Του Σταύρου Ψαρουδάκη
Αναφορά στο μείζον ζήτημα της Παιδείας, στην επικείμενη αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα
Η εικόνα που έχει σχηματίσει ο μέσος Έλληνας για την εκπαίδευση στη χώρα μας, είναι περίπου αυτή που αντιπροσωπεύει το υπουργείο Παιδείας και την πολιτική του τα τελευταία 25 χρόνια τουλάχιστον. Προχειρότητα, αλλαγές νόμων, διαρκής απαξίωση του εκπαιδευτικού λειτουργού, είναι στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της ελληνικής εκπαίδευσης. Φωτεινή αναλαμπή -χωρίς όμως ολοκλήρωση- τα ολοήμερα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Για τη δευτεροβάθμια και την τριτοβάθμια, η ζοφερή εικόνα παραμένει: με ή χωρίς την βάση του 10 η παραπαιδεία κάνει χρυσές δουλειές και τα ιδρύματα της ανώτατης βαθμίδας στενάζουν από καταλήψεις, κομματικά μετερίζια, αποκομμένα από την έρευνα και την αγορά εργασίας.
Η Τεχνική Εκπαίδευση γνώρισε φέτος το αποτρόπαιο πρόσωπο μιας δυναστικής αντίληψης που θέλει τα «αφεντικά» να νέμονται τα δικαιώματα των «δούλων»! Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς την καταδίκη σε «ξαφνικό θάνατο» των πιο περιζήτητων τομέων (Υγείας, Γραφιστικής, Αισθητικής – Κομμωτικής), με διαθεσιμότητες (βλ. απολύσεις!) συναδέλφων με μακρά πείρα και την παραχώρησή τους στα Ιδιωτικά συμφέροντα! Δυστυχώς; όμως έχουμε και την επιταγή των ξένων τροϊκανών που ζητούν απολύσεις επί πίνακι, λες και ο απλός εργαζόμενος ευθύνεται για την οικονομική κατάρρευση της χώρας.
Στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση -ίσως το πιο δυναμικό κομμάτι της δευτεροβάθμιας -παρά το χτύπημα-, οι ενώσεις των τεχνικών εκπαιδευτικών (ΕΛΤΕΕ) και η Ομοσπονδία μας, πάντοτε θεωρούσαμε αναγκαία την αξιολόγηση, ως ένα κυρίως εργαλείο για την βελτίωση και ανάπτυξή της. Αλλά ποια αξιολόγηση; Την αξιολόγηση οπωσδήποτε του εκπαιδευτικού έργου συνολικά, μέρος της οποίας θα είναι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού λειτουργού (καθηγητή), με στόχο πάντοτε την προαγωγή του παρεχόμενου στην κοινωνία εκπαιδευτικού-παιδαγωγικού έργου. Με αυτήν την βάση θεωρούμε ότι, κατά σειρά προτεραιότητας, θα πρέπει να γίνει αξιολόγηση σε:
1ο- αξιολόγηση του θεσμικού πλαισίου, της στοχοθεσίας της εκπαίδευσης και των ακολουθούμενων εκπαιδευτικών πολιτικών,
2ο- αξιολόγηση στις δομές, διαδικασίες, πρόγραμμα σπουδών, αναλυτικά προγράμματα,
3ο- αξιολόγηση στα βιβλία, τα μέσα, την υλικοτεχνική υποδομή,
4ο- αξιολόγηση στα προγράμματα επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και
5ο- αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών.
Έτσι, ζητούμε, την άμεση σύσταση Εθνικού Συμβουλίου Αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου, με την συμμετοχή όλων των φορέων της εκπαιδευτικής κοινότητας με κοινό στόχο τη διαμόρφωση πρότασης για την βελτίωση του δημόσιου σχολείου.
Όσον αφορά την σύνδεση του προεδρικού διατάγματος για την αξιολόγηση με τον Ν. 4024/2011 για το βαθμολόγιο-μισθολόγιο, θεωρούμε εντελώς απαράδεκτο να υπάρχουν ποσοστώσεις (ως προϊόν αξιολόγησης) που θα καταδικάζουν σε μαρασμό (ίσως και σε διαθεσιμότητες-απολύσεις) τους ασθενέστερους, αλλά θα πρέπει ο κάθε αξιολογούμενος συνάδελφος να επιμορφώνεται ώστε να αυτο-βελτιώνεται και ο άριστος κατά -την αξιολόγηση- να επιβραβεύεται με ηθικές αμοιβές.
Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει το δημόσιο σχολείο να μεταβληθεί σε αρένα ανθρωποφαγικών επιδόσεων! Λέμε όχι λοιπόν στην επιχειρούμενη αυτο-αξιολόγηση, με τις Επιτροπές εργασίας που στην ουσία θα αναλάβουν την «βαριά δουλειά» να κρίνουν συναδέλφους τους και να τους κατηγοριοποιούν, δίκην αδέκαστου κριτή! Η αξιολόγηση θα πρέπει να γίνει, αλλά να γίνει από ανεξάρτητη αρχή, κοινά αποδεκτή και με κριτήρια σαφή, καθαρά και τίμια.
Σε αυτό το πλαίσιο, στο άμεσο μέλλον θα χρειαστεί η καθοριστική συμβολή του συνδικαλισμού μας, ως ρυθμιστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Οι εργαζόμενοι-εκπαιδευτικοί που θα κληθούμε να υλοποιήσουμε τις μονομερείς αποφάσεις του Υπουργείου δεν είναι δυνατόν να μη μπορούμε (λόγω ενδεχόμενης αδράνειας), να επηρεάσουμε τη διαμόρφωση της ζωής του Σχολείου μας, προς όφελος ,-πάντα-, των συναδέλφων και των μαθητών μας.
Ας δούμε όμως, ποιο είναι το πρόβλημα του κλάδου μας, από άποψη συλλογικότητας.
Για να φέρει αποτέλεσμα λοιπόν ο αγώνας μας θα πρέπει να εκπληρώνει τρεις βασικές προϋποθέσεις: α) ενότητα σκοπού β) αλληλεγγύη γ) ρεαλιστική πρόταση.
Αναλυτικότερα:
α) Δυστυχώς δεν είμαστε ενωμένοι, ως κλάδος, γιατί δεν έχουμε ως κοινό τόπο αναφοράς το συμφέρον της Παιδείας. Επιπροσθέτως δεν έχουμε συγκεκριμένη άποψη για το πως θέλουμε την εκπαίδευση στην Ελλάδα, δηλ. μια πρόταση που θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι αποτελεί την εθνική μας πρόταση για την παιδεία. Ένα στρατηγικό στόχο δηλαδή για την εκπαίδευση. Σ’ αυτό φταίνε κυρίως ο κομματισμός και οι διαφορετικές κοσμοθεωριακές μας εκτιμήσεις για τον άνθρωπο και την κοινωνία. Αν όμως είχαμε τα προηγούμενα χρόνια -μέσα από Εθνικό διάλογο- διαμορφώσει το στρατηγικό μας όραμα, σήμερα η ενότητα θα είχε επαρκώς επιτευχθεί.
β) Είναι βέβαιο ότι όλοι θα συμφωνήσουμε, πως η αλληλεγγύη ως κοινωνική λειτουργία είναι τόσο αναγκαία πάντοτε, ιδίως στην σημερινή κρίση. Σε επίπεδο συνδικαλιστικής πρακτικής σήμερα, η αλληλεγγύη αν δεν θεωρηθεί ανύπαρκτη είναι σίγουρα ανεπαρκής, με ευθύνη των συνδικαλιστικών ηγεσιών διαχρονικά. Ζητούμε διαρκώς από τους συναδέλφους να κάνουν θυσίες – απεργίες, χωρίς όμως να έχουμε απάντηση στο εύλογο ερώτημα: «πως θα τα βγάλω πέρα με τα έξοδα που τρέχουν;» Την ίδια στιγμή στην Ευρώπη, εδώ και δεκαετίες, τα συνδικάτα με οργανωμένο τρόπο (απεργιακή αποζημίωση βάση πραγματικών αναγκών, μέσα από ελάχιστες κρατήσεις σε ειδικά απεργιακά ταμεία), στηρίζουν και μαζικοποιούν τις κινητοποιήσεις τους. Πράγματα αυτονόητα θα έλεγε κανείς, αλλά για την Ελλάδα ακόμη δυστυχώς άγνωστα. Χρειάζεται πράγματι να σφυρηλατήσουμε την αλληλεγγύη στον κλάδο μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι αγώνες χωρίς ενότητα και αλληλεγγύη είναι απλώς πυροτεχνήματα που φωτίζουν μεν, σβήνουν άμεσα δε.
γ) Για την τρίτη παράμετρο, την ρεαλιστική πρόταση, αναφερθήκαμε πιο πάνω τονίζοντας την αναγκαιότητα της λειτουργίας Εθνικού Συμβουλίου που θα επεξεργαστεί τη συνολική πρόταση του κλάδου για την Παιδεία. Αυτό που -δυστυχώς- βλέπουμε από μέρους, είναι η συστηματική άρνηση διαλόγου, η πλήρης απουσία προτάσεων, η γενικόλογη καταγγελία, χωρίς ίχνος εποικοδομητικής προσέγγισης. Mα, είναι φυσικό, όταν αρνείσαι διαρκώς τα πάντα, όταν δεν έχεις σαφή πρόταση, τότε και ο λόγος σου δεν θα έχει απήχηση και η κοινωνία δεν θα συμμερίζεται την νοοτροπία σου. Σήμερα μάλιστα που η διαχείριση της πληροφορίας κατά το δοκούν, δίνει άλλοθι στην επικράτηση της άποψης των ισχυρών -κυβερνώντων-, πως να πείσεις για το δίκιο σου όταν μάλιστα στερείσαι ρεαλιστικής και εφικτής πρότασης; H πρόταση είναι η πυξίδα (που θέλουμε να φτάσουμε), στην βάρκα των εργατικών αγώνων και τα κουπιά της: η ενότητα και η αλληλεγγύη.
(Για όποιον θα ήθελε να ενημερωθεί για τις θέσεις της ΟΛΤΕΕ για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών παραθέτουμε τα Δελτία τύπου αριθμ. 009 της 20/10/12 και 020 της 19/11/12 καθώς και την επιστολή προς το Υπουργείο Παιδείας αρ.πρωτ 137 της 31/2/13, από το αρχείο του site της ΟΛΤΕΕ αλλά και που αποστέλλονται στα σχολεία μέσω του Πανελληνίου Σχολικού Δικτύου).
Πιστεύουμε ότι τελικά, επειδή οι καιροί το απαιτούν, ο κόσμος των εκπαιδευτικών λειτουργών θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και θα ενεργοποιηθεί προς περισσότερο παραγωγικές παρεμβάσεις, ενωμένος, αλληλέγγυος, επιτελώντας -όπως πάντα- το ύψιστο καθήκον για το οποίο έχει ταχτεί: να φωτίζει το μονοπάτι της ζωής των νέων ανθρώπων, με το φανό της γνώσης, της λευτεριάς και της δημοκρατίας.
* Ο Σταύρος Ψαρουδάκης είναι πρόεδρος της ΕΛΤΕΕ Ρεθύμνου