Η λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στις 8 Μαΐου 1945,που έδωσε ανάσα στην ανθρωπότητα,ήταν και η λύτρωση χιλιάδων δυστυχισμένων υπάρξεων, που βίωσαν τη φρίκη των ναζιστικών στρατοπέδων.
Ήταν βέβαια, κατ’ ευφημισμόν, στρατόπεδα εργασίας οι χώροι αυτοί που ο θάνατος ερχόταν να δώσει τέλος σε απάνθρωπα βασανιστήρια, σε πειράματα παρανοϊκών επιστημόνων, που είχαν βρει θύματα για να δοκιμάσουν αμφιβόλου επιστημονικής εγκυρότητας θεραπευτικές μεθόδους και στην αδιάκοπη λειτουργία των φούρνων όπου εύρισκαν μαρτυρικό θάνατο τόσα θύματα του ναζισμού.
Εκεί γνώρισαν μέρες αφάνταστου μαρτυρίου και Ρεθεμνιώτες που συμμετείχαν στην πνευματική, συνδικαλιστική, και κοινωνική ζωή, όπως Κώστας Ξεξάκης, Γιάννης Κυριακάκης, Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, Γιώργης Βασσάλος, Γιώργης Παπαδάκης, Αντώνης Παπαδάκης («Κουτσός»), ήταν μερικοί από αυτούς με τραγικότερο τον Γεώργιο Γιακουμογιαννάκη που έμεινε στάχτη εκεί στη χώρα της φρίκης που θα έχει αιώνια την παγκόσμια κατακραυγή.
Ιδιαίτερα για το Γιακουμογιαννάκη, δικηγόρο, δημοσιογράφο, εκδότη και σπουδαίο αγωνιστή, που του ετοιμάζουμε ειδικό αφιέρωμα, αναφέρει ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, σε σχετικό άρθρο του, πως υπέφερε τόσο τις πρώτες μέρες που τους είχαν στοιβάξει σε ένα θάλαμο αποθήκη ψυχών, που παρακαλούσε να πεθάνει για να λυτρωθεί.
Ανάμεσα στα θύματα αυτά και ο Γιώργης Βασσάλος ο περίφημος «Καταβρεχτήρας» από τους ιδρυτές του Εργατικού Κέντρου Ρεθύμνου, που οι ναζί τον είχαν κλείσει στο φρικτό στρατόπεδο του Ματχάουζεν. Ήταν το κεντρικό από το οποίο και γίνονταν οι μεταγωγές σε άλλα στρατόπεδα. Εκεί μέχρι τις 5 του Μάη 1945 έζησε τη φρίκη της ναζιστικής θηριωδίας.Γύρισε στο Ρέθυμνο ένα ανθρώπινο ράκος, αλλά με ατσάλινη θέληση να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή.
Αρκετά δημοσιεύματα γύρω από τα βιώματά του στο στρατόπεδο, έχει κάνει ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης, που ο αξέχαστος επίσης Μανόλης Βογιατζάκης τον είχε χαρακτηρίσει περίτεχνα με τις φράσεις «άριστος ποινικολόγος, δεινός ρήτορας, απροσκύνητος αγωνιστής, ασυμβίβαστη πένα».
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης γεννήθηκε το 1896. Διακρίθηκε σε όλα τα στάδια των σπουδών του και διορίστηκε δικηγόρος το 1920. Υπηρέτησε τη Θέμιδα με πάθος μέχρι το 1967. Για την ευδόκιμο υπηρεσία του οι συνάδελφοί του πρόθυμα του έδωσαν τον τίτλο του επίτιμου δικηγόρου. Υπήρξε μέγας δικανικός ρήτορας και έλαβε μέρος ως υπεράσπιση σε όλες τις μεγάλες ποινικές δίκες που διεξήχθησαν στα Κακουργιοδικεία Ρεθύμνου και άλλων πόλεων.
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Γεώργιος Δρανδάκης νεκρολογώντας τον συνάδελφό του:«Όταν μιλούσε, άστραφτε το πνεύμα του και βροντούσε η χειμαρρώδης ευγλωττία του. Από τη δύναμη του λόγου του εσείετο η αίθουσα του δικαστηρίου και εδονείτο η ψυχή των παραγόντων της δίκης και του ακροατηρίου Οι αγορεύσεις του διεκρίνοντο δια την νομικήν και επιστημονική θεμελίωση, για την επιχειρηματολογία τους, για την πληρότητα της έκφρασης, την πηγαία ρητορική ικανότητα, την μαχητικότητα. Είχε και το χάρισμα να διανθίζει την αγόρευσή του με επιγραμματικές εκφράσεις που γοήτευαν το ακροατήριο».
Ανυπότακτο πνεύμα o Ανδρουλιδάκης
Ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης ήταν ένα ανυπόταχτο πνεύμα που αρνείτο να συμβιβαστεί με καθεστώτα ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης. Οι φιλελεύθερες ιδέες μέστωσαν στη συνείδησή του κι έγινε ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές τους. Η αβασίλευτος δημοκρατία ήταν το ποθούμενο γι’ αυτόν. Έτσι για χάρη της ιδέας αυτής κυκλοφορούσε από το 1922 έως το 1929 εφημερίδα με τον τίτλο «Δημοκρατία». Σε άρθρα του, μας πληροφορεί ο Γιώργος Εκκεκάκης, στο βιβλίο του «Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη» ο Ανδρουλιδάκης μερικές φορές, χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Ν. Μιράντας.
Οι αγώνες του ήταν συνεχείς και ανυποχώρητοι. Έτσι δεν άργησε να υποστεί τις συνέπειες με διώξεις, συλλήψεις, φυλακίσεις. Καμιά δίωξη όμως δεν στάθηκε ικανή να τον φοβίσει.
Όταν το χιτλερικό τέρας άπλωσε τα πλοκάμια του και στην Κρήτη ο Ανδρουλιδάκης στρατεύτηκε από τους πρώτους ενάντια στον κατακτητή.
Η αδούλωτη ψυχή του δεν γονάτισε ούτε κι όταν συνελήφθη και οδηγήθηκε όμηρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Άντεξε κι εκεί και είναι μνημειώδες πραγματικά ένα κείμενο που περιγράφει συγκλονιστικά τις στιγμές που έζησε μέχρι που φάνηκαν οι σύμμαχοι να τους ελευθερώσουν από την κόλαση που έζησαν τόσο καιρό.
Η πρώτη του επαφή με την πόλη του μετά την ομηρία ήταν από τις μεγάλες στιγμές που ζει ένας άνθρωπος. Εκείνη τη μεγάλη στιγμή, που μετά από τόσο καιρό, αντίκριζε το κάστρο στο έμπα του Ρεθύμνου, δεν θα μπορούσε να τον συγκινήσει ολόκληρος ο θησαυρός του κόσμου. Από τις ανήλιαγες στοές ανέπνεε τον αέρα της πόλης που τον γέννησε και απολάμβανε το φως της. Έβλεπε ξανά τους φίλους και συγγενείς που κάποιοι ίσως τον είχαν κιόλας ξεγράψει. Ποιος γλίτωνε εύκολα από τα στρατόπεδα εκείνα της κόλασης; Μόνο σε θαύμα οφείλετο η επιστροφή.
Ξαναγύρισε στους καθημερινούς ρυθμούς του και στα βιβλία του που ήταν η αχώριστη συντροφιά του. Κι όταν χόρτασε την απλή ομορφιά της ήρεμης καθημερινότητας άρχισαν πάλι να τον απασχολούν τα θέματα της πόλης του. Η δημοσιογραφία ήταν αυτή που του έδινε διέξοδο και βήμα να εκφράσει τις απόψεις του, αλλά ήταν κι ένα μετερίζι για να ξεκινήσει τους κοινωνικούς του αγώνες.
Μαρτυρίες Κώστα Ξεξάκη
Από τους Ρεθεμνιώτες που γνώρισαν τη φρίκη των στρατοπέδων ήταν και ο Κώστας Ξεξάκης. Σε σημείωμά του στον τοπικό τύπο αναφερόμενος στις συνθήκες περίθαλψης των κρατουμένων έγραψε τα εξής:
«Εγώ λέω πως ήμουνε πάντοτε ασθενικός. Μετά από λίγο καιρό, πάλι άρρωστος κι άντε πάλι στο νοσοκομείο. Άμα έμενες εκεί δύο εβδομάδες και δεν γινόσουνα καλά σε στέλναμε στο θάλαμο των ετοιμοθάνατων. Με βγάζουνε λοιπόν από εκεί και με πάνε στον θάλαμο των ετοιμοθάνατων. Εκεί είναι μαζί μου ο Μιλτιάδης Αλεξανδρής..είναι πάνω από 100 κρατούμενοι όλοι ετοιμοθάνατοι ή βαριά άρρωστοι. Α, σημειωτέον ότι μπαίνουμε γυμνοί μόνο με ένα πουκάμισο τίποτα άλλο κανένα άλλο ρούχο..και το φαΐ μισό..και κάθε δύο τρεις φορές το εικοσιτετράωρο θελα μπει ένας αξιωματικός του στρατοπέδου.. να φωνάξει: «Κανείς νεκρός»;
Εδώ ένας εδώ ένας άλλος..τους βάζαμε σε μια σειρά, ας πούμε 8-10 νεκροί χάμω.. σε λιγάκι κι άλλοι νεκροί. Αυτούς του βάζαμε από την άλλη μπάντα, τα κεφάλια προς τα έξω τα κεφάλια προς τα μέσα. Πολλές φορές από αυτούς που ήταν στιβαγμένοι, μερικοί αναπνέανε ακόμα. Τους βλέπαμε και λέω:
– «Αυτός μωρέ ο κακομοίρης είναι ακόμα ζωντανός».
– «Έτσι θα πεθάνεις κι εσύ σε λιγάκι δε βαριέσαι».
Εκεί που ήμουν εγώ δίπλα μου ήταν κι ένας Κριάρης από τα Χανιά εφαίνετο καλός άνθρωπος και ήτονε βαριά άρρωστος. Βλέπει λοιπόν ότι ήτανε δίπλα του αυτοί οι πεθαμένοι και μου λέει; «Σε παρακαλώ κ. Ξεξάκη άμα πεθάνω να παρακολουθήσεις να μη με βάλουνε με τσι πεθαμένους, όταν είμαι ακόμα ζωντανός» πράγμα το οποίο κι έγινε…».
Μια ακόμα μαρτυρία του είχε δημοσιεύσει επίσης στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» που είχε κάνει αίσθηση. Ανέφερε σχετικά:
«Μέσα στις γαλαρίες, δούλευαν συνεχώς όλο το 24ωρο, περί τους 6.000 εργάτες. Όλοι εχθροί του Γ’ Ράιχ. Και 500 Γερμανοί στα νευραλγικά πόστα. Δυο χιλιάδες εργάτες δούλευαν μπιστολέτο-αεροτρύπανα – που τρυπούσαν το σκληρό πέτρωμα του βουνού και μεγάλωναν το τούνελ.
Τρεις βάρδιες εναλλάσσονταν κάθε οκτώ ώρες.
Δούλευα στη βάρδια που ‘χε ωράριο από τις 10:00 τη νύχτα έως τις 6:00 το πρωί. Ρουχαλάκια λεπτά χωρίς φόδρα και ξύλινα πέδιλα. Βρεγμένοι συνήθως μέχρι να μπούμε στις γαλαρίες, κουρελήδες, πεινασμένοι, αποσταμένοι κι άρρωστοι οι περισσότεροι. Έξω το κρύο ήταν κείνες τις μέρες 29 κάτω από το μηδέν. Μέσα στις γαλαρίες ήταν κατά τόπους γύρω στο μηδέν.
Τα μηχανήματα που δούλευαν ασταμάτητα τα τρενάκια, οι κυλιόμενες κορδέλες μεταφορών, τα φουρνέλα και προ παντός τα 2000 μπιστολέτα συνέθεταν μια διαβολική συναυλία θορύβων που τράνταζε τα’ αυτιά κι έφερνε ζάλη.
Καταφέρναμε πότε πότε να δουλεύουμε μαζί πέντε-έξι Έλληνες για να δίνουμε κουράγιο ο ένας στον άλλο με μισόλογα. Το ίδιο έκαναν κι οι άλλοι, από τις άλλες Εθνότητες. Κυριακή ή αργία δεν υπήρχε. Η δουλειά δεν σταματούσε. Είχαμε χάσει το ρυθμό του χρόνου. Ρωτούσαμε πολλές φορές να μάθουμε:
– Τι μέρα είναι σήμερα;
Εκείνη τη νύχτα δούλευα κοντά σε τέσσερις-πέντε άλλους Έλληνες. Κρατούσα ένα φτυάρι και παλάμιζα λασποχώματα. Οι άλλοι κασμάδες, ή καροτσάκι.
Κόντευε να τελειώσει η βάρδια κι είχαμε αποκάμει πια. Ακοίμητη προσοχή όμως απ’ όλους – προς τα πού κοιτάζει ο επιστάτης. Και η κυριότερη μέριμνα επιβίωσης. Λίγη-λίγη δουλειά για να μην ξοδιάζουμε δύναμη. Και πότε πότε η φοβερή προειδοποίηση «Το νου σας, έρχεται ΕΣ- ΕΣ».
Δίπλα μου δούλευε ένας νέος από τον Βόλο.
Ήταν όμορφος και λεβέντης άλλοτε και τον συμπαθούσαν όλοι, γιατί είχε χρυσή καρδιά. Ήταν ψάλτης σε εκκλησία του Βόλου. Είχε μια υπέροχη κρυστάλλινη φωνή. Ήταν ο Κώστας Παπασακελλαρίου.
Δεν ξέρω τι του ‘ρθε σε μια στιγμή εκείνη τη νύχτα. Πλησίαζε έναν-έναν από μας και μας τραβούσε να πλησιάσουμε όλοι κοντά. Έσμιξαν σχεδόν τα κεφάλια μας και μας αγκάλιασε. Έσκυψε στη μέση μας κι άνοιξε το στόμα του… Σιγανά και γλυκά πολύ γλυκά, με κείνη τη μελωδική κι αγγελική φωνή του άρχισε να ψάλει:
– Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ…».
Ακούγαμε άφωνοι. Από τον Ουρανό ερχόταν εκείνη η Θεϊκή μελωδία. Άγγελοι έψαλαν. Ανατρίχιασαν τα παγωμένα μέλη μας. Τα μάτια θάμπωσαν. Θα ‘ταν ίδια η μελωδία που άκουσαν οι αγραυλούντες ποιμένες.
Στα χέρια μας έπεσαν κάτι σταγόνες ζεστές. Ήταν δάκρια …Ακούστηκε ένας λυγμός. Κι ύστερα πολλοί.
Το τροπάρι δεν έφτασε ως το τέλος.
Πνίγηκε από τους λυγμούς και του ίδιου του ψάλτη. Μας έσπρωξε γρήγορα…
«Χριστούγεννα είναι σήμερα παιδιά!!! Άντε και του χρόνου στα σπίτια μας».
Ήταν καιρός. Ένας επιστάτης φάνηκε να έρχεται. Αρπάξαμε τα φτυάρια.
Έτσι μάθαμε πως κείνη η μέρα ήταν Χριστούγεννα. Κι αυτός ήταν ο εκκλησιασμός μας. Κι όσοι άκουσαν εκείνη την ουράνια ψαλμωδία με τους χρυσούς τόνους δεν την ξεχνούν.
– Και του χρόνου στα σπίτια μας. Η ευχή έπιασε μόνο μερικούς».
Συγκλονιστικές μαρτυρίες Νίκου Νικητάκη
Συγκλονιστικές οι μαρτυρίες και του Νίκου Νικητάκη από την Κοξαρέ.
Αυτός γεννήθηκε στα Χανιά στις 3 Νοεμβρίου 1915. Παντρεύτηκε όμως την Αιμιλία Γεωργίου Μαράκη και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κοξαρέ.
Εκεί τον συνάντησε μια παλιά καλή συνεργάτις η Μαρία Μιχαηλίδου και άκουσε την πικρή του ιστορία που κατέγραψε με λεπτομέρειες στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
«Αυτό που ήθελα τότε, ήταν να πάω στην Κρήτη, στο σπίτι μου, να φάω μια φορά και να πεθάνω» της είχε πει χαρακτηριστικά.
Όταν τον έπιασαν με άλλους 22 η Αιμιλία η γυναίκα του περίμενε το πρώτο τους παιδί.
Τον είχε καταδώσει κάποιος δοσίλογος ως κομμουνιστή. Από τη Φορτέτζα τον μετέφεραν στη Αγυιά κι από εκεί στη Γερμανία στο στρατόπεδο Ματχάουζεν, από όπου γύρισε μετά από ενάμιση χρόνο, με άλλα οκτώ άτομα μόνον.
Οι συνθήκες στο στρατόπεδο εφιαλτικές. Ένα μαυροζούμι που το «βάφτιζαν» τσάι ήταν το πρωινό και φλούδες από πατάτες το κυρίως γεύμα.
Από το χάραμα τους έσερναν με ανελέητους ξυλοδαρμούς να ανοίγουν σπηλιές για να αποθηκεύονται πυρομαχικά.
Όποιος αρρώσταινε, τον πήγαιναν στον γιατρό. Κατόπιν, ανάλογα με την περίπτωση, τους φυλάκιζαν, τους άφηναν εντελώς νηστικούς, οπότε πέθαιναν από ασιτία και τέλος, τους έβαζαν στον φούρνο. Ήταν άχρηστοι πλέον για εργάτες και τους πέταγαν. Κάποια μέρα βρέθηκε και ο Νικητάκης στους φούρνους, ευτυχώς μόνο για καθάρισμα. Ποτέ του δεν ξέχασε τα βρωμιά και την ανυπόφορη μυρωδιά της καμένης σάρκας.
Στάθηκε τυχερός ο Νικητάκης και με την απελευθέρωση βρέθηκε σε ένα πλοίο για το ταξίδι της επιστροφής.
Γιάννης Κυριακάκης,ο διάκονος της προσφοράς
Παρόμοιες σκηνές απερίγραπτης φρίκης μας είχε διηγηθεί ένας άλλος επίσης σπουδαίος Ρεθεμνιώτης αγωνιστής και πατριώτης ο Γιάννης Κυριακάκης. Ένας άνθρωπος, κοινής αποδοχής, που έχαιρε τέτοιας εκτίμησης και σεβασμού, ώστε θα μπορούσε να πουλήσει ακόμα και σε δεξιό… «Ριζοσπάστη».
Ο ίδιος ο Γιάννης Κεφαλογιάννης, ο πρώην βουλευτής και υπουργός στη βιογραφία του, που μου υπαγόρευσε, αναφερόμενος σε εμβληματικές μορφές του Ρεθύμνου, πρώτο έβαλε τον Γιάννη Κυριακάκη. Κι ας ήταν πάντα ο πλέον φανατικός πολέμιος της παράταξής του.
Ναι ήταν ένας ξεχωριστός άνθρωπος ο αξέχαστος συμπολίτης. Κουβαλούσε ματωμένες μνήμες, είχε στερηθεί μεγάλες χαρές της ζωής κι όμως είχε πάντα το κουράγιο να χαμογελά και να αστειεύεται.
Είχε θυσιάσει την προσωπική του ζωή για την ιδεολογία του κι όμως δεν έδειχνε να το έχει μετανιώσει ποτέ.
Είχε την αγνότητα μικρού παιδιού κι όταν μιλούσε με κάποιο γνωστό του στον δρόμο, τότε που οι άνθρωποι είχαν ακόμα χρόνο ν’ ανταλλάξουν μερικές φράσεις με συμπολίτη, εκτός Facebook, που άλλωστε δεν υπήρχε, όταν τελείωναν τη συνομιλία λίγο πριν τον αποχαιρετήσει του έβαζε με τρόπο στο χέρι και μια …καραμέλα.
Μικροί μεγάλοι είχαν μερίδιο στην ευγενική του αυτή χειρονομία. Είχε μια έμφυτη τάση να προσφέρει ο Γιάννης Κυριακάκης. Από νιάτα και προσωπική ευτυχία στο δικό του αγώνα μέχρι τις μικρές γλυκές απολαύσεις, σε όποιον συναντούσε κι αντάλλασε δυο κουβέντες μαζί του. Ήταν γι’ αυτόν η προσφορά ανάγκη ψυχής.Ευτύχησα να κάνω πολλές συζητήσεις μαζί του και όσα προσθέσω στη μοναδική πηγή που τον αναφέρει, τον αξέχαστο δάσκαλο και συγγραφέα Νίκο Περακάκη, είναι δικές μου μνήμες που καταθέτω με απόλυτη ακρίβεια χωρίς να προσθέσω ή να αφαιρέσω ούτε μια λέξη.
Ο Γιάννης Αντ. Κυριακάκης καταγόταν από το Μοναστηράκι Αμαρίου και προερχόταν από μια μεγάλη ιστορική οικογένεια αγωνιστών.
Ο Γιάννης Κυριακάκης με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τις ανδραγαθίες που πήρε έφτασε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Με την κατάρρευση του μετώπου βρέθηκε στην Πελοπόννησο, όπου υπηρετούσε ως έφεδρος ανθυπολοχαγός. Καταφέρνει όμως με δική του πρωτοβουλία και φθάνει στην Κρήτη το Μάη του 1941. Είχε καταφέρει μαζί με άλλους Κρήτες αξιωματικούς και οπλίτες να οργανώσει την κάθοδο χιλίων περίπου στρατιωτών. Παίρνει μέρος ενεργά στη Μάχη της Κρήτης δείχνοντας απαράμιλλο θάρρος και αυτοθυσία.
Με την κατάκτηση της Κρήτης από τους ναζί ο Γιάννης οργανώνεται στην Αντίσταση και παίρνει μέρος στις πιο ριψοκίνδυνες αποστολές διευθύνοντας τον παράνομο τύπο. Αναφέρεται στους επικεφαλής της επαρχιακής επιτροπής του ΕΑΜ στην πόλη του Ρεθύμνου μαζί με τους Νίκο Δασκαλάκη, Νίκο Ανδρουλιδάκη, Γιώργη Αγγελιδάκη, Γιώργη Παπαδάκη, Κώστα Αντωνάκη, Γιάννη Τζέλεση, Νίκο Μυλωνάκη, Μιχάλη Κουτρουμπά και Πέτρο Ταχτατζή.
Οι επαρχιακές επιτροπές να σημειώσουμε για όσους ενδιαφέρονται, είχαν δημιουργηθεί από το ΕΑΜ για την καλύτερη οργάνωση του αγώνα και εκτός από την επιτροπή Ρεθύμνου, της οποίας τα μέλη προαναφέραμε, λειτουργούσαν επίσης επιτροπές στον Μυλοπόταμο, στα Ανώγεια, στο Αμάρι, στον Άγιο Βασίλειο και στον Βρύσινα.
Ο Γιάννης Κυριακάκης πιάστηκε από τους Γερμανούς στις 12 Δεκεμβρίου 1943. Πέρασε απάνθρωπα βασανιστήρια για να μαρτυρήσει συνεργάτες του. Εκείνος όμως κατάφερε να νικήσει και τον φόβο και τον πόνο. Κι όταν τέλειωσε ο κύκλος της ανάκρισης με τις φρικτές συνέπειες, βρέθηκε στο κολαστήριο της Αγυιάς.
Από την Αγυιά ο Γιάννης Κυριακάκης βρέθηκε στο φοβερό γερμανικό στρατόπεδο Μάουτχαουζεν Στάγιερς Κούζεν 1, όπου κι έμεινε μέχρι την απελευθέρωση. Ήταν από τις φοβερές δοκιμασίες που στοίχειωνε τις νύχτες του.
Ο Γιάννης Κυριακάκης δεν ξέφυγε ούτε ένα λεπτό από την ιδεολογική πορεία του. Κι ας μην τον άφησαν ήσυχο ούτε μια στιγμή οι ιδεολογικοί του αντίπαλοι να πάρει μια ανάσα. Εκτός από την Ικαρία, θήτευε σε όλα τα ξερονήσια αρνούμενος να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Ένα πράγμα τον πονούσε ιδιαίτερα. Ολοκαύτωμα είχε γίνει η οικογένειά του. Ήταν γεγονός ότι μαζί με αυτόν υπέφεραν και τ’ αδέλφια του με ποικίλες μορφές διώξεων και ταλαιπωρίας. Έπρεπε όμως να μείνει στο μετερίζι του αγέρωχος χωρίς να χάσει τη μαχητικότητά του. Έτσι είχε μάθει. Δεν άντεχε να προδώσει τα πιστεύω του. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που δεν δημιούργησε οικογένεια. Ίσως να ήθελε έτσι να αφοσιωθεί στον αγώνα του χωρίς το άγχος αυτών που υποφέρουν μένοντας πίσω.
Αμέτρητες είναι οι μαρτυρίες από έγκλειστους αγωνιστές. Σε κάποιο άλλο αφιέρωμα δοθείσης ευκαιρίας θα επανέλθουμε.