Την αγωνιώδη προσπάθεια ενός Αυστραλού αξιωματικού να αποφύγει την αιχμαλωσία περιπλανώμενος στην κρητική ενδοχώρα μετά τη λήξη της Μάχης της Κρήτης αφηγείται ο νέος τόμος της σειράς Μαρτυρίες που εκδίδει η Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών.
Πρόκειται για το προσωπικό Κρητικό Ημερολόγιο του υπολοχαγού του Βασιλικού Αυστραλιανού Μηχανικού Len Frazer, ο οποίος μαζί με εκατοντάδες άλλους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων παγιδεύτηκε στην Κρήτη μετά τον τερματισμό της μάχης.
Κατά τους δώδεκα μήνες που ήταν φυγάς στην Κρήτη, ο Frazer κινήθηκε, με την υποστήριξη του τοπικού πληθυσμού, κυρίως στις επαρχίες του Σελίνου και του Αποκόρωνα. Από εκεί, τον Μάιο του 1942 ο «Γιάννης», όπως ήταν πλέον γνωστός, διένυσε απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων με την βοήθεια ντόπιων οδηγών και έφτασε στη Μεσαρά. Το τέλος της κρητικής του περιπέτειας ήλθε στις 6 Ιουνίου, όταν, από μια μυστική, όπως την ονομάζει ο ίδιος, παραλία της κεντρικής Κρήτης επιβιβάστηκε σε βρετανικό σκάφος με προορισμό την αιγυπτιακή ακτή.
Γεννημένος το 1908 σε εργατικό προάστιο της Μελβούρνης, ο Len Frazer είχε την ατυχία να χάσει νωρίς τον πατέρα του σε μία από τις φονικές μάχες του Δυτικού Μετώπου κατά την περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Παρά τις οδυνηρές συνέπειες της απώλειας αυτής, κατάφερε στα χρόνια που ακολούθησαν να πατήσει γερά στα πόδια του, να αποκατασταθεί επαγγελματικά ως πολιτικός μηχανικός και τοπογράφος και να αποκτήσει τη δική του οικογένεια. Όμως το παλιρροϊκό κύμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου επρόκειτο να τον παρασύρει μακριά.
Όταν η Αυστραλία μαζί με τη Βρετανία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία τον Σεπτέμβριο του 1939, ο Frazer δεν δίστασε να προσφέρει τις υπηρεσίες του. Τον επόμενο μήνα κατατάχθηκε εθελοντικά στις Ένοπλες Δυνάμεις της Κοινοπολιτείας, εκπαιδεύτηκε και με τον βαθμό του υπολοχαγού τοποθετήθηκε σε μονάδα του Βασιλικού Αυστραλιανού Μηχανικού.
Στις αρχές του 1941 πολεμά εναντίον των Ιταλών στη Βόρεια Αφρική και τον Απρίλιο του ίδιου έτους εναντίον των Γερμανών στην ηπειρωτική Ελλάδα, από όπου μερικές εβδομάδες αργότερα μεταφέρεται μαζί τη μονάδα του στην Κρήτη. Η επίθεση των γερμανών αλεξιπτωτιστών τον βρήκε στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού, στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων. Ο Αυστραλός αξιωματικός συμμετείχε στη βασανιστική οπισθοχώρηση των συμμαχικών προς τις ακτές του νότου, όπου και εγκλωβίστηκε μετά την απόσυρση του βρετανικού στόλου από την περιοχή. Μετά την απομάκρυνσή του από την Κρήτη το 1942, επέστρεψε στην Αυστραλία εν συνεχεία υπηρέτησε στην Παπούα, Νέα Γουινέα και στο Μπόρνεο. Μετά το τέλος του πολέμου επέστρεψε σπίτι του στη Μελβούρνη, όπου και πέθανε το 1968.
Την έκδοση του ημερολογίου επιμελήθηκε ο κοινωνικός ανθρωπολόγος και γιος του Αυστραλού υπολοχαγού Dr. Ian Leonard Frazer, γνωστός ήδη στο κοινό από την συμμετοχή του στην επιμέλεια της έκδοσης του 7ου τόμου της σειράς των Μαρτυριών, James De Mole Carstairs, Απόδραση από την Κρήτη. Ημέρες Πολέμου 1941. Η εκτενής εισαγωγή του συνδέει την διήγηση του πατέρα του με άλλες αφηγήσεις, όπως αυτή του Γιώργου Ψυχουντάκη, του γνωστού Κρητικού μαντατοφόρου, ο οποίος ήταν ένας από τους οδηγούς του Len Frazer κατά την πορεία του από τον Αποκόρωνα στη Μεσαρά, διαφωτίζοντας με αυτόν τον τρόπο τις πολύ συχνά αποσπασματικές καταγραφές του ημερολογίου.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στον πρόλογο, ο Len άρχισε να κρατά ημερολόγιο την 1η Ιουνίου 1941, όταν πλέον είχε σβήσει κάθε ελπίδα για εκκένωση του από τα πλοία του βρετανικού ναυτικού, ίσως επειδή αντιλαμβανόταν ότι επρόκειτο για την αρχή μιας εντελώς καινούργιας εμπειρίας. Καθώς οι μέρες γίνονταν εβδομάδες και οι εβδομάδες μήνες, συνέχισε την καταγραφή του, με μόνη διαφορά το ότι οι καταχωρήσεις γίνονταν συντομότερες και πιο συνοπτικές, οι πληροφορίες πιο επιλεκτικές. Έπειτα από μερικές εβδομάδες συνειδητοποίησε ότι δεν έπρεπε να καταγράφει ονόματα και τοπωνύμια και τα διέγραψε όλα. Μετά συνέχισε το ημερολόγιό του χρησιμοποιώντας το δικό του σύστημα στενογραφίας, εφευρίσκοντας συντομογραφίες στην πορεία. Συνέχισε να κρατά το ημερολόγιο έως ότου κατάφερε τελικά να διαφύγει από την Κρήτη τον Ιούνιο του 1942, μετά από δώδεκα μήνες περιπλάνηση. Οι σωματικές καταπονήσεις, η συναισθηματική φόρτιση, η αγωνία της καθημερινής επιβίωσης, ο φόβος της σύλληψης και, κυρίως, η επίμονη αναζήτηση τρόπου διαφυγής αποτυπώνονται στις σελίδες του, καθιστώντας τες σημαντικό τεκμήριο μιας σκληρής εποχής. Ίσως για αυτούς τους λόγους, όπως σημειώνει ο γιος του Ian: «Και στο σπίτι μιλούσε για την Κρήτη… θυμίζοντάς μας οικογενειακώς ότι, για λόγους που δεν πολυκαταλαβαίναμε, από τα πέντε χρόνια που βρισκόταν σε ενεργό υπηρεσία, το διάστημα που έμεινε στην Κρήτη ήταν το πιο σημαντικό για εκείνον». Τεκμήρια της ιδιαίτερης αυτής σχέσης συνιστούν, άλλωστε, και οι σταλμένες μεταπολεμικά από κρητικούς φίλους επιστολές που βρέθηκαν στο αρχείο του, σημαντικό «εργαλείο» για την κατανόηση πολλών δυσνόητων καταγραφών του ημερολογίου.
Από πλευράς ΕΚΙΜ, τον 13ο τόμο των Μαρτυριών επιμελήθηκαν οι: Κλαίρη Μιτσοτάκη, Ειρήνη Φουκαράκη και Κωστής Μαμαλάκης. Τη μετάφραση κειμένων στα ελληνικά έκανε η Ρόζμαρι Τζανάκη.