Του ΓΙΩΡΓΗ ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ*
Πρόσφατα πληροφορήθηκα, ότι μία Τουρκάλα έχει εκφράσει ενδιαφέρον να μελετήσει πληρέστερα την (Παλιά βρύση) κρήνη στον Κισσό. Επικοινώνησα μαζί της στην Κωνσταντινούπολη όπου ζει, ονομάζεται (N.A.), έχει σπουδάσει ιστορικός τέχνης και νεοελληνική γλώσσα και η οποία μεταξύ άλλων μου απάντησε: «Χαίρομαι πολύ που επικοινωνήσατε μαζί μου…. Ετοίμασα ένα άρθρο για την κρήνη (στον Κισσό), αλλά δεν έχει δημοσιευτεί ακόμα, επειδή ζω στην Κωνσταντινούπολη και δυσκολευόμουν να βρω πληροφορίες για τον Κισσό από εδώ… Μελετώ ακριβώς τις φιγούρες στην κρήνη. Είμαι ιστορικός τέχνης και γράφω μια διδακτορική διατριβή για οθωμανικά κτίρια, που κτίστηκαν μετά το Τανζιμάτ στην Κρήτη. Όσον αφορά το αρχιτεκτονικό ύφος, πιστεύω, ότι η κρήνη μπορεί να χρονολογηθεί στον 18ο ή 19ο αιώνα και ειδικά να ανήκει στο δεύτερο μισό του 18ου… Νομίζω, ότι ο λιθοξόος ήταν σίγουρα κάποιος που είχε ταξιδέψει στη βαλκανική γεωγραφία και ήταν γνώστης τόσο της τουρκικής, όσο και της ελληνικής τέχνης… Γι’ αυτό προσπάθησα να εξετάσω την κρήνη του Κισσού στα πλαίσια τόσο της τουρκικής, όσο και της ελληνικής τέχνης, αλλά όταν δεν μπορούσα να βρω οποιαδήποτε πηγή, σταμάτησα να δουλεύω… Αν μπορείτε να μου στείλετε πηγές για τον Κισσό, μπορώ να καταλήξω σε ένα καλύτερο συμπέρασμα και να ολοκληρώσω το άρθρο. Σας ευχαριστώ! Ν.Α.».
Οι πηγές από τη μακραίωνη ιστορία του Κισσού που δόθηκαν, προέρχονται αποκλειστικά από επιστημονικές εκδόσεις, όπως το Οθωμανικό Κτηματολόγιο (Τ.Τ. 822), στο οποίο καταγράφεται λεπτομερώς όχι μόνο το ανθρώπινο δυναμικό του χωριού, αλλά και οι παραγωγικές του δυνατότητες στο ξεκίνημα της τουρκοκρατίας στην Κρήτη. Επίσης δόθηκαν στοιχεία που αφορούσαν τον Κισσό από το Β΄ τόμο με τα Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου για την Επαρχία Αγίου Βασιλείου από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, όπου καταγράφονται τα πολλά Βυζαντινά μνημεία του χωριού. Τώρα περιμένομε την ολοκλήρωση της εργασίας, την οποία προφανώς θα μας αποστείλει.
Τι αναφέρεται στο διαδίκτυο για την κρήνη
Από διάφορες αναρτήσεις στο διαδίκτυο μαθαίνομε τα εξής ενδιαφέροντα πράγματα: «…Η Παλιά Βρύση (Κρήνη) του Κισσού αποτελεί ένα σημαντικό μνημείο της περιοχής, η οποία κατασκευάστηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Αυτό που την καθιστά μοναδική είναι οι σκαλιστές παραστάσεις (ο πλούσιος ανάγλυφος διάκοσμος) που συνδυάζουν σύμβολα τόσο της Ορθοδοξίας, όσο και του Ισλάμ. Συγκεκριμένα διακρίνονται δύο κυπαρίσσια, ιερά δέντρα για τους Μουσουλμάνους, που συμβολίζουν τον Παράδεισο, καθώς και η «άμπελος», σύμβολο της Εκκλησίας του Χριστού και δύο Δικέφαλοι αετοί, σύμβολα της Ορθοδοξίας. Επί πλέον υπάρχουν δύο κεφαλές δράκων, μοτίβο που συναντάται συχνά στην ιδιότυπη κρητική τέχνη… Η συνύπαρξη συμβόλων από διαφορετικές θρησκείες σε ένα ενιαίο έργο αποτελεί σπάνιο και εντυπωσιακό παράδειγμα πολιτισμικής αλληλεπίδρασης στην Κρήτη… Η Κρήνη αποτελεί σημαντικό κομμάτι της πολιτιστικής κληρονομιάς του Κισσού και της ευρύτερης περιοχής του Αγίου Βασιλείου. Η μοναδικότητά της έγκειται στην αρμονική συνύπαρξη θρησκευτικών συμβόλων, αντανακλώντας την ιστορική συνύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών στην Κρήτη».

Μία προσωπική εκτίμηση
Λόγω εντοπιότητας δικαιούμαι να κάνω μια προσωπική εκτίμηση ως προς το θέμα αυτό. Ο Κισσός – για να πάρομε τα πράγματα από την αρχή – καταγράφεται στο Οθωμανικό Κτηματολόγιο το έτος 1670 ως το τρίτο σε πληθυσμιακό μέγεθος χωριό της επαρχίας Αγίου Βασιλείου με 72 οικογένειες, μετά τ’ Ακούμια και τις Μέλαμπες. Ως το τέταρτο σε αριθμό ελαιοδέντρων με 529 δέντρα και ως το πέμπτο χωριό στην αμπελοκαλλιέργεια με 70 τσερίπια αμπελώνων (περίπου 55 στρέμματα). Ωστόσο, το πιο ουσιαστικό στοιχείο είναι, ότι καταγράφεται και ως ένα βυζαντινό αρχοντοχώρι, στο οποίο το ένα τρίτο των κατοίκων του ήταν απόγονοι των βυζαντινών αριστοκρατικών οικογενειών (Αρκολέοι, Γαβαλάδες, Καλλέργηδες, Καφφάτοι και Βλαστοί). Αυτό φαίνεται εξάλλου και σήμερα από τα πολλά Βυζαντινά μνημεία του χωριού, τους τρεις κατάγραφους ναούς εντός του οικισμού (13ου και 14ου αιώνα) και τη Μονή Αγίου Πνεύματος δίπλα του, δημιούργημα της οικογένειας των Αρκολέων στο πρώτο μισό του14ου αιώνα. Ο πληθυσμός αυτός μετά την κατάκτηση της Κρήτης από τους Τούρκους αναγκάστηκε, για τους δικούς του λόγους, να εξισλαμισθεί. Σύμφωνα με προφορική παράδοση οι χριστιανικές οικογένειες του χωριού, λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821, δεν πρέπει να ξεπερνούσαν τις επτά με οκτώ. Σε αυτή την πολύ δύσκολη εποχή του χωριού και γενικότερα του Νησιού μας κατασκευάστηκε η Κρήνη στον Κισσό. Ας μην ξεχνούμε τα Ορλωφικά και την πρώτη μεγάλη επανάσταση εναντίων των Τούρκων με τον ηρωικό Δασκαλογιάννη το 1770. Την περίοδο λοιπόν αυτή της λεγόμενης γενιτσαριάς, δηλαδή της απόλυτης αυθαιρεσίας και βαρβαρότητας, θα περίμενε κανείς η όξυνση το σχέσεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων (Τούρκων και Χριστιανών) να αποτυπώνεται και στα μνημεία της εποχής. Ωστόσο, στην Κρήνη στον Κισσό καταγράφεται ακριβώς το αντίθετο, για τούτο η συνύπαρξη σε ένα ενιαίο έργο συμβόλων δύο διαφορετικών θρησκειών και πολιτισμών είναι που την κάνουν εντυπωσιακή και μοναδική.
Ο χρηματοδότης αυτού του πολυδάπανου έργου ήταν σίγουρα ένας από τους εξισλαμισθέντες κατοίκους του χωριού. Αυτοί μόνο είχαν την οικονομική δυνατότητα να το κάνουν. Ήταν μια φιλανθρωπική χειρονομία για ψυχωφέλεια, η οποία συνηθιζόταν από τους «Οθωμανούς» . Η δε κόγχη στο μέσο της Κρήτης δείχνει, ότι πρέπει να υπήρχε και σχετική επιγραφή, η οποία δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα. Ωστόσο, ο λιθοξόος δεν πρέπει να έδρασε αυθαίρετα ή τυχαία, γιατί κάτι τέτοιο δεν θα γινόταν αποδεκτό από ένα φανατικό Μουσουλμάνο. Άρα, δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ο ανάγλυφος διάκοσμος του μνημείου είναι αποτέλεσμα μιας συνειδητής ενέργειας του ανθρώπου (ή των ανθρώπων), που χρηματοδότησε το έργο, ο οποίος φαίνεται να αγαπούσε πολύ το χωριό – το χωριό του – και ο διάκοσμος στην κρήνη αντανακλούσε τις ενδόμυχες θέσεις και τα πιστεύω του. Κανείς ωστόσο δεν μπορεί ν’ αποκλείσει και το ενδεχόμενο κρυπτοχριστιανού, ο οποίος με συγκαλυμμένο τρόπο έστειλε το μήνυμά του. Η θεωρία αυτή, ότι δηλαδή στον Κισσό μπορεί να ζούσαν κρυπτοχριστιανοί,οι οποίοι όμως δεν φανερώθηκα ποτέ, ενισχύεται και από το γεγονός, ότι οι Οθωμανοί κάτοικοι του Κισσού σεβάστηκαν τις τρεις εκκλησίες του χωριού, δεν προξένησαν φθορές στις αγιογραφίες τους και δεν μετέτρεψαν καμία απ’ αυτές σε τζαμί, όπως έγινε σε πάρα πολλά χωριά της Κρήτης. Στον Κισσό δεν υπήρχε τζαμί.

* Ο Γιώργης Ν. Τσιγδινός είναι συντ/χος εκπαιδευτικός