Του ΣΠΥΡΟΥ Μ. ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ*
Στις 16 Απριλίου 1938, πριν από 83 χρόνια, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Αθήνας «Φωνή της Κρήτης» ένα έμμετρο κείμενο με τίτλο: Ένας παλαιός Τουριστικός Οδηγός και υπότιτλο: Το Ρέθυμνο της άλλοτε.
Επρόκειτο για ένα στιχούργημα, το οποίο χρονολογείται από το έτος 1740 (έτος εγείρας 1155) και, «έποιήθει ύπό Άρμενίου τινός χρυσοχόου, τόν όποίο δολοφονηθέντα καί άνευ κληρονόμου όντα, έκληρονόμησε το Ίεροδικείον». Το γεγονός εντοπίζεται και σε μεταφρασμένα οθωμανικά έγγραφα όπου γίνεται αναφορά ότι είχε περιέλθει στο Οθωμανικό Δημόσιο, η περιουσία «τού έν βαρουσίω Ρεθύμνης φονευθέντος Άρμενίου χρυσοχόου Άβρο». (Μετάφραση Τούρκικων Ιστορικών Εγγράφων του Ν. Σταυρινίδη (α’ τόμος/σελ. 91) ο οποίος διευκρινίζει ότι η λέξη βαρούσι ή βαρόσι έχει ουγγρική προέλευση και σημαίνει «προάστιο» ή «την έξω από τα τείχη συνοικία»).
Το στιχούργημα αποτελείται από 56 δεκαπεντασύλλαβους στίχους, σε διπλή ομοιοκαταληξία και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία περιγραφή των κάθε λογής μαγαζιών του Ρεθύμνου της εποχής εκείνης, αναφέροντας πέρα από τους ιδιοκτήτες με τα εμπορεύματα ή τις υπηρεσίες που πρόσφεραν και αρκετές από τις γειτονιές όπου βρισκόταν τα μαγαζιά τους. Ένας πραγματικός θησαυρός, μια σπάνια μαρτυρία της αγοράς, του εμπορίου και του εμπορικού κόσμου γενικότερα.
Από το στιχούργημα δε, μαθαίνουμε ότι ζούσαν στην πόλη πέραν των Οθωμανών και των Ελλήνων, επίσης Αρμένιοι, Εβραίοι και αφρικανοί ενώ, πολλοί από τους εμπόρους, στο κείμενο, φέρουν επίθετα που δηλώνουν τον τόπο καταγωγής τους, κρητικό ή μη. Υπήρχαν ένας Χανιώτης, ένας Αλή Γερανιώτης (από το χωριό Γεράνι) κι ακόμη, ο Γιοσούφ Σκεντέρ (ο Αλεξανδρινός), ο Σταμπολής (ο Κωνσταντινοπολίτης), ο Σέφερης ο Κονιαλής (από το Ικόνιο), ο Εβραίος Σαμαλήκ και ο Αρμένης Αρτίν που δεν είναι άλλος από τον ποιητή μας.
Ο ποιητής και η γλώσσα
Η ρίμα στο ποίημα είναι γραμμένη στα ελληνικά, στην ιδιωματική ντοπιολαλιά και γεμάτη από οθωμανικές λέξεις, που πολλές παραμένουν ως τις μέρες μας με παραλλαγές και αλλοιώσεις ή αντιδάνεια. (σ.σ. Σε τούτο το άρθρο και για την διευκόλυνση του αναγνώστη με έντονη γραφή Bold είναι οι αρχικοί στίχοι, ενώ μέσα σε αγκύλες η αναγκαία επεξήγηση ίσως και σε βάρος της ομοιοκαταληξίας). Όσο για την ιδιομορφία του ιδιώματος που είναι γραμμένο τούτο το τραγούδημα, μάλλον αντιπροσωπεύει την αργκό της αγοράς, την γλώσσα του εμπορίου της εποχής, που κάνει ευκολότερη την συνεννόηση στις καθημερινές συναλλαγές. Ο λόγος που μας κάνει να πιστεύουμε σχεδόν μετά βεβαιότητας ότι δημιουργός του στιχουργήματος είναι ο Αρμένης χρυσοχόος Αρτίνι ή Αρτίν είναι ότι αναφέρεται δύο φορές μέσα στο ποίημα και μάλιστα, σε μια ιδιοτελή παραχώρηση προς τον εαυτό του, έχει διαθέσει επτά στίχους για να περιγράψει την ποικιλία του εμπορεύματός του.
Κουγιούμ αλτούν, κουγιούμ κιουμούς κουγιούμ μπαγά με τας / θέλεις Ζουμπρούτ, θέλεις χακκίτ, θέλεις ζαφίρ κι’ ελμάσι / θα βρης στ’ Αρμένη του Αρτίν πούνε στο Μειντάνι / με τον Οβριό το Σαμαλήκ έχουνε το ντουκιάνι. (Δακτυλίδια χρυσά, δακτυλίδια αργυρά, δακτυλίδια κοκάλινα με πέτρα / θέλεις πολύτιμους λίθους, θέλεις από αχάτη, θέλεις ζαφείρι και διαμάντι / θα βρεις στ’ Αρμένη του Αρτίν πούνε στη πλατεία / με τον Εβραίο το Σαμαλήκ, έχουνε το κατάστημα).
Τα γιαταγάν το κιομούς στ’ Αρμένη του Αρτίνι / τσιμπούκια με το Κεχριμπάρ αυτός καλά σου δίνη. Στεπί με κόκκα γιούσουρου κίτρινο κεχριμπάρι / ο Κουλαζίζ ο Κιολτζής αυτός θα σου το πάρη. (Τα γιαταγάνια τ’ ασημένια στ’ Αρμένη του Αρτίνι / τσιμπούκια με το κεχριμπάρι, αυτός καλά σου δίνει. Κομπολόι με ξύλο σπάνιο από γιούσουρι, κίτρινο κεχριμπάρι /ο Κουλαζίζ ο ταχυδρόμος, αυτός θα σου το πάρει).
Ασφαλώς θα ήταν εντυπωσιακό το κατάστημα που είχαν συνεταιρικά ο Αρτίν με τον Σαμαλήκ στο μεϊντάνι (Πλάτανο). Η δε αναφορά: «ο Κουλαζίζ ο ταχυδρόμος, αυτός θα σου το πάρει» προφανώς παραπέμπει σε μια πολύ πρώιμη και πρωτοπόρα για την εποχή, διαδικασία πώλησης με ταχυδρομική αποστολή, κοινώς courier(!).
Συνοικίες και τοποθεσίες
Στο έμμετρο κείμενο εντοπίζονται πολλά ονόματα συνοικιών και τοποθεσιών όπως ακούγονταν το 1740 στο Ρέτιμε (Ρέθυμνο_.
1) Βενετσιάνου το Τσεσμέ. Είναι η κρήνη Rimondi ή βρύση του Βενετσιάνου ή βρύση στον Πλάτανο ή Μεγάλη βρύση.
Να πιής καββέ (καφέ) στου Χάκκαλη, σε φαρφουρί (πορσελάνινο) φλυτζάνι / στου Βενετσάνου το Τσεσμέ (τη βρύση), ίσκιο πολύ που κάνει.
2) Κουμ-καπί. Είναι η γνωστή σε όλους Πόρτα της Άμμου.
Σαν θα σε πιάση ντιχ-αγρήρ να πάρης Χαβλιζάνι / στο Κουμ-Καπί θε να το βρής στ’ Ακτάρη του Μερτζάνη. (Σαν θα σε πιάσει πονόδοντος να πάρεις Χαβλιζάνι* / στης Άμμου τη Πόρτα θε να το βρεις, στο φαρμακοποιό Μερτζάνη). (* Χαβλιδζάν: πρόκειται για το φυτό Άκορον, του οποίου η ρίζα έχει φαρμακευτικές και αρωματικές ιδιότητες).
3) Χεϊτάν τσαρσί. Η «αγορά του διαβόλου» Ένας στενός δρόμος πλάτους τριών μέτρων παράλληλος με τα μπιτσκτσίδικα (μαχαιράδικα).
Μπουγάτσα με γερλή πεϊνήρ και κιμαλή μπουρέκι / θα βρής στο Χεϊτάν τσαρσί εις του Χατζή Πελτέκη. (Μπουγάτσα με ντόπιο τυρί και με κιμά μπουρέκι / θα βρεις στην «διαολο-αγορά» στου Χατζή Πελτέκη).
4) Τσίτου–μαχαλεσί. Συνοικία κοντά στο Καμαράκι.
Εις το Τσίτου μαχαλεσί Μαρίνος ο Κουτσάφτης / κάνει βουτσιά-ντινέλ, σιγλιά στόφες, του μύλου αδράχτι. (* βουτσιά =ξύλινα βαρέλια. Ντινέλ-σιγλιά=μεγάλα ξύλινα δοχεία για αποθήκευση δημητριακών/ντίνα. Μύλου αδράχτι=ο ξύλινος κεντρικός άξονας των νερόμυλων).
5) Μπουγιούτ πηγάδα. Μεγάλο πηγάδι πιθανότατα κοινής χρήσης. Ίσως να πρόκειται για το πηγάδι λίγα μέτρα μέσα από την Μεγάλη Πόρτα. Εκεί υπήρχε ένας φούρνος ενώ, υπήρχε κι άλλος φούρνος που έψηνε μόνον φαγητά.
Στου φουρουτζή Σαϊτ ογλού εις τη μπουγιούκ πηγάδα / χασίκ εκμέκ, χαρτίκ εκμέκ, ντάους και παξιμάδα. (Στου φούρναρη Σαϊτ-ογλού στην μεγάλη πηγάδα / λευκό ψωμί, πιτυρούχο ψωμί, αρτουλάκια και παξιμάδα).
Στου μπουρεξί Αλή Μεχμέτ πούνε στο καρακόλι / να ψήσης το γιουβέτσι σου να φας εις το περβόλι. (Στο φούρνο για φαγητά τ’ Αλή Μεχμέτ, πούνε στο καρακόλι* / να ψήσεις το γιουβέτσι σου να φας εις το περβόλι). (* Καρακόλι: Δεν είναι γνωστή η περιοχή εκτός αν ταυτίζεται με το «Καραούλι» τον Σταθμό των Γενιτσάρων).
6) Τόπ-Αλτί. Είναι τοποθεσία σε «απόσταση βολής κανονιού» από την Φορτέτζα, έξω από τα όρια της πόλης προς τα Ανώγεια. (Ο παράξενος αυτός τρόπος καθορισμού μιας περιοχής, συναντιέται και σε έγγραφο του 1672 «εις το επί τούτης καταρτισθέν οροθεσιακόν έγγραφον» (ΜΤΙΕ τομ. Β’ του Ν. Σταυρινίδη).
Στου Κερήμ στο Τόπ-αλτί απούχει το μπεγίρι (άλογο) / να δώσης τη φοράδα σου το σόι του να σπείρη.
Εις του Σεκήρη του ναλπάτ (πεταλωτή) να τήνε πεταλώσης / στου σαμαρτζή του Μπαλαλή να τήνε σαμαρώσης.
Τορπάδες και καζίλ αργάν εις του Μουτάφ Μπιμπίκι / Γκιουλάρ, ον-ικί καθιό μοσκιά το Μπασιλίκι. (Σάκους τρίχινους και τρίχινα σχοινιά στον σχοινοποιό Μπιμπίκι /
και καπίστρια και με δώδεκα σιρίτια δερμάτινο χαλινάρι).
Εμπόριο και εισαγωγές
Στην αγορά του Ρεθύμνου έβρισκες την εποχή εκείνη αρκετά εισαγόμενα εμπορεύματα. Μερικά από αυτά δεν υπήρχαν καθόλου στην Κρήτη, ενώ αλλά είχαν μειωμένη παραγωγή. Παίρνουμε πληροφορίες για την τροφοδοσία του εμπορίου με αιγυπτιακό ρύζι, περσικό καπνό, κουκιά από την Σμύρνη, κριθάρι από την Βεγγάζη, βούτυρο από την Τέρνα (=λιμάνι της Β.Αφρικής), σιτάρι από την Κομοτηνή, ζώνες από την Δαμασκό, φέσια από την Τύνιδα, δέρματα από το Αξάρι (=πόλη της Μ. Ασίας).
Μπακλά Σμυρλή νοχούτ-φασούλ θα βρης εις του Τοπάλη / τζονάκ μπουλιούκ τορλού τουρλού θα βρης εις του Καράλη. (Κουκιά Σμύρνης και ρεβίθια θα βρεις στου Τοπάλη / πιατικά μεγάλα λογιών-λογιών θα βρεις στου Καράλη).
Αρπά μπεγιάζ Μπιγγαζλή Μπογδά τσι Γκιουμουλτζίνας / θα βρής εις του Σκεντέρ Γισούφ του γιου της Αραπίνας. (Κριθάρι λευκό της Βεγγάζης και στάρι της Κομοτηνής / θα βρεις στου Αλεξανδρινού Γισούφ, του γιου της Αραπίνας).
Ηπέκ μιλάγια μπιριντζή θα βρής εις του Φαφούλι / και ζώνη του Ταραμπουλούς και φέσι του Τουνούσι. (Καλύπτρα προσώπου πρώτης ποιότητος θα βρεις στου Φαφούλι / και ζώνη από την Συρία και φέσια από την Τύνιδα).
Πιπέρ-κανέλλα-τζεντζεφίλ, Ντεβίζ-μοσχού, Σακκίζι / εις το Γιαλί-μαχαλεσί θα βρής στου Ιμανζλιζι. (Πιπέρι, κανέλλα, πιπερόριζα, μοσχοκάρυδο, μαστίχι / εις την συνοικία Γιαλί θα βρεις στου Ιμανζλίζι).
Εμπορικά και καταστήματα
Στο στιχούργημα αναφέρονται 32 εμπορικά ή καταστήματα που προσφέρουν υπηρεσίες και καλύπτουν το σύνολο των αναγκών της μικρής πόλης.
Στου τσοχατζή Εφλέντ Σαλή, τσοχά και φέρμελη καλή / ηπέκ μεντίλ, ηπέκ μποξά και φερετζέ στου Σταμπουλή. (Στον έμπορο τσόχας Εφλέντ Σαλή, τσόχα και κόκκινη τσόχα καλή / μεταξωτό μαντίλι, μεταξωτό μποξά και φερετζέ στου Σταμπουλή).
Τσισμέδες σαριλίδικους με Αξαρλή τομάρι / ο Σέφερις ο Κονιαλής κάνει χωρίς ξαμάρι.
(Στιβάνια χανουμισσών κίτρινα, με το δέρμα από το Αξάρι / ο Σέφερις απ’ το Ικόνιο, κάνει χωρίς ξαμάρι*). (*ξαμάρι= χωρίς να παίρνει μέτρα, «με το μάτι» γιατί προφανώς δεν επιτρεπόταν να αγγίξει τα πόδια της χανούμισσας).
Σαλβάρ, Με-τάν, τοσλούκ και αραμπή σαρίκι / να ράψης στου Μουλά τερζή απούχει μερακλίκι. (Βράκα, σάκο, κάλτσες κι αραβικό σαρίκι / να ράψεις στο Μουλά το ράφτη, που έχει πολύ μεράκι).
Απ’ ότι φαίνεται στην αγορά δούλευαν μόνον άνδρες, με εξαίρεση μια Φεριντά και μία Νενέ.
Στο Μασταμπά μαχαλεσί θα βρής κιουζέλ παστέλι / του κιορ αράπη η Νενέ τα κάνει με το μέλι. (Στου Μασταμπά τη συνοικία θα βρεις ωραίο παστέλι / του τυφλού αράπη η Νενέ (μάνα), τα κάνει με το μέλι).
Τα λεμπλεμπί η Φεριντά εις το Ισσάρ τα κάνει / και με το ζάρφι τα πουλεί κάτω στο Μειντάνι. (Τα στραγάλια η Φεριντά, στη Φορτέτζα κάνει / και με το μπρούτζινο ποτήρι* τα πουλάει, κάτω στο Μεϊντάνι). (*το μπρούτζινο ποτήρι, το χρησιμοποιούσε για δοσομετρητή).
Εστιατόρια και καφενεία
Ένας κάτοικος ή ένας επισκέπτης στο Ρέθυμνο του 1740 θα μπορούσε να φάει στα εστιατόρια (ατζίδικα), πιλάφι, κεμπάπ-καπαμά, κρέας με σπανάκι και μουχλιγέ (είδος χόρτου, σαν δυόσμος) μαγειρεμένα με βούτυρο ή σμυρναίϊκα κουκιά ή ρεβίθια.
Να φας πιλάφι στου Νουρλή με Μισιρλή περίντζι / να πιής νερό στο Ιμαρέ να παίξης στο κιλίντζι. (Να φας πιλάφι στου Νουρλή με αλεξανδρινό ρύζι / να πιεις νερό στα συσσίτια να παίξεις με το χαρτί (τράπουλα).
Στ’ ατζίδικο του Μουχαρέτ να φας μαγερεμένα / κρέας-σπανάκι και μουχλιγέ μου σούτ-γιαγί τσι Τέρνας. (Στο εστιατόριο του Μουχαρέτ να φας μαγειρεμένα / κρέας, σπανάκι και μουχλιγέ (αρωματικό χόρτο) με βούτυρο απ’τη Τέρνα).
Στα καφενεία πρόσφεραν τον καφέ σε φλιτζάνια από κινέζικη πορσελάνη (φαρφουρί), ενώ μπορούσες να καπνίσεις βαρύ ή ελαφρύ καπνό σε θαυμάσιους ναργιλέδες.
Ουζούν τζιμπούκι θα το βρης με κεχριμπάρ αγίζι / στου σεβταλή του μποϊλή ορτάκι του Χαφίζι. (Μακρύ τσιμπούκι θα το βρεις με επιστόμιο κεχριμπάρι / στου σεβνταλή του υψηλόσωμου, συνέταιρο του Χαφίζι).
Θα βρής καπνό γιαβάσικο εις του κιτζή Χανιώτη / και σέρτικο καμπάδικο στ’ Αλή του Γερανιώτη. (Θα βρεις καπνό ελαφρύ στον καπνοκόφτη τον Χανιώτη / και σέρτικο χονδροκομμένο στ’Αλή του Γερανιώτη).
Το τουμπεκί τ’ Ατζέμικο (περσικό) εις του Φαφούλ τσαούσι / τσοι ναργιλέδες του Σεφκή τσοι κάνουνε γιουρούσι. (ανάρπαστους).
Τελικά, τούτο το έμμετρο φαντάζει ως μια προσχεδιασμένη ποιητική διαφήμιση της αγοράς του Ρεθύμνου, που γράφτηκε για να απαγγελθεί ή να διαβαστεί κάποια στιγμή και προφανώς απευθυνόταν όχι μόνον στους κατοίκους της πόλης, αλλά και σε αυτούς των γύρω περιοχών και υποψηφίους αγοραστές. Άλλωστε ο δεκαπεντασύλλαβος, τονισμένος στο γνώριμο μοτίβο της μαντινάδας, έδινε την ευκαιρία της αποστήθισης ή έστω της τμηματικής προφορικής αναμετάδοσης. Τον λόγο στην συνεχεία είχαν οι τελάληδες.
Μία πολύτιμη πηγή…
Η πηγή μας για την δημοσίευση αυτού, του ιστορικά πολύτιμου ποιήματος, ήταν το άρθρο: «Μία σπάνια μαρτυρία για το Ρέθεμνος του 1740» που δημοσίευσε ο Μανόλης Α. Παπαδογιάννης στο περιοδικό ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ο Πυρφόρος (τ. 36/σ.317). Ένα τριμηνιαίο κρητικό περιοδικό, ιδιοκτησίας Ελ. Γ. Δαφέρνου, το όποιο κυκλοφορούσε από τα μέσα της 10ετίας του ‘70 στην Αθήνα με συνδρομές. Ο συντάκτης, προχώρησε σε μια λεπτομερή και σε βάθος έρευνα παραθέτοντας μια πληθώρα πολύτιμων στοιχείων. Όσα δε αναφέρονται, θέλουν προσεκτική ανάγνωση και πολλή φαντασία και μπορούν να μας «ταξιδέψουν» στην ζωή, την κίνηση, την καθημερινότητα και την εμπορική δραστηριότητα στο Ρέθυμνο του 1740, στο μεϊντάνι και στις γειτονιές του.
….. και μία επέτειος.
Είναι γεγονός ότι από τότε που υπάρχουν κοινωνίες, υπάρχει και το εμπόριο. Τρέφεται από αυτές αλλά και τις τρέφει. Και στο πέρασμα των εποχών το εμπόριο ανθεί αλλά και πέφτει σε ύφεση, παραμένει στάσιμο αλλά και ανακάμπτει, κινδυνεύει, προσαρμόζεται, διαφοροποιείται, αναμορφώνεται. Και οι άνθρωποί του (οι έμποροι, οι βιοτέχνες κλπ), σαν αέναο μελίσσι διαχρονικά το υπηρετούν, ζουν απ’ αυτό και γι’ αυτό, εισπράττουν και πληρώνουν. Και προσπαθούν για το καλύτερο. Το δικό τους, της τάξεως τους και τελικά της ίδιας της κοινωνίας. Όπως πριν από 65 χρόνια -σαν σήμερα- που έγιναν τα εγκαίνια λειτουργίας του Υποκαταστήματος του Τ.Ε.Β.Ε. Ρεθύμνου. Για το σπουδαίο αυτό γεγονός διαβάζουμε στην Εφημερίδα Κρητική Επιθεώρησις (φ. 27/11/1956) άρθρο με τίτλο: Τ.Ε.Β.Ε. Τα εγκαίνια του διαμερίσματος Ρεθύμνης. «Την παρελθούσαν Κυριακήν άφίκετο (έξ Αθηνών) είς τήν πόλη μας ο Πρόεδρος τού ΤΕΒΕ κ. Γ. Λαμπρινάκος, ο όποίος παρέστη είς τα έγκαίνια του νεοϊδρυθέντος διαμερίσματος του ΤΕΒΕ του Ν. Ρεθύμνης. Τούτον ύποδέχθησαν είς το Πέραμα οι πρόεδροι τών έπαγγελματιών και βιοτεχνικών όργανόσεων. Άπό το Ήράκλειον ο κ. Λαμπρινάκος συνοδεύετο ύπό του συμβούλου του ΤΕΒΕ κ. Χαλκιαδάκι καί του Προέδρου της Όμοσπονδίας έπαγγελματίων καί βιοτεχνών Ήρακλείου κ. Ζερβού. Έκ Χανίων άφίχθησαν να τόν προϋπαντήσουν έκπρόσωποι έπαγγελματιών καί βιοτεχνών, ο Προϊστάμενος τού διαμερίσματος Χανίων κ. Τσούγγαρις και ο νεοτοποθετηθείς Διαμερισματάρχης Ρεθύμνης κ. Βαρδουλάκις. Μετά την άφιξίν των, περί ώραν 11 π.μ. προσήλθον είς τα γραφεία του ΤΕΒΕ ο Νομάρχης Ρεθύμνης κ. Σταματιάδης είτα δε έψάλη άγιασμός μετά το πέρας τού όποίου προσεφώνησε τον Πρόεδρον τού ΤΕΒΕ ο Πρόεδρος της Όμοσπονδίας Έπαγγελματιών και τέως Σύμβουλος του ΤΕΒΕ κ. Σπύρος Μ. Θεοδωράκης… (σ.σ. Πρόκειται για τον παππού του συντάκτη του παρόντος άρθρου). Μετά τούτα ώμίλησεν ο νεοδιορισθείς Διαμερισματάρχης Ρεθύμνης κ. Βαρδουλάκις εύχαριστήσας διά τήν προσγενόμενην είς αύτόν τιμήν και την εμπιστοσύνην τής όποίας έτυχε διά τής άναθέσεως είς αύτόν της διοικήσεως του άσφαλιστικού διαμερίσματος Ρεθύμνης».
Θα πρέπει να τονιστεί ότι η λειτουργία του παραρτήματος στο Ρέθυμνο τότε, ήταν ένας άθλος και το αποτέλεσμα κόπων και προσπαθειών μιας μικρής ομάδας Ρεθεμνιωτών που καθοδηγούμενοι από τον Σπύρο Θεοδωράκη, ο οποίος είχε διατελέσει εκλεγμένο μέλος της 12μελους διοικούσας επιτροπής του ΤΕΒΕ στην Αθήνα, πίστεψαν στην σπουδαιότητα του Ταμείου και την ανάγκη ενδυνάμωσής του με νέα μέλη και βάλθηκαν να μεταλαμπαδεύσουν το ίδιο πνεύμα σε όσους περισσότερους επαγγελματίες μπορούσαν στο Ρέθυμνο και στα χωριά (κυρίως κεφαλοχώρια), όπου έπιαναν ένα-ένα τους επαγγελματίες και προσπαθούσαν να τους πείσουν για το πόσο σημαντικό ήταν, έστω κι από το υστέρημά τους, να πληρώνουν τη μηνιαία εισφορά τους, για να έχουν μια σύνταξη στο τέλος του εργασιακού τους βίου. Αρχικά, με δικά τους έξοδα, είχαν νοικιάσει ένα μικρό μαγαζί στο τέλος της οδού Αραμπατζόγλου για να λειτουργήσει υποτυπωδώς σαν γραφείο-παράρτημα του υποκαταστήματος Χανίων. Εγκατέστησαν ένα τηλέφωνο και προσέλαβαν μια γραμματέα για την αλληλογραφία, τις έγγραφες μελών, τις κοινοποιήσεις αποφάσεων, τις ενημερώσεις κλπ. Με την αύξηση των μελών, αυξανόταν κι ο όγκος δουλειάς και ήταν φανερό ότι έπρεπε το ΤΕΒΕ να λειτουργήσει στο Ρέθυμνο με ένα οργανωμένο υποκατάστημα στελεχωμένο με προϊστάμενο, υπαλλήλους, εισπράκτορες κλπ. Η προσπάθειά τους αυτή, θα ευοδωθεί στις 25 Νοεμβρίου 1956 -σαν σήμερα- πριν από 65 χρόνια. Η ημέρα των εγκαινίων ήταν λαμπρή και είχε οργανωθεί με επιμέλεια και προσοχή.
Ανατρέχουμε και πάλι στην Κρητική Επιθεώρηση: «Μετά ταύτα (τον αγιασμό) παρετέθη πλουσιώτατον πρόγευμα είς το έστιατόριον Τσουτσουδάκι είς το όποίον παρεκάθησαν 45 άτομα. Προπόσεις ήγειραν ο κ. Έμμ. Σταγάκις ως έκπρόσωπος του σωματείου ξυλουργών και ο κ. Νικ. Δασκαλάκις ως έκπρόσωπος των συνταξιούχων του ΤΕΒΕ. Τήν έσπέραν παρετέθη πλουσιώτατον γεύμα είς το έστιατόριον του Λεμονάκι [στην Πλατεία Ηρώων] είς το όποίον παρεκάθησαν 80 άτομα. Κατά την διάρκειαν του γεύματος ήγειραν προπόσεις ο Πρόεδρος της Όμοσπονδίας έπαγγελματιών και βιοτεχνών κ. Εμ. Καλλέργης, ο Πρόεδρος των Καφεπωλών κ. Κυρ. Μαρκαντώνης και ο κ. Βαρδής Μαραγκουδάκις ο οποίος και έχειροκροτήθη ζωηρότατα.»
Οι διοργανωτές δεν έχασαν την ευκαιρία της παρουσίας στο Ρέθυμνο του Προέδρου του ΤΕΒΕ και των συνεργατών του και «Την 5ην άπογευματινήν έλαβε χώραν σύσκεψις ύπό την προεδρίαν του κ. Λαμπρινάκου είς την όποίαν παρέστησαν οι πρόεδροι όλων των έπαγγελματικών και βιοτεχνικών όργανώσεων και κατά την όποίαν έξητάσθησαν όλα τα ζητήματα τα άφορώντα την τάξιν των ήσφαλισμένων».
Για την επίτευξη του κοινού στόχου, που ήταν η λειτουργία παραστήματος του ΤΕΒΕ στο Ρέθυμνο, εργάστηκαν πολλά μέλη της Ομοσπονδίας Επαγγελματιών-Βιοτεχνών Ν. Ρεθύμνου. Ας αναφέρουμε μερικούς εξ αυτών. Ήταν ο Κώστ. Δασκαλάκης (α’ αντιπρόεδρος), ο Γιαν. Χιωτάκης (β’ αντιπρόεδρος), ο Στ. Φεσάς (Γεν. Γραμματέας), οι Σύμβουλοι Νίκος Δασκαλάκης (υφασματέμπορος), Νίκος Μανουσάκης (αυτοκινητιστής), Γιάννης Γαλερός (καφεπώλης), Νίκος Περακάκης, αντιπρόσωπος του Συλλόγου επαγγελματιών – βιοτεχνών Μυλοποτάμου κ.ά.
Τα επόμενα χρόνια το ΤΕΒΕ θα δυναμώσει και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς και στήριγμα για τον εμπορικό κόσμο του Ρεθύμνου. Θα είναι για δεκαετίες αναπόσπαστο κομμάτι της τοπικής κοινωνίας, θα είναι παρόν στις δυσκολίες και θα ακολουθήσει τις μεταβολές και τις διακυμάνσεις που θα έρθουν στην πορεία. Θα παραμένει πάντοτε και ένα απτό παράδειγμα των όσων μπορούν να πετύχουν ενεργοί πολίτες σε πραγματικές κοινωνίες.
Βιβλιογραφικές αναφορές:
«Ένας παλαιός τουριστικός οδηγός», Η Φωνή της Κρήτης, (φ. 16/4/1938).
«Τα εγκαίνια του ΤΕΒΕ Ρεθύμνης», Κρητική Επιθεώρησις. (φ. 27/11/1956).
Παπαδογιάννη, Μ. (1983). Μια σπάνια μαρτυρία για το Ρέθεμνος του 1740, Περιοδικό Προμηθεύς ο Πυρφόρος (τ. 36), Αθήνα.
Περακάκης, Ν. (1972, 3 Μαρτίου). Εκείνοι που φεύγουν. Κρητική Επιθεώρησις, σελ.2.
* Ο Σπύρος Μ. Θεοδωράκης είναι πρώην τραπεζικός. Είναι συγγραφέας, αρθρογραφεί στο nautilia.gr και είναι ραδιοφωνικός παραγωγός στο σταθμό Κρήτη fm 87,5 (Αθήνα). Είναι μέλος της Παγκρήτιας Δημοσιογραφικής Ένωσης Μ.Μ.Ε.