Ανήσυχοι Μινωίτες, Σαρακηνοί, Ενετοί, Οθωμανοί, πειρατές, Φράγκοι, κατακτητές, Έλληνες. Πόσοι και πόσοι δεν πέρασαν και άφησαν το άρωμά τους…
Αυτή είναι η Κρήτη. Μυρωδιά από μπαρούτι, αίμα, θύμο και αντίταμο…
Εκεί που ο κόπος γίνεται γιορτή, και η γιορτή πόλεμος.
Στο πέρασμα των αιώνων πολλοί αγάπησαν τα χώματά της. Την απρόβλεπτη ομορφιά της, και τους απρόβλεπτους ανθρώπους. Και αυτή τους πρόσφερε άλλοτε απλόχερα και άλλοτε σφικτά τα αγαθά της και ένα κομμάτι γης να σκάψουν ή να λιάσουν το κορμί τους.
Αυτό το κράμα πολιτισμών και ανθρώπων αποτελεί την Κρήτη του σήμερα.
Ο δυτικός τρόπος ζωής, βρήκε τον τουρισμό που έφερε η ανάπτυξη, κρυμμένο σε πολύ ή λιγότερη παράδοση, στο φολκλόρ, σε πολύ συναίσθημα, πονηριά, χιούμορ, εγωισμό, φόβο, αντρειοσύνη και άλλα αντιφατικά στοιχεία όπως είναι και η ίδια η Κρήτη. Αντιφατική και απρόβλεπτη, έτσι είναι και οι άνθρωποί της. Η αλλαγή του τρόπου ζωής, έφερε πλούτη, εξωστρέφεια, φτώχια και εσωστρέφεια, και κάποιους βοσκούς με παραπανίσια κιλά, αλλά με ξένους βοηθούς.
Στην πιο όμορφη έκφραση της γιορτής της παράδοσης, της οικογένειας, της πίστης, της λεβεντιάς, του αντρισμού, της ίδιας της ζωής, μπροστά στο μνημείο θανάτου των πραγματικών παλικαριών και πατριωτών της Κρήτης, στα χαράκια του πιο όμορφου χωριού, στην σκιά της μαδάρας, στην σκιά του μνημονίου, της σαθρότητας της κοινωνίας, ήρθε το μαύρο μπλουζάκι και μπερδεύτηκε με το μαύρο πουκάμισο. Εκεί στην κορφή του αέρα, δίπλα στον αγιασμό του παπά Βασίλη, η Κρήτη, τελικά, δεν μπόρεσε να βαστάξει την λεβεντιά της.
Εκεί λύγιζε ο δρυγιάς σαν τον ραγιά που κρύβεται μέσα στον ηλιοκαμένο μπέτη.