Από το Βυζάντιο στους Οθωμανούς
Για να κατανοήσουμε το κοινωνικό πλαίσιο της Ανώτατης Διοίκησης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα πρέπει να εξετάσουμε και το ανάλογο της προηγηθείσας Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού και οι δύο αχανείς Πολυεθνικές κρατικές οντότητες αναπτύχθηκαν σχεδόν στα ίδια εδάφη της Ευρώπης, της Ασίας αλλά και της Αφρικής και επίσης τους ίδιους λαούς εξουσίαζαν. Οι κύριες διαφορές τους ήταν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις και το ύφος της επιβολής της εξουσίας τους. Οι Βυζαντινοί, διέθεταν μια προηγμένη κουλτούρα που αφενός πήγαζε από την καταγωγή τους ως πολιτισμένοι Ρωμαίοι και αφετέρου από τις ισχυρές επιδράσεις που είχαν δεχτεί από τα ήθη του χριστιανισμού. Οι Οθωμανοί, προέρχονταν κυρίως από λαούς με σχετική πολιτιστική, μορφωτική και κοινωνική υστέρηση έναντι των προκατόχων τους στην κυριαρχία, των Βυζαντινών. Απόδειξη της υστέρησής τους αυτής ήταν το ότι στη κεντρική τους διοίκηση χρησιμοποιούσαν χριστιανούς μορφωμένους, τους Φαναριώτες, στους οποίους μάλιστα χορηγούνταν και αξιώματα, αφού αντίστοιχοι μουσουλμάνοι δεν υπήρχαν.
Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες
Οι Βυζαντινοί Αυτοκράτορες υπήρξαν οι συνεχιστές των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, αρχής γενομένης από τον Μέγα Κωνσταντίνο, που όντας Ρωμαίος Αυτοκράτορας, ασπάσθηκε τη χριστιανική θρησκεία και μετέφερε την έδρα της Αυτοκρατορίας, από τη Ρώμη, στην Κωνσταντινούπολη. Ωστόσο οι ίδιοι οι Βυζαντινοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, Ρωμιοί ή και Ρωμανοί και οι Αυτοκράτορές τους είχαν τον τίτλο του Αυτοκράτορα των Ρωμαίων.
Οι Αυτοκράτορες του Βυζαντίου πάντα ήταν υπήκοοι κάποιας επαρχίας της Αυτοκρατορίας. Προϋπόθεση βέβαια για να χρηστεί κάποιος αυτοκράτορας ήταν να είναι χριστιανός και να ομιλεί την Ελληνική γλώσσα. Οι Αυτοκράτορες έπαιρναν ως συζύγους τους αρχόντισσες από ονομαστούς πρώην βασιλικούς οίκους και από τις πιο ονομαστές οικογένειες με τίτλους ευγενείας. Πολύ σπάνιες ήταν οι περιπτώσεις που η Αυτοκράτειρα προέρχονταν από απλή λαϊκή οικογένεια, όπως η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα του Ιουστινιανού. Οι διάδοχοί τους ήταν συνήθως οι γιοι τους ή και σε κάποιες περιπτώσεις οι μικρότεροι αδελφοί τους, στην κάθε δυναστεία τους. Στο σύνολό τους υπήρξαν 13 τέτοιες δυναστείες!
Οι Οθωμανοί σουλτάνοι
Οι Οθωμανοί Σουλτάνοι, στη συντριπτική τους πλειοψηφία προέρχονταν από μια και μόνο δυναστεία, των «Οσμανιδών». Ο πρώτος Σουλτάνος της Δυναστείας ήταν ο Οσμάν ο Α’ το 1299 και ο τελευταίος ο Μεχμέτ ο ΣΤ’ το 1922. Όλοι δηλαδή οι 42 σουλτάνοι που βασίλεψαν όλα τα 623 αυτά χρόνια, ήταν συγγενείς εξ αίματος μεταξύ τους! Μεγάλη εξουσία διέθεταν και οι μητέρες των Σουλτάνων, οι οποίες έφεραν και τον τίτλο της «Βαλιδέ Σουλτάν». Ήταν εκείνες που προΐσταντο στους ιδιαίτερους προσωπικούς χώρους του Σουλτάνου στο Σαράι, που ονομάζονταν χαρέμι. Τα χαρέμια ήταν μια πολυπληθής συγκέντρωση κοριτσιών και γυναικών κυρίως, αλλά και υπηρετικού προσωπικού που έφταναν και τα χίλια άτομα. Ανάλογα τέτοια χαρέμια σε μικρότερη βέβαια κλίμακα είχαν και οι υπόλοιποι ανώτατοι και ανώτεροι Οθωμανοί αξιωματούχοι. Οι σύζυγοι των Σουλτάνων ήταν από τα κορίτσια που ευρίσκονταν στο χαρέμι και για τα οποία φρόντιζε η μητέρα του Σουλτάνου, η εκάστοτε «Βαλιδέ Σουλτάν». Με αυτές τις συνθήκες στην ανώτερη τάξη των Οθωμανών, αναφερόμαστε σε 3+1 ιστορίες αρπαγής και αναγκαστικής αλλαξοπιστίας Κρητικόπουλων, τριών κοριτσιών από το Ρέθυμνο και ενός αγοριού από το Οροπέδιο Λασιθίου, την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη.
Η ιστορία της μικρής Ευμενίας
Με την άλωση του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς το 1646, ο Οθωμανός πορθητής της πόλης ο Γαζή Χουσεΐν Πασάς, για να εξασφαλίσει την εύνοια του Σουλτάνου και όπως συνηθίζονταν στις τάξεις τους, του έστειλε εν είδη δώρου, μια συντροφιά από δέκα όμορφα κορίτσια του Ρεθύμνου, για να εμπλουτίσει το χαρέμι του.
Όπως ο Ηρακλειώτης ιστορικός Ν. Σταυρινίδης αναφέρει, βασισμένος σε γραπτή αναφορά του Τούρκου ιστορικού Ναϊμά, πληροφορούμαστε, ότι στα δέκα αυτά κορίτσια από το Ρέθυμνο, ήταν και μία που ονομαζόταν κατά το χριστιανικό της όνομα Ευμενία Βεργίτση, που όμως της είχαν δώσει στην Πόλη την Τούρκικη ονομασία Ρεμπιά Γκιουλνούς και βρισκόταν στο χαρέμι του Σουλτάνου. Δεκαεπτά χρόνια μετά την άφιξη των κοριτσιών στην Κωνσταντινούπολη, το 1663, ο νεαρός Σουλτάνος (που είχε στεφθεί από το 1642 σε ηλικία μόλις 6 χρόνων) Μεχμέτ ο Δ’, κατά τον ιστορικό Νεϊμά, παντρεύεται σαν πρώτη του γυναίκα το κορίτσι από το Ρέθυμνο που το λέγανε Ρεμπιά Γκιουλνούς. Έτσι η Ρεμπιά γίνεται η πρώτη Χάσεκη Σουλτάν ως η πρώτη σύζυγος του Μεχμέτ του Δ’ στα 1663 και κάνει μαζί του δύο αγόρια, τον Μουσταφά και τον Αχμέτ. Το 1687 ο Σουλτάνος Μεχμέτ Δ’ εκθρονίστηκε και 5 χρόνια αργότερα το 1692 πέθανε. Στο θρόνο τον είχαν διαδεχθεί τα δύο αδέλφια του, από το 1687. Το 1695 Σουλτάνοι έγιναν τα παιδιά του, ο Μουσταφά ο Β’ πρώτα και ο Αχμέτ ο Γ’ κατόπιν και η μητέρα τους η Ρεμπιά Γκιουλνούς τότε εξελίχθηκε σε «Βαλιδέ Σουλτάν» και έμεινε σε αυτή την ουσιαστική και τιμητική θέση για 20 χρόνια ως το θάνατό της. Τον Νοέμβριο του 1715 και ενώ βρισκόταν στο Σεράγι τους στην Αδριανούπολη, η Ρεμπιά πέθανε σε ηλικία 75 ετών. Ο τάφος της υπάρχει και σήμερα στο Γενή-τζαμί στο Σκούταρι, στη Βασιλεύουσα.
Η Ελένη Μπολανοπούλα, από τα Σκουλούφια Μυλοποτάμου
Ένας από τους πιο επιφανείς Οθωμανούς στρατιωτικούς που βρέθηκαν στη Κρήτη και παρέμειναν πολλά χρόνια στο νησί ήταν και ο Μουσταφά Πασάς. Για πρώτη φορά πολέμησε στην Κρήτη στο Μεγάλο Σηκωμό του ’21 ως αξιωματικός του θείου του Χασάν Πασά και τότε ήταν ακόμη Μπέης. Ήταν Αρβανίτης στην καταγωγή του, πολύ σκληρός και απρόβλεπτος. «Για να μαϊνάρει το νησί, τόσο καιρό που το κυβέρνησε, πολιτεύτηκε τους ραγιάδες με το ήμερο και το άγριο, μόνο που ανακάτωνε το ξύδι με το μέλι την ώρα που δεν το περίμενες», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης στο έργο του «Παντέρμη Κρήτη».
Αργότερα, το 1830 που πέρασε το νησί στην Αιγυπτιοκρατία, ο Αιγύπτιος Αρχιστράτηγος Μεμέτ Αλής τον έχρησε Πασά και τον διόρισε Στρατιωτικό διοικητή του νησιού. Στη θέση αυτή έμεινε 20 χρόνια ως το 1850. Ως πρώτη του γυναίκα στο χαρέμι του, πήρε μια χριστιανή Μυλοποταμίτισα νέα, την Ελένη τη Μπολανοπούλα (Μπολανάκη ή Βολανάκη στο επίθετο) από τα Σκουλούφια Μυλοποτάμου. Η Ελένη έκανε μαζί του τρία αγόρια και ως το θάνατό του ήταν πρώτη χανούμη στο χαρέμι του, κατά τον Πρεβελάκη. Ο Μουσταφά Πασάς έτρεφε τέτοια αγάπη στην Ελένη, που παρόλο που ήταν τόσο σκληρός, την άφηνε να λατρεύει τη πίστη της, σ’ ένα κλησιδάκι που της είχε χτισμένο ο ίδιος μέσα στο μπαξέ του. Επειδή είχε μείνει στην Κρήτη 30 τόσα χρόνια του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «Γκιριτλής» δηλαδή Κρητικός.
Στα 1850 ο Σουλτάνος τον πήρε στη Πόλη και τον έκανε Βεζύρη. Στο Σηκωμό του ’66, όντας γέροντας πια, τον ξαναέστειλε στην Κρήτη για να αντιμετωπίσει τους επαναστάτες. Είναι αυτός που εκπόρθησε το Αρκάδι και προχώρησε σε μεγάλες σφαγές. Στα ’67 χάνει στη μάχη του Κατρέ στου Ασκύφου από τους επαναστατημένους Κρήτες, όπου σκοτώνονται 1200 Τούρκοι. Η εξέλιξη αυτή θεωρήθηκε μεγάλη ήττα και ο Σουλτάνος τον ανακάλεσε στην Πόλη, όπου και έμεινε ως το τέλος της ζωής του. Δυστυχώς δεν μπορέσαμε να τεκμηριώσουμε περισσότερες πληροφορίες για τη σύζυγό του, την Ελένη την Μπολανοπούλα.
Ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς από το Οροπέδιο Λασιθίου
Ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς, γεννήθηκε στα 1809 στο Ψυχρό, στο Οροπέδιο στο Λασίθι και ήταν ένας από τους τρείς γιους του παπά Φραγκιά Παπαδάκη. Το όνομά του ήταν Εμμανουήλ. Το 1823 στη μεγάλη σφαγή που έγινε στο Οροπέδιο Λασιθίου, ο παπά-Φραγκιάς και η γυναίκα του σφαγιάστηκαν. Τα τρία παιδιά τους αρπάχτηκαν και κατέληξαν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο Εμμανουήλ που ήταν μόλις 14 χρόνων, μετονομάστηκε σε Ισμαήλ και σπούδασε στην Στρατιωτική Ακαδημία. Έγινε αξιωματικός του Αιγυπτιακού στρατού και ανήλθε γρήγορα στην ιεραρχία. Απέκτησε αξιώματα, έγινε Πασάς και ονομάστηκε Ισμαήλ Φερίκ Πασάς που υπηρέτησε και ως υπουργός στρατιωτικών της Αιγύπτου. Το 1867 εστάλη από τον Αιγύπτιο Αντιβασιλέα τον Μεχμέτ Άλη ως αρχηγός της αποστολής του Αιγυπτιακού στρατού στην επαναστατημένη Κρήτη για να βοηθήσει τον Τούρκικο στρατό, που δεν κατάφερνε να υποτάξει τους επαναστατημένους Κρήτες.
Ο Ισμαήλ Φερίκ Πασάς σε μια φονική μάχη με τους επαναστάτες στο οροπέδιο Λασιθίου, τον τόπο δηλαδή που γεννήθηκε και μεγάλωσε, τραυματίστηκε θανάσιμα. Μεταφέρθηκε στο Καστέλι Πεδιάδας όπου και άφησε τη τελευταία του πνοή, στις 26 Μαΐου του ‘67.
Η σωρός του μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια όπου και τάφηκε με μεγάλες τιμές.
Η Καλλίτσα από το Αποδούλου στο Λονδίνο
Η μικρή Καλλίτσα ήταν η κόρη του Αλέξανδρου Ψαράκη από το Αποδούλου Αμαρίου. Σε μια επιδρομή Νηζάμηδων στη περιοχή, αρπάχτηκε και μαζί με άλλες νέες και νέους μεταφέρθηκε στην Αλεξάνδρεια για να πουληθεί σαν σκλάβα. Η μικρή Καλλίτσα ήταν τότε 11 χρόνων. Πράγματι το μικρό κορίτσι αγοράστηκε από έναν Εγγλέζο αρχαιολόγο και μεταφέρθηκε στο Λονδίνο για να γίνει οικιακή βοηθός του. Η εξυπνάδα και η ευγένεια της Καλλίτσας συγκίνησε την οικογένεια του Εγγλέζου αρχαιολόγου που αποφάσισαν να τη στείλουν στο σχολείο. Όταν η Καλλίτσα ενηλικιώθηκε, γνωρίστηκε με τον αξιωματικό του Εγγλέζικου ναυτικού Ρόμπερτ Χέι, του οποίου ο πατέρας ήταν ο ναύαρχος Τζών Χέι, αρχηγός του Εγγλέζικου στόλου. Αργότερα αρχηγός του Εγγλέζικου στόλου έγινε και ο Ρόμπερτ Χέι.
Το 1843 ο ναύαρχος Χέι βρέθηκε στη Σούδα με μια αρμάδα του Εγγλέζικου στόλου και είχε μαζί του και τη γυναίκα του, την Καλλίτσα. Ο ναύαρχος έστειλε απεσταλμένους στο χωριό της Καλλίτσας, το Αποδούλου, να βρουν το πατέρα της και να τον φέρουν να τον συναντήσουν. Πράγματι ο γέροντας Ψαράκης μεταφέρθηκε στη Σούδα και συναντήθηκε με την κόρη του και τον γαμπρό του. Τον επόμενο χρόνο ο Χέι βρέθηκε ξανά με Εγγλέζικα καράβια στη Σούδα, και βρήκε χρόνο και επισκέφθηκε στο Αποδούλου τους γονείς της γυναίκας του. Έδωσε επίσης παραγγελία και χρήματα να τους χτίσουν ένα σπίτι που για εκείνη την εποχή ήταν ξεχωριστό. Το 1847 η Καλλίτσα επισκέφθηκε το Αποδούλου με τα τέσσερα παιδιά της. Αυτό επαναλήφθηκε και άλλες φορές τα επόμενα χρόνια. Το 1863 ο σύζυγός της αρρώστησε και πέθανε και έτσι η Καλλίτσα δεν μπορούσε να έρθει πια χωρίς αυτόν στην ακόμη Τουρκοκρατούμενη Κρήτη. Όταν η Κρήτη απελευθερώθηκε η Καλλίτσα δεν ζούσε πια. Όμως το χωριό της, συνέχισαν να το επισκέπτονται οι απόγονοί της.
Όσα δάκρυα κι αν έχυσαν οι μοιραίοι γονείς
Εδώ κλείνουμε την αναφορά μας στις 3+1 ιστορίες, για να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας, τις αρπαγές των χιλιάδων παιδιών από τη Κρήτη που μεταφέρθηκαν για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Πόλης, της Δαμασκού ή της Αλεξάνδρειας. Χιλιάδες παιδιά αγόρια και κορίτσια απ ‘όλη την Κρήτη, βρέθηκαν σε αυτό τον άχαρο ρόλο των παιδιών που πουλήθηκαν για υπηρετικό προσωπικό. Οι ιστορίες μας αυτές αποτέλεσαν τις εξαιρέσεις του κανόνα όπου και τα τέσσερα παιδιά, βρήκαν «καλή τύχη» και αξιώθηκαν στη ζωή τους. Αυτό όμως ήταν κάτι που συνέβη και μόνο με τη βοήθεια της θεάς τύχης.
Για τα υπόλοιπα χιλιάδες παιδιά που επίσης αρπάγησαν, μάλλον πως η τύχη δεν τους χαμογέλασε. Κάποια ίσως και να έζησαν σε καλές συνθήκες και να πρόκοψαν.
Όμως τα περισσότερα σίγουρα θα είχαν μια δύσκολη ζωή, που ποτέ δεν θα μπόρεσε να τους εγγυηθεί ασφάλεια και αξιοπρέπεια στην καθημερινότητά τους και γι’ αυτό δεν έγιναν γνωστές και οι ιστορίες τους. Δεν μάθαμε ποτέ τίποτα γι’ αυτά τα παιδιά μετά την αρπαγή τους. Ήταν σαν να μην είχαν υπάρξει ποτέ σ’ αυτόν το κόσμο για τους μοιραίους γονείς τους, που τόσα δάκρυα έχυσαν για τον αναγκαστικό ξενιτεμό τους. Αν κάτι καλό θα συνέβαινε και γι’ αυτά, οι ιστορίες μας δεν θα ήταν μόνο τέσσερις αλλά χίλιες τέσσερις. Όμως δυστυχώς, η τύχη χαμογέλασε μόνο σε ελαχιστότατους, όπως την Ευμενία, την Ελένη, τη Μπολανοπούλα, τον Ισμαήλ και την Καλλίτσα που μάλλον στάθηκε και η πιο τυχερή, αφού δεν αναγκάστηκε να απαρνηθεί την πίστη της.
Το νοερό μνημόσυνο
Η σημερινή μας αναφορά ας αποτελέσει ένα νοερό μνημόσυνο στη μνήμη όλων αυτών των εκατοντάδων ή και χιλιάδων Κρητικόπουλων που σκλαβώθηκαν και πέθαναν μακριά από τον τόπο τους και τους αγαπημένους τους. Αποτίοντας εμείς σήμερα ελάχιστο φόρο τιμής προς τα δύσμοιρα αυτά παιδιά, ας αναλογιστούμε τις ύστερές τους αυτές στιγμές, της βίαιης αρπαγής τους, με τους ποταμούς των δακρύων και τον αβάσταχτο πόνο. Όμως ευελπιστούμε πως οι τραγικότητες των στιγμών, σ’ εκείνα τα τρυφερά πλάσματα, δεν τους έμειναν ούτε καν σαν μνήμες γιατί αν αυτά καταγράφονταν στο συνειδητό τους, θα τους στοίχειωναν για όλη τους τη ζωή!