Η κηδεία του έμεινε στα χρονικά λόγω της κοσμοσυρροής
Κεραυνός εν αιθρία στο Ρέθυμνο, εκείνο τον Φεβρουάριο του 1970, ο θάνατος του Γιαννίκου Πλατύρραχου.
Με σφιγμένη καρδιά οι Ρεθεμνιώτες διαβάζουν στην εφημερίδα: «Όλως αιφνιδίως απεβίωσε χθες ο συμπολίτης Γιαννίκος Πλατύρραχος. Ούτος ευρέθη νεκρός χθες την πρωίαν εις την ενταύθα οικίαν του.
Η σορός του μετεφέρθη εις την γεννέτειράν του Κουρούτες Αμαρίου όπου σήμερον την 11 π.μ. θα γίνει η κηδεία του…».
Κι όπως γινόταν εκείνη την εποχή, ο θάνατος του Γιαννίκου ήταν το θέμα της ημέρας. Καθένας είχε και κάτι να θυμηθεί για τον άρχοντα, τον πάντα κομψό και περιποιημένο «μονιά» του αρχοντόσπιτου της λεωφόρου (όπου σήμερα η ATTIKA BANK) που ποτέ δεν έδωσε αφορμή για σχόλια κι είχε τα πρώτο όνομα στη αγορά.
Φαίνεται πως ήταν σημαίνον πρόσωπο από τα σχόλια και τα ψηφίσματα στη μνήμη του όπως αυτό του Κυνηγετικού Συλλόγου.
Καταλαβαίνουμε βέβαια τι ατμόσφαιρα επικρατούσε στο χωριό του τις Κουρούτες όπου συνέρρεε κόσμος από διάφορα σημεία του νομού για να προσκυνήσει τη σορό του και να τον αποχαιρετήσει.
Αν κρίνουμε από ένα περιστατικό που είχε συμβεί ένα χρόνο πριν, ο Γιαννίκος μάλλον θα είχε ενοχληθεί με όλες αυτές τις εκδηλώσεις αγάπης στη μνήμη του.
Ήταν τότε που ο Πλατύρραχος δέχτηκε το πρώτο προειδοποιητικό μήνυμα θανάτου και είχε γλιτώσει από θαύμα.
Έγραφε λοιπόν η «Κρητική Επιθεώρηση».
«…Ο αγαπημένος συμπολίτης ο Γιαννίκος ο Πλατύρραχος που με την πρόσφατη περιπέτεια της υγείας του με το αθέλητο σπασοχόλιασμα που μας προκάλεσε και μας έκανε προς στιγμή να παγώσουμε από τον φόβο ότι θα τον χάναμε, έβαλε στο καμίνι της δοκιμασίας τα αισθήματα αγάπης και εκτίμησης που νοιώθαμε οι φίλοι του κι όλη η κοινωνία γι’ αυτόν. Και τι μεγαλύτερη ευτυχία και ικανοποίηση για τον Γιαννίκο όπως και για κάθε άλλο στη θέση του μπορεί να υπάρξει από εκείνη που νοιώθει τώρα που αποκαταστάθηκε εντελώς η υγεία του, καθώς του δόθηκε η ευκαιρία να διαπιστώσει ότι όλα τα αισθήματα γι’ αυτόν αποδείχτηκαν αγνά γνήσια και αληθινά.
Γιατί αυτό που έγινε με την αστραπιαία διάδοση του μαντάτου της αιφνίδιας ασθένειας και του κινδύνου της ζωής του Γιαννίκου η κοσμοσυρροή και οι εκδηλώσεις συγκίνησης και αγωνίας εκ μέρους της κοινωνίας μας, δεν γίνονται εύκολα και συχνά, παρά μόνον για ανθρώπους σαν κι αυτόν που έχει αφιερώσει μια ζωή στην απόρεσα των συγγενών, των φίλων, των συγχωριανών, των συνεπαρχιωτών του, στην εξυπηρέτηση και του τελευταίου αγνώστου που θα ζητούσε τη βοήθειά του.
Μόνο για έναν άνθρωπο που θυσιάζει τα πάντα στο ιδεώδες της φιλίας, που τον διακρίνει η πραότητα, η καλοσύνη, η μετριοπάθεια η διαλλακτικότητα, η ορθοφροσύνη και η τιμιότητα σ’ όλη τη μέχρι τώρα ζωή του, σε κάθε πράξη και κάθε λόγο του …».
Στο ίδιο κείμενο τονίστηκε μια ακόμα αρετή του Γιαννίκου να μείνει αλώβητος από πάθη των ανθρώπων που ασχολούνται με το εμπόριο και την πολιτική.
Και ο αρθρογράφος της Κρητικής Επιθεώρησης που υπέγραφε «Ρεθεμνιώτης» κατέληγε: «Όπως τον Ψηλορείτη, στους πρόποδες του οποίου γεννήθηκε και μεγάλωσε και πήρε η μορφή του την ομορφιά του, κι η καρδιά του την αγνότητα του χιονιού του, να στέκει και να λευκαίνεται ανάμεσά μας ο διαλεχτός βλαστός του Αμαριού, ο καλός Ρεθεμνιώτης Γιαννίκος Πλατύρραχος».
Δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε σε πόσους άλλους έτυχε να διαβάσουν εν ζωή τον …επικήδειό τους. Ο Γιαννίκος πάντως το έφερε βαρέως που έγινε αντικείμενο τόσο θερμού σχολιασμού και όπως αναφέρει ο ίδιος συντάκτης, στη νεκρολογία ένα χρόνο αργότερα, που αυτή τη φορά ήταν γεμάτη οδύνη και σπαραγμό, είχε επισκεφθεί τα γραφεία της φίλης εφημερίδας «μανισμένος».
«Δεν ήτο πράμα του είπε. Περαστικό ήτονε. Μόνο που σας έβαλα σε μπελάδες…».
Πάντα με το γλυκό του σεμνό λόγο ο αξέχαστος Γιαννίκος με τον πολυσήμαντο σε δράση βίο.
Μα ποιος ήταν αλήθεια ο σπουδαίος αυτός άνθρωπος;
Είχε ρίζα από νεομάρτυρα
Ο Γιαννίκος γεννήθηκε στις Κουρούτες (1905 ή 1906) και ήταν γιος του Νικολάου Πλατύρραχου και της Εργίνης Ριζικιανού από το Αποδούλου. Φαίνεται πως είχε ρίζα από Νεομάρτυρα αν κρίνουμε από πληροφορίες του καθόλα έγκυρου ερευνητή κ. Σταύρου Φωτάκη.
Συγκεκριμένα όταν του ζητήθηκαν στοιχεία από τον φιλόλογο και δημοσιογράφο κ. Νικ. Τσουπάκη, ο κ. Φωτάκης είπε για τους Πλατύρραχους στις Κουρούτες.
«Η Μαρία η έκτη κόρη του Νικολάου Παπαδογιάννη και εγγονή του Αγίου Αγγελή από τον Άι Γιάννη παντρεύτηκε κι έζησε στο χωριό Κουρούτες από τον γόνο της οποίας κατάγονται οι Πλατύρραχοι.
Ο απόγονός της Αντώνιος Πλατύρραχος από την πλευρά του παντρεύτηκε την Αναστασία (ή Χρυσή) Φωτάκη εκ Μελάμπων, αδελφή του ξακουστού οπλαρχηγού επί Τουρκοκρατίας Στυλιανού Φωτάκη (καταγόμενου από τις Μέλαμπες αλλά γεννημένου στις Κουρούτες), που διατέλεσε Νομάρχης Χανίων, Ρεθύμνης (το 1910), Ηρακλείου και Λασιθίου. Ο Αντώνης Πλατύρραχος συνεχίζει τον γόνο του Αγγελή, κάνοντας τον Χαρίδημο, τον Νικόλαο, τον Γρηγόρη, τον Ιωάννη, τη Χρυσή, την Ελένη και άλλες δύο θυγατέρες.
Από τους παραπάνω η Ελένη Πλατυρράχου, η αρχόντισσα Ελένη όπως την αποκαλούσαν χαρακτηριστικά, που έμενε στο Ρέθυμνο, παντρεύτηκε τον γνωστό χρυσοχόο και ωρολογοποιό της Ρεθύμνης Αλκιβιάδη Ματθαιουδάκη, γιο του τρανού Οπλαρχηγού Μυλοποτάμου και Βουλευτή Ρεθύμνης Λεωνίδα Ματθαιουδάκη από τις Αλιάκες Μυλοποτάμου, που το 1878 υπέγραψε τη Σύμβαση της Χαλέπας για την ημιαυτονομία της Κρήτης από τον Σουλτάνο.
Πιθανολογείται ότι στα Πλατάνια μετεφέρθη η γενιά του Νεομάρτυρος Αγγελή από τους Κουρουτιανούς…».
Αν και φτωχή η πολυμελής οικογένεια του Γιαννίκου Πλατύρραχου συνέχισε να τιμά της γενιά της με το ήθος και την ευπρέπεια που χαρακτήριζε τα μέλη της.
Δύσκολοι καιροί για νέους
Καιροί δύσκολοι αλλά η πίστη και η εργατικότητα των ανθρώπων έδιναν δύναμη στη ζωή να τραβάει στην ανηφόρα. Ακολούθησε σπουδές στο Ανώτερο Δημοτικό Σχολείο Νίθαυρης ξεχωρίζοντας για την επιμέλεια και προσεγμένη του γραφή.
Εκείνες τις εποχές η κατάταξη στη Χωροφυλακή εξασφάλιζε μια αποκατάσταση. Κι ήταν πολλά τα Ρεθεμνιωτάκια που κατέληγαν στη λύση αυτή. Ένα ακόμα πλεονέκτημα ήταν πως υπηρετώντας στη Χωροφυλακή έκαναν και τη στρατιωτική τους θητεία.
Ο Γιαννίκος αφού εκπαιδεύτηκε στα Χανιά υπηρέτησε στη Δράμα και στη Μυτιλήνη.
Πριν από τον πόλεμο τον βρίσκουμε στα σύνορα να εργάζεται ως εργοδηγός σε μια εταιρία που αναλάμβανε δημόσια έργα.
Σύμφωνα με τον ανιψιό του Κωστή Πλατύρραχο, μετείχε στα έργα αυτά που περιελάμβαναν και την κατασκευή του Οχυρού Ρούπελ.
Μεγάλη συμβολή στην αντίσταση
Ήταν σημαντική η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση. Συνεργάστηκε με το 5ο δίκτυο διαφυγής που είχε οργανωθεί από τους Άγγλους στην περιοχή της Αμπαδιάς.
Στάθηκε φύλακας και προστάτης αναρίθμητων συμμάχων Νεοζηλανδών και Άγγλων που ξέμειναν στο νησί μας μετά τη Μάχη της Κρήτης και αναζητούσαν τρόπο διαφυγής. Η δράση του αυτή τον έχρισε υπεύθυνο της ομάδας Αντιστασιακών στις Κουρούτες.
Όπως ανέφερε στον επικήδειό του ο δασκαλος και λογοτέχνης Χάρης Σαριδάκης, μια νύχτα, 12 Νοεμβρίου 1942, κι ενώ οι Κουρούτες είχαν κυκλωθεί από Γερμανούς, που με ραδιογωνιόμετρα προσπαθούσαν να ξετρυπώσουν τις ανταροφωλιές ο Γιαννίκος άφοβος με άλλους τρεις αγέρωχους συντρόφους του πέρασε από τον κλοιό αυτό του θανάτου για να φέρει σε πέρας την αποστολή του.
Ανέφερε επίσης τη θλίψη που κυριαρχούσε σε μια απάντηση του Πλατύρραχου σε μήνυμά του παραμονή της μάχης της Μηλιάς του Ψηλορείτη. Ο Σαριδάκης του ζητούσε να κινηθούν οι αντάρτικες ομάδες του Βορεινού λεκανοπεδίου της επαρχίας της Βισταγής έως Μέρωνα για να φυλάξουν την επαρχία από είσοδο εχθρών δυνάμεων. Όπως έδειχναν τα πράγματα θα μπορούσαν οι εχθροί πεζοπορώντας ένα δίωρο από Κασάρι έως Κόλυτα να βρεθούν στα νώτα των πολεμιστών μας και να τους κτυπήσουν εκεί. Έπρεπε λοιπόν να προλάβουν Βαθειά πικραμένος ο Γαννίκος του απάντησε πως ούτε καπετάνιοι υπήρχαν ούτε αντάρτες για την επιχείρηση αυτή στις 12 Αυγούστου 1944.
Οι πρώτες επιχειρήσεις
Στην απελευθέρωση η Κεντρική Επιτροπή Ρεθύμνου τον όρισε μέλος στην οργάνωση του Γραφείου Ανεφοδιασμού.
Η προσωπικότητα και το κύρος του πολύ σύντομα τον καταξιώνουν. Εκείνος όμως νοιάζεται μόνο για την ανασυγκρότηση της βασανισμένης επαρχίας του και για τον σκοπό αυτό αξιοποιεί κάθε γνωριμία του με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα. Ιδιαίτερα ο Σοφοκλής Βενιζέλος δεν του χάλασε ποτέ χατίρι. Κι αυτό το ενδιαφέρον αποτυπώθηκε σε έργα πνοής που ανάστησαν την περιοχή. Να σημειωθεί ότι ο Πλατύρραχος λάτρευε τους Βενιζέλους και αγαπούσε πολύ τον Παύλο Βαρδινογιάννη και όλη του την οικογένεια.
Η αγάπη για τον τόπο του έγινε αφορμή να ασχοληθεί με τα κοινά. Έτσι τον βρίσκουμε επί σειρά ετών δραστήριο μέλος του Νομαρχιακού Συμβουλίου.
Από το 1948 με συνεργάτη τον Ιωάννη Μουρτζανό ανοίγει το γνωστό λαδάδικο στην οδό Αρκαδίου. Στα 1953 αγοράζει το σαπουναριό του Μαρίνου Σκορδίλη που είχε πεθάνει και δημιουργεί μια αξιόλογη νέα επιχείρηση πάντα με τον Γιάννη Μουρτζανό συνοδοιπόρο σε κάθε του επιχειρηματική προσπάθεια.
Και μια ακόμα ήταν το λεωφορείο που αγόρασε η εταιρία το 1964 και κυκλοφορούσε για αρκετά χρόνια σε γραμμές της Αθήνας.
Ο Γιαννίκος Πλατύρραχος δεν έκανε οικογένεια. Αφοσιώθηκε στα ανίψια του και στην ποιότητα ζωής των συντοπιτών του. Λεβέντης, γλεντζές, άνθρωπος της καλής παρέας αντιμετώπιζε με την ίδια αγάπη και σεβασμό τους φίλους του σε όποια κοινωνική θέση κι αν ανήκαν.
Ποτέ δεν τον εγκατέλειψε η έγνοια για τον συνάνθρωπο. Ποτέ δεν αρνήθηκε τη βοήθειά του σε κάθε ανάγκη της πόλης του. Από τους στενούς του φίλους και η εμβληματική μορφή της Αντίστασης ο μοναχός Γαβριήλ Κλάδος με τον οποίο πήγαιναν παρέα στο κυνήγι.
Ο Γιαννίκος Πλατύραχος πέθανε στις 25 Φεβρουαρίου 1970.
Η κηδεία του που έγινε την Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 1970 έμεινε στην ιστορία από πλευράς προσέλευσης. Μόνο από το Ρέθυμνο μέτρησαν τριάντα επιβατικά αυτοκίνητα και τρία λεωφορεία του ΚΤΕΛ εκτός από τα πλήθη που συνέρρευσαν από Χανιά, Μεσσαρά και χωριά της Επαρχίας. Κοντολογίς πάνω από 2.000 κόσμος παρέστη στην κηδεία κάθε κοινωνικής βαθμίδας και αξιώματος.
Στη νεκρώσιμη ακολουθία, στην οποία προέστη ο Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος, συμμετείχαν πάνω από 20 ιερείς προερχόμενοι από το Ρέθυμνο και χωριά της επαρχίας, ο Ηγούμενος Αρκαδίου Αμβρόσιος Λαδάκης.
Μετά τους επικηδείους από Ειρηναίο, Χάρη Σαριδάκη και Χριστόφορο Σταυρουλάκη κι αφού οι αρχές κατέθεσαν στεφάνια στη σορό του, Βρακοφόροι και Κρητικοπούλες της ΙΛΕΡ τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία. Ήταν μια έκφραση τιμής σ’ έναν από τους πρωτεργάτες του Ιστορικού σωματείου. Σ’ έναν φλογερό Ρεθεμνιώτη που και η τελευταία του ανάσα είχε την έγνοια για την πόλη του.