Γεγονότα και καταστάσεις για γέλια και για κλάματα
Τα Χριστούγεννα, καθώς είναι ακόμα οικογενειακή γιορτή, προσφέρονται στις συνάξεις και για ανταλλαγή μνήμης γεγονότων και καταστάσεων. Άλλες από αυτές είναι για γέλια και άλλες για κλάματα.
Ας ξεκινήσουμε από τα φαιδρά.
Ένα περιστατικό χρονιάρες μέρες του 1968 δεν έχει μόνο την «πλάκα» του, αλλά δείχνει και την τάση μιας εποχής, στην καρδιά της χούντας, να εξευρωπαϊστούν και οι παραδόσεις για να λέγονται μοντέρνοι οι της ενδοχώρας κάτοικοι.
Σε ένα καφενείο λοιπόν γνωστής κωμόπολης που είχε στηθεί γλέντι λόγω των γιορτών, κάποιος επιβλητικός κρητίκαρος σηκώθηκε κάποια στιγμή και έδωσε παραγγελιά στο λυράρη. Εκείνος τον κοίταξε μια, τον κοίταξε δυο, αλλά όταν είδε και το αντίτιμο της παραγγελιάς έσπευσε να συμμορφωθεί. Στο κάτω της γραφής τι του ζητούσε ο πελάτης; Να παίξει με τη λύρα του μια …γιάνκα.
Εσείς οι νέοι βέβαια δεν θα γνωρίζετε εκείνο τον χορό που ο ένας χορευτής πίσω από τον άλλο έκαναν «ουρά» χοροπηδώντας από δυο βήματα σε κάθε πόδι και μετά τρία μπροστά. Ήταν πολύ διασκεδαστικός χορός και ξεσήκωνε τη νεολαία της εποχής κυρίως στις μεγαλουπόλεις.
Ο άτυχος λυράρης παρά τις προσπάθειές του να βρει τη μελωδία, καθώς η λύρα του πρόβαλε σθεναρά αντίσταση, συμβιβάστηκε με ένα έγχορδο νιαούρισμα που όμως φάνηκε να ικανοποιεί τον επίδοξο χορευτή ευρωπαϊκών ρυθμών, ο οποίος και άρχισε να χοροπηδάει με τις πρώτες κοντυλιές.
Ενθουσιασμένοι και οι άλλοι νέοι που ήταν στην αίθουσα σηκώθηκαν αμέσως κι έπιασαν μέσες για να ξεκινήσει το χοροπηδητό της ουράς. Ξαφνικά όμως σταμάτησε η μουσική και ακούστηκε από μικροφώνου:
«Ζητάμε την κατανόησή σας. Η γιάνκα είναι παραγγελιά και χορεύεται …σόλο».
Φυσικά όλοι από ευγένεια έσπευσαν να αποχωρήσουν από την πίστα αφήνοντας τον παραγγελητή να χοροπηδά μόνος του προσφέροντας θέαμα ειλικρινά για γέλια και για κλάματα.
Ένας νομάρχης… «απελευθερωτής»
Τα ανδραγαθήματα του τότε νομάρχη, Γεωργίου Λυγεράκη, στον εμφύλιο (κάποτε καμάρωναν και γι’ αυτό το όνειδος της ιστορίας) δεσπόζουν στο γιορταστικό φύλλο της εφημερίδας «Βήμα» (1958) .
Διαβάζουμε σχετικά:
Τη νύχτα των Χριστουγέννων του 1947 η Κόνιτσα βρέθηκε πολιορκημένη από συμμορίτες, οι οποίοι είχαν επεκτείνει της πολιορκίας τους μέχρι και την οχυρή θέση Γραμπάλα, γνωστή από τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο.
Η θέση της πολιορκημένης Φρουράς καις της Κόνιτσας αλλά και των κατοίκων ήταν τραγική. Η αντίσταση έναντι των συμμοριτών ήταν αδύναμη.
Κατά την κρίσιμη εκείνη στιγμή το 527 Τάγμα Πεζικού με διοικητή τον τότε ταγματάρχη Γεωργ. Λυγεράκη διετάχθη να κινηθεί κατεπειγόντως προς την Κόνιτσα.
Ήταν αντίξοες οι συνθήκες γι’ αυτήν την εσπευσμένη πορεία. Το δριμύ ψύχος, η χιονοθύελλά και το δύσβατο των δρόμων εμπόδιζαν την πορεία του τάγματος.
Ωστόσο το Τάγμα εμπνεόμενο από τον διοικητή του, ταγματάρχου Λυγεράκη, υπερπηδά τις δυσκολίες και φθάνει εγκαίρως στην θέση πριν της Γραμπάλας και εντάσσεται αμέσως στον αγώνα μαχόμενο με αυταπάρνηση, ηρωισμό και αυτοθυσία.
Ενώ ο αγώνας συνεχίζεται σκληρός, μια διλοχία του τάγματος επιτυγχάνει τον πρώτο αντικειμενικό σκοπό. Καταλαμβάνει το ύψωμα 1060 κατόπιν πεισματικού αγώνος και αντίστασης των συμμοριτών, οι οποίοι αμύνονταν εντός των χαρακωμάτων και των πολυβολείων προστατευμένοι από πολλές σειρές κορμών δέντρων.
Ο αγώνας συνεχίζεται με πείσμα και από τις δύο πλευρές. Οι συμμορίτες οχυρωμένοι αμύνονται λυσσαλέα. Το Τάγμα παρά την αντίσταση των αμυνόμενων συμμοριτών και κάτω από τον αδιάκοπο καταιγισμό πυρών προχωράει.
Υπό την έμπνευση και του ηρωισμού του διοικητού του ανατρέπει τους αμυνόμενους συμμορίτες και καταλαμβάνει ολόκληρη την προασπίζουσα περιοχή της Κόνιτσας. Τα υψώματα Γραμπάλα, 1090 και 723 καταλαμβάνονται διαδοχικά.
Ο διοικητής της Ταξιαρχίας συνταγματάρχης Κων. Καρδάρας τηλεγραφεί: «Σας παρακολουθώ και σας θαυμάζω. Ο σημερινός άθλος του 527 Τ.Π της καταλήψεως της Γραμπάλας με συγκίνησε βαθύτατα. Συγχαρητήρια θερμά στον διοικητή και στους υπερήφανους σεμνούς πολίτες του αθόρυβου γενναίου Τάγματος.
Καρδάρας Κωνσταντίνος
Συν/ρχης Πεζικού – Διοικητής».
Αλλά ο αγώνας δεν είχε τελειώσει, οι συμμορίτες είχαν εισβάλει στην Κόνιτσα. Είχαν καταλάβει ορισμένες συνοικίες και είχαν σχηματίσει κλοιό στον οποίο είχαν αποκλειστεί οι πολιορκημένες δυνάμεις της Φρουράς.
Ο ταξίαρχος Δόβας ασθένησε, του οποίου την θέση ανέλαβε ο συνταγματάρχης Μπαλάντας, ενώ ζητά ενισχύσεις.
Την 31 η Δεκεμβρίου 1947 κατάσταση ήταν απελπιστική και η πτώση της Κόνιτσας αναμενόταν από στιγμή σε στιγμή και μόνο η βοήθεια μέσω της Βοϊδομάτης θα έσωζε την κατάσταση.
Δίδεται διαταγή προς τον διοικητή του Τάγματος 527 Λυγεράκη Γεώργιο να κινηθεί άμεσα. Το Τάγμα φθάνει στην Γέφυρα της Κόνιτσας. Οι συμμορίτες έπειτα από σφοδρή μάχη τράπηκαν σε φυγή.
Αλλά ούτε στο σημείο αυτό τελειώνει η μάχη.
Οι συμμορίτες κατέχουν συνοικίες της Κόνιτσας και είναι οχυρωμένοι μέσα στα σπίτια. Νέες μάχες στήθος με στήθος διεξάγοντα αυτή τη φορά μέσα στην πόλη. Οι συμμορίτες αποδεκατίζονται και υποχωρούν.
Η Κόνιτσα την 1η Ιανουαρίου 1948 είχε απελευθερωθεί, χάρη στον απαράμιλλο ηρωισμό του ταγματάρχη Γ. Λυγεράκη, και του τάγματός του.
Ο διοικητής της 43ης Ταξιαρχίας στην ημερήσια Διαταγή του στις 18 Ιανουαρίου 1948 αναφέρει:
«Τον Ταγματάρχη Λυγεράκη Γεώργιο δια μνημονεύω στην Η.Δ διοτι ως Διοικητής του 527 Τάγματος Πεζικού υστέρα από άμεση διαταγή τις απογευματινές ώρες της 25ης Δεκεμβρίου π.ε. μετέβη στο Μέτσοβο για την απελευθέρωση της Κόνιτσας. Και στις 26 κατόπιν σκληρής μάχη του ίδιου και του Τάγματός του με τον ηρωισμό τους, τις μελετημένες ενέργειες και τις θυελλώδεις επιθέσεις κατάφεραν να κυριεύσουν τη μια μετά την άλλη τις κατεχόμενες τοποθεσίες υψ. 1.044 και παρά τις αντίξοες καιρικές συνθήκες κατάλαβε την Γραμπάλα και να διατηρήσει ακμαίο το ηθικό του και των ανδρών του.
Στη συνέχεια έσπευσε να καταλάβει την Γέφυρα Ρομπόκι και την επομένη αψηφών τον κίνδυνο πολέμησε ανδρεία τους συμμορίτες στην νότια παρυφή και οικισμών της πόλης.
Προτείνω να του απονεμηθεί το «Χρυσόν Αριστείον Ανδρείας».
Η Μηναία εφημερίδα του 527 τάγματος δημοσίευσε στο φύλλο του Φεβρουαρίου του 1948 το ωραίο τούτο ποίημα:
«Στης Γραμπάλας τα ύψη σκαλώνουν τον εχθρό απ’ τα βράχια
ξυλώνουν τα παιδιά του τρανού Λυγεράκη.
Εις τα πόδια τους βάζουν φτερά
γράφουν ένα εισέτι Καλπάκι
και στην Κόνιτσα μπαίνουν γοργά
Πια θα μείνει θρυλικό το βουνό.
της Ηπείρου αστέρι λαμπρό ΛΕΥΤΕΡΙΑ
θα σημαίνει και Ειρήνη».
Εφημ. «Βήμα» 1-1-1958.
Μνήμες Λεωνίδα Καούνη
Ο αξέχαστος συμπολίτης Λεωνίδας Καούνης, που μας λείπει πάντα, συνήθιζε να κρατά ημερολόγιο κυρίως όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική θητεία του. Και είναι πολύ συγκινητικά όσα αναφέρει γράφοντας κάποια Χριστούγεννα:
«…Χειμωνιάτικο δειλινό. Ανήμερα της Μεγάλης Μέρας του Χριστιανισμού. Κόσμος πολύς ξεχυμένος στους δρόμους, μια τρικυμισμένη ανθρωποθάλασσα, ξέσπασε σήμερα στην αγορά της όμορφης πολιτείας.
Εργατικοί που διαθέτουν το τίμιο μεροκάματο, πλούσιοι που σκορπούν επιδεικτικά από το παραφορτωμένο πορτοφόλι, γυναίκες που ικανοποιούν τη φιλοδοξία τους χλωμά παιδάκια που χαζεύουν στις στολισμένες βιτρίνες και πλούσια φορτωμένα με δεματάκια γεμάτα παιχνίδια. Γραμμόφωνα, μουσικές, ραδιόφωνα κι αθώες παιδικές φωνούλες, αναγγέλλουν τον ερχομό του Θείου βρέφους.
Καθισμένος δίπλα στον ασύρματό μου περιμένω την ώρα της επαφής με τους λόχους του τάγματος. Από το παράθυρο βλέπω εκστατικός το βιαστικό αυτό περπάτημα του κόσμου, του φορτωμένου με τα ψώνια και τις γαλοπούλες το εορταστικό στόλισμα των μαγαζιών και το μυαλό μου φτερουγίζει στο μικρό μα τόσο όμορφο Ρεθεμνάκι μας.
Βλέπω, βλέπω και δεν πιστεύω. Ξαναζώ και πάλι σε πολιτεία ύστερα από μια άχαρη ζωή 12 μηνών μέσα σε ανήλια αμπριά που είχαν μια τρύπα για πόρτα και παράθυρο συνάμα, μα που το ιερό καθήκον προς την Πατρίδα επέβαλε, και έτσι σήμερα όλα μου φαίνονται πιο όμορφα και πιο χαρωπά. Μα ξάφνου μέσα στης βροχής το σιγοστάλαγμα το μάτι μου πετιέται στην απέναντι πλευρά των σπιτιών που περνά ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο.
Δίπλα στα σπίτια, το ένα κεραμιδιαστό και το άλλο στη σκεπή λεπιδιασμένο. Βλέπω να τρέχουν τα νερά τα πεντακάθαρα απ’ των κεραμιδιών τη στέγη και τα θολωμένα από τις της λεπίδας τη μαυρίλα.
Μα βρέχε και το καλώδιο κι από τα δύο νερά και παίρνει σταγόνες καθαρές μαζί και μαυρισμένες.
Βλέπω τις καθαρές σταγόνες πάνω στο σύρμα να κυλούν να φεύγουν γρήγορα – γρήγορα σαν κάτι να φοβούνται, μα οι σταγόνες οι μαύρες κι ακάθαρτες τις φτάνουν, ανακατεύονται μαζί και πέφτουν κάτω στη γη.
Στέκομαι και βλέπω αυτό το άγριο κυνηγητό, αυτό το άδικο πνίξιμο της κάθε μιας καθάριας σταγόνας. Πόσο ασήμαντο κι απρόσεχτο μα πόσο παρόμοιο και ταιριαστό με της ζωής το κύλισμα!
Ανθρώπινες σταγόνες καθαρές και ανθρώπινες σταγόνες μαυρισμένες πάνω στο σύρμα της ζωής.
Ανθρώπινες θολές σταγόνες πάψτε να πνίγετε τις καθαρές. Αφήστε τις να κυλούν αγνές κάτω στη γη. Παρασυρθείτε σεις από την αγνότητα και την διαμαντένια τους όψη, από τη διαφάνεια του απεσταγμένου περιεχομένου τους. Καθαρίστε σεις την όψη σας. Είναι καιρός ύστερα από τόσα χρόνια από τότε που σαν κι αυτή τη νύχτα τ’ αστέρι οδήγησε του Μάγους και το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ» αγγελικό ακούστηκε στη γη».
Χριστούγεννα στην κόλαση του Μέλκ
Τα Χριστούγεννα περνούσαν απαρατήρητα στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι ναζί αφάνιζαν εκατομμύρια αθώους.
Σ’ ένα παράρτημα του Μάουτχαουζεν όμως το Μέλκ συνέβη κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για τις ιστορικές αναφορές μας. Εκεί στο υπόγειο αυτό εργοστάσιο της Στάγερ (Steyr-Daimler-Puch), στο οποίο κατασκευάζονταν κυρίως ρουλεμάν και άλλα εξαρτήματα βρέθηκε έγκλειστος και ο σπουδαίος εκείνος Ρεθεμνιώτης ο Κώστας Ξεξάκης.
Η εργασία σκληρή κάτω από συνθήκες απάνθρωπες είχε εξαφανίσει κάθε σκέψη από τους δυστυχισμένους κρατούμενους, που πέρα από το βασανιστικό αίσθημα της πείνας δεν τους απασχολούσε τίποτα άλλο.
Μια νύχτα, γράφει σε κάποιο του δημοσίευμα ο Ξεξάκης, εκεί που δούλευαν, κάνει νόημα ένας κρατούμενος διακριτικά για να μην καταλάβει ο φρουρός ότι θέλει κάτι να πει.
Με μεγάλες προφυλάξεις πλησίασαν όσοι μπορούσαν περίεργοι ν’ ακούσουν. Μόλις ήταν κατάλληλη στιγμή ο κρατούμενος που τους κάλεσε, έδειξε το σημείο που με γραμμές προσπαθούσε να διατηρήσει την αίσθηση του χρόνου.
«Απόψε είναι Χριστούγεννα» είπε μόνο και μετά με φωνή όσο μπορούσε πιο χαμηλή άρχισε να ψάλει ένα χριστουγεννιάτικο ύμνο. Η φωνή του -ήταν ψάλτης στον τόπο του το Βόλο- γλύκανε τις καρδιές των ακροατών του που άρχισαν μετά από καιρό να νοιώθουν δάκρια στα μάτια. Αντάλλαξαν βιαστικά ευχές και έσπευσαν να γυρίσουν στο πόστο τους.
Αυτά όμως τα Χριστούγεννα δεν τα ξέχασε ποτέ ο Κώστας Ξεξάκης. Και τα αναφέρει μεταξύ άλλων σε κείμενα αυτοβιογραφικά.
Ας ευχηθούμε ποτέ πια να μη ζήσουν οι άνθρωποι Χριστούγεννα της ανάγκης και της στέρησης κάθε αγαθού. Και μαζί με το θεάνθρωπο να ξαναγεννηθεί στις καρδιές του σημερινού παραζαλισμένου από τις συνθήκες που επικρατούν ανθρώπου, ό,τι πολυτιμότερο στους καιρούς μας: Η Ελπίδα!
Κάθε νοικοκυρά στις …επάλξεις
Ενδιαφέρουσες και οι μνήμες του κ. Γιάννη Τσακπίνη απόστρατου αξιωματικού που αναφέρει σε Χριστουγεννιάτικες αναμνήσεις του:
«Καθένας κάτι έχει να καταθέσει για τις γιορτινές προετοιμασίες με κοινό παρανομαστή όμως τη… «φούσκα» του χοίρου.
Όπως φαίνεται αυτό ήταν το κρυφό όνειρο των αγοριών γι’ αυτό και πολλά ήταν εκείνα που προσπαθούσαν νωρίτερα να την εξασφαλίσουν δεσμεύοντας με «λόγο τιμής» τους στενούς συγγενείς.
Απαραίτητη ήταν η γενική καθαριότητα σε όλα τα σπίτια, η προετοιμασία των ρούχων της γιορτής που φυλάσσονταν ευλαβικά στο μπαούλο, αφού δεν ήταν εύκολη η αντικατάστασή τους εκείνες τις δύσκολες εποχές. Αν τώρα είχε πάει καλά η χρονιά κι είχε βεντέμα, υπήρχε ελπίδα ο πατέρας που κατέβαινε στη χώρα για τις προμήθειες να κρατούσε και παπούτσια για τα μικρότερα παιδιά.
Ήταν μαρτύριο για το γονέα να υπάρχουν στην οικογένεια παιδιά που δεν βοηθούσαν οι ηλικίες να καλύπτει το ένα αδελφάκι ανάγκες του άλλου. Τα μικρότερα πορεύονταν συνήθως με τα παπούτσια των μεγαλύτερων. Με τα μικρότερα ήταν το πρόβλημα.
Έτσι δεν ήταν σπάνιο να φωλιάσει πίκρα σε παιδικές καρδιές αν δεν γινόταν το όνειρο πραγματικότητα. Επειδή όμως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία απέμενε να περιμένουν οι αδικηθέντες το Πάσχα μήπως δικαιωθούν.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να γιορτάσουν οι Χριστιανοί τη γέννηση του Θεανθρώπου ήταν να νηστέψουν σαράντα μέρες. Η έναρξη της νηστείας ήταν η γιορτή του Αγίου Φιλίππου.
Στο πλαίσιο της προετοιμασίας ήταν και η εξομολόγηση για να ολοκληρωθεί η διαδικασία της ψυχικής μέθεξης στη μεγάλη γιορτή με τη θεία κοινωνία.
Οι χριστουγεννιάτικες καμπάνες σήμαιναν κυρίως νύχτα. Οι λειτουργίες ήταν νυκτερινές στα περισσότερα χωριά.
Ήταν και το μοναδικό ξύπνημα που δεν προκαλούσε γκρίνια στους μικρότερους. Μέρα γιορτής ήταν αμαρτία να προκαλείς ένταση μουρμουρίζοντας.
Όπως συμβαίνει συνήθως τα Χριστούγεννα ήταν και μια μεγάλη δοκιμασία για τη νοικοκυρά, αφού έπρεπε από μέρες πριν να περάσουν όλα από τα χέρια της. Ακόμα και η λιγότερο δραστήρια αυτή την περίοδο έπρεπε να δείξει μεγάλη προκοπή. Να καθαρίσει γωνιά γωνιά και με πολλή σχολαστικότητα το σπίτι, να ετοιμάσει κουραμπιέδες και μελομακάρονα, να φροντίσει για το χριστόψωμο που ήταν για όλες τις γυναίκες της εποχής μια ευκαιρία ανάδειξης των ιδιαίτερων χαρισμάτων τους στη νοικοκυροσύνη».
Χριστούγεννα σε ξένο σπίτι
Ο περίφημος δάσκαλος και σημαντικός συγγραφέας, Νίκος Ορφανός, εκτός από τα διηγήματά του που άφησαν εποχή, αναφέρεται στον τύπο για κάποια Χριστούγεννα που είχε περάσει εκτός σπιτιού. Και από τις γλαφυρές περιγραφές του καταλαβαίνουμε πόσο σημαντικό ήταν εκείνες τις εποχές να κάνεις Χριστούγεννα σπίτι σου.
Υπηρετούσε λοιπόν δάσκαλος στην πόλη και με το που έκλεισαν τα σχολεία δεν έβλεπε την ώρα να ξεκινήσει για το χωριό. Είχε από μέρες συνεννοηθεί και με τον πατέρα του να τον περιμένει στο κεφαλοχώρι που θα έφθανε με το λεωφορείο κι από εκεί ελλείψει αμαξωτού δρόμου θα συνέχιζαν με υποζύγιο.
Με τη γοητευτική του πένα ο Ορφανός μας περιγράφει την ανυπομονησία του να φθάσει στο χωριό του, να συναντήσει τους φίλους και συγγενείς του, φυσικά και την κοπέλα που είχε μόνο στη σκέψη, να εκκλησιαστεί στην εκκλησία που βαπτίστηκε, γαλουχήθηκε την πίστη του Χριστού την αγία. Να ζήσει από κοντά την προσπάθεια της μάνας του να είναι όλα στην εντέλεια για τη μεγάλη γιορτή και το σπίτι να μοσχομυρίσει μελομακάρονα και δίπλες.
Με τις σκέψεις αυτές, χωρίς να το καταλάβει πως είχε περάσει η ώρα έφθασε το λεωφορείο στο κεφαλοχώρι.
Ο καιρός όμως ήταν πολύ κακός. Από την καταρρακτώδη βροχή δεν έβλεπες ούτε τη μύτη σου.
Ο νεαρός δάσκαλος με μεγάλη δυσκολία πήρε τα πράγματα του και κατευθύνθηκε στο καφενείο. Πού αλλού να περιμένει τον πατέρα του;
Περνούσαν όμως οι ώρες, κόντευε να βραδιάσει και ο πατέρα του δεν φαινόταν πουθενά. Αυτό του κακοφάνηκε γιατί ένοιωθε πολύ δεμένος με την οικογένειά του. Τι έγινε άραγε; Τον λησμόνησαν ξαφνικά;
Όταν βαρέθηκε να περιμένει αποφάσισε να προχωρήσει μόνος του και όπου φτάσει. Ζαλώθηκε τα πράγματά του και ξεκίνησε κάτω από άθλιες καιρικές συνθήκες να βαδίζει για το χωριό του. Φθάνοντας το ρέμα που τον χώριζε από τα πρώτα σπίτια διέκρινε απέναντι με δυσκολία τον πατέρα του να τον περιμένει, απογοητευμένος, που δεν μπορούσε να περάσει το ρέμα ούτε και με το γαϊδουράκι που είχε δίπλα του.
Όταν ο γέρος αντιλήφθηκε το παιδί του το χαιρέτησε από μακριά και του έκανε νοήματα πώς να συναντηθούν.
Από κοντά συνειδητοποίησαν και οι δυο πως ήταν εντελώς αδύνατον να πάνε στο χωριό. Ο καιρός χειροτέρευε όλο και περισσότερο. Έπρεπε να ξεμείνουν χρονιάρα μέρα όπου θα εύρισκαν. Είχαν βέβαια τόπο να μείνουν σε σπίτι συγγενικό, όπου έγιναν σε λίγο δεκτοί με επιφωνήματα χαράς. Και είχαν την περιποίηση που συνήθιζε κάθε οικογένεια που υποδεχόταν συγγενικό της πρόσωπο.
Πέρασαν πολύ καλά, έφαγαν με όρεξη τα παραδοσιακά εδέσματα αλλά ο Νίκος Ορφανός μέχρι το τέλος της ζωής του θυμόταν με πόνο ψυχής τα Χριστούγεννα που πέρασε μακριά από το χωριό του, σε ξένο σπίτι.