Μια νέα προσέγγιση στην αντιμετώπιση των νευροεκφυλιστικών νόσων, μια εκ των οποίων είναι η νόσος του αλτσχάιμερ, επιχειρεί μια ομάδα επιστημόνων του Πανεπιστημίου Κρήτης, στην προσπάθεια εύρεσης των αιτιών πίσω από τη νόσο που για πολλά χρόνια ερευνάται χωρίς επιτυχία, καθώς τα αίτια παραμένουν ασαφή.
Ο καθηγητής Φαρμακολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Αχιλλέας Γραβάνης, και η ερευνητική του ομάδα εστιάζουν σε νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπου η ομάδα του επέλεξε να ακολουθήσει έναν διαφορετικό δρόμο, με στόχευση στα συμπτώματα της νόσου και στην ανάπτυξη πολυδύναμων μικρών μορίων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν να οδηγήσουν σε καινοτόμες θεραπείες.
Όπως σημείωσε ο καθηγητής κ. Γραβάνης, στη διάρκεια συνέντευξης με τη Σώτια Πεντεδήμου στο Ραδιόφωνο ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1, παρά τη μεγάλη αισιοδοξία για τα νέα μονοκλωνικά αντισώματα που έχουν εμφανιστεί τα τελευταία χρόνια στην επιστημονική κοινότητα και στοχεύουν το βητα-αμυλοειδές, υπάρχουν επιφυλάξεις σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους.
Όπως επισημαίνει, το β-αμυλοειδές, αντίθετα με τις αρχικές εκτιμήσεις, δεν φαίνεται να είναι η αιτία του αλτσχάιμερ αλλά ένα επιφαινόμενο, και έτσι η προσπάθεια εξουδετέρωσής του δεν έχει αποδειχθεί επαρκής για την αναχαίτιση της νόσου.
«Ένα από τα βασικά προβλήματα που έχουμε στον χώρο της φαρμακολογίας των νευροεκφυλιστικών νόσων είναι ότι δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα ποια είναι η αιτία. Άρα δεν μπορούμε να σχεδιάσουμε συστηματικές θεραπείες που να μπούμε να διορθώσουμε το πρόβλημα, να σταματήσουμε τη φυσική ιστορία της νόσου και γιατί όχι να τη γυρίσουμε πίσω. Δυστυχώς, παρότι επενδύθηκαν περίπου 40 δισ. δολάρια από το 1999 μέχρι σήμερα για να μελετήσουμε τη νόσο σε βάθος, να μάθουμε την αιτία και να αναπτύξουμε καλές θεραπείες, δεν είμαστε επιτυχείς», ανέφερε ο καθηγητής, ενώ συμπλήρωσε: «Ακόμα και τα καινούργια μονοκλονικά αντισώματα κατά του β-αμυλοειδές είναι οριακά στη θεραπευτική τους, καθώς γνωρίζουμε ότι το β-αμυλοειδές σε αντίθεση με ό,τι πιστέψαμε στην αρχή δεν είναι η αιτία, είναι ένα επιφαινόμενο. Κάτι άλλο γίνεται σε βάθος χρόνου και για πολλά χρόνια και αυτό αλλάζει τη βιολογία του β-αμυλοειδές. Άρα όταν στοχεύεις θεραπευτικά στο β-αμυλοειδές, δεν έχεις μεγάλες πιθανότητες θεραπείας».
Μικρά μόρια για την προστασία του εγκεφάλου
Η ερευνητική ομάδα του κ. Γραβάνη επιχειρεί να ακολουθήσει μια διαφορετική προσέγγιση, επικεντρώνοντας τις προσπάθειες στη μείωση της απώλειας νευρικού ιστού.
Για να αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα η ομάδα αναπτύσσει μικρά μόρια με στόχο την προστασία των νευρώνων από τον κυτταρικό θάνατο, τον περιορισμό της νευροφλεγμονής, την πρόληψη της απώλειας των νευραξόνων και την ενίσχυση της νευρογένεσης, δηλαδή τη δημιουργία νέων νευρώνων: «Σαν ομάδα αποφασίσαμε να πάμε σε μια άλλη κατεύθυνση. Να μελετήσουμε τον κοινό τόπο συμπτωματολογίας της νόσου και άλλων νευροεκφυλιστικών και να εστιάσουμε την προσπάθειά μας να αναπτύξουμε μικρά μόρια τα οποία θα είχαν τη δυνατότητα ή θα έχουν τη δυνατότητα να γίνουν φάρμακα, εάν αποδειχτούν αποτελεσματικά στον άνθρωπο, που να περιορίζει τα συμπτώματα της νόσου. Ιδιαίτερα τα πιο σημαντικά συμπτώματα, που είναι αυτά με τα οποία καταλήγουν οι ασθενείς».
Τα κύρια συμπτώματα που επιχειρούν να αντιμετωπίσουν, όπως περιέγραψε ο κ. Γραβάνης είναι η απώλεια συγκεκριμένων τύπων νευρώνων που σχετίζονται με τη μνήμη και τη συμπεριφορά που χάνονται σταδιακά, η υπερδραστηριότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του εγκεφάλου, που αντιλαμβάνεται τη νευρωνική απώλεια ως βλάβη και ενεργοποιεί ανοσολογικούς μηχανισμούς, οι οποίοι όμως οδηγούν σε περαιτέρω καταστροφή των νευρώνων, καθώς και η απώλεια των συνδέσεων μεταξύ των νευρώνων, που είναι ζωτικές για τη λειτουργία του εγκεφάλου, επίσης καταστρέφονται, προκαλώντας επιδείνωση των νοητικών λειτουργιών.
Οι σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος, ακόμα και σε προχωρημένη ηλικία, περιέχει νευρικά βλαστικά κύτταρα που μπορούν να δημιουργήσουν νέους νευρώνες, κάτι στο οποίο εστιάζει η ομάδα του κ. Γραβάνη: «Θέλουμε να εστιάσουμε σε πολυδύναμα μικρά μόρια, τα οποία πρώτον θα προστατεύουν από τον θάνατο τους νευρώνες. Δεύτερον θα περιορίζουν τη νευροφλεγμονώδη αντίδραση και την περαιτέρω βλάβη στον ιστό. Τρίτον, θα περιορίζουν την απώλεια των νευραξόνων. Το τέταρτο το οποίο είναι πολύ πιο πρόσφατο και έχει μια δυνατότητα πέρα από συμπωματική θεραπεία, ίσως εάν αποδειχτεί αποτελεσματικό στον άνθρωπο, είναι να δημιουργήσουμε νέους νευρώνες οι οποίοι θα αντικαταστήσουν ή θα υποκαταστήσουν τους πάσχοντες».
Η ομάδα του καθηγητή Γραβάνη επιχειρεί να σχεδιάσει ουσίες που θα διεγείρουν τα νευρικά βλαστικά κύτταρα να μεταναστεύσουν στις περιοχές του εγκεφάλου που έχουν υποστεί βλάβη και να διαφοροποιηθούν στους κατάλληλους τύπους νευρώνων: «Η προσπάθειά μας είναι να δώσουμε τη νεονευρογένεση, δηλαδή να βρούμε ουσίες, πιθανά φάρμακα, τα οποία θα διεγείρουν των πολλαπλασιασμό αυτών των κυττάρων, να τα βοηθούν να πάνε στις περιοχές που πάσχουν και να διαφοροποιούνται στον τύπο των νευρώνων που χρειάζεται η περιοχή που πάσχει. Αυτό ονομάζεται νευρογένεση. Να βοηθήσουμε τον εγκέφαλο και τα νευρικά βλαστικά κύτταρα που έχει με φάρμακα να αυτοϊαθεί».
Σύνδεση με τη φαρμακοβιομηχανία
Η ερευνητική δραστηριότητα της ομάδας έχει οδηγήσει στη δημιουργία μιας spin-off εταιρεία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, η οποία χρηματοδοτήθηκε από αμερικανικές πηγές και πλέον προχωρά σε συνεργασίες με μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες.
Η ομάδα έχει δημοσιεύσει σημαντικά ευρήματα από πειράματα σε εξανθρωπισμένα μοντέλα ποντικών, τα οποία φέρουν βιολογικά χαρακτηριστικά που προσομοιάζουν την ασθένεια στους ανθρώπους. Αυτή τη στιγμή, όπως τόνισε ο κ. Γραβάνης, η ομάδα βρίσκεται σε συζητήσεις με δύο μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες για τη δοκιμή ενός υποσχόμενου μικρού μορίου που αναστέλλει τον κυτταρικό θάνατο: «Έχουμε αναπτύξει συνθετικά μικρά μόρια, τα οποία δημοσιεύσαμε σε πειραματικά μοντέρνα της νόσου αλτσχάιμερ, και μάλιστα όχι τυχαία, αλλά σε ποντικούς που είναι εξανθρωπισμένοι, δηλαδή έχουν το βιολογικό background που μοιάζει με του ανθρώπου του πάσχοντος από το αλτσχάιμερ. Είμαστε πλέον σε διαδικασία συζήτησης με μεγάλες εταιρείες στο εξωτερικό. Υπάρχουν δύο που έχουν ενδιαφερθεί, πολύ μεγάλες φαρμακευτικές εταιρείες. Άρα η προσπάθειά μας εντείνει πλέον στο να βρούμε τη διαδικασία να δοκιμάσουμε τη μικρή αυτή ουσία η οποία αναστέλλει τον κυτταρικό θάνατο».