Ας μην κοροϊδευόμαστε μεταξύ μας. Αυτά που δικαίως επιδιώκουν οι συγγενείς των θυμάτων του δυστυχήματος των Τεμπών – δικαιοσύνη, διαφάνεια, απόδοση ευθυνών σε όλους τους άμεσα ή έμμεσα υπεύθυνους – δεν έχουν καμία σχέση με τις επιδιώξεις των κομμάτων τα οποία έχουν τη δική τους ατζέντα, τα δικά τους ιδιοτελή κίνητρα και τους δικούς τους στόχους. Οι δύο αυτοί κόσμοι δεν συμπίπτουν πουθενά. Το παρόν άρθρο αφορά τον κόσμο των κομμάτων.
Η στάση της κυβέρνησης είναι λίγο πολύ αναμενόμενη. Όντας σε δύσκολη θέση, βρίσκεται σε διαρκή άμυνα. Όχι μόνο γιατί βάλλεται από παντού για τα αναπάντητα ερωτήματα της τραγωδίας αλλά κυρίως γιατί δεν έχει τίποτα ουσιαστικό να επιδείξει σε πολιτικό επίπεδο που να προέκυψε από το πάθημα του δυστυχήματος. Ένα τέτοιο γεγονός θα έπρεπε να είχε επιφέρει ριζικές αλλαγές, όχι μόνο στον τριτοκοσμικό σιδηρόδρομο της χώρας ειδικότερα, αλλά σαρωτικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται, επιλέγονται και προωθούνται πρόσωπα σε θέσεις ευθύνης στο Δημόσιο γενικότερα.
Έγινε επί του πρακτέου τίποτα ουσιαστικό αυτά τα δύο χρόνια; Μάλλον όχι. Η αχίλλειος πτέρνα αυτής της κυβέρνησης είναι ότι τόσα χρόνια μετά την εκλογή της και την ευρεία εκλογική υποστήριξη που απολαμβάνει, δεν κατάφερε να συγκρουστεί με το βαθύ κράτος του Δημόσιου τομέα. Στα περισσότερα προβλήματα επιχειρούνται λύσεις «out of the box» οι οποίες παρακάμπτουν τις χρόνιες παθογένειες του κράτους, ενώ στο εσωτερικό «του κουτιού» διατηρείται ανέπαφη η νοσηρή κατάσταση των διευθετήσεων με τις συντεχνίες και των υπηρεσιών που υπάρχουν για να ικανοποιούν πρωτίστως τα συμφέροντα όσων απασχολούνται σε αυτές και όχι των πολιτών.
Η στάση των κομμάτων της αντιπολίτευσης της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς στο ζήτημα των Τεμπών είναι επίσης αναμενόμενη. Κάνουν αυτό που έκαναν πάντα και το οποίο είναι και το μόνο που μπορούν και ξέρουν να κάνουν. Κινητήρια δύναμη τους είναι ο λαϊκισμός, εργαλεία τους η συνωμοσιολογία και η εκμετάλλευση του ανθρώπινου πόνου. Αυτά χρησιμοποιούν στο έπακρο και στη συγκεκριμένη περίπτωση κι απ’ ότι φαίνεται τους αποδίδουν ένα πρόσκαιρο πολιτικό όφελος.
Η στάση που είναι εντελώς ακατανόητη είναι εκείνη του ΠΑΣΟΚ. Είναι ακατανόητη, όχι μόνο γιατί σπεύδει πρόωρα να υιοθετήσει τις θεωρίες και τις πρακτικές των παραπάνω, αλλά και γιατί δεν φαίνεται να κερδίζει κάτι από αυτή τη στάση. Τα ποσοστά του ΠΑΣΟΚ στις δημοσκοπήσεις υποχωρούν. Μετά την πλήρη υιοθέτηση για τα δήθεν αλλοιωμένα ηχητικά, που τελικά αποδείχθηκε ότι δεν είχαν αλλοιωθεί, στα πρόσφατα ακατανόητα του ΠΑΣΟΚ η πρόταση για προανακριτική επιτροπή σε βάρος του Χρήστου Τριαντόπουλου.
Το ΠΑΣΟΚ, αφού ουσιαστικά παραδέχθηκε ότι έδειξε αμέλεια στην άσκηση των κοινοβουλευτικών καθηκόντων του, μη γνωρίζοντας μια συμπληρωματική δικογραφία που όλοι οι υπόλοιποι γνώριζαν εδώ και πολλούς μήνες, καταθέτει μια πρόταση από την οποία γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να προκύψει τίποτα ουσιαστικό. Γιατί λοιπόν το ΠΑΣΟΚ επιμένει σε αυτή την αλλοπρόσαλλη στάση που δεν του αποδίδει κανένα πολιτικό όφελος;
Μια λογική απάντηση εντάσσεται στα πλαίσια του κομματικού ανταγωνισμού. Το ΠΑΣΟΚ ανταγωνίζεται τα αριστερά και ακροαριστερά κόμματα για το ποιος θα μαζέψει τις ψήφους του εξαϋλωμένου ΣΥΡΙΖΑ. Πρόταση δυσπιστίας εσείς, πρόταση για προανακριτική εμείς. Αν αυτή είναι η απάντηση για την εγκατάλειψη της θεσμικής στάσης από το ΠΑΣΟΚ τότε αυτό που καταλογίζεται στην ηγεσία του είναι έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων, διορατικότητας και αδυναμία πολιτικής ανάλυσης.
Αν το ΠΑΣΟΚ δεν πάσχει από αυτά υπάρχει και μια περισσότερο κακόπιστη εξήγηση. Η θεωρία που λέει ότι το ΠΑΣΟΚ του Νίκου Ανδρουλάκη συντάσσεται με συγκεκριμένα συμφέροντα (εκδοτικά και επιχειρηματικά) στην παρούσα φάση, ακόμα κι αν χάνει στην κοινή γνώμη, με σκοπό να εισπράξει κάποια γραμμάτια με πολιτικό όφελος στο μέλλον. Η θεωρία αυτή μάλλον είναι απίθανο να ισχύει. Επειδή όμως στο ΠΑΣΟΚ όταν τίθεται η ερώτηση «ποιος» και «γιατί» καλύπτεται στην υπόθεση των Τεμπών αρέσκονται να απαντούν «ρωτήστε τους ίδιους», με το ίδιο σκεπτικό ίσως θα έπρεπε για την παραπάνω θεωρία, που θα εξηγούσε την έξαλλη στάση τους, να ερωτηθούν οι ίδιοι με ποιους και γιατί συντάσσονται.
Ότι κι αν θεωρούν τα πολιτικά κόμματα ότι θα τους αποδώσει η υπερβάλλουσα ρητορική και στάση στο ζήτημα της τραγωδίας των Τεμπών, προς το παρόν οι μόνοι που εισπράττουν είναι οι δυνάμεις της άκρας Δεξιάς και Αριστεράς. Το γεγονός αυτό καλό θα ήταν να προβληματίσει ορισμένους.