Συμπληρώθηκαν την Κυριακή 4 Μαΐου 70 ολόκληρα χρόνια από το κάψιμο της Λοχριάς από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής.
Η απαγωγή του Κράιπε που έγινε το βράδυ της 26ης Απριλίου 1944 ήταν η αιτία να πυρποληθούν και να ισοπεδωθούν δέκα ολόκληρα χωριά και να εκτελεστούν εκατοντάδες αθώοι Κρητικοί.
Σίγουρα οι πρωταγωνιστές αυτής της ενέργειας δεν είχαν σκεφτεί τα αντίποινα που θ’ ακολουθούσαν και τις μεγάλες καταστροφές στα χωριά του νομού. Ανάμεσα στα δέκα χωριά, στα οποία οι κατακτητές ξέσπασαν με απάνθρωπα μέσα ήταν και η Λοχριά Αμαρίου. Είχαν ρίξει νωρίτερα προκηρύξεις από αεροπλάνα και ζητούσαν από τους κατοίκους των ορεινών χωριών να αποκαλύψουν που βρίσκονται οι απαγωγείς του στρατηγού Κράιπε, ενώ είχαν ερευνήσει παντού, χωρίς ν’ ανακαλύψουν τίποτα.
Μια βδομάδα μετά την απαγωγή
Στις 3 Μαΐου 1944 ένας λόχος Γερμανών στρατιωτών άριστα εξοπλισμένος φτάνει από το Τυμπάκι στη Λοχριά μέσα στη νύκτα.
Καταλαμβάνει όλα τα επίκαιρα σημεία και στήνει πολυβολεία, ενώ αποκλείει όλους τους δρόμους που οδηγούν προς το βουνό και τα γύρω χωριά Άρδακτο, Καμάρες και Γρηγοριά.
Πριν ξημερώνει ακόμη από ένα πολυβολείο βλέπουν ένα άτομο να έρχεται από την πλευρά του Ψηλορείτη στο χωριό. Του φωνάζουν αλτ! Αυτός δε σταματά και προσπαθεί να κρυφτεί, χωρίς να γνωρίζει τι είχε συμβεί και τον σκοτώνουν αμέσως. Ήταν ο 30χρονος Στυλιανός Ι. Κρυοβρυσανάκης, που μετείχε στην ομάδα φρούρησης του στρατηγού και ήρθε για λίγο στο χωριό να δει τους γονείς του. Οι Γερμανοί τον έψαξαν και βρήκαν πάνω του ταυτότητα κομάντος, κι έτσι έμαθαν για την οικογένειά του.
Μόλις ξημέρωσε με διερμηνέα ζητούν από το μεγάφωνο να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στην πλατεία, ενώ εχώρισαν όλους τους άντρες από 18 ετών και πάνω και τους έβαλαν στην αίθουσα του σχολείου.
Στη συνέχεια ζήτησαν από τα γυναικόπαιδα ν’ επιστρέψουν στα σπίτια τους και να πάρουν ότι τρόφιμα και ρούχα μπορούν, γιατί θα κάψουν το χωριό.
Ένας 18χρονος νέος ο Μανόλης Αντ. Δημητρακάκης που πήγε να φέρει τρόφιμα για τους Γερμανούς, φαίνεται μπερδεύτηκε και πήδηξε προς το ποτάμι τρέχοντας, από ένα πολυβολείο τον είδαν και τον σκότωσαν, τα γυναικόπαιδα με θρήνους κι μοιρολόγια πήραν ότι μπορούσαν και ξεκίνησαν προς τη Γρηγοριά, μετά από λίγο τους δόθηκε διαταγή να πάνε δυτικά προς τον Άρδακτο και Πλάτανο.
Όλοι οι άνδρες με συνοδεία στις Μοίρες
Τους άντρες που είχαν κλείσει στο σχολείο τους οδήγησαν στις Μοίρες, εκεί διάλεξαν όσους είχαν αδελφούς στο αντάρτικο και τους άλλους άφησαν ελεύθερους.
Τους οκτώ που διάλεξαν τους μετέφεραν από τις Μοίρες στις φυλακές Αγιάς Χανίων.
Την επόμενη μέρα, Τρίτη 4 Μαΐου 1944 ναρκοθέτησαν όλα τα σπίτια του χωριού και τ’ ανατίναξαν, ενώ σ’ ότι απέμεινε έβαλαν εύφλεκτη ύλη και έδωσαν φωτιά, με τα ξύλινα μεσοδόκια να βοηθούν στο έργο των κακούργων.
Δεν έμεινε πέτρα, πάνω στην πέτρα, αφού κάηκαν και τα 215 σπίτια.
Σύμφωνα με την έκθεση της Γεωργικής Υπηρεσίας Ρεθύμνης κατεστράφησαν ή εκλάπησαν από τη Λοχριά 14.000 οκάδες όσπρια και 2.000 οκάδες πατάτες, 500 οκάδες τυρί, 5.000 οκάδες χαρούπια, 500 όρνιθες, 350 οικόσιτα, 700 ζώα από κοπάδια, 100 βόδια, γάιδαροι κ.α.
Οι Λοχριανοί πρόσφυγες φιλοξενήθηκαν στον Άρδακτο, Πλάτανο κ.α. χωριά με πολλές στερήσεις για ένα περίπου χρόνο.
Έγιναν προσπάθειες να χτιστούν νέα σπίτια στο γειτονικό Άρδακτο, όμως οι κάτοικοι επέστρεψαν στο ερειπωμένο χωριό τους και σιγά σιγά άρχισαν να το ξαναχτίζουν από τις στάχτες του.
Τους οκτώ Λοχριανούς τους έπνιξαν με το «Ταναΐς»
Τους οκτώ Λοχριανούς που είχαν φυλακίσει στην Αγιά, τους μετέφεραν στο Ηράκλειο και τους έβαλαν στο πλοίο «Ταναΐς ή Δανάη» μαζί με 269 Εβραίους και 50 Κρητικούς, με προορισμό τον Πειραιά και απ’ εκεί για τα στρατόπεδα Άουσβιτς.
Το απόγευμα της 8ης Ιουνίου το πλοίο «Ταναΐς» απέπλευσε συνοδευόμενο με δυο μικρά καταδιωκτικά σκάφη για τον Πειραιά.
Στο στενό Σαντορίνης-Φολέγανδρου στις 3:00 π.μ. της 9ης Ιουνίου δέχτηκε τέσσερις τορπίλες από το βρετανικό υποβρύχιο «Βίβιντ» και ακολούθησαν εκρήξεις για να βυθιστεί το πλοίο στο σημείο 35ο 53′ Β και 25ο 11′ Α του πελάγους παίρνοντας στο βυθό 269 Εβραίους και πάνω από 50 Κρητικούς, ανάμεσα σ’ αυτούς και οι οκτώ Λοχριανοί (οι τρεις ήταν αδέρφια, ενώ ο τέταρτος Στυλιανός (30) σκοτώθηκε στις 3 Μαΐου) αυτοί ήταν: οι: Κων. Ι. Κρυοβρυσανάκης (33), Νικ. Ι. Κρυοβρυσανάκης (20), Εμμ. Ι. Κρυοβρυσανάκης (28) και οι Κων. Ηλ. Κρυοβρυσανάκης (43), Αλεξ. Εμμ. Κατσούγκρης (39), Διογ. Γ. Κατσούγκρης (24), Ιωάν. Γ. Χαριτάκης (34), Μιχ. Γ. Χαριτάκης (37).
Το πλήρωμα του πλοίου ήταν οκτώ άτομα, γνωστά ήταν ο θερμαστής Γιώργος Παυλογιάννης, που χάθηκε στο ναυάγιο και ο ναύτης Μενέλαος Αν. Αναστασίου, ο οποίος ήταν ένας από τους 50 διασωθέντες (οι περισσότεροι Γερμανοί στρατιωτικοί φρουροί) από τα συνοδευτικά σκάφη.
Σύμφωνα μ’ άλλη εκδοχή ανάμεσα στους πνιγέντες ήταν και 112 Ιταλοί στρατιώτες.
Ερωτηματικά όμως υπάρχουν για τη βύθισή του από τους Βρετανούς, αφού γνώριζαν ότι μετέφερε Εβραίους και Κρητικούς, μάλιστα για να καλύψουν τη γκάφα τους διέδωσαν ότι βυθίστηκε από τους Γερμανούς και αυτοί βγήκαν με βάρκες και σώθηκαν.