Το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου γιόρτασε 50 χρόνια προσφοράς, προβάλλοντας την πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της Κρήτης, μέσα από μοναδικά εκθέματα και αναδεικνύοντας την παράδοση, την τέχνη και τις αξίες του τόπου
«Η παράδοση είναι μία συνεχής διαδικασία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Από εκεί ένας λαός αντλεί δυνάμεις, χωρίς τις οποίες συρρικνώνεται», τόνισε η Φ. Βογιατζάκη
Συνολικά 50 χρόνια παρουσίας, κοσμώντας την πόλη του Ρεθύμνου, συμπλήρωσε φέτος το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου, και στο πλαίσιο αυτό, το βράδυ της Κυριακής, πραγματοποιήθηκε σχετική ημερίδα σε αίθουσα του εκθεσιακού χώρου του μουσείου. Από το 1974, το Μουσείο συμμετέχει ενεργά σε δράσεις, έρευνες, περιοδικές εκθέσεις και εκπαιδευτικά προγράμματα, συνιστώντας ένα ιδιαίτερο στολίδι για την πόλη, το οποίο αποτελεί πλέον ένα συναπάντημα αναμνήσεων και ιστορικών πτυχών, παρέχοντας ταυτόχρονα την ευκαιρία για αναβίωση στιγμών από το παρελθόν. Το μουσείο έχει διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην προώθηση των τοπικών παραδόσεων, συνθέτοντας ένα χαρακτήρα, που θα μπορούσε να διακριθεί παράλληλα από παραδοσιακά και σύγχρονα πολιτιστικά στοιχεία, κεντρίζοντας και προσελκύοντας το ενδιαφέρον ντόπιων και επισκεπτών. Για τη σύλληψη, τον σχεδιασμό και εν τέλει την ίδρυση του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου, η Φαλή Βογιατζάκη, πρόεδρος του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Γουλανδρή και ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης, οραματίστηκαν ένα μνημείο που θα ενίσχυε ποιοτικά το Ρέθυμνο και την Κρήτη, αναδεικνύοντας εκθέματα και εκθέτες και δημιουργώντας πολιτιστικά πρότυπα, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση μιας καλύτερης, ιστορικά ενημερωμένης και ευαισθητοποιημένης κοινωνίας.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης αναδείχθηκαν εκτενώς και στοχευμένα η ιστορικότητα, οι προκλήσεις και οι προσπάθειες που έγιναν, τα τελευταία πολλά χρόνια, προκειμένου το εγχείρημα της ίδρυσης του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου να καταστεί επιτυχημένο, χαράσσοντας ένα ιδιαίτερο μονοπάτι μέσα από μεταστεγάσεις, αναπαλαιώσεις, καταγραφές και αρχειοθετήσεις. Στην εορταστική ημερίδα απηύθυναν ομιλίες και έκαναν παρεμβάσεις ο Ευτύχης Τζιρτζιλάκης, συλλέκτης και ερευνητής, η Μαριάννα Καλαϊτζιδάκη, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Κρήτης, ο Αλέξης Πολίτης, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και η Αναστασία Πλατυρράχου, επιμελήτρια του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου Ρεθύμνου, ενώ παρόντες ήταν άνθρωποι από τον χώρο της τοπικής αυτοδιοίκησης, του Πανεπιστημίου και της Ρεθεμνιώτικης κοινωνίας.
Η κ. Φαλή Βογιατζάκη, ως πρόεδρος, αλλά και ως «αρχιτέκτονας» του Ιστορικού Λαογραφικού μουσείου Ρεθύμνου προχώρησε σε μία ιστορική αναδρομή όλων των γεγονότων, των ενεργειών και των ανθρώπων που συνέβαλαν στη σύσταση του Μουσείου, με αφετηρία το 1973, όταν η ίδια τότε πρότεινε την ίδρυση ενός μνημείου με αυτά τα χαρακτηριστικά.
«Το 1973 πρότεινα την ίδρυση του Μουσείου»
Η κ. Βογιατζάκη ξεκίνησε την ομιλία της, αναφέροντας: «Η αγάπη μου για την ιδιαίτερη πατρίδα μου το Ρέθυμνο, όπως μου μεταδόθηκε από τον πατέρα μου Γιώργη Βογιατζάκη, και η συνειδητοποίηση της ιστορικής και πνευματικής του παράδοσης ήταν τα κίνητρα που με οδήγησαν το 1973 να προτείνω στον αείμνηστο θείο μου, Χριστόφορο Σταυρουλάκη, την ίδρυση ενός Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου στο Ρέθυμνο. Ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή στη διατήρηση των εθνικών μας παραδόσεων. Αξιωματικός με ηρωική δράση στον β’ παγκόσμιο πόλεμο, έφτασε στον βαθμό του συνταγματάρχη και όταν αποστρατεύτηκε μαζί με άλλους εξέχοντες Ρεθεμνιώτες, το 1956, συνέστησαν το σωματείο της Ιστορικής Λαογραφικής Εταιρείας Ρεθύμνης, της οποίας υπήρξε πρόεδρος και ψυχή μέχρι το 1979 που έφυγε από τη ζωή. Σε εκείνον λοιπόν, μετά και από παρότρυνση του ‘Αγγελου Γουλανδρή, με τον οποίον ερχόμουν στο Ρέθυμνο για τη δημιουργία του Παλαιοντολογικού Μουσείου, απευθύνθηκα στον Χριστόφορο Σταυρουλάκη, γνωρίζοντας ότι αυτός ήταν και ο διακαής πόθος του. Θυμάμαι ότι καθόμασταν στον κήπο του Τεμένους, συζητώντας για το παλαιοντολογικό Μουσείο, και κάθε πρωί ερχόταν ο Χριστόφορος να πιει τον καφέ του με τον ‘Άγγελο, και να λέει τον πόνο του: ότι το Ρέθυμνο δεν είχε Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο! Μπορείτε να φανταστείτε την συνέχεια!»
Η κ. Βογιατζάκη συνέχισε, σημειώνοντας: «Έτσι το 1974, πριν 50 χρόνια ιδρύσαμε το Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνης, ως Ίδρυμα Κοινωφελές, με σκοπούς την έρευνα, τη συγκέντρωση Ιστορικού και Λαογραφικού υλικού της Κρήτης, κυρίως του Ρεθύμνου, την λειτουργία Μουσείου, και τη δημιουργία ενδιαφέροντος για τη μελέτη και συνέχιση της Κρητικής παράδοσης. Οι πρώτες συλλογές του Μουσείου αποτελούνταν από το υλικό που είχε συγκεντρώσει ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης προσωπικά ή με την ΙΛΕΡ. Το υλικό αυτό εμπλουτίστηκε με τη συλλογή Σπυριδάκη που παραχώρησε στο Μουσείο η Νομαρχία Ρεθύμνης, με τη συλλογή υφαντών του δήμου Ρεθύμνης, με δωρεές της ΙΛΕΡ, ιδιωτών και αγορές από το Μουσείο. Το έργο της καταγραφής και αρχειοθέτησης των συλλογών ανέλαβε η λαογράφος, Ροδούλα Σταθάκη Κούμαρη, που έκτοτε παρέμεινε μόνιμη συνεργάτης του Μουσείου».
Από την αφετηρία… μέχρι την αναστήλωση
Οι πρώτες ενέργειες επικεντρώθηκαν στη συγκέντρωση και την καταγραφή, ενώ σταδιακά το Μουσείο άρχισε να κατευθύνεται προς τον χώρο που στεγάζεται και λειτουργεί σήμερα, όπως υπογράμμισε η κ. Βογιατζάκη: «Τα πρώτα χρόνια είχαμε νοικιάσει ένα μικρό διαμέρισμα στην οδό Κριάρη 50, όπου συγκεντρώναμε το υλικό και η Ροδούλα το κατέγραφε. Εκεί τη συναντούσα και συζητούσαμε μαζί με άλλα μέλη του Συμβουλίου. Ξέρετε ποιος έμενε στον κάτω όροφο; Η οικογένεια του Νίκου Πλατύραχου με την Αναστασία. Έτσι γνωρίστηκα με την Αναστασία μας και την προσλάβαμε, μετά και από παρότρυνση του Γιώργη Αγγελιδάκη! Στη συνέχεια το Μουσείο, προσωρινά για τέσσερα χρόνια, στεγάστηκε στην οδό Μεσολογγίου 28, σε κτίριο που παραχωρήθηκε για τον σκοπό αυτό το 1986, από τον δήμο Ρεθύμνης, μετά από ενέργειες του Κώστα Ξεξάκη, τότε μέλους του Δ.Σ. Το 1977 το ίδρυμα απέκτησε από δωρεά, το Βενετσιάνικο κτίριο όπου στεγάζεται σήμερα. Πρόκειται για την ενετική αστική κατοικία της ενετοκρητικής οικογένειας Clodio, που η θερινή κατοικία τους ήταν στο Χρωμοναστήρι και σήμερα στεγάζει το Στρατιωτικό Μουσείο. Την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής έγινε το κονάκι του Σελήμ Μπέη. Τελευταία στέγαζε την οικογένεια Ζαχαρίου από την οποία το αγόρασα και το εδώρησα στο Μουσείο».
Μετά τα πρώτα βήματα και την έναρξη των εργασιών του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου ακολούθησε η σημαντική διαδικασία της αναπαλαίωσής του, η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση κατάλληλων εκθεσιακών χώρων, σύμφωνα με την κ. Βογιατζάκη: «Οι μελέτες αναπαλαίωσης του υπουργείου Πολιτισμού ολοκληρώθηκαν με την οικονομική συμβολή του ΕΟΤ, χάρις στο ενδιαφέρον του τότε υπουργού Τουρισμού, Γιάννη Κεφαλογιάννη. Η δαπάνη της εκτέλεσης εντάχθηκε στα ΜΟΠ Κρήτης με Εθνικό Φορέα τον ΕΟΤ. Η ολοκλήρωση αυτής της αναπαλαίωσης προσφέρει αφ’ ενός ιδεώδη χώρο για την λειτουργία του Μουσείου, και συγχρόνως σώζει και αναδεικνύει ένα από τα καλύτερα παραδοσιακά οικοδομήματα της Κρήτης. Το 1996 το Μουσείο έχοντας ολοκληρώσει την αναστήλωση του διατηρητέου κτιρίου του, τη συλλογή και ταξινόμηση του υλικού, τη διαμόρφωση των εκθεσιακών χώρων και την παρουσίαση των εκθεμάτων κατά ενότητες, με τη βοήθεια της Ροδούλας Σταθάκη και του Γιώργου Ανεμογιάννη, ξεκίνησε τη λειτουργία του και άνοιξε για το κοινό».
«Η παράδοση είναι μία συνεχής διαδικασία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον»
Ο ρόλος του μουσείου ενδεχομένως να ενισχύθηκε, να διαφοροποιήθηκε και να επαναπροσδιορίστηκε στα χρόνια, αλλά πάντα έμεινε πιστός στην ανάδειξη των στοιχείων παράδοσης και της ανάγκης για υψηλή ποιότητα ζωής. Η κ. Βογιατζάκη σημείωσε: «Με έρευνες, περιοδικές εκθέσεις, ημερίδες, εκπαιδευτικά προγράμματα και εκδόσεις, το Μουσείο προχώρησε και προχωράει στην εκτέλεση των σκοπών για τους οποίους ιδρύθηκε. Η παράδοση είναι μία συνεχής διαδικασία που συνδέει το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον. Από εκεί ένας λαός αντλεί δυνάμεις, χωρίς τις οποίες συρρικνώνεται, όπως ένα φυτό που αποκόβεται από τις ρίζες του. Πιστεύουμε ότι η δύναμη της παράδοσης, που βασίστηκε στον φυσικό τρόπο ζωής του ανθρώπου, θα αφυπνίσει την ανθρώπινη συνείδηση, για καλύτερες επιλογές στη νέα χιλιετία. Μέσα από το έργο του, το Μουσείο συμβάλλει στη δημιουργία νέων πολιτισμικών προτύπων, όπου αξίες και παραδόσεις οδηγούν σε μία κοινωνία λιγότερο καταναλωτική, με έμφαση στην ποιότητα ζωής. Γι’ αυτό και το 2010 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών».
Μία σειρά ανθρώπων, με διαφορετικές ιδιότητες, κίνητρα και συμβολές συνέθεσαν ένα δίκτυο έμψυχου δυναμικού, το οποίο τοποθέτησε σταδιακά «λιθαράκια» στη σύσταση του Ιστορικού Λαογραφικού Ρεθύμνου. «Θα ήθελα να αναφέρω με συγκίνηση τους ανθρώπους που δεν είναι πια μαζί μας αλλά ήταν συνεργάτες και φίλοι, και στήριξαν το Μουσείο και εμένα προσωπικά, όποτε χρειάστηκε», ανέφερε μεταξύ άλλων η κ. Βογιατζάκη, εκφράζοντας παράλληλα την ευγνωμοσύνη και την ικανοποίηση, που η τοπική κοινωνία και οι Ρεθεμνιώτες στάθηκαν δίπλα στο μουσείο, προσφέροντας μάλιστα κειμήλια και αντικείμενα ιστορικής αξίας στη μουσειακή συλλογή.
Στον επίλογό της, η κ. Φαλή Βογιατζάκη παρέθεσε μία ιστορική φράση για το Ρέθυμνο, από τον Παντελή Πρεβελάκη: «Σήμερα αναλογίζομαι όλα αυτά με συγκίνηση, προσβλέπω με ελπίδα και αισιοδοξία στη συνέχεια, στο πρόσωπο του γιού μου Γιώργου Ραφαήλ- Βογιατζάκη, που μεγάλωσε σε μία οικογένεια με τόση αγάπη για την Κρήτη. Κλείνω με τα λόγια του Παντελή Πρεβελάκη, από το χρονικό μιας Πολιτείας: Θα ‘θελα εδώ μέσα να ζήσει το Ρέθεμνος. Να ζήσει μέσα από μένα που ‘μαι κλωνάρι δικό του».
«Το μουσείο παρέχει γνώση για το πώς ήταν η ζωή κάποτε»
Η Αναστασία Πλατυρράχου, επιμελήτρια στο Ιστορικό Λαογραφικό Μουσείο Ρεθύμνου ανέτρεξε, επίσης, στις αναμνήσεις της από τα πρώτα χρόνια του μουσείου, καταγράφοντας τις «μεταφορές» που προκύπταν, μέχρι να φτάσει στον σημερινό ιδιόκτητο χώρο. Η κ. Πλατυρράχου δήλωσε: «Γιορτάζουμε 50 χρόνια από την ίδρυση του Ιστορικού Λαογραφικού Μουσείου στο Ρέθυμνο. Πριν από 50 ακριβώς χρόνια, η Πρόεδρος Φαλή Βογιατζάκη, μαζί με τον Χριστόφορο Σταυρουλάκη πήραν την απόφαση να ιδρύσουν το Μουσείο. Στην αρχή δεν ήταν ανοιχτό σαν Μουσείο, μάζευαν απλά πράγματα, ο Χριστόφορος ήταν και στην Ιστορική Λαογραφική Εταιρεία Ρεθύμνης (ΙΛΕΡ) και είχαν μία μικρή συλλογή και κάποια στιγμή αποφάσισαν να ανοίξουν. Στις αρχές μας είχε παραχωρήσει ο δήμος ένα χώρο που είναι τώρα το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, είχαμε μία μικρή έκθεση και έτσι ξεκινήσαμε, έχοντας όμως πολύ υλικό μέσα. Ταυτόχρονα, η κ. Βογιατζάκη είχε αγοράσει αυτό το κτίριο, το οποίο ήταν ερείπιο και κάποια στιγμή έγινε η αναστήλωσή του και το 1995 ξεκινήσαμε να λειτουργούμε εδώ, στον ιδιόκτητο χώρο του και να κάνουμε όλα αυτά τα ωραία που κάνουμε».
Τέλος, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει τα πρακτικά οφέλη του Μουσείου για την πόλη, αποτελώντας έναν πόλο έλξης τόσο για τους Έλληνες επισκέπτες, όσο και για τους ξένους. Η κ. Πλατυρράχου πρόσθεσε: «Το Μουσείο προσφέρει στην πόλη γνώση, για το πώς ήταν η ζωή κάποτε, πώς ζούσαν οι παλιοί, που έχουμε φτάσει εμείς και τι χρωστάμε σε αυτούς, γιατί δεν ήταν μόνο οι αγώνες, αλλά και η καθημερινή τους ζωή, που ήταν δύσκολη με πολύ αγώνα για την επιβίωση και πως προσπαθούσαν να διαμορφώσουν τα σπίτια τους και τα χωράφια τους. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τους Έλληνες, αλλά και για τους ξένους, προκειμένου να καταλάβουν τον πολιτισμό και τη λαϊκή γνώση αυτού, να καταλάβουν σε τι μέρος έχουν έρθει. Παράλληλα, κάνουμε και τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, προκειμένου να μαθαίνουν και τα νέα παιδιά».