Κοινωνιολογικές προσεγγίσεις μέσα από προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις Καρναβάλου
Και κάποιες φάρσες αρκετά …απάνθρωπες
Έχουν αλλάξει πολλά από την εποχή που κυρίαρχο στοιχείο του Ρεθεμνιώτικου Καρναβαλιού ήταν οι προσφωνήσεις του Βασιλιά Καρνάβαλου και οι αντιφωνήσεις. Αυτά τα κείμενα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον σημερινό ερευνητή της ιστορίας του Ρεθύμνου. Γιατί μέσα από την πηγαία σάτιρα αναδύονταν τα προβλήματα της πόλης και ο τρόπος ζωής των κατοίκων. Σε ένα από τα σπανιότερα κείμενα θα σταθούμε σήμερα.
Είχε ετοιμαστεί για τις Απόκριες του σωτήριου έτους 1907.
Το Ρέθυμνο βρισκόταν και τότε σε μια περίοδο μεγάλης στέρησης για τους πολλούς και μόνο μερικές οικογένειες «τα μεγάλα τζάκια» της πόλης είχαν την ευχέρεια να ζουν με άνεση. Δόθηκε λοιπόν μια ευκαιρία στον κειμενογράφο της εποχής να εκτονωθεί σατιρίζοντας τα «τρωτά» της εποχής του.
Και ιδού πως τα παρουσίαζε προσφωνώντας τον Βασιλιά Καρνάβαλο.
Ως ευ παρέστης Βασιλιά της πιο τρελής χαράς
του γέλωτος, της τέρψεως και πάσης ευθυμίας
πάσης ιδέας σκωπτικής και όψης ιλαράς
διώκτα δε της σκέψεως της θλιβεράς ανίας
Των πάντων οι πιστότεροι ημείς υπήκοοί σου
φαιδρώς πανηγυρίζομεν δια την άφιξίν σου
δι ήν τόση κατέλαβε το Ρέθυμνο φρενίτις
κι έγινε τόσος θόρυβος και τόσο πατιρντί
στην πόλιν των φάιβ ο κλόκ και των απρέ μιντί
Ώστε ο κάθε μασκαράς Ρεθύμνιος πολίτης
ανεξαρτήτως τάξεως φύλου και ηλικίας
είτε εκ του κύκλου του κλεινού της αριστοκρατίας
είτε αστός απρόσκλητος (!!)στα πάτρια (;;;)εμμένων
ενθουσιώδης έτρεξεν εις προϋπάντησίν σου
χοροπηδών κι επευφημών .Την δε υποδοχήν σου
την προπαρασκευάζομεν από των Χριστουγέννων
και δεν παρήλθεν έκτοτε ημέρα, ουδέ νυξ
άνευ τινός απρέ μιντί, φάιβο ο κλόκ, ζουρ φιξ.
Μπιεν αριβέ, μπιεν αριβέ, πόσον είσθε καλός
και δεν μας λησμονήσατε μον χιερ Καρναβαλός
Μας καθυποχρεώσατε, παρσκ-λα νομπλές ομπλίζ
Γιαυτό σας ητοιμάσαμεν κιημείς μια γκράντ σουπρίζ
Πουρ βου μετημφιέσθημεν εδώ όλοι ομού
εις αληθείς Παρισινούς δανδήδες του συρμού
Και πάντες είμεθα αν γκραντ, αν μιραμπώ, αν φράμ
κι ο Γιακουμής ο πρόστυχος κι ο ευγενής «λε Ζάκ»
Κρασί πλέον δεν πίνομεν σ’ ετρέ μπουρζουαζί
και νου μπιβόν ντε χιοκολά χιαμπάν ε μαρβαζί
χόρτα, φασόλια κι ες κεσά ,σ’ επά κονύ μουά
Ισί ον μανζ ντε φουα γκρα φαιζάν αν Χινουά
του ζούρ μιλούμεν για παρφέμ και εσθήτας μεταξίνας
συνήθως δε τους γάμους μας τελούμεν εις Αθήνας.
Μπιεν απροπό μας έφθασες μες στα διασκεδάσεις
εις εποχήν που δύνασαι προ πάντων να θαυμάσεις
τους κύκλους μας τους υψηλούς, την αριστοκρατίαν
του χρήματος , του πνεύματος και της καταγωγής
την χάριν, την αβρότητα βλέπων την Ρεθεμνίαν
σαν ντουτ, σαν ντουτ μον χιέρ αμί πολύ θα εκπλαγείς
Εδώ οι κυανόαιμοι ευρίσκονται πολίται
εδώ και η ευγένεια και αι περγαμηναί
μόνον εδώ η γαλλική απταίστως ομιλείται
και ρεβεράνς κυριαρχούν όντως Παρισιναί
Εδώ – εδώ Καρνάβαλε η κάθε αυθεντία
με ύφος αρειμάνιον με γλώσσαν αυστηράν
και αι αριστοκράτιδες μέσα στα καφενεία
διδάσκουσιν εις τον λαόν την συμπεριφοράν
Ως ευ παρέστης Βασιλεύ της μασκαραδοσύνης
της μέθης της ξετσιπωσιάς και πάσης αφροσύνης
Επευφημήτω πας λαός και αποκαλυφθήτω
ο κραταιός καρνάβαλος ο βασιλεύς μας ζήτω…
Με αυτάς τας φιλοφρονήσεις υποδέχτηκαν τον Βασιλιά Καρνάβαλο οι Ρεθεμνιώτες του 1907. Εκείνος όμως κατά τα καρναβαλικά πρότυπα δεν φάνηκε να συγκινήθηκε από τις «ρεβεράντζες» και τους στόλισε καλά καλά …

Η αντιφώνηση του Καρνάβαλου
Πάντα λοιπόν εις πέλαγος θα πλέετε μωρίας
και θα καταβυθίζεσθε σ’ αμέτρητα δεινά
χωρίς ποτέ καμμιά ακτίς ελπίδος σωτηρίας
για σας κιτρινομούρηδες να λάμπει πουθενά;
Ρεθύμνιοι ανούσιοι κρυοτουρτουρισμένοι
αργόσχολοι ,απένταροι ,ινφλουεντζαρισμένοι
τα μούτρα σας δεν βλέπετε,της τσέπης σας το χάλι
που μοιάζει σε κουφότητα στο κλούβιο σας κεφάλι
Μόνο ρωτάτε χάσκοντες αν η ορκωμοσία
του αρμοστού εγένετο εν πλήρει απαρτία
Και συζητείτε βλακωδώς προς ποίον τάχα κόμμα
προβλέπει μ’ ευμενέστερον ο αρμοστής σας όμμα
τινές οι νέοι λειτουργοί οι της δικαιοσύνης
και τίνων επληρώθηκαν τα στόματα κινίνης
Αν έπεσε η Κυβέρνησις και αν μεταβολαί
και εις τους κλάδους τους λοιπούς επίκεινται πολλαί
Κι ενώ μη λησμονήσετε φοβούμαι να μασείτε
και κατ’ ανάγκην οπαδοί της Δούγκαν θα γενείτε
χορούς ,κονσέρτα κάνετε και θέατρα παντοία
ωσάν μη των στομάχων σας ήρκει η …συναυλία
διόλου δε δεν σκέφτεσθε για δρόμους , για λιμάνι
και τα λοιπά κοινωφελή έργα σας ποιός θα κάνει
‘Ηθελα κι άλλα να σας πω αγαπητοί μου φίλοι
μα προτιμώ το στόμα μου να δέσω με μαντήλι
ως Παπαλέξης έτερος δι’ ευνοήτους λόγους
και συνοψίζων των λοιπών συμβάντων σας τους ψόγους
σας λέγω ότι δι ‘ αυτά μεγάλως επεθύμουν
είς εκατόγχειρ σήμερον Καρνάβαλος να ήμουν
Για να μπορούσα μονομιάς τα χέρια μου απλώνων
με εκατό καθένα σας φάσκελα να μουτζώνω.
Αυτό ήταν το κείμενο του 1907 που έχει δημοσιευτεί τρεις με τέσσερις φορές. Για μια από τις πηγές του μάλιστα μας πληροφορεί ένα κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον, που εντοπίσαμε στην «Κρητική Επιθεώρηση» της 15ης Μαρτίου 1959, και που αναφέρει σχετικά: «Σήμερον που σιγά σιγά έχουν πια ξεφτίσει όλα τα παλιά ήθη κι έθιμα με τη διαβρωτική επίδραση της αμειλίκτου εξελίξεως και ισοπεδώσεως των νέων τάσεων ,ιδεών,αναγκών και τόσων άλλων παραγόντων και αντιξοοτήτων νομίζομεν ότι επιβάλλεται η αναδρομή εις το παρελθόν το ευτυχέστερον και πνευματοδέστερον και πλέον ενθουσιώδες παρελθόν από το τόσο άτονον σημερινόν παρόν…
Αφού δεν μπορούμε πια να ζήσωμεν τα παλιά εκείνα ήθη και έθιμα εις την πραγματικότητα και να έχωμεν το κέφι και το μπρίο των πατέρων μας σήμερον που και αυτό το «μασκάρωμα» έχει πια αποξεχαστεί τουλάχιστον με τη σκέψη μας από της απόψεως αυτής οφείλομεν και μαζί με ημάς όλοι οι αναγνώσται μας χάριτας εις τον παλαίμαχον αειθαλή δήμαρχόν μας κ. Τίτο Πετυχάκη διότι είχε την καλοσύνη να μας δώσει προς δημοσίευσιν την έμμετρον προσφώνησι των Ρεθυμνίων προς τον Καρνάβαλον κατά τις Αποκριές του Φερβρουαρίου 1907 ως και την απάντηση του Καρνάβαλου εις την προσφώνησιν αυτή.
Που είναι πια εκείνες οι καλές μέρες που τα γλέντια έδιναν κι έπαιρναν κι εγέμιζαν οι δρόμοι μασκαράδες, σερπαντίνες και κομφετί και εμαίνετο ο …φασουλοπόλεμος!».
Είχαν μεγάλο ενδιαφέρον οι προσφωνήσεις και οι αντιφωνήσεις του Καρναβάλου γιατί έθιγαν προβλήματα εποχής. Και θα δώσουμε μια συνέχεια, με την ευκαιρία των ημερών, για να γνωρίσουμε καλύτερα εκείνους τους ανθρώπους που με τη χαρισματική τους πέννα σκορπούσαν το κέφι τις μέρες του Καρναβαλιού με την ποιοτική τους σάτιρα.
Απόκριες: Καιρός για …φάρσες
Η απόκρια, ιδιαίτερα στους καιρούς μας, επιτρέπει ακρότητες που κάποτε ήταν κόλαφος για τον καθωσπρεπισμό.
Πάντα όμως, υπήρχαν …πρωτοπόροι που άφηναν το στίγμα τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι με τις όποιες τους «παλαβομάρες». Ένας από αυτούς ήταν και ο περίφημος Πεντεφούντης που κυριολεκτικά «ξεσάλωνε» στη διάρκεια της Αποκριάς, αδιαφορώντας παντελώς για την προσβολή της δημοσίας αιδούς.

Πεντεφούντης – παρατσούκλι Το βαφτιστικό Μιχάλης
μπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
(Γ. Καλομενόπουλος)
Ένας γραφικός τελάλης
Για τον πρωτοπόρο αυτόν πλακατζή των άκρων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των αφηγημάτων του «Η πόλη που δεν σβήνει».

Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης».
Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων όπως μας πληροφορεί επίσης ο βάρδος του Ρεθύμνου Γ. Καλομενόπουλος.

«Καπαιδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά»
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός «Μπουμ η λίρα».
Και αθέμιτο ανταγωνισμό
Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και τη χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και …αθέμιτο ανταγωνισμό αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Μας αναφέρει σχετικά ο Καλομενόπουλος:
«Διαλαλούσε ο τελάλης και με τρόπο πειστικό
έλεγε στους Ρεθεμνιώτες το μεγάλο ξαφνικό
«ΤουΤζών θα ρθει το παπόρι το βραδάκι στις εφτά
και του συναγωνισμού τα δώρα πλούσια θα σας τα φέρει
Για να κάνετε ταξίδι δεν χρειάζονται λεφτά
γιατί όλους τ’ επιβάτες …δωρεάν θα μεταφέρει»
Ξαποπίσω ο Πεντεφούντης κραύγαζε πιο δυνατά
Και τα λόγια του αντηχούσαν σαν καμπάνα που χτυπά
«Ας τ’ ακούσει κάθε γέρος, κάθε νιος, κάθε παιδί
Και ο κάθε Ρεθεμνιώτης – που αλήθεια πάντα τούπα
Το βραδάκι καταφθάνει το παπόρι του Γουδή
Όλοι οι επιβάτες …τζάμπα κι από πάνω και μια …σούπα!»
Φανατικός Βενιζελικός
Στη διαφήμιση των πλοίων κυριολεκτικά δεν πιανότανε. Έβαζε τα δυνατά του και αλώνιζε επανειλημμένα και ευσυνείδητα τους κεντρικούς δρόμους.
«Το ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν ατμόπλοιον «Κανάρης», αναχωρεί»
Όταν διαλαλούσε εκείνο το «Παραααααάρτημα» με την αγριοφωνάρα του κοψοχόλιαζε επί το πλείστον τους Ρεθεμνιώτες που περίμεναν με αγωνία τη βόμβα της είδησης που θα μπορούσε να περικλείει.
Όταν ήταν νηφάλιος, γιατί εθεωρείτο από τα πολύ γερά ποτήρια του Ρεθύμνου, ήταν Βενιζελικός για τους Βενιζελικούς και ουδέτερος για τους αντιβενιζελικούς.
Αλά όταν τάχε κοπανήσει γερά – Βενιζελικός το φρόνημα άρχιζε να τραγουδά με φωνάρα βραχνή και στεντόρεια «Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας…».
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγαινε να κάνει κόντρα με τους αντιβενιζελικούς τραγουδώντας και πετώντας στο τέλος το απαραίτητο «Μπουμ η λίρα».
Πέντε φούντια μυαλό
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης.
Πως του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι;
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Κάποια φορά που άλλαξε η μόδα, οι γυναίκες έκοψαν τα μαλλιά τους, οι άντρες ψαλίδισαν άγρια το μουστάκι κι ο Πεντεφούντης δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός:
«Ήρθε η μόδα Φαραώ
και κόψαν τις πλεξούδες
κι οι άντρες τα μουστάκια τους
και γίνανε μαϊμούδες – μπουμ η λίρα.
Πολλές φορές τους κολλούσε στον τοίχο με τις ατάκες του
«Την υγειά μου να ‘χω γω κι από νου πορεύομαι».
Ένας άκακος άνθρωπος
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος δεν θύμωνε δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Δάκρια για το Αρκάδι
Σε μια θεατρική παράσταση για το Αρκάδι που δινόταν στον πέργιαυλο της Νερατζές, έδωσε το παρόν πληρώνοντας με αξιοπρέπεια και το εισιτήριό του.
Κάθισε αλλά δεν κράτησε για πολύ η σοβαρότητά του. Εκεί στα καλά καθούμενα πέταξε ψηλά την τραγιάσκα του φωνάζοντας «Ζήτω τ’ Αρκάδι» και φυσικά «μπουμ η λίρα» κι έπειτα πάλι ηρέμησε.
Άλλωστε ξεκίνησε η παράσταση. Ο Πεντεφούντη δεν έβγαλε άχνα. Μόνο τον είδαν δυο τρεις φορές να σκουπίζει τα μάτια του που είχαν πλημμυρίσει δάκρια.
Ένας σοβαρός οικογενειάρχης
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά τον χρόνο ανήμερα το Πάσχα έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός-σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο …Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροϊδέψει. Για μια φορά τον χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης… Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια…
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει – κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας – και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στον δρόμο – εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή…
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ιντα εντεψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον ε πάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ΄ξυσε τη φαλάκρα του.
– Έντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας πουνε ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
– Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
– Να’ το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Κάθε Αποκριά γδυνόταν
Ο Κώστας Μαμαλάκης αναφέρει ότι αυτό το ξεγύμνωμα στην καρδιά της αποκριάς έγινε για το τσουβάλι με το αλεύρι μια και μόνο φορά.
Ο Καλομενόπουλος πάλι το αναφέρει σαν ετήσια συνήθεια.
«Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι».
Ποιος ξέρει; Σημασία έχει ότι ο γραφικός αυτός τύπος πέθανε μεθυσμένος. Και πολύ χαριτωμένα κλείνει το κεφάλαιο αναφοράς του ο Κώστας Μαμαλάκης.
Όσοι τον καταφρόνεψαν, τον χλεύασαν, τον καρπάζωσαν στη γη, άμα τον συναντήσουν έκπληκτοι λαμπρά αποκατεστημένο στα ουράνια δώματα, θα διαπιστώσουν ότι ανεξίκακος πάντα ο Πεντεφούντης δεν τους κρατά κακία.
Ο Μιχάλης – είχε αποκατασταθεί και στο πραγματικό του όνομα – σκασμένος στα γέλια θα περιοριστεί μόνο να τους πειράξει άκακα πετώντας τους κατάμουτρα ένα.
«Μπουμ βρε η λίρα…».