Μαρτυρία Ρεθεμνιώτη έριξε φως στα αίτια ναυαγίου
Το πλήρωμα πανικόβλητο έτρεχε να σωθεί αφήνοντας τους επιβάτες στην τύχη τους
Ο Γιάννης Δαλέντζας ο σπουδαίος Ρεθεμνιώτης συγγραφέας, είχε δεχθεί στα νιάτα του όλο το τίμημα των συνεπειών ενός απροσκύνητου χαρακτήρα. Εκτός από τα απάνθρωπα βασανιστήρια που είχε υποστεί από τους ναζί, όταν τον συνέλαβαν για την αντιστασιακή του δράση, είχε βρεθεί και στο κελί των μελλοθάνατων στην Αγυιά. Τον έσωσε η αμνηστία που δόθηκε 25 Μαρτίου 1944 από τον Χίτλερ.
Ένας ήρωας λοιπόν που είχε δοκιμάσει τις αντοχές του σε τόσο βάρβαρες συνθήκες δεν θα δείλιαζε να ταξιδέψει εκείνο τον Οκτώβρη του 1951 όσο κι αν οι συνθήκες ήταν απαγορευτικές. Θα ταξίδευε με το πλοίο «Αδρίας» που είχε τη φήμη του πλέον αξιόπλοου σκάφους.
Για την ιστορία να θυμίσουμε ότι το ατμόπλοιο «Αδρίας» κατασκευάσθηκε το 1893, στα ναυπηγία Haarland & Wolf στο Belfast και κόστισε περίπου 65.000 λίρες, το οποίο ήταν πολύ υψηλό για εκείνη την εποχή.Το πρώτο του όνομα ήταν «SS Magic» κι εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ Liverpool καί Belfast. Ήταν 1.627 τόνων, ταχύτητας 17 κόμβων και μήκους 311,3 ποδών.
Στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο, χρησιμοποιήθηκε ως πλωτό νοσοκομείο. To 1918 άλλαξαν την ονομασία του σε «Classic» και το 1923 σε «SS Killarney».
Από το 1930 έως το 1939 μετετράπη σε κρουαζιερόπλοιο κι έκανε δρομολόγια μεταξύ Liverpool και Σκωτίας.
Από το 1939 κι έως το τέλος του Β’ παγκόσμιου πόλεμου, παρέμεινε δεμένο. Η προτελευταία ονομασία του ήταν «SS Αttiki».
Το 1948 ονομάστηκε «Αδρίας», για λογαριασμό της εταιρείας Epirotiki Lines SA, του Γ. Ποταμιάνου κι εκτελούσε δρομολόγια μεταξύ Θεσσαλονίκης – Πειραιώς – Κρήτης – Ρόδου και Χίου.
Επιβιβάζεται λοιπόν με την οικογένειά του ο Δαλέντζας στο πλοίο στις 5 Οκτωβρίου 1951 ενώ χαλούσε ο κόσμος από μια περίεργη για την εποχή θαλασσοταραχή.
Και σαν να μην έφταναν τα γιγάντια κύματα ταλαιπωρούσε τους επιβάτες και μια ραγδαία βροχή. Ο Δαλέντζας όμως αντιμετώπιζε τους πάντες που εκφράζανε ανησυχία με τον γνωστό του παρήγορο λόγο.
Το καράβι ήταν γνωστό. Έδινε πάντα ένα αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς για το ταξίδι μέχρι τον Πειραιά. Δεν υπήρχε καλύτερο ποστάλι.
Η στιγμή της αναχώρησης πλησίαζε αλλά η ροή των επιβατών συνεχιζόταν καθώς και η φόρτωση των εμπορευμάτων. Αυτό βέβαια ήταν λόγος ανησυχίας. Που θα χωρούσε τόσος κόσμος; Ήταν σαφές ότι είχε ξεπεραστεί κατά πολύ το όριο του φορτίου. Μια ματιά στην τρίτη θέση και στην τουριστική δημιουργούσε εύλογες ανησυχίες.
Κατά τις 9.30 το βράδυ το πλοίο σήκωσε άγκυρα και ξεκίνησε με προορισμό τον Πειραιά. Η σταθερότητα που παρουσίαζε το πλοίο ενώ ταξίδευε με τόση θαλασσοταραχή καθησύχασε τους επιβάτες που τώρα έπιναν ξέγνοιαστοι τον καφέ τους στο σαλόνι συζητώντας διάφορα. Κάποιοι στοιχημάτιζαν και για την ακριβή ώρα που θα έδενε το πλοίο στο λιμάνι το πρωί της επόμενης μέρας.
Με την πάροδο της ώρας που επέτρεψε στο Μορφέα να αρχίσει τα καλέσματα των επιβατών για ύπνο και ξεκούραση, απλώθηκε μια ησυχία στο πλοίο. Σε λίγο δεν ακουγόταν παρά ο θόρυβος των μηχανών. Όλοι ησύχαζαν εκεί που είχαν στρώσει να κοιμηθούν.
Η θαλασσοταραχή και η πρόσκρουση στους βράχους της Φαλκονέρας
Κατά τις τέσσερις και είκοσι το πρωί ένας θόρυβος σαν να σκιζόταν ένα πελώριο δέντρο στα δυο, ξεσήκωσε τους επιβάτες που πετάχτηκαν από παντού και ζητούσαν να μάθουν έξαλλοι από φόβο τι συμβαίνει.
Κάποιος τότε είπε πως ο Αδρίας είχε τρακάρει με κάποιο καΐκι που ερχόταν αντίθετα, ενώ κάποιος άλλος προσπάθησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις υποβιβάζοντας το καΐκι σε… βάρκα.
Ο Δαλέντζας διατηρώντας την ψυχραιμία του προσπαθούσε να καταλάβει τι συμβαίνει αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν οι καμαρότοι που πανικόβλητοι κρατώντας σωσίβια ανέβαιναν στη γέφυρα του βαποριού.
Έμπειρος στις «φουρτούνες» ο Ρεθεμνιώτης συγγραφέας αποφάσισε να δράσει όπως εκείνος ήξερε. Έτρεξε στην καμπίνα του ξεσήκωσε τους δικούς του και με αστραπιαία ταχύτητα τους ανέβασε στη γέφυρα. Έπειτα επέστρεψε να πάρει σωσίβια και αφού τα έδεσε γερά στους ανθρώπους του περίμενε τις ενέργειες πλοιάρχου και πληρώματος για τη διάσωση των γυναικοπαίδων όπως ο διεθνής κανονισμός ορίζει.
Στο μεταξύ τα χτυπήματα του πλοίου πάνω στους βράχους συνεχίζονταν τραντάζοντας συθέμελα το σκάφος και οι επιβάτες δεν έλεγχαν πια τον εαυτό τους.Ευτυχώς που δεν έσβησαν τα φώτα της εφεδρικής μηχανής κι έτσι δεν επικρατούσε σκοτάδι. Ακολούθησαν σκηνές φρίκης. Κανένας δεν ήξερε που βρισκόταν.Τα γυναικόπαιδα ούρλιαζαν ακόμα και οι άνδρες λησμόνησαν τους νόμους της ιπποσύνης και έτρεχαν να σωθούν τσαλαπατώντας τα πάντα γύρω τους.
Από πλευράς ηγεσίας του πλοίου επικρατούσε απόλυτη σιγή. Καμιά οδηγία δεν δόθηκε, οι βάρκες όπως ήταν δεμένες στάθηκε αδύνατο να ελευθερωθούν για να τις χρησιμοποιήσουν οι επιβάτες, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να κόψουν τα σκοινιά έκαναν μεγαλύτερες ζημιές. Κι όλα αυτά ενώ τα κύματα λυσσομανούσαν κάτω και προς τα αριστερά του πλοίου και η βροχή συνέχιζε με την ίδια ορμή. Όλοι οι επιβάτες είχαν μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο.
Οι πάντες προσπαθούσαν να βρουν τρόπο διαφυγής καθώς το καράβι γέμιζε διαρκώς νερά και η βύθιση του ήταν πια θέμα χρόνου. Κείνη την τραγική στιγμή φάνηκε ένα σκοινί από το πουθενά από όπου πιάστηκαν αρκετοί επιβάτες και άρχισαν να γκρεμίζονται στο χάος. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν ότι πατήσανε σε βράχια.
Δυο τρεις εργάτες θαλάσσης καταστρώματος κι ένας φαντάρος, παλικάρι πραγματικό, μετά από δυο ώρες κατάφεραν να κατεβάσουν σχοινόσκαλα και χέρι-χέρι τραβούσαν τους επιβάτες στις ξέρες που φαίνονταν αμυδρά. Όταν πια μπόρεσαν να προσανατολιστούν οι έχοντες κάποια γνώση κατάλαβαν ότι είχαν πέσει στη Φαλκονέρα. Πάνω στους βράχους της είχε προσκρούσει η πρώρα του καραβιού.
Περιγράφοντας αργότερα τις τραυματικές αυτές εμπειρίες ο Γιάννης Δαλέντζας έγραφε μεταξύ άλλων:
«Κάτω στα πόδια μας κυλούσαν τα άγρια κύματα του μανιασμένου πελάου και ο «Αδρίας» ψόφιο καράβι φάνταζε στα μάτια μας σαν παιδικό παιχνίδι ξεφτισμένο, σπασμένο και αχρηστευμένο από τα χεράκια κάποιου περίεργου παιδιού που το βαρέθηκε και το παράτησε σπασμένο και θλιβερό.
Πριν λίγες ώρες το ζωντάνευαν 700 καρδιές που χτυπούσαν στον ίδιο ρυθμό της προσμονής και του πόθου για τα γρήγορο φτάσιμο στον Πειραιά. ….Το σκοτάδι ασυγκίνητο μας τύλιγε και αδυσώπητοι οι άνεμοι και οι φουρτούνες τράνταζαν το τρύπιο και μετεωρούμενο καράβι.
Φωνές στριγκές σκίζαν τον αέρα και σμίγοντας με το βουητό των κυμάτων και της επίμονης βροχής το χτύπημα σύνθεταν τη θανάσιμη συμφωνία του χαμού…».
Οι εφημερίδες έγραψαν
Τι αναφέρουν τα επίσημα δελτία της εποχής για το ναυάγιο αυτό;
Το ναυάγιο, διαβάζουμε, έγινε στις 6 Οκτωβρίου του 1951, όταν το πλοίο, στο δρομολόγιο του από Χανιά προς Πειραιά, προσάραξε στη Φαλκονέρα, πάνω σε δύο διαφορετικές ξέρες, όπου δημιουργήθηκε ρήγμα 12 μέτρων.Έγινε προσπάθεια αποκατάστασης του ρήγματος από συνεργείο δυτών της εποχής. Στα πλαίσια ελάφρυνσης του πλοίου, ρίχτηκαν στη θάλασσα τρόφιμα και μεγάλες ποσότητες από σάπια κρέατα που μετέφερε το βαπόρι και χάλασαν λόγω μη ψύξης. Αυτό όμως είχε σαν αποτέλεσμα την προσέλκυση καρχαριών, κάτι το οποίο καθυστέρησε της εργασίες στεγανοποίησης του πλοίου.
Τελικά η στεγανοποίηση ολοκληρώθηκε με επιτυχία και έγινε και απάντληση υδάτων. Στη συνέχεια ο καιρός άλλαξε σε νοτιοανατολικό και τα συνεργεία ανέλκυσης με τα ρυμουλκά αναχώρησαν για τον Αδάμαντα της Μήλου. Η κακοκαιρία κράτησε σχεδόν τρεις ημέρες και όταν επέστρεψαν το πλοίο δεν υπήρχε πλέον, είχε κοπεί στα δυο και βυθίστηκε!
Το ναυάγιο θεωρήθηκε ολική απώλεια ενώ χάθηκε μόνο ένας επιβάτης, ο οποίος την εποχή αυτή ήταν 58 ετών.
Κάποιος που ταξίδευε με το «Αδρίας» διηγήθηκε τις φοβερές στιγμές που έζησε στην εφημερίδα «Χανιώτικα Νέα». Και είπε μεταξύ άλλων:
«Στις 5 του Οκτώβρη του 1951 στα Χανιά έκανε «τον κατακλυσμό του Νώε». Είχα έρθει από το χωριό, τον Καμπανού Σελίνου, στο σπίτι του θείου μου του Στέλιο (Μπουλταδάκη, διευθυντή, τότε, Γεωργίας Κρήτης) κι είχα πάει στο πρακτορείο: «Συνεργαζόμεναι Ατμοπλοΐαι Τόγια» κι είχα βγάλει εισιτήριο, κατάστρωμα (δρχ. 59.000) γι’ απόψε το βράδυ: Σούδα – Πειραιά, με το πλοίο «Αδρίας».
Το πλοίο είχε γείρει απελπιστικά σχεδόν βυθιζόταν. Ήταν από κάτω κόκκινο, θυμάμαι, από το φως των δαιμονισμένων αφρών… Πλάι μας, μέσα στα νερά, δύο γυναίκες θαρρώ πνιγμένες, χτυπιόνταν στους βράχους και στο τοίχωμα του πλοίου η μια είχε την τσάντα της ανοιχτή στον ώμο της… κρεμασμένη. Κι άλλοι δυο, παρέκει… δεν ξέρω αν σώθηκαν…».
Ο Γιάννης Δαλέντζας όμως που επίσης έζησε τα γεγονότα δεν μπορούσε να αγνοήσει την αδιαφορία του πληρώματος. Και όταν διαπίστωσε ότι είχε πετύχει όλη η προσπάθεια συγκάλυψης έτσι ώστε να μην αποδοθούν ευθύνες αποφάσισε να γράψει ο ίδιος. Κάτι τον κρατούσε. Ήθελε να περιμένει αρνούμενος να πιστέψει ότι το συμφέρον μπορεί να ποδοπατήσει την ανθρωπιά.
Όταν όμως διάβαζε στις αθηναϊκές εφημερίδες περιγραφές που ηρωοποιούσαν το πλήρωμα που δεν φάνηκε πουθενά σε όλη τη διάρκεια διάσωσης όπως ο ίδιος είχε διαπιστώσει, αλλά τώρα τους παρουσίαζαν σαν ήρωες που με αυτοθυσία έπεφταν να σώσουν τους επιβάτες και οι φωτογραφίες τους φιγουράριζαν θριαμβευτικά ελέω εφοπλιστικών συμφερόντων, δεν άντεξε. Κάθισε και με την εισαγγελική του πέννα περιέγραψε λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα όπως τα έζησε. Απευθύνθηκε στον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο» για να δημοσιεύσει το κείμενό του αλλά του έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα.
Στέλνει μια επιστολή ο τότε βουλευτής Γεώργιος Τσουδερός στην εφημερίδα «Αθηναϊκή» ζητώντας να διερευνηθούν βαθύτερα τα αίτια των ναυαγίων, αλλά είχε κι αυτή την ίδια τύχη. Κατέληξε στον κάλαθο των αχρήστων. Καμιά τύχη δεν είχαν και οι ενέργειες του τότε βουλευτή και μετέπειτα δημάρχου Ρεθύμνου Ευαγγέλου Δασκαλάκη, που προσπάθησε με έντονες παραστάσεις να φέρει στο φως την αδράνεια και την ανικανότητα του πληρώματος να βοηθήσει το επιβατικό κοινό αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να έρθει μια επερώτηση στη Βουλή για ειδική τροποποίηση του Νόμου για αποζημίωση και τιμωρία βαριά των υπευθύνων. Ζήσε Μάη μου δηλαδή.
Αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι πως στον πλοίαρχο Γεράσιμο Φωκά οφείλεται το γεγονός ότι δεν είχαμε την τραγωδία του οχηματαγωγού «Ηράκλειο». Γιατί ενώ είχε αποσυρθεί για να ξεκουραστεί αμέσως έτρεξε ακούγοντας τον θόρυβο, απέτρεψε τον ύπαρχο Αμυρά που είχε αφήσει στο πόδι του να κάνει τη μοιραία κίνηση από απειρία που θα βύθιζε αμέσως το πλοίο κι έτσι αποφύγαμε τα χειρότερα.
Ο ψύχραιμος πλοίαρχος και οι συμβουλές του συνέβαλαν στη διάσωση του 99% των επιβατών από το πλήρωμα. Μια 60χρονη γυναίκα, η Ευθαλία Καρύδα, ήταν το μοναδικό θύμα του ναυαγίου. Η Καρύδα έπεσε στη θάλασσα στην προσπάθειά της να φθάσει στη Φαλκονέρα και πνίγηκε μην μπορώντας να εντοπίσει το σωσίβιο που της είχαν ρίξει.
Χαρακτηριστική είναι η δήλωση επιβάτη σε εφημερίδες της εποχής: «Το πλοίο είχε γείρει απελπιστικά σχεδόν βυθιζόταν. Ήταν από κάτω κόκκινο θυμάμαι από το φως των δαιμονισμένων αφρών… Πλάι μας, μέσα στα νερά, δύο γυναίκες θαρρώ πνιγμένες, χτυπιόνταν στους βράχους και στο τοίχωμα του πλοίου η μια είχε την τσάντα της ανοιχτή στον ώμο της κρεμασμένη. Κι άλλοι δυο, παρέκει… δεν ξέρω αν σώθηκαν…».
Μόλις ξημέρωσε τρία πλοία πλησίασαν στη Φαλκονέρα. Η μαινόμενη θάλασσα όμως εμπόδιζε την προσέγγιση των καραβιών, καθιστώντας αδύνατη την πόντιση λέμβων. Η λύση ήταν ένας υπήνεμος ορμίσκος στην νότια πλευρά της βραχονησίδας, όπου για να φθάσουν οι ναυαγοί έπρεπε να διανύσουν μια δύσκολη διαδρομή ενός και πλέον χιλιομέτρου, πάνω στα βράχια.
Τελικά, όλοι οι επιβαίνοντες του «Αδρίας», πλην ενός, μέχρι το απόγευμα της 7ης Οκτωβρίου είχαν ανέβει στα πλοία διάσωσης και ταξίδευαν σώοι στον Πειραιά. Τις επόμενες μέρες καταβλήθηκαν προσπάθειες για την διάσωση του πλοίου, αλλά οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες, όπως και οι «καρχαρίες που εμφανίστηκαν», σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής απέτρεψαν τις προσπάθειες των δυτών και των συνεργείων για εντοπισμό των ρηγμάτων και την αποκατάστασή τους. Η κακοκαιρία που κράτησε σχεδόν τρεις ημέρες έσπασε στα δυο το πλοίο που ακολούθησε τη μοίρα των ναυαγίων: Βυθός.
Η συγκλονιστική μαρτυρία του Γιάννη Δαλέντζα
Ο Γιάννης Δαλέντζας σε πείσμα αυτών που έσπευσαν να τον φιμώσουν έγραψε με κάθε λεπτομέρεια το ναυάγιο που έζησε και το δημοσίευσε σε συνέχειες στην εφημερίδα Βήμα Ρεθύμνου τον Νοέμβρη του 1958. Κάποια χρόνια αργότερα, αλλά έστω κι έτσι η αλήθεια έπρεπε να αποκαλυφθεί.
Είναι συγκλονιστικές οι στιγμές που περιγράφει όταν οι ναυαγοί τουρτουρίζοντας πάνω στην ξέρα έπαιρναν παρηγοριά από σημάδια που έδειχναν ότι σύντομα θα έχουν βοήθεια. Και για να κρατήσουν οι πιο ψύχραιμοι το ηθικό των άλλων ψηλά έλεγαν και ιστορίες.
Τότε ειπώθηκε και ο μύθος του Αγίου Κασιανού που ήθελε να έχει τη δόξα του Αγίου Νικολάου και ο Θεός τον τιμώρησε να γιορτάζει κάθε τέσσερα χρόνια.
Άκουγαν όλοι και έκαναν τον σταυρό τους. Συζητήθηκε και η γενναία πράξη ενός ναυαγού που επί τεσσεράμιση ώρες κρατούσε στην πλάτη του μια γυναίκα από τα Χανιά ονόματι Καρτεράκι που είχε πέσει στη θάλασσα να σωθεί αλλά τραυματίστηκε στα βράχια. Τελικά σώθηκαν και οι δυο όταν έφτασε το «Ιωνία» και κατάφεραν να μπουν σε μια από τις βάρκες που έριξε ο καπετάνιος Δημήτρης Πόρτολος.
Αυτόν τον πλοίαρχο εξάρει ιδιαίτερα η πέννα του Γιάννη Δαλέντζα γιατί φαίνεται πως βοήθησε αποτελεσματικά τους ναυαγούς με όλο του το πλήρωμα.
Πόσο αλήθεια αποτελεσματικοί μπορεί να φανούν κάποιοι άνθρωποι σε δύσκολες ώρες όταν «το λέει η καρδιά τους».
Τελικά όπως μας πληροφορεί ο Γιάννης Δαλέντζας η οδύσσεια των ναυαγών του «Αδρίας» τέλειωσε στις οκτώ το πρωί της Κυριακής 7 του Οκτώβρη που το πλοίο που τους περισυνέλεξε έφτασε στον Πειραιά. Εκεί είδαν να τους περιμένουν με αγωνία οι δικοί τους που επί 36 ώρες καρδιοχτυπούσαν αλλά και πλήθος κόσμου που είχε ενημερωθεί για το ναυάγιο και ευχόταν να σωθούν οι επιβάτες τουλάχιστον.
Σύμφωνα πάντως με τον Δαλέντζα ο λόγος που δεν θρηνήσαμε θύματα ήταν η αυτοθυσία 85 στρατιωτών που επέβαιναν στον Αδρία. Ήταν αδειούχοι και πήγαιναν στον Πειραιά. Αυτοί βοήθησαν με αυτοθυσία τους ναυαγούς να μπορέσουν να σωθούν. Από τους ήρωες διασώστες ήταν και ο Μοίραρχος Ι. Εφεντάκης που βοηθούσε στις βάρκες αδιαφορώντας για τη δική του σωτηρία και με θερμά λόγια έδινε κουράγιο σε όλους. Κι ένας ακόμα στρατιώτης διακρίθηκε στην προσπάθεια διάσωσης των ναυαγών. Ήταν ο Λεωνίδας Κωνσταντινόπουλος από την Πελοπόννησο.
Έτσι γράφτηκε το χρονικό ενός ναυαγίου που ευτυχώς δεν είχε τραγικό απολογισμό. Είχε δώσει όμως τα πρώτα μηνύματα για τους κινδύνους που δημιουργούσε ο απόπλους κάτω από ακραίες καιρικές συνθήκες και πόσο επισφαλείς ήταν οι επιβάτες όταν το πλοίο ξεπερνούσε τα όρια στο φορτίο του.
Κι όμως κανένας δεν έδωσε σημασία στις λεπτομέρειες αυτές για να έχουμε 15 χρόνια αργότερα το ναυάγιο του «Ηράκλειο» που μαυροφόρεσε την Κρήτη.
Και μια ακόμα λεπτομέρεια σημαντική. Το ατμόπλοιο Αδρίας που ναυάγησε στις 6 Οκτωβρίου 1951, είχε κατασκευαστεί στο ναυπηγείο Harland και Wolff στο Μπέλφαστ… όπου είχε ναυπηγηθεί και ο Τιτανικός! Τι σύμπτωση αλήθεια!