρόνιες και βασανιστικές ασθένειες. Ποτέ δεν παραπονέθηκε. Μεγαλύτερο από τα χτυπήματα της ζωής που δέχτηκε, ήταν η εκτέλεση του αδελφού του Χαρίτου υπαλλήλου του Λιμενικού Ταμείου Ρεθύμνου, από τους Ναζί στις 24 Μαΐου 1941 στην ακτή των Μυσσιρίων. Ήταν κι αυτός μεταξύ των 110 Μαρτύρων.
Από τον χαμό του αδελφού του εμπνεύστηκε τα ποιήματα «Η Μάχη στα Μισίρια» και «Ο στύλος της Αγυιάς».
Συνταξιοδοτήθηκε στα 60 του με τον τίτλο του επίτιμου επιθεωρητή του υπουργείου Εσωτερικών.
Πνεύμα σπινθηροβόλο
Διέθετε ένα σπινθηροβόλο πνεύμα και μια ετοιμότητα, που τον έκανε να διακρίνεται στις μαντιναδομαχίες. Γιατί δεν έχανε ευκαιρία, όταν τον βοηθούσαν οι συγκυρίες, να έρχεται στην πόλη του και να παίρνει μέρος στα λαϊκά γλέντια.
Σε μια τέτοια μάχη με ρίμες, κάποιος του πέταξε υπονοούμενα για την ηλικία του. Κι ο Καλομενόπουλος τον αποστόμωσε λέγοντας:
Όντεν επρωτοφέρανε
στο Ρέθεμνος τσι γκράδες
μεσοκαιρίτης ήσουνα
και κυνηγούσες γράδες.
Αν και φαίνεται, κρίνοντας από τους στίχους, που προδίδουν ερωτικά χτυποκάρδια, πως είχε ερωτευθεί και μάλιστα σφόδρα στα νεανικά του χρόνια, στάθηκε πολέμιος του γάμου.
Κι αυτή η παραξενιά προκαλούσε πολλές φορές τα πειράγματα των φίλων του. Οι φάρσες δε που του έκαναν είχαν μείνει ιστορικές. Κάποτε συγκεκριμένα που αναγκάστηκε να ξωμείνει σ’ ένα σπίτι στα Χανιά, μετά από τρικούβερτο γλέντι, διαπίστωσε πως οι φίλοι του είχαν ρίξει κουφέτα και ρύζι στο κρεβάτι για να τον πειράξουν. Εκείνος χωρίς να χάσει καιρό, τους ξύπνησε όλους για να τους δώσει μια πληρωμένη απάντηση στα πειράγματα τους, με ένα δίστιχο που αυτοσχεδίασε εκείνη τη στιγμή και άφησε εποχή:
Σαν έπαψε η πέρδικα
να διπλοκακαρίζει
χαράμι τα κουφέτα σας
χαράμι και το ρύζι
Μέχρι που γνώρισε τη Μαρία Κ. Κουντούρη, κόρη εμπόρου από την Καλαμάτα και την παντρεύτηκε το 1946.Ήταν η τέλεια σύζυγος και εκείνη που τον ενέπνεε πάντα να γράφει.
Ένα δείγμα μεγάλης σεμνότητας
Στα 1961 αποφάσισε η πνευματική ηγεσία του τόπου, να τον τιμήσει σε μια ειδική μεγάλη εκδήλωση στο «Καρτάλειο».
Εκείνος κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό μόλις το πληροφορήθηκε:
Με τηλεγράφημά του εξήγησε ευγενικά τους λόγους, που δεν μπορούσε να δεχθεί αυτή τη μεγάλη τιμή, αλλά στον φίλο του Κώστα Μαμαλάκη ήταν πιο ομολογητικός.
«Ντρέπομαι θεόψυχά μου γι’ αυτό, του είπε και δεν θα κατέβω στο Ρέθεμνος, στην τιμητική φιέστα που μου ετοιμάζουν, ας είναι καλά, σαν τον Πρεβελοπαντελή. Πες μου ίντα ‘χω ‘γω να παρουσιάσω σαν έργο; Πράμα Ντουσούντισε τον μεγάλο Πρεβελάκη, που δεν είμαι άξιος μήτε τα σπαούλια των παπουτσιών του να λύσω».
Και τελικά δεν κατέβηκε στο Ρέθυμνο για να παραστεί στην εκδήλωση, που έγινε προς τιμή του.
Όλες τις φυσικές ομορφιές του τόπου του, καθώς και τη μνήμη φίλων ακριβών, που ύμνησε επανειλημμένα στους στίχους του, πήρε μαζί του στο αιώνιο ταξίδι ο Γιώργης Καλομενόπουλος. Λένε πως πριν ξεψυχήσει είπε: «Ζήτω η Κρήτη».
Είναι γεγονός ότι ενώ ένιωθε πως τέλειωνε η ζωή του, δεν παρέλειψε να στείλει στις τοπικές εφημερίδες δυο ποιήματά του, που μιλούσαν για παλιές Ρεθεμνιώτικες απόκριες.
Η πρώτη έκδοση
Άφησε πίσω του φεύγοντας, στις 27 Φεβρουαρίου 1963, όλο το άλλο έργο για το Ρέθυμνο, το Αρκάδι, το Αμάρι, τη Μάχη της Κρήτης, όλη την ιστορία του τόπου την αρχοντιά και το μεγαλείο της.
Μετά τον θάνατό του, η σύζυγός του Μαρία επιμελήθηκε και εξέδωσε το 1964 ένα βιβλίο με τον τίτλο Ποιήματα («Τα Ψηλορείτικα», «Τα τραγούδια του παλιού Ρεθύμνου», «Κρητικές Λύρες»).
Το σύνολο των χειρόγραφών του, με ποιήματά του κατατέθηκαν στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ρεθύμνου.
Είναι πολλοί εκείνοι που ασχολήθηκαν με το έργο του Γιώργου Καλομενόπουλου. Στέργιος Μανουράς, Κώστας Η. Παπαδάκης, Σπύρος Μαρνιέρος, Λέλα Κούνουπα, Κ. Μαυρουλάκης, Γιαννης Δαλέντζας, Κώστας Απανωμεριτάκης, Μανώλης Κούνουπας, Μόσχος Μοσχάκης, Δ. Δεμερτζής, Σπύρος Λίτινας, Κώστας Μαμαλάκης, Νίκος Ανδρουλιδάκης, Γιάννης Σαρρής, Χριστόφορος Σταυρουλάκης, Νίκος Σκανδάλης, Ιωάννης Ταταράκης, Γ. Γεωρβασάκης, Γιωργος Εκκεκάκης, Παναγιώτης Παρασκευάς, Μιχάλης Τρούλλης κ.ά.
Τα ποιήματα δε του Χριστόφορου Σταυρουλάκη και ιδιαίτερα του Κώστα Απανωμεριτάκη είναι εξαιρετικά.
Πολεμικός ανταποκριτής
Ο Γιώργης Καλομενόπουλος δεν ήταν μόνο ποιητής, αλλά κι ένας εξαιρετικός πολεμικός ανταποκριτής. Σταχυολογήσαμε όλες τις ανταποκρίσεις του από το μέτωπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας, που θα παραθέτουμε σε σχετικά μας αφιερώματα, με την ευκαιρία των 100 χρόνων, από την επέτειο της σημαντικής αυτής για τον Ελληνισμό ιστορικής περιόδου. Σήμερα περιοριζόμαστε σε ένα μικρό απόσπασμα, στο πλαίσιο της μνημόσυνης αναφοράς μας. Γράφτηκε τον Ιούλιο του 1921 για την «Κρητική Επιθεώρηση» και περιγράφει πολεμικές εντυπώσεις από την Προύσα:
«Το τραίνο ξεκινάει με όλη του την ανατολίτικη νωχέλεια και το περίφημο «Γιαβάς». Αφήνουμε πίσω μας το γραφικό Μουδανιά. Τα βαγόνια έχουν πλημμυρίσει από χακί. Αξιωματικοί, φαντάροι, καβαλαρέοι, σκαπανείς, νοσοκόμοι, πυροβοληταί, όλα τα όπλα όλαι αι υπηρεσίαι. Ο καθένας με το φύλλο πορείας του στη τσέπη, τρέχει προς την οριστικήν του Διεύθυνσιν. Άλλος στην Προύσα, άλλος στο Εσκησεχίρ, άλλος στο Κιουταείρ, στο Σύνταγμά του στη Συζυγαρχία του, στη Μοίρα του, στο Χειρουργείο του.
Ζωηροί και εύθυμοι… καλά ντυμένοι, παπουτσωμένοι γερά εφοδιασμένοι με όλα τα χρειώδη τους. Δίνουμε μια εικόνα εξαιρετικού ηθικού, με τα άκράτητα γέλια τους και την απεριόριστη φλυαρία τους. Τους καμαρώνουν όλοι οι πολίτες, που συνταξιδεύουνε πηγαίνοντας για την Προύσα. Οι περισσότεροι Αρμένηδες προσφέροντάς τους κάθε περιποίηση.
Ενας σαρικωμένος αρμένης πλάι μου, με ανυπότακτα μουστάκια και με τραγίσια γενειάδα, δε παραλείπει να με φιλεύει τσιγαράκι και κάθε τόσο με το στερεότυπο.
«Μπουγιουρεφένδη μ’» συνοδευόμενο και μ’ ένα κίνημα του χεριού στο στήθος εις ένδειξη σεβασμού.
Σκίζουμε πυκνοφυτεμένους ελαιώνες και απέραντα αμπέλια.
Η γόνιμος ανατολή απλώνεται μπροστά μας με όλη τη μεγαλοπρέπεια. Η σκηνοθεσία αλλάσει ολοένα. Και τα ρομαντικά τοπία διαδέχονται το ένα μετά το άλλο συνεχώς. Πλαγιές καταπράσινες, λόφοι καλλιεργημένοι. Βοσκές με άμετρα γελάδια. Περβόλια ολάνθιστα και λόφοι θερισμένοι δώρα σιταριού ή καλαμποκιού υψώνονται φαλακροί σα κουρεμένες κεφαλές. Οι χωρικοί εργάζονται ήσυχα, με πλήρη τη βεβαιότητα της ασφάλεια τους από την ελληνική Διοίκηση. Συναντούμε που και που μικρά χωριουδάκια με ξύλινα παράξενα σπιτάκια αλειμμένα με σταχτί σκούρο πηλό.
Σ’ όλη τη γραμμή συναντούμε δικά μας φυλάκια ασφαλείας σιδηροδρόμων. Ύστερα από δύο σταθμούς απέχουμε μετά μισή ώρα από την Προύσα. Το τραίνο προχωρεί, οπότε μας παρουσιάζεται ένα ωραίο θέαμα στα μάτια μας. Η Προύσα λευκάζει σαν όμορφη νύμφη μέσα σε μια απέραντη πρασινάδα. Χωνόμεθα σε ένα βαθύσκιωτο άλσος και προχωρούμε κάτω από πανύψηλες ιτιές. Σε πολλά μέρη τα δέντρα ενώνουνται πάνω από τα κεφάλια μας σε φυσικές αψίδες. Κήποι απέραντοι και περιβόλια ολοπράσινα δίδουνε μια άφθαστη εις γραφικότητα εικόνα. Άφθονα και κρύα νερά κυλάνε παντού. Άγριες ροδαριές και πανύψηλα μύρτια μυρώνουν την ατμόσφαιρα. Προχωρούμε μέσα από ένα αληθινό παράδεισο και η ωραία Προύσα μας παρουσιάζεται πια καθαρά.
Το θέαμα είναι πανοραμικότατο. Σταματούμε και τραβάμε προς την πόλη κάτω από ένα σωστό ανθώνα.
Μια πόλις σωστή ανατολίτισσα! Όλα παράξενα όλα ιδιόρρυθμα όλα με τη σφραγίδα του Ανατολίτικου ρυθμού. Μια πόλις που μυρίζει καθαρή μοιρολατρία. Καλτιρίμια τουρκικού τύπου. Σπίτια με αυστηρά καφάσια σα φυλακές.
Λουτρώνες απέραντοι σε κάθε δρόμο σε κάθε συνοικία σχεδόν. Όλα τα μαγαζιά με σκεπασμένους τους τοίχους, από πολύχρωμα χαλιά με διάφορες εικονικές παραστάσεις και ρητά από το Κοράντρο. Καφενέδες με τους σοφάδες. Και οι γνήσιοι ανατολίτικοι τύποι με τα μακριά γένια και τα μαύρα κομπολόγια καθισμένοι διπλογόνατοι. Σε κάθε πλαταιΐτσα κι ένα συντριβάνι με άφθονο νερό. Και γύρω στους πάγκους σαρηκωμένοι εφεντάδες, πελώριοι Τουρκαλάδες, φεσωμένοι μπέηδες, κύκλο καθισμένοι με τ’ απαραίτητο μαρκούτσι στο χέρι. Ο ναργιλές βασιλεύει παντού. Από το μικρότερο κουτούκι του σιμιτζή ίσαμε το κλασσικό γραφείον του Τούρκου γραμματισμένου με τα γυαλιά, που εργάζεται ρουφώντας το γιαβάσικο. Όπου και αν πάτε το πολυπίκιλο «βάσανο» και θα ακούσετε τη συναυλία του γουργουρητού. Τα τζαμιά είναι άφθονα εδώ. και οι εξωφρενικά κοκκινοβαμένοι μιναρέδες τους υψώνονται σαν απειλή. Ένα κτίριο ωραίο για επαγγελματικές Σχολές, παρθεναγωγείο και λοιπά σχολεία.
Η πόλις με 150 χιλιάδες κατοίκους σχεδόν, είναι ιστορικοί. Σε πολλά μέρη σώζονται ερείπια και τάφοι Ιστορικής αξίας. Μνημεία άλλοτε πασσάδων και μεζαρλίκια προσώπων γνωστών στην ιστορία, διατηρούνται ακόμη περιποιημένα.
Στα Τουρκικά σπίτια ανεμίζεται ακόμη ένα άσπρο πανί περασμένα σ’ ένα καλάμι σημείο υποταγής».
Προύσα Ιούλιος 1921, Γ. Καλομενόπουλος
Τα παραπάνω βέβαια έχουν τη μορφή περισσότερο οδοιπορικού σε καιρό ειρήνης. Δείχνουν όμως τη λογοτεχνική πλευρά του Γιώργη Καλομενόπουλου, που ανακάλυπτε την ομορφιά κι όπου δεν ήταν ιδιαίτερα αισθητή. Κι είχε τη σπάνια αρετή να την προβάλει με την άνεση απλού τουρίστα, έστω κι αν η πορεία του δεν είχε προορισμό ένα τουριστικό θέρετρο, αλλά το πεδίο της τιμής για την υπεράσπιση της πατρίδος. Αυτό θα πει Κρητική Λεβεντιά.