Μόλις τελείωσε η επετειακή χρονιά των 50 χρόνων από τη Μεταπολίτευση (1974-2024) με αρκετές εκδηλώσεις, δημοσιεύσεις και επιστημονικά συνέδρια στα οποία τονίστηκαν κυρίως οι επιτυχίες ομαλής μετάβασης από τη δικτατορία στη δημοκρατία, οι δημοκρατικές συνταγματικές και θεσμικές κατακτήσεις, καθώς και η δημοκρατική σταθερότητα με την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία. Όμως ελάχιστα συζητήθηκαν οι αποτυχίες της Μεταπολίτευσης, με κύρια το κομματικό κράτος που καθιερώθηκε από τα κόμματα εξουσίας της Nέας Δημοκρατίας και του ΠAΣOK, υπονομεύοντας τον κρατικό εκσυγχρονισμό με κατάληξη στη de facto χρεοκοπία και στα μνημόνια δρακόντειας λιτότητας. Tώρα που διαμορφώνεται ξανά ο δικομματισμός της Μεταπολίτευσης από τα κόμματα αυτά, χωρίς να έχουν προβεί σε κάποια αυτοκριτική, καλό και σώφρον για τη δημοκρατία μας θα είναι να μην ξεχνάμε το βασικό πρόβλημα του πολιτικο-διοικητικού μας συστήματος, δηλαδή την κομματοκρατία με ρίζες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους, και το κομματικό κράτος που παγιώθηκε στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης και λειτουργεί δυστυχώς μέχρι και σήμερα.
Αυτό το κομματικό κράτος δεν σημαίνει απλώς την άλωση του κράτους ως λάφυρου από το εκάστοτε κυρίαρχο κόμμα και τη χρησιμοποίησή του για κομματικούς διορισμούς «των δικών μας παιδιών» και άλλα ρουσφέτια, αλλά την όλη αναδιοργάνωση και πελατειακή λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, του δημόσιου τομέα, αλλά και ολόκληρου του πολιτικο-διοικητικού συστήματος με κομματικά κριτήρια, χωρίς διαφάνεια, λογοδοσία και θεσμικά αντίβαρα. Αυτή την κομματική επίδραση στις κρατικές δομές και λειτουργίες από τα εναλλασσόμενα κόμματα εξουσίας ονομάζουμε κομματικό γραφειοκρατισμό του κράτους χρησιμοποιώντας την έννοια του «γραφειοκρατισμού» του Νίκου Πουλαντζά που αναφέρεται σε μια σχετικά σκόπιμη δομή και λειτουργία του κρατικού μηχανισμού από τις κυρίαρχες δυνάμεις για την εξυπηρέτηση των πολιτικο-οικονομικών τους συμφερόντων.
Πράγματι, καθ’ όλη την πρώτη μετα-δικτατορική περίοδο στην Ελλάδα (1974-2009) τα εναλλασσόμενα κυβερνητικά κόμματα, δηλαδή η συντηρητική ΝΔ και το «σοσιαλιστικό» ΠΑΣΟΚ δημιούργησαν ένα «λερναίο» κομματικό κράτος με ένα διευρυμένο «πλέγμα κομματικής εξουσίας», διεισδύοντας σε όλους τους θεσμικούς χώρους της κοινωνίας, ακόμη και στο εκπαιδευτικό σύστημα, με πρωταγωνιστή την εναλλασσόμενη κομματική «νομενκλατούρα» τους. Η διαπλοκή με οικονομικά και άλλα συμφέροντα, αλλά και η εξάρτηση των πολιτών από τους κομματικούς πάτρωνες, διαμόρφωσαν μια «κομματο-κρατούμενη κοινωνία», στην οποία το κράτος μεταλλάχτηκε σε κομματικό κράτος, η δημόσια διοίκηση σε κομματοκρατούμενη διοίκηση, τα κυβερνητικά κόμματα σε κρατικά κόμματα, η κοινωνία πολιτών σε κοινωνία πελατών και η θεσμική κομματική δημοκρατία σε πελατειακή κομματοκρατία που οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας το 2010 με καταστροφικό κόστος για τους δημοκρατικούς θεσμούς και την κοινωνία.
Aντίθετα με τις γραφειοπαθολογικές διοικητικές προσεγγίσεις που ερμηνεύουν την πελατειακή λειτουργία του πολιτικο-διοικητικού συστήματος ως δυσλειτουργία και τη διαφθορά ως ενδημική γραφειοπαθολογία, θεωρούμε ότι η όλη λειτουργία της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης και ευρύτερα του κράτους δεν είναι «παθολογική», αλλά μάλλον λειτουργική για το παγιωμένο σύστημα κοινωνικοπολιτικού ελέγχου, δηλαδή τον «κομματικό γραφειοκρατισμό». Σε όλη τη μακρά Μεταπολίτευση οι διακηρυσσόμενες διοικητικές μεταρρυθμίσεις εφαρμόζονταν μόνο στον βαθμό που δεν παρεμπόδιζαν τον κομματικό έλεγχο του κρατικού μηχανισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα με αποτέλεσμα ένα σισύφειο και ατελέσφορο εκσυγχρονισμό. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση του λαϊκίστικου κομματικού γραφειοκρατισμού ήταν η υπονόμευση της σημαντικής διοικητικής μεταρρύθμισης του «Νόμου Πεπονή» (Ν. 2190/94), όταν και τα δύο κυβερνητικά κόμματα υπονόμευσαν την ίδρυση και λειτουργία του ΑΣΕΠ, εμποδίζοντας τον διοικητικό εκσυγχρονισμό με: α) πολυάριθμες εξαιρέσεις δημοσίων διορισμών, β) τη δημιουργία του άτυπου θεσμού των εκτάκτων υπαλλήλων και την επαναπρόσληψη όλων όσων είχαν απολυθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση, γ) το «νέο» βαθμολογικό και μισθολογικό σύστημα της εξισωτικής λαϊκίστικης πολιτικής που ισοπέδωσε τη δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, καθώς και το σύστημα των μορίων για προσλήψεις με «κοινωνικά κριτήρια», υπέρτερα των τίτλων σπουδών, και δ) τις «ντροπολογίες», την ψήφιση, δηλαδή, πάρα πολλών τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια με σκόπιμο κομματικό και πελατειακό περιεχόμενο. Παρόμοια αντι-εκσυγχρονιστικά εμπόδια μαζί με παλαιοκομματικές πρακτικές και πολιτισμικές νοοτροπίες αποτέλεσαν σοβαρή τροχοπέδη στον κρατικό και κοινωνικό εκσυγχρονισμό της χώρας, ο οποίος 50 χρόνια τώρα παραμένει ακόμη ανεκπλήρωτος.
Η πολιτική βολέματος των «δικών μας παιδιών» του κομματικού κράτους χαρακτηρίζει όλη τη μακρά Μεταπολίτευση, ακόμη και την περίοδο των μνημονίων τα οποία περιόρισαν μεν τους πελατειακούς διορισμούς και επέβαλλαν οριζόντιες μαζικές απολύσεις στο δημόσιο, αλλά δεν σταμάτησαν την τοποθέτηση κομματικά αρεστών − και όχι των αρίστων− στις διοικητικές θέσεις, πρακτική που συνεχίστηκε δυστυχώς και από το τρέχον πρωθυπουργο-κεντρικό «επιτελικό κράτος».
Ως ενεργοί πολίτες χρειάζεται να συνειδητοποιήσουμε ότι τελικά η Ελλάδα έφτασε στα όρια της πτώχευσης το 2010 εξαιτίας του κομματικού κράτους. Για να μην ξαναζήσουμε μια νέα οικονομική και κοινωνική καταστροφή είναι απαραίτητο να αναδομηθεί το πολιτικό-διοικητικό σύστημα με την κατάργηση του κεντρικού κομματικού κράτους και των παραφυάδων του σε όλη την επικράτεια. Ενόψει της νέας συνταγματικής αναθεώρησης, η κοινωνία των πολιτών οφείλει να συμβάλει σε μια αναγκαία θέσμιση σοβαρών αντιβάρων και ελεγκτικών μηχανισμών με ασυμβίβαστα και αποτελεσματικές κυρώσεις ενάντια στην κομματικο-πελατειακή πρακτική που συχνά καταλήγει σε διαφθορά, αλλά και σε τραγωδίες, όπως αυτή των Τεμπών.