Άνθρωποι της τέχνης και του πολιτισμού συνομίλησαν και συνεργάστηκαν με ακαδημαϊκούς στο 7ο Φεστιβάλ Ν.Σ που μετά από δύο μήνες έριξε αυλαία, την Κυριακή 8 Δεκεμβρίου. Ένα φεστιβάλ που προσέλκυσε το ενδιαφέρον ανθρώπων κάθε ηλικίας, που πάντρεψε την αρχιτεκτονική με τη σύγχρονη τέχνη και τον ακαδημαϊκό λόγο και συνάμα παρέμεινε ελκυστικό και στους ανθρώπους που λίγα γνωρίζουν από τέχνη πόσο μάλλον από σύγχρονη τέχνη.
Τα «Ρ.Ν.», συνομίλησαν με την εικαστικό Χρυσούλα Σκεπετζή, που είναι η «ψυχή» του φεστιβάλ που ξεκίνησε πριν από επτά χρόνια με τον τίτλο Φεστιβάλ Νικος Σκεπετζής. Πλέον έχει μετονομαστεί σε Φεστιβάλ Ν.Σ γιατί, όπως μας εξηγεί, το φεστιβάλ δεν αποτελεί μνημόσυνο για τον αδερφό της που έφυγε από τη ζωή, ωστόσο ήταν μια ιδέα που γεννήθηκε από τους δυο τους για ένα φεστιβάλ που να εμπεριέχει όλες τις μορφές τέχνης, το οποίο η ίδια συνεχίζει να υλοποιεί με τον ίδιο ζήλο, πάθος και μεράκι.
Με τη Χρυσούλα Σκεπετζή μιλήσαμε για το «Κατώφλι ΙΙΙ» που ήταν ο τίτλος του φετινού φεστιβάλ. Όπως μας εξηγεί πρόκειται για έναν όρο που χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στην αρχιτεκτονική και μέσα από το φεστιβάλ έδωσε χώρο και λόγο εκτός από την αρχιτεκτονική, στην κοινωνιολογία, την ψυχολογία, την εκπαίδευση, την ιστορία -αρχαιολογία και τις τέχνες. Κάθε χρόνο αυτό εμπλουτίζεται και μεγαλώνει. Φέτος οι συμμετοχές ήταν περί των 50 ατόμων.
«Ξεκινήσαμε με ένα φεστιβάλ που ήταν λίγο πιο συμπυκνωμένο και στην εξέλιξή του το φεστιβάλ άρχισε να παίρνει πολλές αναγνώσεις γιατί ανακαλύψαμε ότι οι άνθρωποι είχαν ανάγκη να ακούσουν και να δουν πράγματα τα οποία συνήθως δεν βλέπουν και δεν ακούν. Οπότε το πιο πλούσιο φεστιβάλ ήταν – και ως προς τη διάρκεια και ως προς τον αριθμό των συμμετεχόντων- ίσως το φετινό. Το φετινό φεστιβάλ είχε την ομορφιά να καταφέρουμε να φιλοξενήσουμε ακαδημαϊκούς την ίδια στιγμή που φιλοξενούσαμε και ανθρώπους της τέχνης και αυτό ήταν μια πολύ σπουδαία συγκυρία. Δηλαδή ο ακαδημαϊκός λόγος ήρθε και έκανε παρέα με τον εικαστικό λόγο και μαζί είπαν και έδειξαν πράγματα που δεν τα συναντάμε εύκολα και μάλιστα σε μια επαρχιακή πόλη, όπως στο Ρέθυμνο. Το γεγονός ότι ακαδημαϊκοί αποφάσισαν να δεχτούν την πρόσκλησή μου να μιλήσουμε όλοι μαζί για το «Το κατώφλι», ήταν πάρα πολύ σημαντικό γεγονός. Το κατώφλι είναι κατ’ εξοχήν ένας αρχιτεκτονικός όρος, αλλά επειδή θεωρώ ότι η αρχιτεκτονική εμπεριέχει όλων των μορφών τις ανθρωπιστικές επιστήμες, είπα ότι αυτό είναι σπουδαίο να «ντυθεί» η αρχιτεκτονική και με εκπαίδευση και με την ψυχολογία και με την οικολογία, και με τη μουσική και με τα εικαστικά και με τη φιλοσοφία. Νομίζω ότι οι άνθρωποι που παρακολούθησαν όλο αυτό έγιναν πιο πλούσιοι. Για να κάνω ένα μέτρο σύγκρισης βάζω πάντα τον εαυτό μου, πως θα ήμουν εγώ και πως θα αντιλαμβανόμουν τα πράγματα εάν εγώ ήμουν θεατής αυτής της κατάστασης. Παρά τις χ γνώσεις που μπορεί να έχω για το αντικείμενο, ωστόσο με αυτά που άκουσα και είδα ήταν αδύνατον να τα εισπράξω σε μια άλλη στιγμή όλα αυτά συμπυκνωμένα μαζί. Ήταν μια συνάντηση όλων αυτών των πληροφοριών και των εικόνων», μας λέει κει εξηγεί τη σημασία που έχει για την ίδια να προσδιορίζονται τα πράγματα σε σχέση με τη μνήμη: «Εμένα μου αρέσει να προσδιορίζω τα πράγματα σε σχέση με τη μνήμη και υπερασπίζομαι ότι η μνήμη είναι εκείνη την οποία εάν δεν την έχουμε να τη χρησιμοποιήσουμε ως εργαλείο για να πάμε παρακάτω στη ζωή μας δεν μπορεί να συμβεί. Δηλαδή χρειάζομαι τη μνήμη για να πάρω την πληροφορία και να δώσω παραπάνω πράγματα από αυτά που ήδη γνωρίζω σε εμένα στο τόπο μου κ.λπ. Το κατώφλι για εμένα είναι το μεσοδιάστημα ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και πιθανότατα το μέλλον. Άρα παίρνω τη μνήμη τη χρησιμοποιώ σήμερα και θα τη χρησιμοποιήσω και αύριο. Δηλαδή είναι αυτή η αλυσιδωτή αντίδραση που δημιουργείται στην περίπτωση του εισπράττω κάτι, δέχομαι κάτι, κοινοποιώ κάτι και κοινωνώ κάτι».
Ρωτήσαμε την κ. Σκεπετζή για τις εντυπώσεις -αντιδράσεις των θεατών και εκείνων που επισκέφθηκαν την έκθεση. Για τον καλλιτέχνη, όπως είπε, δεν έχει καμία σημασία αν ο θεατής αντιλαμβάνεται το έργο με τον ίδιο τρόπο με τον δημιουργό του. Ίσα ίσα μια διαφορετική ματιά-προσέγγιση είναι λογική αφού εξαρτάται τόσο από τις προσλαμβάνουσες κάθε ανθρώπου όσο και από το συναίσθημά του. Και αυτή η διαφορετικότητα είναι που γοητεύει ιδιαίτερα τους καλλιτέχνες και όλους όσοι ασχολούνται με την τέχνη:
«Στη σύγχρονη τέχνη κάθε έργο έχει μια ταυτότητα. Οι θεατές όμως έρχονται με διαφορετικές προσλαμβάνουσες ο καθένας. Άρα δεν μπορούν να ερμηνεύσουν όλοι οι θεατές με τον ίδιον τρόπο το έργο. Ένα έργο είναι αρεστό ή μη αρεστό ανάλογα με τις δικές του συνθήκες ζωής ή και εκείνης της στιγμής ψυχολογικά πως είσαι. Δηλαδή πως είσαι ελεύθερος να πάρεις το μήνυμα που πιθανόν να έχει να σου δώσει ή και τα συναισθήματα που πιθανώς έχει να σου δώσει ένα έργο. Πρέπει να έχεις μια συγκεκριμένη διάθεση για να εισπράξεις αυτό. Μπορεί να είναι και τελείως αδιάφορα, αλλά ένα αδιάφορο έργο είναι ένα έργο ανύπαρκτο, ενώ ένα έργο που μπορεί να σου δίνει αποστροφή ή ένα έργο που σε δίνει ωραία συναισθήματα, είναι έργο που υπάρχει».
Πολλοί δεν επισκέπτονται μια έκθεση σύγχρονης τέχνης γιατί αισθάνονται ότι δεν κατανοούν τα έργα. Αυτό, όπως παραδέχτηκε η κ. Σκεπετζή, είναι εάν εμπόδιο, όχι όμως ανυπέρβλητο, όπως εξήγησε, γιατί σημασία έχει όχι η γνώση, η αντίληψη αλλά το ίδιο το συναίσθημα που σου δημιουργεί κάθε έργο: «Για πολλούς αυτό είναι ένα «εμπόδιο» και δεν πηγαίνουν και δεν έχουν καλή διάθεση για να παρακολουθήσουν σύγχρονη τέχνη, εξαιτίας του ότι θεωρούν ότι δεν μπορούν να το διαβάσουν, δεν μπορούν να το ερμηνεύσουν, δεν μπορούν να πάρουν αυτό που τους δίνει το έργο. Υπάρχει κι αυτός ο φόβος, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχουμε συναισθήματα, τα οποία πρέπει να αφήσουμε να εισπράξουν αυτό που το έργο μπορεί να του δώσει. Δηλαδή δεν είναι ντε και καλά αυτό το έργο μου λέει αυτό ή το άλλο που πιθανόν υπάρχει, γιατί ένα σύγχρονο έργο έχει μια ιστορία πίσω του, δηλαδή υπάρχει μια έρευνα και μια κατάσταση πριν ο καλλιτέχνης μπει στη διαδικασία να το φέρει εις πέρας. Αλλά ο θεατής πρέπει να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό του να εισπράξει το συναίσθημα, όποιο συναίσθημα».
«Ξέρουμε δυστυχώς ότι το γεγονός ότι δεν διδάσκεται τέχνη στα σχολεία, ότι δεν διδάσκεται πολιτισμός στα σχολεία, αλλά το σχολείο εκπαιδεύει μόνο, αυτό από μόνο του δημιουργεί ανθρώπους που δεν είναι εύκολο να μπουν σε αυτού του είδους τη διαδικασία. Ωστόσο γιατί να περιμένουμε τέτοιες ερμηνείες από τους θεατές;» αναρτιέται και καταλήγει πως «αυτό που περιμένουμε από τους θεατές είναι το συναίσθημα, τι θα σου δώσει αυτό το έργο; Αφήνεις λοιπόν χαλαρό τον εαυτό σου να εισπράξεις το συναίσθημα. Αυτό από μόνο του είναι πάρα πολύ».
Όπως μας λέει, δεν της αρέσει να εξηγεί πάρα πολύ τα έργα γιατί: «Είναι σαν το ίδιο το έργο να μην έχει τίποτα να σου πει. Είναι λάθος να μπαίνουμε στη διαδικασία να εξηγούμε τα έργα. Ωστόσο είναι πολύ ωραίο εάν είμαστε με τον καλλιτέχνη ή τον επιμελητή της εκάστοτε έκθεσης και να κάνουμε κουβέντα. Δηλαδή να πούμε εσείς τι θεωρείται ότι συμβαίνει τώρα εδώ; Και εάν αυτό παρέα με αυτό που θα πει ο καλλιτέχνης δημιουργήσει μια κατάσταση, μια ερμηνεία, μια ταυτότητα και πει και κάποιος άλλος τη γνώμη του, είναι εξαιρετικό».
Το διεπιστημονικό συμπόσιο κέρδισε τις εντυπώσεις, ενώ σχεδόν το 40% των συμμετεχόντων, όπως μας είπε η κ. Σκεπετζή, ήταν από τα Χανιά.
Ωστόσο η αλήθεια είναι, όπως παραδέχεται, ότι το κοινό του Ρεθύμνου δεν είναι εξοικειωμένο με τη σύγχρονη τέχνη, παρά το ότι διαθέτει ένα εξαιρετικό μουσείο σύγχρονης τέχνης και τον χώρο του Σπιτιού του Πολιτισμού που φιλοξενεί ενδιαφέροντα πράγματα: «Πρέπει να μάθουμε να ανοίγουμε τους ορίζοντές μας και η τέχνη δίδει αυτή τη δυνατότητα. Οι άνθρωποι θα πρέπει να βγουν λίγο από τον χώρο που τους περιβάλλει που νομίζουν ότι είναι απολύτως ασφαλείς, να πάνε σε έναν χώρο για να ανοίξουν ορίζοντες. Οι ορίζοντές μας θα πρέπει να ανοίξουν. Αυτό που είμαι κλεισμένος στον χώρο μου και παίρνω την πληροφορία και την εκπαίδευση μόνο από ένα κουτί που είναι στο σπίτι μας, αυτό δεν είναι το καλύτερο, δεν βοηθάει για να πάμε παρακάτω», ανέφερε.
Το τελευταίο διήμερο του φεστιβάλ ήταν αφιερωμένο στους εκδοτικούς οίκους του Ρεθύμνου. Συμμετείχαν η Γραφοτεχνική Κρήτης, οι εκδόσεις Καλαϊτζάκης και οι Παράξενες Ημέρες. Για τη Χρυσούλα Σκεπετζή, που έχει μια μεγάλη αγάπη για το βιβλίο, και, κυρίως, για την ποίηση, ήταν υψίστης σημασίας το κοινό του Ρεθύμνου να ενημερωθεί για τη δουλειά που γίνεται στον τόπο του. Στην πόλη των γραμμάτων και των τεχνών.
«Έχω μια εξαιρετική σχέση με το βιβλίο. Οπότε εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια. Δηλαδή εγώ ως Χρυσούλα αγαπώ τόσο πολύ το βιβλίο, θέλω να πιστεύω ότι το αγαπούν και κάποιοι άλλοι άνθρωποι. Οπότε θεώρησα χρήσιμο να ενσωματώσουμε στο φεστιβάλ τους εκδοτικούς οίκους του Ρεθύμνου, να τους γνωστοποιούμε. Έχουν ένα εξαιρετικό έργο να αναδείξουν ο κάθε εκδοτικός οίκος από αυτούς και είναι σημαντικό να δείξουμε τι συμβαίνει στο Ρέθυμνο που λέμε ότι είναι η πόλη των γραμμάτων και των τεχνών. Εκδίδει τόσα βιβλία και έχει αυτούς τους αναγνώστες», μας λέει χωρίς να κρύβει την ιδιαίτερη αγάπη της για το βιβλίο.
«Διαβάζω ως επί το πλείστον ποίηση, με βοηθάει και στη δουλειά μου. Όλες οι τέχνες, όπως η λογοτεχνία, είναι κάτι που αγαπώ πάρα πολύ και υποστηρίζω, διότι πιστεύω ακόμα και στην εκπαίδευση εάν χρησιμοποιούσαμε την τέχνη θα μπορούσαν τα παιδιά να μην είναι μόνο θεατές, αλλά να έχουμε παιδιά με κριτική σκέψη, κάτι που δεν συμβαίνει στις μέρες μας. Είναι όλα έτοιμα στο πιάτο, χωρίς δυστυχώς να έχουμε την ικανότητα τα παιδιά σήμερα να σκέφτονται κάτω από τις ράμπες και να εισπράττουν το μήνυμα πίσω από αυτό. Είναι κάτι που πρέπει να δούμε».