Του Γιάννη Τσαχπίνη*
Σε παραδοσιακό καταπράσινο τοπίο, πλησίον σε μικρό διερχόμενο ποταμό που πηγάζει από τους πρόποδες του Βρύσινα κοντά στο χωριό Καπεδιανά, υπήρχε και υπάρχει μια βρύση που τρέχει νερό ημέρα και νύχτα, που εξυπηρετούσε την ύδρευση και την άρδευση του χωριού.
Ανάμεσα σε μεγάλα δέντρα πλατάνων ήτανε κτισμένο το μικρό σε διαστάσεις πέτρινο κτίριο της βρύσης που προστάτευε την πηγή να μην καταστραφεί από τις καιρικές συνθήκες και να παρέχει ασφάλεια διατήρησης της πηγής.
Οι κάτοικοι, όταν το 1922 ήλθανε στο χωριό από την Μ. Ασία, υπήρχε η βρύση, αλλά όχι σε καλή κατάσταση. Με τις λαϊνες (στάμνες) και με τα διάφορα δοχεία, στην πλάτη τους ή με ζώα, μεταφέρανε το νερό στα σπίτια για τις ανάγκες τους.
Δίπλα στη βρύση, είχε μία μικρή γούρνα για να πίνουν νερό τα ζώα τους. Επίσης σε εξωτερικό χώρο, κοντά στη βρύση, οι γυναίκες τον χρησιμοποιούσαν να πλένουν τα ρούχα της οικογένειάς τους. Όταν ήτανε ανάγκη, η κάθε οικογένεια, έπαιρνε τα ρούχα της και πήγαινε κοντά στην βρύση, επειδή είχε πολύ νερό, να τα πλύνει.
Έφτιαχνε με πέτρες το τζάκι, έβαζε επάνω ένα μεγάλο καζάνι, να ζεστάνει το νερό για να αρχίσει το πλύσιμο. Η οικοκυρά έκανε πρώτα την πρόπλυση αυτών στην σκάφη και μετά σε ένα μεγάλο κοφίνι, έβαζε μέσα πρώτα τα έγχρωμα με ένα πανί άσπρο στο μέσον και μετά όλα τα λευκά. Στο επάνω μέρος του κοφινιού πάλι ένα άσπρο πανί για να βάλει μετά την στάχτη και με το ζεστό νερό πολλές φορές να πλυθούν καλά τα ρούχα.
Ο τρόπος πλυσίματος με το κοφίνι το λέγανε μπουγάδα και την στάχτη με το ζεστό νερό αλουσά.
Στη συνέχεια στους γύρω θάμνους, απλώνανε τα ρούχα να στεγνώσουν για να πάνε μετά στα σπίτια τους. Ένα ωραίο στόλισμα με τα διάφορα χρώματα αυτών ή γύρω περιοχή.
Άλλο εντυπωσιακό και παραδοσιακό στην βρύση, ήτανε η διασκέδαση τους καλοκαιρινούς μήνες. Γι’ αυτό οι χωριανοί, ασπρίζανε τη βρύση, τα πέτρινα καθίσματα και καθαρίζανε όλο το χώρο, ακόμη και το πέτρινο καλντερίμι πάνω από τη βρύση για να είναι καθαρός ο χώρος, να καθίσουν οι διερχόμενοι. Κάθε καλοκαίρι του Αγίου Πνεύματος στην κορυφή του Βρύσινα, μετά τη λειτουργία, πολλοί προσκυνητές φθάνανε πεζοί ή με τα ζώα τους, στην Βρύση, έχοντας στα βουργιάλια τους: Το βραστό κρέας – το ψωμί – το κρασί – την ρακή και πολλά άλλα να φάνε και να διασκεδάσουν κάτω από την δροσιά των πλατάνων και με το κρύο νερό.
Από το καφενείο του χωριού μεταφερότανε ορισμένα είδη στη βρύση για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Οι μεζέδες με το κρασί την ρακή και με το κρύο χωνευτικό νερό, η όρεξη έφθανε στο κατακόρυφο και άρχιζε το γλέντι με λύρα και μαντολίνο. Συχνά έπαιζε μαντολίνο ο Τάσος Διβανής από το Χρωμοναστήρι που ήτανε και οι περισσότεροι της παρέας. Με χορό και κέφι μέχρι το σούρουπο της ημέρας. Πολλές φορές, παρόμοια, γινότανε και στις 6 Αυγούστου στο πανηγύρι μας, του Σωτήρος Χριστού ή με διάφορες παρέες από τους πολλούς κατοίκους και ειδικά νέους που είχε τότε το χωριό μας.
Όμως μετά στην πάροδο ετών οι τοίχοι της βρύσης είχανε ολοσχερή φθορά και το 1949 ή 50 με το ενδιαφέρον της κοινότητας και με την προσωπική εργασία των κατοίκων, έγινε νέα και με καλύτερη κατασκευή, όπως και η διαμόρφωση του γύρω χώρου από τον οικοδόμο Στεφανουδάκη Παντελή κατοίκου Ρουσσοσπιτίου. Την προσωπική εργασία του πατέρα μου την εκτέλεσα εγώ σε ηλικία 15 ετών. Ομοίως μετά από λίγα χρόνια, κατά μήκος και δίπλα του ποταμού, έγινε και η κατασκευή ενός πλυσταριού με χωρίσματα για να πλένουν οι γυναίκες, λίγο καλύτερα και πιο άνετα τα ρούχα των σπιτιών τους.
Επίσης δίπλα στον ποταμό υπήρχε και υπάρχει μία στέρνα που συγκεντρωνότανε και συγκεντρώνεται ακόμα το νερό για το πότισμα των περιβολιών κατά μήκος δεξιά και αριστερά του ποταμού και το τελευταίο έργο που έγινε στην βρύση πάλι με το ενδιαφέρον της κοινότητας ήτανε από την Γενική Γραμματεία Δασών, το έτος 1990, είναι ότι διαμόρφωσε από τον δρόμο και τον γύρω χώρο αυτής, με πέτρινες και ξύλινες κατασκευές, οπότε ο χώρος μαζί με την φυσική του παρουσίαση, πήρε όψη ενός παραδοσιακού πάρκου, αλλά δυστυχώς οι κάτοικοι δεν τον απολαύσανε για πολλά χρόνια όπως τελευταία είχε διαμορφωθεί καθ’ ότι οι περισσότεροι χωριανοί είχανε φύγει.
Όλα τα παραπάνω για λίγα χρόνια, ήτανε ευχάριστα – άνετα για την εξυπηρέτηση των κατοίκων, αλλά σιγά – σιγά όλα δεχότανε την εγκατάλειψή τους και η εικόνα τους έγινε διαφορετική, καθ’ ότι κάθε παιδί που μεγάλωνε σταδιακά έφευγε για την πόλη ή και στην Αθήνα ακόμα για μία τέχνη ή στα γράμματα διά ένα καλό μέλλον, επειδή οι γονείς όλων, βλέπανε ότι, τα παιδιά τους δεν ήταν δυνατόν να δημιουργηθούν στο χωριό, μόνο από την γεωργία και την κτηνοτροφία. Παράλληλα, το ίδιο και αυτοί, μεγαλώνανε και φεύγανε, κατά χρονικά διαστήματα από την ζωή.
Τέλος, αντί να γίνονται περισσότερα για το χωριό έργα, όλα και αυτά που είχανε γίνει πριν στον χώρο της βρύσης, από την μη χρησιμοποίηση και την μη συντήρησή τους από τους λίγους κατοίκους που είχανε μείνει και από την αδιαφορία της πολιτείας να διατηρηθούν όλα, με αποτέλεσμα ο χώρος της βρύσης σήμερα να έχει γίνει αγνώριστος. Παρέμεινε μόνο η βρύση με την ροή του νερού. Το πλυσταριό έχει καλυφθεί από χώματα και λάσπες του ποταμού, το καλντερίμι του δρόμου δεν φαίνεται, οι ξύλινες κατασκευές έχουν καταστραφεί και όλος ο χώρος είναι καλυμμένος από βάτους, θάμνους και χόρτα.
Μόνο το καλοκαίρι, αν βρεθεί κάποιος ηλικιωμένος που αγαπά το χωριό του, πηγαίνει, ασπρίζει τη βρύση, καθαρίζει την γούρνα και λίγο τον χώρο, όσο μπορεί.
Έτσι έχει χαθεί η γραφικότητα αυτής της περιοχής, οι δε παραδόσεις ανήκουν στο παρελθόν.
Η πολιτεία όφειλε να σεβαστεί τα έξοδα και τους κόπους αυτών που τα πραγματοποίησαν όλα τα παραπάνω και να μην τον παραδώσει της μεγάλης αξίας χώρο εις την εξαφάνιση, αλλά παράλληλα να τον αξιοποιήσει και να τον προβάλλει η αρμόδια Τουριστική Υπηρεσία, να τον επισκέπτονται οι τουρίστες επισκέπτες, που το έχουν ανάγκη όλα τα χωριά του Βρύσινα.
Επίσης, ο χώρος αυτός, επειδή έχει σχέση με την πραγματική λαογραφική ιστορία και με συνδυασμό, της φυσικής και παραδοσιακής παρουσίασης, τυχαίνει κατάλληλος και αξιόλογος χώρος να πραγματοποιούνται διάφορες συναυλίες που έχουν σχέση με όλα και με την ιστορία της γύρω περιοχής.
*Ο Γιάννης Τσαχπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός