Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έβαζαν το δικό τους λιθαράκι σε κάθε διοργάνωση
Ήταν μια αγαπημένη μου συνήθεια, μέρες Αποκριάς, ακολουθώντας τον παλμό της Μικρασιάτικης ρίζας μου να επισκεπτομαι τη γιαγιά Βασιλεία Καζαβή στην οδό Μαρκέλου.
Η Βασιλεία, ήταν η αγέραστη φωνή του ξεριζωμένου ελληνισμού στο Ρέθυμνο και ακμαιότατη πάντα μου χάριζε υπέροχες εμπειρίες με τα οδοιπορικά μνήμης της.

Και δεν ήμουν η μόνη που αναζητούσα αυτά τα οδοιπορικά. Ο αξέχαστος ιδρυτής των «Ρ.Ν.» μου έλεγε συχνά:
«Δεν πας μέχρι της Βασιλείας να ζωντανέψουμε λίγο την επικαιρότητα;».
Η μοναδική αυτή γυναίκα ήξερε πάντα να δίνει χρώμα σε κάθε ρεπορτάζ.
Καθόμαστε κοντά στη σόμπα και περίμενα να ξεκινήσει το ξετύλιγμα της μνήμης με τον μοναδικό της τρόπο και να μας γυρίσει σε κάποιες Απόκριες από τις οποίες δεν έλειπαν οι ταξικές διαφορές.
Είναι μοιραίο μετά από χαλεπούς καιρούς να προσπαθεί καθένας να ορθοποδήσει με τις δυνάμεις που διαθέτει. Εκείνοι που κατάφεραν περισσότερα κρατούσαν αποστάσεις ασφαλείας από τον κάθε απλό μεροκαματιάρη και την οικογένειά του.
Καθένας ταλαίπωρος της ζωής ονειρευόταν τη στήριξη ενός τέτοιου ισχυρού γιατί αυτό που λένε κάθε φτωχός κι η μοίρα του δεν ήταν ποτέ σχήμα λόγου.
Αυτοί λοιπόν οι ισχυροί γιόρταζαν και τις Απόκριες διαφορετικά. Μήνες πριν η κυρία του σπιτιού έπρεπε να παραγγείλει την τουαλέτα της στο Παρίσι παρακαλώ και ο κύριος να έχει έτοιμο φράκο για τους μεγάλους αποκριάτικους χορούς που ήταν και η μόνη τους διασκέδαση.
Μέγα κοινωνικό γεγονός χωρίς αστεία. Στους χορούς αυτούς δεν είχαν θέση παρά μόνον οι γόνοι των μεγάλων αστικών οικογενειών. Ούτε να πλησιάσει δεν τολμούσε ο λαουτζίκος.
Κι ενώ οι καντρίλιες και οι λανσιέδες γέμιζαν την ατμόσφαιρα με την ξεχωριστή τους μελωδία στα στενά της παλιάς πόλης και στις παρυφές του Μασταμπά, άλλα ακούσματα σκορπούσαν το κέφι. Ήταν απλοί άνθρωποι του μόχθου. Διασκέδαζαν με τον δικό τους τρόπο.
Οι Μικρασιάτες όμως – όπως και να το κάνουμε – είχαν ένα μοναδικό τρόπο να γλεντούν. Και να πεις πως είχαν τα μέσα; Να είχαν τάχατες όργανα; Τίποτα από αυτά. Σ’ ένα ταψί που καθώς λέει η Βασιλεία ούτε το καλύτερο ντραμ δεν θα έδινε καλύτερα τον ρυθμό χόρευαν. Κι από το βρισκούμενο συνόδευαν το κρασί τους. Έμεναν αυτά τα γλέντια όμως στην ιστορία. Ίσως γιατί έδιναν διέξοδο στον καημό της προσφυγιάς.
«Αρχή Τριωδίου άρχιζε να μας ιστορεί η Βασιλεία, ετοιμάζαμε το σπίτι. Βέβαια κάθε μέρα έπρεπε να νοιαστούμε την πάστρα του αλλά όταν περιμένεις κόσμο είναι αλλιώς. Έπρεπε να κάνουμε όλες τις δουλειές, να ετοιμάσουμε και τα ζώα, να ταϊστούν να είναι κι αυτά τακτοποιημένα για να είμαστε απερίσπαστοι στο γλέντι μας. Αποκορύφωμα βέβαια είχαμε την Τσικνοπέμπτη.
Πρώτο κάλεσμα ήταν ο κουμπάρος και μετά όλοι του σογιού. Είμαστε όλοι οι εδικοί που μαζευόμαστε να γλεντήσουμε. Οικογενειακό ήταν το γλέντι. Αν τύχαινε όμως και ξένος ήταν καλόδεχτος. Και τα παιδιά να έμεναν νηστικά που λέει ο λόγος. Αρκεί να μην έφευγε ο ξένος παραπονεμένος. Οι γονείς βέβαια μας έκαναν από νωρίς μάθημα για να μη δημιουργήσουμε τα παιδιά πρόβλημα στο γλέντι. Πώς να φερθούμε, να μην κάνουμε φασαρία να χαλάμε το γλέντι των μεγάλων τέτοια πράματα.
Από φαγητά βέβαια φτιάχναμε το κρέας και τις πίτες. Θα μου πεις φτώχεια και τότε. Αλλά ήταν χρέος να κάνεις και τα μαλλιά σου φρόκαλα που λένε για να αποφανείς στους ανθρώπους.
Ερχότανε που λες, καθίζανε από το μεσημέρι. Μετά από τα πρώτα κρασάκια που πίνανε βγαίνανε στο κέφι και άρχιζαν τη διασκέδαση. Αν βρίσκαμε όργανα πάει καλά. Συνήθως με ένα ταβά, το ταψί που ξέρεις, κάναμε κέφι. Ακόμα και με το ταψί που αντικαθιστούσε τα όργανα αρχίζαμε τα τραγούδια. Τραγουδούσαμε μικρασιάτικα τραγούδια αλλά δεν έπαυαν όμως και τα Κρητικά, δεν έπαυαν οι μαντινάδες και γινότανε μια πολύ όμορφη παρέα.
Μετά το φαγοπότι, για να κάνουμε ένα διάλειμμα, παίζαμε διάφορα παιχνίδια. Έπρεπε να βρούμε στην παρέα μια γυναίκα που να κάνει αστεία και να σηκώνει το πείραγμα. Και γινότανε τέτοιο καλαμπούρι. Τι να σου πω.
Παίζαμε την κουρελού, παίζαμε πως το τρίβουν το πιπέρι. Και γέλια, γέλια και χαρές».
Αποκριάτικα παιχνίδια
Παίζαμε και τη σαλάτα. Κάναμε ένα κύκλο γονατιστοί πάνω στο χαλί. Μοιραζόμαστε σε ομάδες που αντιπροσώπευαν κι ένα λαχανικό. Κάποιος μεγάλος έδενε ένα κόμπο σε μία πετσέτα και έπεφτε ο πρώτος και έλεγε καθώς ήτανε έτσι σκυμμένος έλεγε να σηκωθεί το μαρούλι να πέσει ηηηηηηη ηηη ντομάτα. Αλλά το ηηηη αργούσε να το πει και ο άλλος του ‘δινε με την πετσέτα στην πλάτη. Άντε πάλι να σηκωθεί η ντομάτα να πέσει οοοοοοο, το κάνανε επίτηδες και το τριγυρίζανε για να γίνει οχλαγωγία με την πετσέτα.
Δεν σε άφηνε η όμορφη παρέα και το κέφι να φύγεις. Και απάνω που έλεγε ένας να φύγει, βρε που θα πας τώρα κάτσε εδώ να πέρα ακόμα λιγάκι. Άντε να κάτσουμε. Οι γυναίκες βέβαια συνέχεια να ετοιμάζουνε δηλαδή να ανανεώνουνε το τραπέζι να έχει πολλά πράγματα απάνω να φέρουνε και να καθίσουνε ωραία. Αυτό γινότανε την Κυριακή της Κρεοφάγου. Τώρα αν ντυνόντουσαν και μασκέ, μασκαράδες καλοδεχούμενοι γιατί στην παρέα που είμαστε κάποιος θελα φύγει κρυφά να πάει να ντυθεί μασκαράς να γυρίσει ή να έρθουν οι γειτόνοι, ευχαρίστως αλλά χωρίς μάσκα. Άλλος γινότανε Τούρκος και έκανε με το γιαταγάνι του κύκλους στον αέρα φωνάζοντας «ου θα σας σφάξω θα σας κάνω» και οι άλλοι φώναζαν «ε Παναγιά μου, Παναγιά μου, Παναγιά μου, μωρή ελάτε από ‘δω τα παιδιά πάρε κοντά». Άλλος γινότανε παπάς κι είχε ένα θυμιατήρι… δηλαδή κάνανε διάφορα σκέρτσα και μόνο και μόνο για να πάρει η παρέα και η μέρα μια όψη αποκριάς.
Μα ακόμα και στο γλέντι μας έκαιγε ο καημός της προσφυγιάς. Ας μη σου χαλώ το κέφι. Να σου πω ένα τραγούδι τώρα;».
Κι άρχιζε η Βασιλεία πάλι να μου τραγουδά:
«τώρα είναι απόκριες
που χορεύουν κι οι γριές,
μια γριά ασκημομούρα
στραβοκάνα και καμπούρα
– όχι εγώ βέβαια –
άντρα ήθελε η καρδιά της
για να δει στην αγκαλιά της
τα κορίτσια την ακούσαν
και την επεριγελούσαν
μωρ’ γριά μωρ’ ζαρωμένη
δεν εντρέπεσαι καημένη;
Να ψυχομαχώ στο στρώμα
άντρα θα ζητώ ακόμα».
Τέλειωνε το τραγούδι και μετά με κοιτούσε το ίδιο πάντα διστακτική. Έδειχνε προβληματισμένη.
– Ξέφυγα πολύ με ρωτούσε; Αν είναι κάτι που δεν πρέπει να μην το πούμε.
Την αγκάλιαζα τότε σφικτά με την ίδια λαχτάρα που νοιώθεις όταν φιλάς χώμα πατρίδας χαμένης.
– Πόσο χρονών είμαστε τώρα; Ρωτούσα ξέροντας ότι η Βασιλεία δεν κρύβει την ηλικία της.
– Είμαι του 25 γεννηθείσα μου έλεγε. Λογάριασε…
Που να ήξερε η Βασιλεία τι δώρο ήταν για μας. Και πόσο περιούσιοι νοιώθαμε φεύγοντας από το φιλόξενο σπίτι της. Τόσο που δεν βλέπαμε την ώρα να ξαναπάμε.
Γιώργης Δεληγιώργης

Μια ακόμα μορφή που δεσπόζει στις αποκριάτικες μνήμες και ο Γιώργης Δεληγιώργης από το μπαλκόνι του οποίου γινόταν προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις του Καρνάβαλου.
Ο Γιώργης Δεληγιώργης ήταν μια από τις πιο συμπαθητικές παρουσίες του τόπου. Και το μαγαζί του από τα στέκια των παλιών Ρεθεμνιωτών.
Ο πατέρας του είχε το μαγαζί λίγο πιο πέρα από το γνωστό της πλατείας Τεσσάρων Μαρτύρων. Ένα μπακάλικο που εξασφάλιζε την επιβίωση της οικογένειας. Δυο γιοι και δυο κόρες ήταν η ευτυχία τους.
Μεγαλώσανε τα παιδιά κι έγιναν καθένα ξεχωριστά μια σημαντική μονάδα στην τοπική κοινωνία.
Ο Μανόλης ήταν η δόξα των γηπέδων και ο Γιώργης λάτρευε τη μουσική.
Γι’ αυτό και έγινε αχώριστος φίλος με τον Νίκο Μαμαγκάκη και τον Μπάμπη Πραματευτάκη.
Ο Γιώργης έπαιζε ακορντεόν αλλά εκεί που σε ταξίδευε ήταν παίζοντας φυσαρμόνικα. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι ήταν περιζήτητος στην παρέα και φυσικά δεν μπορούσε να λείπει από τις καντάδες.
Ο ίδιος μπεσαλής με τους φίλους, φιλότιμος μέχρι υπερβολής αφοσιωμένος σε ότι υποστήριζε, για ένα πράγμα δεν μπορούσε κανένας να τον ψέξει. Για την απόλυτα σταθερή στάση του ακόμα και στην ιδεολογία του.
Θυμάμαι όταν ερχόταν να μου φέρει παλιές φωτογραφίες για τα αφιερώματα της εφημερίδας, μου έλεγε πάντα: «Μη ξεχάσεις να βάλεις και μια με τον Κεφαλογιάννη».
Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και ο Γιώργος, είχε τις λαμπερές και λιγότερο φωτεινές πλευρές του. Μπορεί σε κάποια ζητήματα να ήταν υπερβολικός. Μπορεί κάποιες φορές να προκαλούσε η ανάγκη του να κρατήσει την επιχείρησή του με κάτι περισσότερο, που να ενδιαφέρει κυρίως το μικρόκοσμο. Ποτέ όμως δεν έβλαψε ούτε πίκρανε κανέναν.
Ήταν τόσο καλός και τόσο τρυφερός με τους συμπολίτες του. Πόσες φορές δεν έβαλε παραμάσχαλα στη φτωχή μάνα μια καραμούζα για να παίξει το ορφανό της. Πόσες φορές δεν ανακούφισε την πείνα απλών ανθρώπων, χωρίς ποτέ να δώσει δικαίωμα σε κανέναν να καταλάβει την αγαθοεργία του. Σε πόσα ιδρύματα δεν έδινε παιχνίδια χωρίς να το ξέρει κανένας. Μερικές φορές μου θύμιζε αθώο παιδί. Είχε μια αγνότητα που δεν αργούσες κουβεντιάζοντας μαζί του να το ανακαλύψεις. Τον πείραζε το άδικο και δεν το ευλογούσε.
Αυτό όμως που θα έπρεπε να ξέρουμε και – ας είναι καλά – από τον Μπάμπη τον Πραματευτάκη πληροφορηθήκαμε, είναι ότι ο Γιώργης Δεληγιώργης ήταν ο χορηγός του πρώτου επί Περιηγητικής Καρναβαλιού.
Ο ίδιος πλήρωνε τα υλικά για το άρμα που σατίριζε την πορεία του πολιτισμού. Κι επειδή ήταν της μόδας το ΒΙC δημιουργήθηκε η ιδέα να ζητήσουν από την εταιρεία να στηρίξει το Καρναβάλι του Ρεθύμνου, αφού διαφήμιζε το άρμα ένα προϊόν της. Δυστυχώς όμως το αίτημα μάλλον παράπεσε σε κάποιο δοχείο απορριμμάτων. Χορηγία δεν ήρθε από την BIC, αλλά τουλάχιστον ο Γιώργης με την προσφορά του συνέβαλε στην επιτυχία εκείνης της πρώτης διοργάνωσης.
Πρώτος χορηγός
Βέβαια το Καρναβάλι δεν είχε πάντα την τύχη να στηρίζεται από χορηγίες.
Και η Περιηγητική έκανε ότι μπορούσε για να ευαισθητοποιήσει τους Ρεθεμνιώτες.
Ακόμα και με δημοσιεύματα στον τύπο. Η πιο σίγουρη ανταπόκριση ήταν αυτών που νοιάζονταν τον κόπο των ομάδων που ετοίμαζαν τα άρματα.
Με μια λαμαρίνα ψητό, με ένα ταψί γλυκό έκανε καθένας το πρεπούμενο. Για χρήματα όμως δεν υπήρχε μεγάλη προθυμία. Ήταν επίσης δύσκολες εποχές. Τι να κάνει ο κόσμος;
Ο Γιώργης Δεληγιώργης όμως δεν σταματούσε να στηρίζει τον κορυφαίο αυτό θεσμό. Και το μπαλκόνι του έμενε ιστορικό, καθώς φιλοξενούσε πάντα τις αρχές για να γίνει η τελετή της προσφώνησης και αντιφώνησης του Καρνάβαλου. Βέβαια αργότερα το χρησιμοποίησαν και πολιτικοί ακόμα και πρωθυπουργοί για προεκλογική ομιλία. Κοιτούσε αργότερα τις φωτογραφίες αυτές ο Γιώργης και κουνούσε το κεφάλι με νοσταλγία.
Ο σπάνιος αυτός άνθρωπος που είχε τόσο γενναιόδωρη καρδιά ποτέ δεν έκλεισε την πόρτα του στις ανάγκες της πόλης.
Σε μια μεγάλη διοργάνωση που έφερε και πάλι την πόλη στο προσκήνιο έτυχε να απουσιάζουν οι παράγοντες που θα πλήρωναν την ορχήστρα όπως είχαν υποσχεθεί. Γύριζαν λοιπόν οι συνήθεις ταλαίπωροι που τραβούσαν όλη τη «λάντζα» της διοργάνωσης και τα «άκουγαν» κι από πάνω γύρω γύρω να βρουν άκρη. Κινδύνευε η πόλη να ρεζιλευτεί. Και τότε ο Γιώργης έβαλε βαθειά το χέρι στην τσέπη. Βέβαια αργότερα του αποδόθηκαν τα χρήματα που δάνεισε, αλλά εκείνη τη δύσκολη ώρα δεν σκέφτηκε παρά την αξιοπρέπεια της πόλης και την ανάγκη να στηρίξει τους ανθρώπους, που χωρίς να φταίνε θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν τη δίκαιη απαίτηση να πληρωθούν άμεσα, όσοι εργάστηκαν για εκείνη τη συναυλία.
Αυτός ήταν ο Γιώργος Δεληγιώργης. Ένας αγνός Ρεθεμνιώτης. Ένας υπέροχος άνθρωπος.
Κι άλλοι σπουδαίοι καρναβαλιστές

Τους πρώτους βέβαια καρναβαλιστές μας τους γνωρίζει ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις. Αναφέρει μεταξύ άλλων στα γλαφυρά του κείμενα.
«Ποιος δεν θυμάται τον Μανώλη τον γαλατά τον πατέρα του γλύπτη Ιω. Κανακάκη. Τον καλό και αστείο στην εμφάνιση του, που μόνο με τη θέα της γελάς.
Είχε δέκα η δώδεκα παιδιά ανήλικα στο λαιμό του και μόνο τον κόπο και τον ημερονύκτιο μόχθο του διά να τα συντηρήσει στη ζωή. Και όμως αυτός ήταν εκείνες τις Αποκριές ο βασιλιάς του Καρναβαλιού στο Ρέθεμνος.
Είχε και συνεργάτες εκλεκτούς. Οι δάσκαλοι Σταυρακάκης, Ηλιακάκης που παίζανε βιολί, ο Μανόλης (Χρύσανθος) Βιτζικουνάκης μαντολίνο, Αρτέμης Μπεμπισάκης, Μ. Ηλιακάκης, Κ. Βαρούχας, Π.Σκαντάλης, Ιω. Καμπουράκης, Ν. Γουναρίδης καλοί τραγουδιστές. Είχαμε κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα με καλλιτεχνικά μέλη του, τους εκλεκτούς πολίτες και πραγματικούς καλλιτέχνες επιπλοποιούς, Νίκο και Βαγγέλη Μουντριανάκη, από τους οποίους ο πρώτος έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα.
Όλοι αυτοί με μακριές και φιλότιμες προσπάθειες και δοκιμές παρουσιάσαν πράγματα που δεν ξανάγιναν και ούτε νομίζω πως είναι βολετό να ξαναγίνουν στο Ρέθεμνος».
Η συμβολή ενός αγνού Ρεθεμνιώτη
Από τους σύγχρονους Ρεθεμνιώτες απαραίτητος σε κάθε διοργάνωση ήταν ο κ. Βαγγέλης Στεφανάκης, η αποτύπωση της παράδοσης στα Γράμματα και στις Τέχνες, ο κορυφαίος των πολιτιστικών δρώμενων για δεκαετίες εντός και εκτός δήμου.

Ο κ. Στεφανάκης ήταν εξειδικευμένος στην κατασκευή των τεράστιων κεφαλών με χαρτοπολτό, μια διαδικασία καθόλου εύκολη που ήθελε μεγάλη επιδεξιότητα αλλά και μαθηματικό νου για να υπολογίζει τις διαστάσεις.
Είχαν κατασκευαστεί περίπου 17 κεφαλές που πλαισίωναν τις παρελάσεις του Καρναβαλιού για αρκετές διοργανώσεις. Δυστυχώς όμως καταστράφηκαν όταν κάηκε η αποθήκη της Περιηγητικής μαζί με αρκετό άλλο πολύτιμο, μουσειακό υλικό.

Κι έχουν να πουν οι παλιότεροι ότι σε μια παρέλαση ο Βαγγέλης Στεφανάκης, είχε εντυπωσιάσει και εμφανισιακά ως ιππότης σε άλογο ….
Εντυπωσιακή πάντα και η παρουσία του αξέχαστου Μάρκου Γιουμπάκη, που εύρισκε τρόπους να βγάζει γέλιο σε αποκριάτικες παρελάσεις.
Κανένας, που τα έζησε, δεν μπορεί να ξεχάσει το «δοχείο νυκτός» και τα «λουκάνικα». Κι ακόμα μάλιστα γελάει.
Κι εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί πως το κάθε τι θέλει τρόπο. Ακόμα και το πιο χυδαίο θέμα μπορεί να παρουσιαστεί χαριτωμένο και ξεκαρδιστικό αν ξέρεις να το δώσεις. Και ο αξέχαστος Μάρκος ήταν πρύτανης στην καλοπροαίρετη σάτιρα.
Εκείνες τις εποχές η χαρισματική σε φωνή και εν γένει καλλιτεχνική φύση, Ευριδίκη Κούνουπα Τζιράκη, περνούσε βδομάδα έντασης. Στο κομμωτήριό της συνωθούνταν όλες οι κομψές κυρίες για να χτενιστούν. Και να σημειωθεί ότι όλες στην προσπάθειά τους να μη χαλάσουν την κόμμωση, μέχρι τη βραδιά του χορού που θα πήγαιναν, έχαναν τον ύπνο τους. Αλλά μπρος στα κάλλη τι ήταν η ταλαιπωρία; Όσο για την περιζήτητη κομμώτρια παρά την κούραση, μόλις τέλειωνε τη δουλειά της, έσπευδε να φρεσκαριστεί και να τρέξει στα οικογενειακά και άλλα γλέντια όπου το Κουνουπέϊκο πρωταγωνιστούσε με τις αγγελικές φωνές του.
Αλλά το οδοιπορικό μας στο χαρούμενο αυτό παρελθόν του Ρεθύμνου έχει και συνέχεια.