Γιάννης Μανούσακας: Ο χρονογράφος της κόλασης στην Αργοναυπλία
Η πολιτική αστάθεια ταλαιπωρούσε τη χώρα μας και τη δεκαετία του 1930.
Όλα τα δεινά συσσωρευμένα σε μια πατρίδα που προσπαθούσε να κλείσει πληγές δικές της και μιας άτυχης προσφυγιάς κομμάτι από τον εαυτό της.
Στις 26 Ιανουαρίου του 1936 διεξήχθησαν εκλογές, υπό τον εκλογικό νόμο της απλής αναλογικής (Α.Ν. 30/12/1935). Το Ρέθυμνο ήταν η 9η εκλογική περιφέρεια που περιελάμβανε τις επαρχίες Ρεθύμνου, Αγίου Βασιλείου, Αμαρίου, και Μυλοποτάμου).
Και στις εκλογές αυτές θριάμβευσε το κόμμα των Φιλελευθέρων και εκλέχτηκαν κατά σειρά ψήφων Ασκούτσης Νικόλαος Ευστράτιος Φωτάκης και Νικόλαος Μπιράκης.
Οι εκλογές όμως αυτές οδήγησαν σε πολιτικό αδιέξοδο καθότι οι δύο μεγάλες παρατάξεις της εποχής, οι βενιζελικοί και οι βασιλόφρονες, είχαν κερδίσει 142 και 143 έδρες, αντίστοιχα. Λόγω του Εθνικού Διχασμού που αναζωπυρώθηκε από την κινηματική απόπειρα βενιζελικών αξιωματικών υπό τον Νικόλαο Πλαστήρα το 1935 οι δύο μεγάλες παρατάξεις αδυνατούσαν να έρθουν σε συνεννόηση μεταξύ τους.
Το ΚΚΕ έπαιζε πλέον ρυθμιστικό ρόλο, μέσω του εκλογικού του σχήματος, του Παλλαϊκού Μετώπου, που διέθετε 15 έδρες.
Στις 5 Μαρτίου του 1936 ο Ιωάννης Μεταξάς διορίζεται υπουργός στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Στις 14 Μαρτίου αναλαμβάνει υπουργός αεροπορίας και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης. Μετά τον θάνατο του τότε υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κων. Δεμερτζή στις 13 Απριλίου, ο βασιλιάς Γεώργιος διόρισε πρωθυπουργό τον Ιωάννη Μεταξά, γνωστό τότε οπαδό της δικτατορικής εκτροπής.
Καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις που διευκόλυναν την άνοδο του Μεταξά έπαιξε ο θάνατος μεγάλων πολιτικών ηγετών στο πρώτο εξάμηνο του 1936. (Γεώργιος Κονδύλης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Παναγής Τσαλδάρης, Κωνσταντίνος Δεμερτζής). Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης του Μαΐου 1936 θα δώσουν την πρώτη δικαιολογία για την κατάλυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, αφού τα αστικά κόμματα φοβούνταν το ενδεχόμενο μίας γενικευμένης λαϊκής εξέγερσης, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε απώλεια του ελέγχου και σε επικράτηση κάποιου είδους Κομμουνιστικής εξουσίας, κατά τα πρότυπα της ΕΣΣΔ.
Τα αιματηρά γεγονότα της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της απεργίας των καπνεργατών, ακολουθήθηκαν από παρόμοια συμβάντα, λίγο καιρό αργότερα, στον Βόλο. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων των διαδηλωτών εργαζομένων με τις δυνάμεις της Χωροφυλακής, ένας εργάτης έπεσε νεκρός και πολλοί άλλοι τραυματίσθηκαν. Μετά τα γεγονότα αυτά ο Ιωάννης Μεταξάς έθεσε στον βασιλιά ζήτημα δικτατορικής διακυβέρνησης της χώρας.
Το βράδυ (22:00) της 4ης Αυγούστου 1936 ο Μεταξάς πήγε στα Ανάκτορα για να συναντήσει τον Βασιλιά Γεώργιο. Μαζί του είχε έτοιμα τα διατάγματα για την αναστολή ορισμένων βασικών άρθρων του συντάγματος και τη διάλυση της βουλής, με αφορμή τη γενική απεργία που είχαν κηρύξει για τις 5 Αυγούστου τα συνδικάτα, με από κοινού απόφαση της ΓΣΕΕ και της Ενωτικής ΓΣΕΕ. Παρά τις αντιδράσεις και παραιτήσεις κάποιων υπουργών όπως ο Γεώργιος Μαντζαβίνος κι ο Αριστοτέλης Ι. Βαλαωρίτης, ο Μεταξάς κατάφερε την αναστολή σημαντικών άρθρων του Συντάγματος και με τη στήριξη του βασιλιά εγκαθίδρυσε τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Η δικτατορία βρίσκει το Ρέθυμνο σε μια αναστάτωση που προσπαθεί το καθεστώς να κατευνάσει με τις αναγκαίες συλλήψεις Στο στόχαστρο όπως πάντα οι κομμουνιστές
Από τους πιο δραστήριους νομάρχες του καθεστώτος θεωρείται ο Αθανάσιος Παπαθανασίου διαδεχόμενος τον Κρεβατά Κωνσταντίνο. Διετέλεσε νομάρχης από το 1939 μέχρι το 1941.
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου είχε κινηθεί σε βάρος του μια κίνηση για την απομάκρυνσή του που φαίνεται ότι δεν πέρασε απαρατήρητη από το καθεστώς.
Σαν άνθρωπος ο Παπαθανασίου θα μπορούσε να θεωρηθεί μετριοπαθής και πατριώτης αν κρίνουμε από το γεγονός ότι με την κήρυξη του πολέμου και για την υποστήριξη του στρατού πούλησε το σπίτι του στην Αθήνα που ήταν και το μοναδικό του έσοδο. Πως έγινε και προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των Ρεθεμνιωτών θα το αναλύσουμε σε άλλο αφιέρωμα.
Εκείνη όμως που ρύθμιζε τα πάντα στη ζωή του και στη διοίκηση όπως φαίνεται ήταν η γυναίκα του Πολυξένη.
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Καούνη ήταν μια εξαίρετη γυναίκα και θερμή πατριώτισσα. Συχνά τον έφερνε παράδειγμα ήθους στα άλλα παιδιά.
Για άλλους όμως ήταν η «αόρατη» δύναμη που διοικούσε. Αλλοίμονο στους δημοσίους υπαλλήλους που δεν παρίσταντο στις φιέστες υπέρ του Μεταξά.
Η νεολαία είχε μοιραστεί σε ομάδες με τη χαρακτηριστική στολή αγοριών και κοριτσιών. Για λόγους καθαρά προπαγάνδας και μόνο γίνονταν προγράμματα που πρόσφεραν στους νέους άθληση, επαφή με τη φύση και κυρίως καλό φαγητό.
Στα μέσα και στα έξω εδώ αρμόδια ήταν η Πολυξένη Παπαθανασίου.
Υπήρξαν βέβαια πολλοί Ρεθεμνιώτες που αρνήθηκαν να στείλουν τα παιδιά τους στις ομάδες αυτές. Φαινομενικά δεν τους ασκήθηκε καμιά δίωξη. Από εκεί που δεν το περίμεναν όμως έπαιρναν το τίμημα της περήφανης στάσης τους.
Για παράδειγμα κάποιος πατέρας υποχρεώθηκε να πληρώσει υπέρογκο πρόστιμο, γιατί όπως βεβαίωσε αρμόδια υπηρεσία είχε υπερφορτώσει τον …γάιδαρό του.
Όσα δεν κατάφερνε η προπαγάνδα με τα γεμάτα δραστηριότητες των νέων προγράμματα επιχειρούσαν οι εφημερίδες.
Σε μια εξαιρετική εργασία του κ. Κωστή Μαυρικάκη γίνεται λόγος για μια επίσκεψη σκοπιμότητας του Μεταξά στην Κρήτη το 1937 μαζί με το βασιλιά Γεώργιο Β’ για πρώτη φορά. Γνωρίζοντας τώρα το δημοκρατικό φρόνημα των Κρητικών δεν μπορούμε να πιστέψουμε τα μακροσκελή δημοσιεύματα (εφημερίδες «Ελεύθερον Βήμα» και «Καθημερινή» με διθυραμβικούς φιλιππικούς στο πρωτοσέλιδά τους (Ελεύθερον Βήμα για τρεις συνεχόμενες ημέρες, 11, 12 και 13 Μαρτίου 1937 και Καθημερινή στις 9 Μαρτίου 1937) που με ολοσέλιδες ανταποκρίσεις στις εσωτερικές τους σελίδες εξυμνούν ως …Μεσσίες τους δύο άντρες, οι οποίοι «…ήνωσαν τους Έλληνας με τους Έλληνας» όπως γράφει χαρακτηριστικά η μια απ’ αυτές. Ίδια γραμμή και στο «Ελεύθερον Βήμα» της Πέμπτης 11.03.1937 που με τον κεντρικό τίτλο «Ολόκληρος ο πληθυσμός των χωρίων, από το Ρέθυμνον μέχρι του Ηρακλείου υπεδέχθη χτες με ενθουσιώδεις εκδηλώσεις την Α.Μ. τον βασιλέα και τον κ. Μεταξάν», προσπαθεί να μας πείσει για την ιστορικότητα της στιγμής.
Κάτι ενδιαφέρον για μας σαν Ρεθεμνιώτες προσθέτει ο κ. Μαυρικάκης στην εργασία του και θα το δανειστούμε γιατί δίνει μια εικόνα της εποχής στα μέτρα βέβαια της Μεταξικής προπαγάνδας.
Στις εσωτερικές σελίδες 7 και 8 το «Ελεύθερο Βήμα» έχει αναλυτικότερος περιγραφές από την επίσκεψη. Αντιγράφουμε με τη γλώσσα και την ορθογραφία της εποχής: «Ρέθυμνον, 6 Μαρτίου. (Του απεσταλμένου μας).- Η διαδρομή της βασιλικής πομπής από Χανίων εις Ρέθυμνο, υπήρξε θριαμβευτική. Εις όλα τα ενδιάμεσα χωρία οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθή διά να επευφημήσουν τον Άνακτα και να διαδηλώσουν την αφοσίωσίν των προς την Κυβέρνησιν. Αι μαθηταί των σχολείων ήταν παρατεταγμένοι εις τας οδούς εκ των οποίων διήρχετο ή βασιλική πομπή. κρατούντες σημαίας και εικόνας της Α.Μ. και του κ. Μεταξά.
Εις όλα τα χωρία του νομού Χανίων και της επαρχίας Αποκορώνου, του νομού Ρεθύμνης οι κάτοικοι είχον εγκαταλείψει πάσαν εργασίαν και ανέμενον από της μεσημβρίας την διέλευσιν της Α.Μ. και του κ. πρωθυπουργού. Ογκοδέσταται ήσαν αι συγκεντρώσεις εις τα χωρία Καλύβες, Βάμο, Γεωργιούπολιν και Επισκοπήν. Προ της εισόδου των φυλακών Ιτζεδίν είχε στηθή μεγαλοπρεπής αψίς. Tο προσωπικόν των φυλακών παρατεταγμένον προ αυτής εζητωκραύγαζε φρενιτιωδώς υπέρ της Α. Μ. του Βασιλέως. Εις τον Βάμον η υποδοχή ήτο ανωτέρω πάσης περιγραφής. Το παραληρούν πλήθος διέσπασε τας γραμμές διά να ίδη εκ του σύνεγγυς και να επευφημήση τόν Άνακτα και τον κ. Πρόεδρος της Κυβερνήσεως…».
Δεν θα πρέπει να ξαφνιάσουν τους νεότερους οι διοικητικές διαφορές χωριών με τις σημερινές. Στα 1937 αναφερόμαστε και κάποιες περιοχές υπάγονταν στον νομό Ρεθύμνης.
Μαύρη ζωή στην εξορία
Για την πικρή ζωή που περνούσαν οι εξόριστοι της Αργοναυπλίας έχουμε τον μοναδικό εκείνο χρονογράφο μιας τόσο δίσεκτης εποχής τον Γιάννη Μανούσακα. Μέσα από τα βιβλία του ξεδιπλώνεται το χρονικό της επάρατης εκείνης εποχής για τη χώρα.
Σύμφωνα με το βιογραφικό που μας δίνει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου ο Γιάννης Μανούσακας γεννήθηκε το 1907 στο χωριό Αργυρούπολη του Ρεθύμνου, και σε ηλικία πέντε ετών ακολούθησε την οικογένειά του στο χωριό της μητέρας του, τον Άγιο Κωνσταντίνο Ρεθύμνου.
Ήταν ένας προικισμένος από τη φύση άνδρας και μάλιστα εθεωρείτο ο καλύτερος ιππέας του νομού. Είχε τιμηθεί με το πρώτο έπαθλο των ιππικών αγώνων τα «Αρκάδια».
Στα χρόνια μετά τη μικρασιατική καταστροφή ασπάστηκε τις αριστερές ιδέες και μάλιστα ήταν από τους πρωτοπόρους της εδραίωσής τους στο Ρέθυμνο.
Οργάνωσε κομμουνιστικούς πυρήνες με προοδευτικούς αγρότες από το 1933. Σε λίγο καιρό το χωριό του ήταν μια προοδευτική κυψέλη με κοινοτική, περισσότερο κομματική βιβλιοθήκη, κέντρο ψυχαγωγίας αλλά και λαϊκούς αγώνες.
Στις δημοτικές εκλογές του 1934 εκλέχτηκε πρόεδρος στον Άγιο Κωνσταντίνο, με ποσοστό 92%.
Ζήτησε να καταργηθεί το χαράτσι
Στον νεαρό τότε ηγέτη μπαίνανε πολλά και σοβαρά προβλήματα που επιζητούσαν λύση. Ένα από τα πιο καυτά προβλήματα ήταν το χαράτσι για την απόσταξη των τσικουδιών και των αποστάφυλων – τα καζανιάτικα – όπως είχε καθιερωθεί ο φόρος αυτός.
Ο Μανούσακας με απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου και με υπόμνημα των κατοίκων του χωριού, τόλμησε να στείλει την άρνηση καταβολής στον τότε γενικό διοικητή Κρήτης Σφακιανάκη ζητώντας την άμεση κατάργησή του.
Από τη θέση του Κοινοτάρχη τον έπαψε το δικτατορικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 και στη συνέχεια τον καταδίωξε. Κατέφυγε στην Αθήνα, όπου έζησε παράνομος μέχρι το 1939, οπότε συνελήφθη, βασανίστηκε και στη συνέχεια εκτοπίστηκε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης κομουνιστών Ακροναυπλίας. Εκεί παρακολούθησε οργανωμένα μαθήματα που πρόσφεραν στους αριστερούς αγωνιστές γνωστοί διανοούμενοι συγκρατούμενοί τους, μεταξύ των οποίων και ο Δημήτρης Γληνός. Εκεί, στην πραγματικότητα, ο Γ . Μανούσακας έμαθε τα εγκύκλια γράμματα και μυήθηκε στο διάβασμα, όπως ο ίδιος σε συνεντεύξεις του και σε γραπτές σελίδες του αναφέρει. Κατά τη διάρκεια της κατοχής, έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως διοικητής μιας ίλης ιππικού στην Ρούμελη και την Θεσσαλία, δίνοντας πολλές μάχες.
Την περίοδο 1946 – 47, την εποχή του Εμφυλίου, ο Γ. Μανούσακας είναι πάλι πολεμιστής στα βουνά της Κρήτης αυτή τη φορά. Κατά τη διάρκεια της τρίχρονης φυγοδικίας του, μετά το τέλος του Εμφυλίου (1949 – 52), γράφει ημερολόγιο και λογοτεχνικές σελίδες, από τις οποίες σχεδόν καμία δεν σώθηκε.
Στην παρανομία
Σύμφωνα με τον Περακάκη με την κατάρρευση του Δ.Σ.Ε. στα Χανιά, μπαίνει στην παρανομία, αλλά συλλαμβάνεται. Περνά ασφάλειες και μπουντρούμια με φοβερά μεσαιωνικά βασανιστήρια, ώσπου φθάνει στο Στρατοδικείο και καταδικάζεται σε θάνατο. Με απόφαση του ΟΗΕ το 1949 αναστέλλεται η εκτέλεση και μένει φυλακισμένος.
Σύμφωνα πάλι με το βιογραφικό που βρήκαμε στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στα 1952 συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε φυλάκιση 17 ετών. Στις διάφορες φυλακές που έζησε ως το 1963, οπότε αποφυλακίζεται με αναστολή, διαβάζει συστηματικά πολιτικά και λογοτεχνικά βιβλία και γράφει.
Το 1964, απολαμβάνοντας την ελευθερία του, τυπώνει το πρώτο του βιβλίο με τίτλο «Σαράντα μέρες στην Κέρκυρα (Χρονικό της Κατοχής)». Με τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 αρχίζει η νέα οδύσσειά του. Μένει χωρίς δουλειά – εργαζόταν στην εφημερίδα της ΕΔΑ «Δημοκρατική Αλλαγή» – χωρίς σπίτι, χωρίς ενίσχυση από πουθενά. Σ’ ένα δωμάτιο – αποθήκη, όπου κρυβόταν, γράφει το δεύτερο βιβλίο του το «Χρονικό από την Αντίσταση (Μετά την Ακροναυπλία)» – 1600 χειρόγραφες σελίδες. Μέχρι την πτώση της δικτατορίας γράφει το τρίτο, το «Ακροναυπλία (Θρύλος και πραγματικότητα)» και το μισό από το τέταρτο το «Ο Εμφύλιος (Στη σκιά της Ακροναυπλίας)». Μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τυπώνει και τα τρία αυτά βιβλία.
Στα βιβλία του γράφει με πένα αιχμηρή χωρίς να λειαίνει καταστάσεις. Συγκεκριμένα στο βιβλίο του «Χαλασμός» ο Γιάννης Μανούσακας ζει την πόλη και τον ξεπεσμό του Ρεθύμνου από μια τελείως διαφορετική γωνία. Έρχεται στο Ρέθυμνο για «να μάθει τσαγκάρης, τον Οκτώβρη εκείνου του χρόνου (1922), αφού είχε μάσει κάμποσα χρήματα». Τότε η ζωή του μαθητευόμενου ήταν σκληρή. Εκείνος έπαιρνε αμέσως μεροκάματο τέσσερις δραχμές για το λόγο ότι ήξερε να φτιάχνει «σπόγγο και να καρφώνει ξυλόμπροκες», ενώ… «Το κανονικό ήτανε να μένεις απλήρωτος για έξη μήνες και μάλιστα πολλές φορές πλήρωνε ο πατέρας του μαθητευόμενου ένα ποσό». Η ζωή μάλιστα για τους μαθητευόμενους ήταν τόσο σκληρή, που, όπως λέει ο συγγραφέας, «Δουλεύαμε δεκαπέντε ώρες το εικοσιτετράωρο και μάλιστα το Πάσχα και τα Χριστούγεννα γινότανε ξενύχτια για να τελειώσουν οι παραγγελίες».
Τιμητική σύνταξη
Στα 1976 του απονέμεται από το υπουργείο Πολιτισμού τιμητική λογοτεχνική σύνταξη για το μέχρι τότε έργο του.
Μετά το 1977 είναι η περίοδος της μεγάλης παραγωγής του. Γράφει και τυπώνει τα βιβλία: «Ο Χαλασμός (Από το Χωρίο στην Ακροναυπλία)» (1978), «Ο Φυγόδικός» (1980). Τα τελευταία βιβλία μαζί με το «Στα χρόνια της Χούντας» (1987) αποτελούν μια εξάτομη σειρά που ανήκουν στο είδος του χρονικού και της μαρτυρίας. Επίσης εκδίδει τα έργα: «Η αίθουσα» (1980), «Οι άνθρωποι, οι θεοί και ο Όλυμπος» (παραμύθι) (1981), «Ο μπάρμπα – Αναστάσης το Σοβιέτ» (μυθιστόρημα) (1983), «Η βράβεψη» (μυθιστόρημα) (1983), και «Το τέλος του δογματισμού: μια καταγγελία» (1992).
Σημαντικός λογοτέχνης
Ο Γ. Μανούσακας πέθανε στις 30 Ιανουαρίου 1995, σε ηλικία 88 ετών.
Το έργο του έχει αποσπάσει πολλές επαινετικές κριτικές από έγκριτους κριτικούς για τις λογοτεχνικές και γλωσσικές αρετές και την οξυδερκή ματιά του δημιουργού του.
Και για μας εδώ στο Ρέθυμνο που τον ζήσαμε, έμεινε στη μνήμη σαν ένας επιβλητικός γέροντας, σεμνός και διακριτικός, αφοσιωμένος μέχρι το τέλος της ζωής του στις ιδέες του. Αντιμετώπιζε τον κόσμο του χωρίς έπαρση, παρά το γεγονός ότι είχε καταξιωθεί στο χώρο των Γραμμάτων σαν ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του καιρού του. Κι ας μην επέτρεψαν οι πολιτικές συνθήκες να τονιστεί αυτό όπως θα έπρεπε.
Πηγές:
Βικιπαίδεια
Εθνικές Εκλογές 1936.
Κωστή Ε. Μαυρικάκη: Μια άγνωστη επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου και του Ιωάννη Μεταξά το 1937 στην Κρήτη.
Εύας Λαδιά: Το Ρέθυμνο του Όχι (Ντοκιμαντέρ).
Εύας Λαδιά: Ο χρονογράφος της κόλασης στην Αργοναυπλία.