Στον καιρό μου οι νέοι ψήφιζαν στα 21. Όταν γνώρισα τον Παύλο Βαρδινογιάννη, με τη μεταπολίτευση, δεν είχα ακόμα εκλογικό βιβλιάριο. Κι ήμουν πολύ νέα για να εκτιμήσω το γεγονός, ότι ενώ ήξερε πως δεν ήμουν ψηφοφόρος του, έδειχνε να με υπολογίζει. Ήταν κι άλλοι νέοι τότε στην παρέα εκτός από τη βαφτιστήρα του τη Βάλια Πετράκη. Ήταν ο Στέλιος Κιαγιαδάκης, ο Κωστής Καλλέργης, ο Στέλιος Δημητρακάκης και άλλοι που δεν θυμάμαι.
Ιχνηλατώντας ακόμα εκείνη την εποχή το χώρο που επρόκειτο να ριζώσω, αγνοώντας πρόσωπα, καταστάσεις και πράγματα, παρακολουθούσα ανεπηρέαστη εκείνο τον ευτραφή χαριτωμένο άνθρωπο με το σπινθηροβόλο πνεύμα και το παροιμιώδες χιούμορ, που λάτρευαν οι γιαγιούλες της υπαίθρου. Γιατί; Απλά έμπαινε στο σπίτι τους, προχωρούσε στη φωτιά, ξεσκέπαζε την κατσαρόλα σαν να ήταν στο σπίτι του και ρωτούσε την γυναίκα που τον κοιτούσε εκστασιασμένη και αφάνταστα κολακευμένη.
– Ίντα ψήνεις θειά;
Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος που μας αντιμετώπιζε. Λες και ήταν πατέρας μας. Κι εκείνα τα τραπέζια για όλους εμάς που επέμενε να μη λείπει τίποτα και μας κοιτούσε στο στόμα αν απολαμβάναμε όλα εκείνα τα καλούδια.
Καμιά σχέση με τους άλλους πολιτικούς που γνώρισα στη συνέχεια.
Ο Παύλος δεν μιλούσε ποτέ για το παρελθόν του και για τη συμμετοχή του σε αγώνες κατά του κατακτητή.
Αργότερα, πολύ αργότερα εντόπισα σε απόλυτα τεκμηριωμένες πηγές, την αντιστασιακή του δράση και στη διάρκεια της Κατοχής και επί χούντας.
Από έφηβος στην Αντίσταση
Αν και έφηβος ακόμη, στη διάρκεια της κατοχής του 1940, είχε λάβει μέρος στον αντιστασιακό αγώνα. Συνελήφθη από τους Γερμανούς και με συνοπτικές διαδικασίες, καταδικάστηκε σε θάνατο. Κλείστηκε στις Φυλακές Αγυιάς Χανίων.
Τότε ο θείος του, Γεώργιος Θεοδωρουλάκης, μόλις ειδοποιήθηκε για τη σύλληψη του Παύλου, φεύγει κατευθείαν από το Γεράνι και πηγαίνει τα Χανιά. Εκεί βρήκε γνωστό δικηγόρο, ο οποίος είχε μεγάλη πρόσβαση, λόγω ιδιότητας, στο Γερμανικό Στρατοδικείο Χανίων. Και του ζήτησε να μεσολαβήσει για τον Παύλο.
Ο δικηγόρος συμφώνησε, αλλά ζήτησε δέκα χρυσές λίρες για τη μεσολάβηση, ποσόν αστρονομικό για την εποχή.
Μάταια ο θείος τον παρακαλούσε να περιοριστεί σε λάδι, είτε λάστιχα, είτε αδιάβροχα, ό,τι είχε δηλαδή ο καημένος να διαθέσει. Ανένδοτος ο Χανιώτης επέμενε στις δέκα χρυσές.
Είδε κι απόειδε ο δυστυχής και πήρε τον δρόμο της επιστροφής.
Περνώντας από το Βάμο κουρασμένος καθώς ήταν, κτύπησε την πόρτα του Μποτωνάκη πρώτου ξαδέλφου του.
Εκεί που έπιναν το κρασί τους άφησε τον πόνο του να ξεχειλίσει. Η σκληρότητα του δικηγόρου τον είχε εξοργίσει. Μα να θέλει να βγάλει λεφτά, όταν ένα παλικάρι κινδυνεύει να στηθεί στον τοίχο;
Ο ξάδελφος τον καθησύχασε. Είχε ο ίδιος ένα ολόκληρο πεντόλιρο. Θα του το έδινε με χαρά προκειμένου να σωθεί ο Παύλος. Έβγαλε φτερά ο Θεοδωρουλάκης μπροστά στη λεβέντικη χειρονομία του ξαδέλφου του. Πήγε στην Επισκοπή βρήκε άλλες τρεις λίρες και ξανά πήρε το δρόμο για Χανιά.
Αυτή τη φορά ο δικηγόρος δέχτηκε τις 8 λίρες κι έτσι ο Παύλος βρέθηκε λεύτερος. Μα δεν κάθισε ήσυχος.
Είχε μάλιστα την ευκαιρία να τον καλέσουν για διερμηνέα στο Γερμανικό Φυλάκιο Μυριοκεφάλων, οπότε μπορούσε να δρα ανενόχλητος. Όχι για πολύ όμως.
Μια μέρα τον κάλεσε ο διοικητής του Φυλακίου, ένας αξιοπρεπής Αυστριακός που λάτρευε τον Παύλο, γιατί έβλεπε στο πρόσωπό του τον γιο του που πολεμούσε στο Στάλινγκραντ.
Χωρίς περιστροφές του είπε ότι είχε εντολή από τα Ες Ες να τον συλλάβει, αλλά αυτός θα του χάριζε τη ζωή για χάρη του γιου του.
Ο Παύλος τον κοίταξε με ευγνωμοσύνη κι έφυγε βιαστικά μουρμουρίζοντας ευχαριστίες.
Ο διοικητής κοίταξε στην πόρτα που μόλις είχε κλείσει πίσω του ο νεαρός διερμηνέας και είπε στενάζοντας:
«Είθε ο Θεός να σας προστατεύει και τους δύο», εννοώντας τον γιο του και τον Παύλο.
Κυνηγημένος ο Παύλος έφυγε για την Ασή Γωνιά.
Γυρνούσε από λιμέρι σε λιμέρι μαζί με τους Εγγλέζους, οι οποίοι κάποια στιγμή του επισήμαναν τον κίνδυνο να συλληφθεί και του ζήτησαν να φύγει στην Αθήνα, όπως κι έγινε.
Σύντομα όμως αποκαλύφθηκε η φυγή του και οι ναζί άρχισαν να τον ψάχνουν αυτή τη φορά στην πρωτεύουσα. Και λίγο πριν τον πλησιάσουν, κατάφερε με τη βοήθεια των Άγγλων να φύγει για την Αίγυπτο.
Εκεί έμεινε περίπου έναν χρόνο και τότε έμαθε τις πρώτες του λέξεις στην Αραβική γλώσσα, γλώσσα την οποία αργότερα μιλούσε απταίστως. Από την Αίγυπτο επέστρεψε στην Κρήτη ως Εγγλέζος Ανθυπολοχαγός και λόγω του ότι μιλούσε απταίστως και την Αγγλική και την Γερμανική γλώσσα, όλοι οι Γερμανοί στο τέλος της κατοχής παρεδόθησαν σε αυτόν ή μέσω αυτού.
Με την απελευθέρωση σπούδασε Νομική Οικονομικά και Πολιτικές Επιστήμες.
Η φτώχεια που τον δυνάστευε τότε δεν τον επηρέασε στις αποφάσεις του να χορτάσει τη γνώση.
Με τον Μάρκο και τον Θεόδωρο Φουντουλάκη έμεναν οι τρεις σε όλη τους τη φοιτητική ζωή σε μια καμαρούλα στο Παγκράτι.
Αυτά τα χρόνια τους ένωσαν σε στενούς δεσμούς φιλίας, μέχρι το τέλος της ζωής τους.
Από Το 1947 συμμετοχή στα κοινά
Από το 1947 ο Παύλος αφιερώθηκε στα κοινά, έχοντας την πολύτιμη στήριξη του Σοφοκλή Βενιζέλου που τον είχε ορίσει ιδιαίτερο γραμματέα στο πολιτικό του γραφείο.
Οι γνώσεις του και η άνεσή του στις ξένες γλώσσες τον έφεραν πολλές φορές με ελληνικές αντιπροσωπείες σε διεθνείς συναντήσεις, όπως στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στα Ηνωμένα Έθνη.
Τότε ήταν που τον προσκάλεσε η Ελεονώρα Ρούσβελτ στην κατοικία της στο Χάυντ Παρκ. Εκεί ο Παύλος γνώρισε και συνδέθηκε με βαθειά φιλία με τον Νεχρού Γιαβαχαρλάλ (Γκάντι), τον πρώτο πρωθυπουργό της ανεξάρτητης Ινδίας και πατέρα της μετέπειτα πρωθυπουργού, της Ίντιρα Γκάντι.
Το 1952 με ψυχραιμία, ως διευθυντής του Πολιτικού Γραφείου του Σ. Βενιζέλου, ο Παύλος Βαρδινογιάννης, παρακολούθησε τις πικρές στιγμές της συντριβής των Φιλελευθέρων και την ομαδική διαρροχή των στελεχών του, προ του Συναγερμό. Στιγμές που τον έκαναν ν’ αποφασίσει ν’ αναμιχθεί πλέον ενεργότερα με την πολιτική.
Το 1954, τα πολιτικά του προσόντα επιβραβεύονται με την εκλογή του, από το πανεπιστημιακό συνέδριο, ως πρόεδρος της Μορφωτικής Επιτροπής Ευρώπης.
O πολιτικός Παύλος Βαρδινογιάννης
Το 1956, για πρώτη φορά θέτει υποψηφιότητα και μάλιστα ως ανεξάρτητος Βουλευτής Ρεθύμνης και εκλέγεται.
Στις εκλογές του 1958 ο Παύλος Βαρδινογιάννης εκλέγεται πρώτος βουλευτής Επικρατείας.
Τον ίδιο χρόνο, το 1958, μαθαίνει μέσα σ’ έναν μήνα μόνος του Ρώσικα, για να μεταβεί επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας συνοδεύοντας τον Σοφοκλή Βενιζέλο στη Μόσχα, όπου είχε προγραμματισθεί συνάντησις με τον τότε υπουργό Εξωτερικών, Γκρομύκο. Στην αντιπροσωπεία εκείνη μετείχον αντιπρόσωποι όλων των κομμάτων. Ο Παύλος Βαρδινογιάννης εξελέγη πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Ομάδος, στην οποία παρίσταντο 600 Βουλευτές – αντιπρόσωποι απ’ ολόκληρον κόσμο. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής του, σε ομιλία από τον τοπικό Ραδιοφωνικό Σταθμό, αλλά και ενώπιον του συνεδρίου, προέβαλε τα Ελληνικά θέματα τόσο επιδέξια, που ο τότε Έλληνας πρεσβευτής στην Μόσχα, Παππάς, απέστειλε λίαν εγκωμιαστικής έκθεση για τον Παύλο Βαρδινογιάννη προς το υπουργείο Εξωτερικών.
Το 1959, ως βουλευτής Ρεθύμνης, ήταν ένας από τους 11 βουλευτές από ολόκληρη την Ευρώπη που προσεκλήθησαν από τον δήμαρχο της Βιέννης στην Ευρωπαϊκή Συνδιάσκεψη, όπου συνεζητήθησαν όλα εκείνα τα θέματα τα οποία απασχολούσαν την Ευρώπη.
Την ίδια επίσης χρονιά, του 1959, ωρίσθη ως αντιπρόσωπος του Ελληνικού κοινοβουλίου στην Επιτροπή Νέων Πολιτικών Ηγετών του Ν.Α.Τ.Ο.
Το 1960, μετέβη στην Αμερική, όπου είχε επαφές μ’ ολόκληρη την ηγεσία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής: τον Πρόεδρο Αϊζενχάουερ, τον αντιπρόεδρο Νίξον, τους προέδρους Βουλής και Γερουσίας, Κυβερνήτες διαφόρων Πολιτειών, τις οποίες επεσκέφθη προσκεκλημένος της Αμερικανικής κυβερνήσεως.
Ήταν δε ο πρώτος και ο μόνος βουλευτής που συναντήθηκε με τον νεοεκλεγέντα Πρόεδρο Κέννεντυ.
Κατά την επίσκεψη του Παύλου Βαρδινογιάννη στην Νέα Υόρκη, ο τότε δήμαρχος της Αμερικανικής μεγαλουπόλεως, μετονόμασε κεντρική πλατεία της πόλεως σε «Πλατεία Νήσου Κρήτης», τιμής ένεκεν.
Την ίδια χρονιά, επισκέφθηκε τον Καναδά, ως προσκεκλημένος της Καναδικής κυβερνήσεως και συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό και τον υπουργό Εξωτερικών του Καναδά.
Το 1960, στο συνέδριο της Ουάσιγκτον εξελέγη εκπρόσωπος του Νοτιοανατολικού τμήματος της Ευρώπης.
Το 1961 ο λαός του Ρεθύμνου έχοντας εκτιμήσει τις μεγάλες υπηρεσίες του Παύλου Βαρδινογιάννη τον επανεξέλεξε βουλευτή με συντριπτική πλειοψηφία.
Αμέσως αρχίζει ο ανένδοτος αγώνας και ο Παύλος Βαρδινογιάννης βρίσκεται στην πρώτη γραμμή.
Το 1962 τον βρίσκει πρόμαχο και υπερασπιστή των δικαίων αγώνων του Ελληνικού λαού. Με σειρά αγορεύσεών του στη Βουλή, επί διαφόρων θεμάτων γενικού ενδιαφέροντος, καθώς και με επερωτήσεις, για τα εργατικά θέματα και την εξωτερική πολιτική, δίνει πάντοτε το παρόν σ’ όλους τους αγώνες.
Την ίδια χρονιά, 1962, με τη συμμετοχή του σε τρία διεθνή συνέδρια, έλαβε ενεργό μέρος για την προβολή γενικών θεμάτων.
Στο συνέδριο της Βόννης προήδρευσε της συνελεύσεως των Πολιτικών Ηγετών του Ν.Α.Τ.Ο. Επισκέφθηκε τους Έλληνες εργάτες στην Γερμανία και μελέτησε τις συνθήκες διαβιώσεως κι εργασίας τους.
Αξίωσε την καταβολή Γερμανικών αποζημιώσεων
Μετά την επάνοδό του πρότεινε την λήψη σειράς μέτρων, ώστε οι εκεί εργάτες να τύχουν κρατικής στοργής και να παύσουν να είναι αντικείμενο εκμεταλλεύσεως. Αξίωσε μάλιστα την καταβολή των Γερμανικών επανορθώσεων και την αποζημίωση και συνταξιοδότηση των θυμάτων της κατοχής.
Το 1963 επανεκλέγεται βουλευτής και καλείται να προσφέρει τις υπηρεσίες του στο υπουργείο Εξωτερικών ως ιδιαίτερος συνεργάτης του αντιπροέδρου της Κυβερνήσεως και υπουργού των Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλου. Λόγω εξαιρετικής εμπιστοσύνης η κυβέρνηση, κατ’ εντολήν του υπουργού Εξωτερικών Σοφοκλή Βενιζέλου του ενεπιστεύθη το σοβαρότατο θέμα της μελέτης των φακέλων της διακυβερνήσεως της Ε.Ρ.Ε. και την έρευνα των μυστικών κονδυλίων του υπουργείου Εξωτερικών.
Ως μέλος της Ελληνικής αντιπροσωπείας μετέβη στην ετήσια σύνοδο του Ν.Α.Τ.Ο. στο Παρίσι, όπου συζητήθηκε για πρώτη φορά το θέμα των αμυντικών δαπανών και έγιναν δεκτές οι Ελληνικές απόψεις.
Αναμίχθηκε επίσης ενεργά στην επίλυση της κρίσεως του Κυπριακού και τέλος συναντήθηκε με τον τότε πρωθυπουργό της Γαλλίας, Πομπιντού κι άλλες ηγετικές προσωπικότητες του Δυτικού κόσμου.
Κατά τη διάρκεια της κηδείας του Κέννεντυ, τον Νοέμβριο του 1963 θα σχολιασθεί και θα γίνει θέμα συζητήσεων, ένας νεαρός, σχεδόν σαραντάρης τότε, για την άνεση και την ευχέρεια με την οποία εκινείτο ανάμεσα στις τρανές, εξέχουσες προσωπικότητες, οι οποίες συνομιλούσαν μαζί του. Μα το πιο παράξενο ήταν ότι όλες αυτές οι προσωπικότητες, βασιλείς, αρχηγοί Κρατών, πολιτικοί, οικονομικοί παράγοντες κι ακόμη άνθρωποι των τεχνών και των γραμμάτων διαφόρων και διαφορετικών χωρών του κόσμου, συνομιλούσαν με τον νεαρό εκείνο, ο καθένας τους στην δική του γλώσσα, την οποία ο νεαρός με ευχέρεια καταφαινόταν να χειρίζεται.
Πολλοί ερώτησαν τότε ποιος είναι αυτός ο νεαρός, για να λάβουν ως απάντηση: «Ο Παύλος Βαρδινογιάννης. Ο Έλληνας πολιτικός».
Πιστός στον Γέρο της Δημοκρατίας
Το 1964 στις 24 Σεπτεμβρίου παντρεύτηκε τη Λήδα Κατακουζηνού, την τελευταία απόγονο του Βυζαντινού οίκου των Κατακουζηνών.
Στις 15 Ιουλίου 1965 πέφτει η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Παύλος Βαρδινογιάννης παρά τις τρομακτικές πιέσεις και τις «υπέροχες» υποσχέσεις να προσχωρήσει στους αποστάτες, παραμένει πιστός στον Γέρο της Δημοκρατίας, τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Τον Αύγουστο του 1965 ο Παύλος Βαρδινογιάννης πάει, μέσω Ηρακλείου και όχι μέσω Χανίων, όπως συνήθιζε, στην Κρήτη για πρώτη φορά μετά την αποστασία.
Ο Κρητικός λαός του επεφύλαξε αναπάντεχη υποδοχή.Βγαίνοντας από τ’ αεροπλάνο αντίκρισε μια απέραντη λαοθάλασσα. Μπήκε στ’ αυτοκίνητό του και ξεκίνησε για το Ρέθυμνο ακολουθούμενος από τα αυτοκίνητα εκείνης της λαοπλημμύρας. Όταν το αυτοκίνητο του Παύλου έφθανε στο Πέραμα Ρεθύμνης πολλά από τα αυτοκίνητα της πομπής δεν είχαν μπορέσει ακόμη να ξεκινήσουν από το Ηράκλειο, για ν’ αποτελέσουν μέρος της συνοδείας.
Φτάνοντας στο Ρέθυμνο, αυθόρμητα στάθηκε και μίλησε στην πλατεία του Αγνώστου Στρατιώτου. Ο λαός είχε κατακλύσει ολάκερη την παραλία, απ’ άκρη σ’ άκρη και τους γύρω δρόμους της.
Στις 19 Απριλίου 1967 αναγγέλλεται η προκήρυξις εκλογών για τον Ιούνιο του ιδίου έτους.
Ο Παύλος Βαρδινογιάννης όμως, έπρεπε να παραστεί ως μάρτυρας σε δίκη, στο Ρέθυμνο, στις 21 Απριλίου 1967. Κανόνισε λοιπόν να συναντηθεί με τον Γέρο της Δημοκρατίας το ίδιο εκείνο απόγευμα, της 19ης Απριλίου, για να κλείσουν τον συνδυασμό του Ρεθύμνου και να μην αφήσει πίσω του εκκρεμότητες. Είχε σκοπό να μείνει στην Κρήτη για τον προεκλογικό του αγώνα.
Στη συνάντηση παρέστη και ο Ανδρέας.
Όταν γύρισε στο σπίτι του κατά τις 10 το βράδυ ήταν περίεργα σιωπηλός, σχεδόν βλοσυρός. Οι συνεργάτες του που τον περίμεναν με αγωνία παραξενεύτηκαν.
«Κλείσατε τον συνδυασμό;» τον ρώτησαν με αγωνία.
«Γιατί; Περιμένετε να γίνουν εκλογές;» τους απάντησε. Κι επειδή τον κοίταζαν απορημένοι βιάστηκε να διευκρινίσει:
«Έχω την πληροφορία για δικτατορία των Στρατηγών. Πληροφορία που ανέφερα τόσο στον Γέρο όσο και στον Ανδρέα, ο οποίος ήτο παρών στη συνάντησή μας. Δεν με πίστεψαν όμως κι η απάντησις του Ανδρέα ήτο: «Έχουμε τη βάση με το μέρος μας. Δεν χάνουμε τις εκλογές» κι εγώ του απήντησα: «Τη βάση την έχουμε τον στρατό δεν τον ελέγχουμε».
Τελικά η δικτατορία έγινε. Όχι όμως από τους στρατηγούς όπως ανεμένετο, αλλά από τους συνταγματάρχες. Στις 11 το βράδυ της 20-4-1967, ο Παύλος αποχωρεί για Ρέθυμνο μέσω Ηρακλείου.
Ξημέρωμα της 21ης Απριλίου 1967, πληροφορείται ο Σήφης την κήρυξη της δικτατορίας στο Ηράκλειο που βρισκόταν και σπεύδει να συναντήσει τον Παύλο στο Ξενία που έμενε ανήσυχος μήπως τον συλλάβουν.
Αρχικά του πρότεινε να πάνε στα Χανιά υπολογίζοντας στην υποστήριξη του Μεράρχου, του διοικητή Αεροπορίας και του Ναυάρχου της Ναυτικής Βάσης που ήταν φίλοι τους.
Κι ενώ ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν καταφθάνει ο στρατηγός Χαράλαμπος Λουκάκης, που επρόκειτο να είναι υποψήφιος στις εκλογές του Ιουνίου.
Ο Παύλος ζήτησε από τον Σήφη να περιμένουν το στρατηγό για να πάρουν και τη γνώμη του. Εκείνος όμως ήταν αντίθετος με τη λύση της διαφυγής.«Ως νομιμόφρονες πολίτες θα πάμε σπίτια μας» τους είπε.
Ο Παύλος δεν υπαναχώρησε. Με συντροφιά τον Μανόλη Πετράκη και τον Σπύρο Βότζη έφθασε στους Καλούς Λιμένες και με το πλοίο του Ομίλου «Μανουέλλα Β» έφυγε στο εξωτερικό.
Έφτασε πρώτα στην Κωνσταντινούπολη, από εκεί διέφυγε στο Παρίσι κι αργότερα στο Λονδίνο και στην Αμερική.
Τα χρόνια εκείνα της εξορίας του συνέχισε και πολλαπλασίασε τις διασυνδέσεις του με εξέχουσες προσωπικότητες, τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική.
Και διηγώντάς τα να γελάς ή να κλαις;
Ο Παύλος είχε μια θαυμάσια έπαυλη στην οποία εκτός από σπάνια φυτά διέθετε και μια σπάνια συλλογή από παραδείσια πτηνά.
Όπως ήταν επιθυμία του αυτά επρόκειτο να δωριθούν στο δήμο Ρεθύμνου για να τα χαίρονται οι δημότες του.
Έτυχε να είναι σε εκείνη τη συνεδρίαση του δημοτικού συμβουλίου που θα αποφάσιζε για την αποδοχή ή όχι της δωρεάς.
Κι εκεί που περίμενε κανείς μια πανηγυρική αποδοχή, εκφράστηκε αμφιβολία αν χρειάζεται τα πουλιά το Ρέθυμνο και για να γίνει τελικά δεκτή η δωρεά θα έπρεπε να εξασφαλιστεί και η …διατροφή τους.
Δεν γέλασε το παρδαλό κατσίκι, αλλά χαμογέλασαν και τα μουστάκια των Ηρακλειωτών, αφού ο Μανόλης Καρέλης, ο τότε δήμαρχός του έσπευσε να ζητήσει με κάθε τίμημα, τα παραδείσια αυτά πτηνά για τον δήμο του. Και τα πήρε.
Αυτός ήταν ο Παύλος Βαρδινογιάννης που αγαπήσαμε και θα τιμάμε πάντα.
Η προσφορά του αποδίδεται θαυμάσια από την μαντινάδα του Μανόλη Παπουτσιδάκη που λέει:
«το Ρέθεμνος να πουληθεί
ολάκερο δε φτάνει,
να ξεπλερώσει όσα ‘καμες
Παύλο Βαρδινογιάννη».
Και οι παρακάτω στίχοι από τον Κωστή Καλλέργη πιστεύω ότι εκφράζουν όλους όσοι γνωρίσαμε τον Παύλο και τον κρατάμε πάντα με σεβασμό στη μνήμη μας:
Πολιτικούς ανθρωπιστές ο τόπος πια δεν βγάνει.
Ήσουν ο μοναδικός Παύλο Βαρδινογιάννη.
Πολιτικός κι ανθρωπιστής πού τίμησε τον τόπο!
Και βοηθούσε αθόρυβα παντού με κάθε τρόπο!
Το Ρέθυμνο τον Παύλο του ποτέ δεν θα ξεχάσει!
Και χρόνια 38 ας έχουνε περάσει!
Η μνήμη του πάντα ζεστή στης σκέψης το σεργιάνι!
Μεσ’ στις καρδιές πάντα θα ζεις Παύλο Βαρδινογιάννη.
Την οφειλόμενη τιμή και την ευγνωμοσύνη!
Ο Ρεθεμνιώτικος λαός πάντοτε θα σου δίνει!!
Πηγές:
Οι φωτογραφίες είναι από το αρχείο Στέλιου Κιαγιαδάκη.