Ανέκαθεν είχα τις αμφιβολίες μου και αντιμετώπιζα με κριτική διάθεση τις διάφορες «πολιτιστικές» εκδηλώσεις των Δήμων, που τις τρεις τελευταίες δεκαετίες πριν την κρίση, αποτελούσαν ένα συνηθισμένο καλοκαιρινό, δαπανηρό και εν πολλοίς κατακριτέο φαινόμενο. Με όλα τα συνεπαγόμενα αποτελέσματα που ξέρουμε, ή υποψιαζόμαστε. Όπως για παράδειγμα τον οργανισμό ΟΠΠΕ-Θ 1997, που ιδρύθηκε με μοναδικό αντικείμενο να διοργανώσει την «Θεσσαλονίκη, Πολιτιστική Πρωτεύουσα του 1997» και μας κόστισε από το 1993 μέχρι το 2012 που παρέμεινε σε φάση εκκαθάρισης, 75,8 εκατομμύρια ευρώ. Με αμφίβολο, για να μη χρησιμοποιήσω άλλη έκφραση, τελικό πολιτιστικό αποτέλεσμα.
Προσέγγισα λοιπόν την περίπτωση του Ρεθυμνιώτικου καρναβαλιού, με μεγάλη δυσπιστία και με πολλές αμφιβολίες για τη χρησιμότητα και την ανάγκη διοργάνωσής του, ειδικά στην εποχή της κρίσης που ζούμε.
Ξεκίνησα από τον αριθμό των ενεργά συμμετεχόντων για να διαπιστώσω την απήχησή του. Με έκπληξη, αφού δεν είχα ποτέ ουσιαστική εμπλοκή και συμμετοχή στο θεσμό, βρέθηκα μπροστά σε περίπου 50 καρναβαλικές ομάδες, που τις απαρτίζουν 4.000 Ρεθυμνιώτες. Οι οποίοι, δούλεψαν με φαντασία και μεράκι τους «χαλαρούς» χειμερινούς μήνες, για να κατασκευάσουν τα άρματα, τις στολές και όλα όσα χρειάζονται για τις παρελάσεις και τις καρναβαλικές εκδηλώσεις. Κάνοντας ταυτόχρονα και πάρτι, κοινωνικές συναναστροφές και δημιουργικές συναντήσεις που χρησίμευσαν σαν αντίδοτο στην κρίση που περνάμε όλοι.
Είδα το επίσημο πρόγραμμα του καρναβαλιού, που ξεκίνησε περίπου ένα μήνα πριν, με πολύ πυκνές εκδηλώσεις όλων των ειδών στις οποίες συμμετείχε πλήθος κόσμου και θα κορυφωθεί την ερχόμενη Κυριακή.
Ενημερώθηκα για το Κυνήγι του Θησαυρού, που βοηθά να γνωρίσουμε όλοι καλύτερα, την ιστορία μας, αλλά και την πόλη μας. Μια πόλη που αποτελεί πραγματικό τουριστικό θησαυρό αν εκμεταλλευτούμε σωστά την ιστορία, τη θέση, τα μνημεία και την εικόνα που βγάζει στον επισκέπτη της.
Μίλησα με την αντιδήμαρχο Τουρισμού-Πολιτισμού κυρία Μπιρλιράκη, που αποτελεί την ψυχή της διοργάνωσης από πλευράς του Δήμου και εντυπωσιάστηκα από τον πολύ επιτυχημένο προγραμματισμό και τη σωστή προσέγγιση του πλήθους των δραστηριοτήτων του Καρναβαλιού. Παρά τις μεγάλες εγγενείς συντονιστικές δυσκολίες μιας τόσο εκτενούς διοργάνωσης. Και παρά το «σφιχτό» προϋπολογισμό, που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον εθελοντισμό και την ιδιωτική πρωτοβουλία, με πάνω από 300 χορηγούς. Η πλειονότητα των οποίων είναι επιχειρήσεις εμπορίας αγαθών, διασκέδασης, εστίασης, υπηρεσιών διαμονής και γενικότερα επαγγέλματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ωφελούνται και επωφελούνται από το θεσμό.
Μίλησα με εκπροσώπους του Εμπορικού Επιμελητηρίου, του Συλλόγου Εστίασης, των κέντρων διασκέδασης, των τουριστικών πρακτόρων και των ξενοδόχων και διαπίστωσα ότι όλοι τους στηρίζουν ενεργά και έμπρακτα τη διοργάνωση. Η οποία, εκτός των άλλων, αποτελεί και μια πολύ καλή «οικονομική ένεση-γέφυρα» μέσα στην απραξία του χειμώνα και μια πολύ καλή εισαγωγή στην πολλά υποσχόμενη νέα τουριστική περίοδο.
Είδα τη «σοφή» προσέγγιση του δημάρχου στο ζήτημα του Καρναβαλιού, που δεν παραλείπει να βάλει πρώτη την κοινωνική διάσταση του θεσμού, σε όλες τις αναφορές του σε αυτόν.
Αντιλήφθηκα το μέγεθος της προβολής του Δήμους μας, μεταξύ άλλων και μέσα από τις παρεμβάσεις του δημάρχου στα μεγάλα τηλεοπτικά κανάλια της χώρας και εκτίμησα το πόσο θα στοίχιζε μια ανάλογη δαπανηρή διαφήμιση του τόπου μας, που θα είχε μάλλον πολύ μικρότερη απήχηση και πάρα πολύ μεγάλο κόστος.
Είδα ότι το «Ρεθυμνιώτικο Καρναβάλι», δεν είναι μόνο η παρέλαση των αρμάτων της ερχόμενης Κυριακής, αλλά είναι ένας θεσμός πολιτισμού και δημιουργίας, που στηρίζεται σε ένα μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων-εθελοντών και υποστηρίζεται με πάθος, από ανθρώπους όλων των ηλικιών και όλων των κοινωνικών στρωμάτων.
Μετά τα παραπάνω, έγινα από μακρινός παρατηρητής, οπαδός της διοργάνωσης. Και κράτησα από το μήνυμα του δημάρχου για το θεσμό, την παράγραφο που αναφέρει ότι «όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται, η κάθε μέρα γίνεται ξεχωριστή και η ίδια η ζωή ομορφότερη».
Ας ζήσουμε χωρίς τύψεις και χωρίς τις συνηθισμένες γκρίνιες το Καρναβάλι, λοιπόν. Που εκτιμώ ότι θα αποτελέσει τον καλύτερο προάγγελο και την καλύτερη εισαγωγή στην πολλά υποσχόμενη νέα τουριστική χρονιά, που απέχει πια μόνο λίγες εβδομάδες. Για να ανασάνουν οι επαγγελματίες, να κινηθούν τα μαγαζιά, να ανοίξουν τα ξενοδοχεία, να γεμίσουν οι παραλίες και να σταλάξει ξανά μια σταγόνα αισιοδοξίας στις καρδιές όλων μας. Που τόσο πολύ τη χρειαζόμαστε για να ξεφύγουμε και να αφήσουμε πίσω μας, όσα ζήσαμε τα τελευταία έξι χρόνια της κρίσης.