Ο Σύλλογος των Κατοίκων της Παλιάς Πόλης, έδωσε την ευκαιρία στους λάτρεις της πολιτιστικής παράδοσης του χαρισματικού αυτού τόπου, να παρακολουθήσουν μια σειρά από μουσικά και καλλιτεχνικά δρώμενα σε ιστορικά σημεία του κέντρου. Πολύχρωμα, φρέσκα μουσικά σύνολα και αξιόλογοι καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα, πλαισίωσαν το φεστιβάλ «Ημέρες Ρεθύμνου» με χαρά και αφιλοκέρδεια. Ένας από αυτούς, ήταν και ο Γεράσιμος Τσαγκαράκης.
Κρουστός με πολλές διακρίσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό, απόφοιτος του ωδείου Athenaeum, αριθμεί συμμετοχές με τα μουσικά σύνολα της Ε.Ρ.Τ., την Καμεράτα – Ορχήστρα Φίλων της Μουσικής, την Εθνική Λυρική Σκηνή, την Ορχήστρα των Χρωμάτων, την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών και άλλα. Έχει συνεργαστεί με την Ορχήστρα του Novosibirsk της Ρωσίας, το Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, τα σύνολα κρουστών «Σείστρον» και «ΤΥΠΑΝΑ», το σύνολο χάλκινων πνευστών MELOS BRASS και το σύνολο σύγχρονης μουσικής ERGON ENSEMBLE, ενώ υπήρξε μέλος της Ελληνο-Τουρκικής Ορχήστρας Νέων 2008 υπό τον Vladimir Ashkenazy καθώς και αναπληρωματικό μέλος της Παγκόσμιας Ορχήστρας Νέων 2011 και της Ορχήστρας Νέων της Ε.Ε. (2005, 2006, 2008). Υπότροφος του Ιδρύματος Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης, ο Γεράσιμος έχει συνεργαστεί με συνθέτες όπως ο αείμνηστος Νίκος Μαμαγκάκης και ο Γιώργος Κουμεντάκης, ενώ μαθήτευσε δίπλα στον Δημήτρη Δεσύλλα και άλλους σημαντικούς γι’ αυτόν δασκάλους σε Γερμανία (Markus Leoson – Ακαδημία FRANZ LISZT, Βαϊμάρη) και Ιταλία (Edoardo Albino Giachino – Accademia Nazionale S. Cecilia, Ρώμη). Ακόμα, είναι απόφοιτος Αγγλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος μετάφρασης από το Τμήμα Ξένων Γλωσσών Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου.
Ο ίδιος επιλέγει να δίνει παραστάσεις σε χώρους ενεργειακούς, με ιστορία αλλά και μέλλον. Ο κάποτε βενετσιάνικος ναός, είναι ένας τέτοιος χώρος. Μπήκε στο Τζαμί παίζοντας πάνω στο σώμα του, έπαιξε κρουστά και έφυγε πάλι παίζοντας στο σώμα του και στο πάτωμα, θέλοντας όπως μου είπε να συμβολίσει ότι ο ρυθμός είναι αέναος, δε σταματά ποτέ. Όπως και η μουσική άλλωστε. «Ο κρουστός δεν δεσμεύεται με ένα όργανο. Αυτό είναι το μαγικό. Μπορεί να παίξει με τα πόδια του, με το στόμα, στον τοίχο, μόνος του ή μέσα σε σύνολο, δυναμικά και μελωδικά κομμάτια, με 1, 2 ή και 3 μπαγκέτες σε κάθε χέρι».
Ξεκίνησε το βράδυ εκείνο να παίζει μέσα στο σκοτάδι, συνέχισε στο φως, έπαιξε με το αναβόσβημα μιας λάμπας και κατέληξε ξανά στο σκοτάδι. Κάπως έτσι φαντάστηκα και εγώ τη ζωή μας. Για εννέα μήνες ζούμε στο σκοτάδι, μετά βλέπουμε το φως της ζωής, αναβοσβήνουμε τη δική μας λάμπα τολμώντας, αγαπώντας, ρισκάροντας, κάνοντας τη ζωή μας πότε φωτεινή πότε σκοτεινή, ώσπου πεθαίνουμε και γυρνάμε ξανά στο σκοτάδι. Σκοτάδι που συχνά φοβούνται οι άνθρωποι. Κι όμως, είναι βαθύτερο το σκοτάδι που σε πλακώνει όταν το κορμί σου ζει μα τα όνειρα σου πεθαίνουν -ή στα σκοτώνουν άλλοι, όταν υπομένεις την αδικία, όταν δεν αντιδράς σε ό,τι σου τρώει την ψυχή.
«Φύγε, δε σε θέλω! Δε θέλω να μάθω βιολί, εγώ θέλω να μάθω κρουστά!», φώναζε ο 4χρονος τότε Γεράσιμος στην δασκάλα του σε ένα επεισοδιακού κλίματος αποτυχημένο μάθημα, με εκείνη να φωνάζει στους διαδρόμους «Παιντί τρελό, παιντί τρελό!». «Την επόμενη μέρα πήγαμε στη φιλαρμονική για να γραφτώ στη μπάντα», μου είπε. Γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κέρκυρα, ένα νησί με μεγάλη παράδοση στις μπάντες -αριθμεί πάνω από 20 και μάλιστα αυτοχρηματοδοτούμενες, ο Γεράσιμος επηρεάστηκε έντονα από τα μουσικά ερεθίσματα του τόπου του. Οι παραδοσιακές Κερκυραϊκές καντάδες, οι χορωδίες, οι μαντολινάτες, οι φιλαρμονικές και τα εκκλησιαστικά ακούσματα της χορωδίας του Αγίου Σπυρίδωνα -προστάτη του νησιού, είναι μόνο μερικά από αυτά. Οι περιφορές ακόμα των επιταφίων κάθε Μ. Παρασκευή και τα πρωινά του Μ. Σαββάτου, όπου εκτός της λιτάνευσης του ιερού σκηνώματος του πολιούχου Αγίου, το έθιμο ορίζει το πέταγμα των μπότηδων (πήλινων κανατιών) από τα παραθύρια.Η βαρκαρόλα που θυμάται, αφιερωμένη στην 11η του Αυγούστου -ημέρα λύτρωσης του νησιού από τους Τούρκους κατά την πολιορκία του 1716, έγινε βίωμα για τον Γεράσιμο ο οποίος μου μίλησε γι’ αυτήν. «Πρόκειται για μια αναπαράσταση της πολιορκίας του νησιού, που, μεταξύ άλλων, εικονίζει τους Ενετούς και Έλληνες υπερασπιστές του νησιού να πυρπολούν πλοία. Έφηβος ακόμα, στα πλαίσια σχετικής συναυλίας με την ορχήστρα ελαφράς μουσικής της φιλαρμονικής για τον εορτασμό, ήμουν πάνω σε μια βάρκα και έπαιζα μουσική κάνοντας τον γύρο του νησιού». Πόσα έχει να θυμάται, σκέφτηκα! «Στις παρελάσεις», συνέχισε περιγράφοντας μιαν άλλη ανάμνηση, «παίρναμε τις φιλαρμονικές από πίσω και εγώ πολύ μικρός τότε, έπαιζα δυνατά τα τύμπανα τόσο, που έσπαγαν και ο παππούς μου τα αγόραζε πια χονδρικής από το παιχνιδάδικο της γειτονιάς μας».
Όλα έδειχναν πως ο Γεράσιμος θα ασχολιόταν με τα κρουστά. «Οτιδήποτε κι αν ξεκινήσεις να κάνεις θα σου φανεί δύσκολο, μέχρι να βρεις τη φιλοσοφία του», μου είπε. «Εξελίσσεις κάτι, το νόημα όμως είναι να παίζω και να βγάζω εμένα. Εγώ κερδίζω το κοινό, εγώ το χάνω». Και καθώς η κουβέντα μας συνεχιζόταν, άρχισα να ζηλεύω τους μουσικούς. Γυρνούν τον κόσμο κάνοντας αυτό που αγαπάνε. Κι αν είναι τυχεροί, βιοπορίζονται από αυτό. Όταν λοιπόν ρώτησα τον Γεράσιμο σε ποια μέρη έχει ταξιδέψει και του ζήτησα να μου περιγράψει παραστάσεις στις οποίες είτε συμμετείχε είτε όχι που όμως τον συγκίνησαν πραγματικά, κατάφερε να κάνει το νου μου να τρέξει από το Νότο στο Βορρά, από το βουνό στη θάλασσα, από το μόνος στο μαζί. Από παιδιά που ζωγραφίζουν χωρίς δάκτυλα μέχρι έναν 84χρονο που παίζει ακόμα με απίστευτη ταχύτητα και ενέργεια όπως μου είπε, επισημαίνοντάς μου τη διαπίστωση, ότι ο άνθρωπος αυτός έχει ζήσει τουλάχιστον 2 πολέμους. Μέρη που 30χρονοι συνομήλικοί του ίσως δεν επισκεφτούν ποτέ. «Είναι πολλές αυτές οι παραστάσεις. Για μένα ένας πολύ επιβλητικός χώρος που έχω παίξει και μου γεννά συναισθήματα όποτε το επισκέπτομαι, είναι το Ηρώδειο. Παίζεις κάτω από τη σκιά της Ακρόπολης. Τι άλλο μένει να σου πω…; Είναι οι Δελφοί, όπου και παίζαμε ακριβώς πάνω σε ένα χείλος γκρεμού. Βλέπεις από κάτω τον Ομφαλό της Γης για τους Αρχαίους. Είναι το Zvartnots, ένας πρωτο-χριστιανικός ναός χτισμένος πάνω στα ερείπια ενός παγανιστικού ιερού, στους πρόποδες του όρους Αραράτ, στην πόλη Ερεβάν στην Αρμενία».
Γοητευτικό είναι ωστόσο, το πόσο πίσω μας πάνε τα κρουστά. Κι αν θέλεις να μάθεις από πού προέρχονται, μην περιμένεις ν’ ακούσεις μια χώρα μόνο ή μια ήπειρο. Εντάξει η Αφρική έχει μεγάλη παράδοση στα κρουστά, αυτό το ήξερες. Ίσως να ήξερες ακόμα για την Ασία, το Θιβέτ και τα μπολ φαγητού που χρησιμοποιούν, τα λεγόμενα jambati ή thadombati τα οποία σημαίνουν γι’ αυτούς φαγητό και επιβίωση, όμως συνάμα τρίβοντάς τα στο χείλος τους ή κρούοντάς τα παράγουν έναν συγκεκριμένο ήχο. Ήχος ο οποίος συμβολίζει γι’ αυτούς τον αέναο κύκλο της μετενσάρκωσης και είναι αναπόσπαστο κομμάτι του διαλογισμού τους. Και κάπου εκεί, θα συναντήσεις συνθέτες όλων των εθνικοτήτων, που γυρνούν τον κόσμο αναζητώντας πάντα νέους ήχους. Ήχους που κανένας συνθέτης δεν έχει πρωτύτερα εντάξει σε έργα του. Κι αν θα τους ζητήσεις να σου πουν κάτι παράδοξο, μικρό, που δεν το φανταζόσουν, ίσως επιλέξουν να σου πουν ότι η σφυρίχτρα ανήκει στην οικογένεια των κρουστών και όχι των πνευστών, όπως ας πούμε θα περίμενε κανείς.
Κρουστά υπήρχαν στην Αρχαία Ρώμη, στην Αίγυπτο και στην Αρχαία Ελλάδα. Κι αυτό το ήξερες. Έχεις σίγουρα δει ιστορικές ταινίες με έναν μισοντυμένο -ή μισόγυμνο άντρα να χτυπά κάτι πελώρια κυλινδρικά τύμπανα, taiko όπως λέγονται, μέσα σε Ιαπωνικά παλάτια. Κρουστούς να παίζουν τύμπανα, πιατίνια και κύμβαλα σε εορτασμούς και διάφορες άλλες τελετές. Τυμπανιστές να δίνουν σινιάλα στο στρατό σε μάχες επί Ναπολεόντειας περιόδου. Ρωμαίους να δίνουν στις γαλέρες τους εντολές πλεύσης χρησιμοποιώντας το ρυθμό των τυμπάνων και Άραβες να μεταχειρίζονται τύμπανα βαλμένα πάνω σε καμήλες, δίνοντας έτσι ρυθμό βαδίσματος στα καραβάνια. Στην Ευρώπη, όπως μου εξήγησε ο Γεράσιμος, τα περισσότερα κρουστά πέρασαν μέσω των Αράβων. «Έκαναν επιδρομές στην Ιβηρική μέσω της Οροσειράς των Πυρηναίων η οποία συνδέει Γαλλία- Ισπανία», προσθέτοντας επίσης πως πολλά κρουστά τα έφεραν οι Σταυροφόροι ως λάφυρα και ενθύμια από τους Αγίους Τόπους, ενώ μερικά άλλα όπως το ντέφι ή οι καστανιέτες εισήχθησαν από τις κάθε λογής τσιγγάνικες φυλές.
Ο κρουστός αυτός που είχα απέναντι μου, έχει συναναστραφεί με πολλούς μουσικούς, συνθέτες και ορχήστρες. Θα κρατήσω σκηνές από τη γνωριμία του με τον συνθέτη Γιώργο Κουμεντάκη πριν λίγα χρόνια, στα πλαίσια ανεβάσματος μιας παιδικής Όπερας («Το Αθόρυβο Πάτημα της Αρκούδας») στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του ιδρύματος Ωνάση, που αυτόματα έδωσαν εντολή στη φαντασία μου να πλάσει εικόνες. Μεταφέρθηκα λοιπόν σε ένα μικρό καφέ στο Θησείο και είδα δυο άντρες με διαφορά περίπου 25ετίας να έχουν μπροστά τους παρτιτούρες.
Παρεμπιπτόντως, οι παρτιτούρες των κρουστών πολλές φορές δεν είναι γραμμένες πάνω στο γνωστό σε όλους μας πεντάγραμμο. Υπάρχει μια ιδιαίτερη σημειογραφία που ο συνθέτης του κάθε κομματιού ορίζει εξ αρχής τι σημαίνει το κάθε σύμβολο που χρησιμοποιεί. Εξαιρούνται βέβαια τα μελωδικά κρουστά που γράφονται με συμβατική γραφή και σε κανονικό πεντάγραμμο. Επίσης, το παίξιμο των κρουστών δεν βασίζεται στον αυτοσχεδιασμό όπως θα περίμενε κανείς και τα μάτια του κρουστού πηγαίνουν συνήθως μισό μέτρο παραπέρα απ’ αυτό που ήδη παίζει. Σκέφτηκα λοιπόν, πως αυτό που τους έφερε και τους δυο σ’ εκείνο το καφέ, εκείνη την ημέρα, εκείνη τη χρονική στιγμή, ήταν η κοινή τους αγάπη για τη μουσική. Ο ένας απ’ αυτούς -ο Γεράσιμος, κουνούσε τα χέρια του σα να προσπαθούσε να περιγράψει κάτι. Αν ήταν βουβός κινηματογράφος, θα ήταν μάλλον μια αστεία σκηνή, σκέφτηκα χαμογελώντας. Αν δεν ήταν βουβός και πλησίαζες, θα άκουγες: «…-Εδώ γράφεις ινδικά κουδουνάκια. Ποιά λες, αυτά που έχουν πάνω παραστάσεις με ζώα ή το Βούδα; Μα αυτά λέγονται mandira ή kharatala κι έχουν πολλές χρήσεις, γιατί δε τα γράφεις με την ονομασία τους; –Που τα ξέρεις εσύ όλα αυτά;» Και με την απάντηση που του έδωσε ο Γεράσιμος, επέστρεψα και εγώ πίσω στο δικό μας τραπέζι.
Μου εξήγησε, ότι όλα αυτά τα έμαθε στην διάρκεια της έρευνας του προκειμένου να εκπονήσει το σύγγραμμά του «Πολύγλωσσο Λεξικό Μουσικών Όρων για τα Κρουστά Όργανα», το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει στα ράφια των βιβλιοπωλείων από τις Εκδόσεις Ορφέως του μουσικού οίκου Μάριου Νικολαΐδη. Σύγγραμμα που όπως μου είπε, «απευθύνεται σε εξειδικευμένο κοινό, δεν περιμένω να βγάλω χρήματα απ’ αυτό». Και εκεί ακριβώς σκέφτηκα ότι η προσφορά σε κάτι που πραγματικά αγαπάς, δεν κρύβει μέσα της -ή τουλάχιστον δεν θα ‘πρεπε, τη λέξη χρήμα. «Στα πλαίσια αυτής της έρευνας έμαθα θεωρητικά, επιστημονικά και ιστορικά στοιχεία γι’ αυτά που παίζω. Όταν ξέρεις ότι υπάρχουν λαοί σ’ αυτή τη γη που ακόμα και σήμερα πιστεύουν ότι κάποια κρουστά έχουν μαγικές ιδιότητες, δεν αντιμετωπίζεις το τύμπανο σαν ένα πράγμα άψυχο που απλά το κοπανάς. Μερικοί σκέφτονται μέχρι και τι μεμβράνη θα βάλουν σε αυτό, αν θα είναι από ερπετό, από αντιλόπη ή από κάποιο άλλο ιερό ζώο, δίνουν ψυχή σ’ αυτό το όργανο».
Με αφορμή αυτά του τα λόγια, τον ρώτησα: «Τα κρουστά έχουν πολύ ενέργεια και ένταση μέσα τους. Εσύ πώς το βιώνεις;».
«Κάθε φορά το βιώνω διαφορετικά. Δεν θα σου πω κατ’ ευθείαν για τη στιγμή της εκτέλεσης. Θα σου πω για τη διαδικασία της μελέτης που είναι η όλη μαγεία στο πράγμα. Εκεί χτίζεις σιγά-σιγά το αποτέλεσμα, βιώνεις όλα τα στάδια πριν τέλος, παρουσιάσεις κάτι στο κοινό και επικοινωνήσεις μαζί του μέσω αυτού. Πώς είδα τα τελευταία χρόνια τη διαδικασία αυτή; Θα αυτοερωτηθεί. Όλοι οι δάσκαλοί μου με προέτρεπαν να μάθω εκτός των άλλων και μερικά ωραία, μελωδικά κομμάτια. Αρνιόμουν. Τους έλεγα, σε μια εποχή που βρισκόμαστε υπό καθεστώς μνημονίων, δεν ξέρουμε αν θα μας λένε Ελλάδα ή Ελλαδιστάν, αν θα ‘μαστε Ρώσοι ή Κινέζοι, δεν μπορώ, την ενέργεια και την ένταση που έχω μέσα μου, την ίδια θέλω να έχουν και όσα επιλέγω να παίζω. Δεν μπορώ να μην επηρεάζομαι από το περιβάλλον μου».
Έτσι, διαπίστωσα ότι ο Γεράσιμος έχει τη μουσική για γλώσσα, δουλειά και χόμπι ταυτόχρονα. «Μια μουσική δεν χρειάζεται να περιέχει κρουστά για να με συγκινήσει. Τώρα θα ακούσω τη Λίμνη των Κύκνων, μετά θα ακούσω house ή dance ή ελληνική pop μουσική. Θα ασχοληθώ όμως με τα κρουστά σίγουρα 5-6 ώρες ημερησίως. Πολλές φορές νιώθω εκείνες τις ώρες μόνος. Έχω βέβαια παρέα μου νότες. Είμαι σε έναν άλλο κόσμο κι αυτό είναι συγχρόνως το ωραίο. Δεν πρέπει όμως όσο κι αν σ’ αρέσει ή σε απορροφά κάτι να ξεπερνάς τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αυτού και της προσωπικής ή κοινωνικής σου ζωής».
Ολοκληρώνοντας στο μυαλό μου το κεφάλαιο κρουστά για τον Γεράσιμο, ήθελα να μάθω για ‘κείνον τον μουσικό που δεν παύει να είναι ένας απλός άνθρωπος όπως όλοι οι άλλοι. Για το ίδιο πάντα άγχος που έχει μπροστά σε κοινό, για τις αξίες που τον συντροφεύουν όσο μεγαλώνει, γιατί δεν ξέρω τελικά αν μαζί μας αλλάζουν κι αυτές. Ήθελα να μάθω τι είδους κοπέλες ερωτεύονται οι μουσικοί και κάτι ακόμα: Αν ξέρει ποιό σκοπό ήρθε να εκπληρώσει σ’ αυτό τον κόσμο η δική του ύπαρξη. Ξεκινώντας από την πρώτη λοιπόν ερώτηση, μου απάντησε: «Είναι κάτι που το δουλεύεις με τον καιρό και ποτέ δεν θα σταματήσεις να το δουλεύεις όσο μεγάλος κι αν είσαι, όσο κι αν έχεις παίξει. Νιώθεις εκτεθειμένος, σαν κάποιος άλλος να σε έπιασε και να σε τοποθέτησε μπροστά σε ένα κοινό, σαν να μην πήγες μόνος σου. Άλλος σε ηχογραφεί, άλλος περιμένει στη γωνία να σε θάψει». Συνέχισε λέγοντας μου ότι η υπομονή είναι γι’ αυτόν μεγάλη αρετή. Το να είσαι πιστός στην δική σου ηθική, όποια κι αν είναι αυτή, επίσης. Ανέφερε έννοιες όπως θέληση, προγραμματισμός, μεθοδικότητα, χιούμορ και χαμόγελο. Βέβαια, το τελευταίο σκέφτηκα καμιά φορά πως το ξεχνάμε, πως πάει καιρός που το χαρίσαμε ή μας το χάρισαν και συνηθίσαμε την απουσία του. Όμως, κανένας δεν έχει περισσότερο ανάγκη ένα χαμόγελο, από εκείνον που δε μπορεί να το δώσει. Μου μίλησε στη συνέχεια για τους έρωτες, μου είπε ότι πολλές σχέσεις μεταξύ μουσικών, λογοτεχνών, ηθοποιών και άλλων, συνάπτονται προκειμένου να εκμεταλλευτεί ο ένας τις γνωριμίες του άλλου, ότι φυσικά και δεν ερωτεύονται απαραίτητα μουσικούς οι μουσικοί και ποιητές οι ποιητές. «Θα ήθελα η κοπέλα μου να αισθάνεται περήφανη γι’ αυτό που κάνω και γι’ αυτό που είμαι. Σε μια σχέση πρέπει να δίνεις αλλά να μην ξεχνάς και να παίρνεις. Να επικοινωνείς, να δίνεις χρόνο στη σχέση, στα συναισθήματα».
Κάπου εκεί μπλέχτηκε και μια μακάβρια ίσως ερώτησή μου. «Αν μπορούσες να διαλέξεις το τελευταίο τραγούδι που θα άκουγες στη ζωή σου, ποιο θα ήταν αυτό;» Μου είπε πως θα ήταν το «Let it be» των Beatles ή το απόσπασμα «Trauermarsch» του οπερατικού έργου «Götterdämmerung» που σημαίνει «Το λυκόφως των Θεών», του Richard Wagner. Θα πρέπει να τα ακούει κάθε πρωί που ξυπνά, σκέφτηκα μετά από καιρό, όταν άκουσα έναν τραγουδοποιό σοφά να λέει πως ότι απομένει απ’ τη ζωή είναι μια μέρα.
Στην προ-τελευταία μου συνεπώς ερώτηση περί υπάρξεως και σκοπού, η αλήθεια είναι ότι περίμενα την συνήθη απάντηση των μουσικών. «Δεν φαντάζομαι τη ζωή μου χωρίς μουσική», «γεννήθηκα για να παίζω» και άλλα συναφή, που μπορεί να ίσχυαν και στην δική του περίπτωση, όμως εκείνος μου απάντησε: «Σήμερα παίζω μουσική, αύριο μπορεί να μου τύχει κάτι σοβαρό, π.χ. ένα ατύχημα ή να υπάρχει ανάγκη να κάνω μια άλλη δουλειά για να ζήσω και να μην παίζω. Γι’ αυτό άλλωστε σπούδασα κάτι που δεν είχε άμεσα να κάνει με την μουσική. Δεν μπορείς να ξέρεις για ποιο σκοπό γεννήθηκες. Εκτός κι αν δογματικά έχεις μπει σε κάποιο καλούπι, ακόμα κι άθελά σου, όπως συχνά μπαίνουν οι γιοί αθλητών, οι γιοί πολιτικών και άλλοι. Όποιες αποφάσεις παίρνεις όμως, πρέπει να τις στηρίζεις μέχρι τέλους, να δίνεις σε ό, τι κάνεις ένα κομμάτι του εαυτού σου». «Αλλιώς δεν είσαι εσύ που το έκανες», θα τον συμπληρώσω. «Ήρθα σίγουρα για να κάνω καλύτερους τους άλλους και να γίνομαι και εγώ καλύτερος μέσα απ’ αυτούς. Πάντα με το δικό μου τρόπο», συνέχισε και ολοκλήρωσε έτσι τη θέση του.
Μετά από αυτές του τις κουβέντες, σκέφτηκα ότι όλα τελικά είναι ρευστά, κάποια πράγματα δεν έγιναν επειδή δε σου ταίριαξαν, σε άλλα δεν ταίριαξες εσύ. Σήμερα θες να σπουδάσεις κάτι, αγαπάς κάτι, σε πονάει κάτι. Αύριο όμως ίσως έχεις αλλάξει, κι είναι ανθρώπινο να αλλάζεις. Διαφορετικά θα ήσουν ένα ζευγάρι μάτια και χρώμα δεν θα άλλαζες ποτέ. Η πίστη σου σε όσα κάνεις, σε όσα δεν μπορείς να κάνεις και σε όσα δεν θα έκανες αν δεν είχες αυτούς που είχες πλάι σου, κάνουν τα ζευγάρια μάτια του κόσμου λαμπρά να φαίνονται. Λαμπρά να είναι.
Υποσημείωση: Τα μουσικά και ιστορικά στοιχεία που αναφέρονται στο παραπάνω κείμενο, αντλήθηκαν στο σύνολο τους από την συνέντευξη που μου παραχώρησε ο ίδιος ο Γεράσιμος Τσαγκαράκης.