Ιστορική επιμέλεια: ΓΕΩΡΓΙΟΣ Η. ΟΡΦΑΝΟΣ*
Το 1933 είναι μια πολύ σημαντική χρονιά για την Πολιτική Ιστορία της Ελλάδας και αρχίζει με δριμύ κατηγορώ του πρώην πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, στις 11/1, κατά των υπουργών της κυβέρνησης του Λαϊκού Κόμματος υπό τον Π. Τσαλδάρη, Ιωάννη Μεταξά, Αλ. Χατζηκυριάκου και Γ. Κονδύλη με αφορμή κάποιες ασήμαντες διοικητικές αλλαγές κι ορισμένες μεταθέσεις στις ένοπλες δυνάμεις και στη χωροφυλακή.
Ο Παναγής Τσαλδάρης, χωρίς να χάσει χρόνο, το βράδυ της 12ης προς 13 Γενάρη του 1933, ζητά ψήφο εμπιστοσύνης από τη βουλή, αλλά καταψηφίστηκε λαμβάνοντας μόνο 91 ψήφους υπέρ σε σύνολο 201 παρόντων βουλευτών και παραιτήθηκε το άλλο πρωί.
Η τελευταία κυβέρνηση του Βενιζέλου και οι εκλογές
Η ιδέα της δημοκρατικής ενότητας είχε ωριμάσει και στο υπουργικό συμβούλιο που τέθηκε επικεφαλής για τελευταία φορά στη ζωή του ο Ελευθέριος Βενιζέλος συμμετείχαν, ωσάν να επρόκειτο για πανδημοκρατικό προσκλητήριο, σημαντικές μορφές του φιλελεύθερου, βενιζελικού, δημοκρατικού χώρου και μάλιστα -εκτός του Κρητικού ηγέτη- τρεις πρώην πρωθυπουργοί, ο Α. Μιχαλακόπουλος ως υπουργός Εξωτερικών, ο Γ. Καφαντάρης ως υπουργός Οικονομικών κι ο Αλ. Παπαναστασίου ως υπουργός Γεωργίας και Εθνικής Οικονομίας, αλλά και ο Γ. Παπανδρέου (μεταρρυθμιστής υπουργός Παιδείας το 1930 – 32, τώρα στο υπουργείο Συγκοινωνίας), ο μακεδονομάχος στρατηγός Γ. Κατεχάκης ως υπουργός Στρατιωτικών και ο Αλ. Μυλωνάς, που «ανταμείφθηκε» για την προσχώρησή του με το υπουργείο Παιδείας.
Η τελευταία βενιζελική κυβέρνηση, πριν καν παρουσιαστεί στη βουλή για να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, έλαβε από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αλεξ. Ζαΐμη συναινούσης και της συντριπτικής πλειοψηφίας της Γερουσίας, το δικαίωμα να διαλύσει το κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές με πλειοψηφικό στενοευρείας για 248 έδρες (βάσει της απογραφής του 1928). Ημερομηνία διεξαγωγής των εκλογών, που μεγάλοι μονομάχοι θα ‘ταν ο «Εθνικός Συνασπισμός» (κοινοί συνδυασμοί όλων των κυβερνητικών δημοκρατικών κομμάτων) κι η «Ηνωμένη Αντιπολίτευσις» (η αντιβενιζελική παράταξη κι όσοι συνεργάστηκαν με αυτούς), ορίστηκε η 5η Μαρτίου 1933. Στο βενιζελικό στρατόπεδο υπήρχε αισιοδοξία, αλλά τα προβλήματα του λαού παρέμεναν άλυτα και οξυμένα.
Στις με πλειοψηφικό διεξαχθείσες εκλογές της 5/3/1933 οι βενιζελικές ευοίωνες προβλέψεις διαψεύδονται οικτρά. Ο «Εθνικός Συνασπισμός» των βενιζελογενών σχηματισμών έλαβε αθροιστικά 110 έδρες και 46,32% έναντι 136 βουλευτών και 46,19% της αντιβενιζελικής «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως», ενώ οι «Αγροτικοί» του Σοφιανόπουλου με ποσοστό 2,01% κατέλαβαν τις υπόλοιπες 2 έδρες του κοινοβουλίου.
Αποτυχημένο κίνημα και τη λύση δίνει ο… Οθωναίος
Μπροστά στο ενδεχόμενο να αναλάβουν οι «Λαϊκοί» την εξουσία, καθώς κατείχαν 116 από τις έδρες της αντιβενιζελικής πλευράς, τα ξημερώματα ο Ν. Πλαστήρας, ως αντιστράτηγος με πολιτικούς προσανατολισμούς στραμμένους προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο από τα χρόνια της μετά το Μικρασιατικό Ξεριζωμό του ’22 Επανάστασης και με σημαντική επιρροή σε πολλούς δημοκρατικούς πολίτες και αξιωματικούς που έβλεπαν την περίπτωση αυτή ως εθνική καταστροφή, αναγγέλλει στον απογοητευμένο από το εκλογικό αποτέλεσμα Βενιζέλο την πρόθεσή του να κηρύξει στρατιωτική δικτατορία και να εμποδίσει τον Τσαλδάρη να αναλάβει την εξουσία.
Ήταν 2 π.μ. της 6ης Μαρτίου του 1933 και στις 4 τα ξημερώματα ο Πλαστήρας καταλαμβάνει το υπουργείο Στρατιωτικών κι ως το βράδυ όλες οι μεγάλες μονάδες του στρατού -εκτός από το Β’ Σώμα- το ναυτικό κι η αεροπορία έχουν ταχθεί με το κίνημα. Από το πρωί ο Πλαστήρας θα διατάξει κατάσχεση στις αντιβενιζελικές εφημερίδες και περιόρισε κατ’ οίκον τον Τσαλδάρη. Ο αρχηγός των «Λαϊκών» θα απελευθερωθεί αργότερα με παρέμβαση του Βενιζέλου, του οποίου η ηθική ευθύνη για το κίνημα έγκειται στο ότι δεν απέτρεψε τον Πλαστήρα.
Το μεσημέρι της ίδιας μέρας θα απευθύνει διάγγελμα ο Πλαστήρας στο λαό, με το οποίο θα δικαιολογείται λέγοντας πως ο κοινοβουλευτισμός είχε χρεοκοπήσει, ο κομμουνιστικός κίνδυνος ελλοχεύει και ότι η ισχύς του Συντάγματος αναβάλλεται επ’ αόριστον.
Το κίνημα του Πλαστήρα, το Μάρτη του 1933 αποτυχαίνει εξαιτίας της στάσης των «κεφαλών» του στρατού (Οθωναίος, Τσιμικάλης, Θ. Μανέτας), που δε δέχονται να συνεργαστούν με τον Πλαστήρα, αλλά μετά από συζητήσεις με Ζαΐμη – Βενιζέλο και Τσαλδάρη προκρίνουν τη λύση της «κυβέρνησης των αντιστρατήγων». Το απόγευμα της 6ης Μαρτίου, ενώ είχαμε αιματηρές συμπλοκές αστυνομίας και στρατού με αντεπαναστατικούς διαδηλωτές, ορκίστηκε νέα, μεταβατική κυβέρνηση υπό την προεδρία του αντιστρατήγου και γενικού επιθεωρητή του στρατού, Αλέξανδρου Οθωναίου, με σκοπό να παραλάβει την εξουσία από το Βενιζέλο, να καταστείλει αναίμαχτα το κίνημα του Πλαστήρα και να παραδώσει μετά από λίγες ημέρες, ενώ θα ‘χει αποφορτιστεί όσο το δυνατόν η ατμόσφαιρα, την εξουσία στο νικητή των εκλογών, Παναγή Τσαλδάρη.
Η παράδοση της εξουσίας
Στις 10, λοιπόν, Μαρτίου ο αντιστράτηγος Οθωναίος, που για λόγους ασφαλείας είχε κρατήσει κατά τη σύντομή του πρωθυπουργία και το υπουργείο Στρατιωτικών, παραδίδει την εξουσία στους Τσαλδάρη και Κονδύλη, των οποίων η κοινοβουλευτικής εμπιστοσύνης σε ψηφοφορία της 27/3/1933 κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον πρώτο ως επικεφαλής της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» και υπουργό Στρατιωτικών το δεύτερο θα μείνει στην εξουσία μέχρι τον Οχτώβρη του 1935. Ενώ ο Πλαστήρας θα φυγαδευτεί στο εξωτερικό, οι πρώτες και όχι λιγότερο σοβαρές έναντι μεταγενεστέρων τριβές εμφανίστηκαν στο στρατόπεδο των κομμάτων της «Ηνωμένης Αντιπολιτεύσεως» τις πρώτες – πρώτες μέρες που ο πρωθυπουργός διαμορφώνοντας τον κατάλογο των μελών του νέου υπουργικού συμβουλίου προσπαθούσε να επιλέξει από τα στελέχη του κόμματός του και τους πολιτικούς «συνεταίρους» του, μεταξύ των οποίων σημαντική θέση είχαν οι Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Ιωάννης Μεταξάς, Ιωάννης Ράλλης, Δημήτριος Μάξιμος και Γεώργιος Κονδύλης.
Για τους πολιτικούς συμμετέχοντες στο κίνημα ο ίδιος ο Τσαλδάρης, αφού το Μάη συνάντησε στη βουλή έντονη αντιπαράθεση Μεταξά και Βενιζέλου όταν (15/5) τέθηκε θέμα από το Μεταξά, 5 Ελευθερόφρονες και 14 Λαϊκούς βουλευτές παραπομπής για ηθική αυτουργία του Βενιζέλου στα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσεως βάσει του νόμου περί ευθύνης υπουργών, στις 20/11/1933 εξέδωσε προεδρικό διάταγμα αμνήστευσης. Ενώ ο Κονδύλης τον Αύγουστο προσπαθεί να περάσει νομοσχέδιο για αποστρατεία όλων των κινηματιών στρατιωτικών, τελικά από 4/1 – 4/2/1934 αποστρατεύτηκαν μονάχα 45 στρατιωτικοί και στελέχη της Χωροφυλακής και στις 12/7/1934 τριάντα έξι από αυτούς παραπέμπονται σε δίκη που δεν έγινε ποτέ, γιατί μεσολάβησαν άλλα σπουδαιότερα γεγονότα, όπως το κίνημα της 1/3/1935.
Ενδεικτική Βιβλιογραφία:
- Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ (1913 – 1941), Αθήνα, 2008.
- Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770 – 2000, τόμος 7ος («Μεσοπόλεμος», 1922 – 1940), Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα, 2003.
- Βουρνάς Τάσος, «Ιστορία της Νεώτερης και σύγχρονης Ελλάδας 1821 – 1974», τόμος 2ος (1909 – 1940), Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, 2013.
- Δαφνής Γρηγόρης, «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923 – 1940» (επίτομο), εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα, 1997.
- Μαρκεζίνης Σπυρίδων, «Πολιτική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», 4 τόμοι, Αθήνα 1966 (τόμος 1: 1828 – 1862, τόμος 2: 1863 – 1909, τόμος 3: 1909 – 1914), Αθήνα 1968 (τόμος 4: 1915 – 1920).
- R. Clogg, «Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, 1770 – 2013», εκδόσεις Κάτοπτρο, Αθήνα, (3η έκδοση), 2015.