Στο τέλος της φτάνει η φετινή ελαιοκομική περίοδος, με το 95% της συγκομιδής των ελαιόδεντρων να έχει ολοκληρωθεί και με τις πρώτες εκτιμήσεις στην Κρήτη να δείχνουν μια σχεδόν διπλάσια παραγωγή σε σχέση με την περυσινή χρονιά.
Οι ποσότητες κυμαίνονται μεταξύ 70.000 και 80.000 τόνων, έναντι 40.000 – 50.000 τόνων το 2024, σύμφωνα με τα στοιχεία.
Παρά την αύξηση αυτή οι ελαιοπαραγωγοί εξακολουθούν να βρίσκονται αντιμέτωποι με δυσκολίες, όπως είναι η έλλειψη εργατικών χεριών, η λειψυδρία, καθώς επίσης επικρατεί ανησυχία για τις τιμές και τη διεθνή αγορά και ανταγωνιστικότητα.
Η τιμή του παραγωγού ελαιολάδου διαμορφώνεται αυτήν τη στιγμή μεταξύ 4,30 και 5 ευρώ το λίτρο, ενώ τα βιολογικά ελαιόλαδα φτάνουν τα 6 ευρώ. Ωστόσο οι παραγωγοί εκφράζουν την ανησυχία τους καθώς τα αυξημένα κόστη και η απουσία ρυθμιστικού πλαισίου για την τιμή πώλησης δημιουργούν αβεβαιότητα στον κλάδο.
«Σε σχέση με πέρυσι η ποσότητα ενδέχεται να είναι διπλάσια και η ποιότητα είναι άριστη. Βέβαια τα τελευταία ελαιόλαδα δεν είναι και τόσο ποιοτικά διότι ο καρπός είναι γινωμένος, με αποτέλεσμα να αρχίζει να δημιουργεί προβλήματα. Οπότε τα λάδια που βγαίνουν τώρα το χρώμα τους είναι σαν το κρασί. Δεν μαζεύτηκαν πιο νωρίς καθώς υπήρχε πρόβλημα με τα εργατικά χέρια και με τον καιρό. Καθυστέρησε η ελαιοπαραγωγική περίοδος να αρχίσει επειδή υπήρχε ανομβρία και τα δέντρα δεν είχαν ποτιστεί με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει η ελαιοσυλλογή. Υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες στο να αρχίσει νωρίς η ελαιοσυλλογή», επεσήμανε μεταξύ άλλων ο πρόεδρος του Συνδέσμου Τυποποιητών Ελαιολάδου Κρήτης Γιώργος Ανδρεαδάκης, μιλώντας με τα «Ρ.Ν.».
Έλλειψη επίσημων στοιχείων και καταγραφής δεδομένων
Ένα χρόνιο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η ελληνική ελαιοπαραγωγή είναι η έλλειψη επίσημων στοιχείων καταγραφής της παραγωγής, σε αντίθεση με χώρες όπως η Ισπανία που υπάρχουν αναλυτικά δεδομένα για την παραγωγή, τις πωλήσεις και τις τιμές. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει ένας συγκεντρωτικός φορέας που να καταγράφει και να επεξεργάζεται αυτά τα στοιχεία, τόνισε ο κ. Ανδρεαδάκης: «Δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία όσον αφορά στην ελαιοπαραγωγή, κάτι το οποίο αποτελεί ένα μεγάλο θέμα στην Ελλάδα. Δεν έχει στοιχεία κανείς, ούτε το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ούτε η περιφέρεια. Αντίθετα στην Ισπανία είναι καταγεγραμμένη συνολικά όλη η παραγωγή, τι ελαιόλαδα πουλήθηκαν, σε τι ποσότητες, σε τι τιμές, τι κατηγορίες, τα πάντα. Δεν υπάρχει στην Ελλάδα κάποιος φορέας που να τα έχει συγκεντρωμένα».
Όπως επεσήμανε ο κ. Ανδρεαδάκης έχουν προτείνει να υποβάλλουν υποχρεωτικά οι παραγωγοί στοιχεία σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, ενώ με την εφαρμογή των ηλεκτρονικών βιβλίων (myDATA) θα μπορούσε να επιτευχθεί η αυτόματη συλλογή δεδομένων προκειμένου το κράτος να διαμορφώσει μια σαφή εικόνα για την αγορά του ελαιολάδου.
«Υπάρχει μια έτοιμη πλατφόρμα και έχουμε προτείνει υποχρεωτικά να υποβάλλουν στοιχεία από τις αλέσεις και από τις πωλήσεις. Τώρα που θα μπαίνουν και τα ηλεκτρονικά βιβλία θα είναι εύκολο οι παραγωγοί να συνδεθούν κατευθείαν και να έχουν όλα τα στοιχεία. Τα ελαιουργία πρέπει να παίρνουν κατευθείαν τα δεδομένα από τις αλέσεις που ανεβαίνουν στα myDATA. Χρειάζεται εκεί να δώσει μια βαρύτητα το κράτος, να μαζεύει τα στοιχεία αυτά και να υπάρχει μια συγκεντρωτική εικόνα».
4,30 μέχρι 5 ευρώ το λίτρο η τιμή παραγωγού
Η τρέχουσα τιμή του παραγωγού κυμαίνεται από 4,30 έως 5 ευρώ το λίτρο, ενώ το βιολογικό ελαιόλαδο αγγίζει τα 6 ευρώ. Παρόλα αυτά οι ελαιοπαραγωγοί εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους, καθώς το αυξημένο κόστος παραγωγής και η έλλειψη ενός κατώτατου ορίου στην τιμή τους δυσκολεύουν οικονομικά.
Ταυτόχρονα η παγκόσμια παραγωγή αναμένεται να ξεπεράσει τα 3 εκατομμύρια τόνους, γεγονός που επηρεάζει τις τιμές στην αγορά, ενώ η έντονη παρουσία φθηνότερων ελαίων, όπως το ηλιέλαιο και το σπορέλαιο, καθιστά δυσκολότερη τη διατήρηση των ελληνικών ελαιολάδων στα ράφια των καταστημάτων.
«Αυτήν τη στιγμή οι τιμές παραγωγού έχουν διαμορφωθεί από 4,30 μέχρι 5 ευρώ και τα βιολογικά είναι γύρω στα 6 ευρώ. Οι ελαιοπαραγωγοί δεν είναι ικανοποιημένοι με αυτήν την τιμή, καθώς τα κόστη έχουν ανέβει υπερβολικά και από την άλλη πλευρά στην ελεύθερη αγορά δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός που να ορίζει ένα κατώτερο όριο στην τιμή. Σε μια ελεύθερη αγορά οι τιμές διαμορφώνονται με την προσφορά και τη ζήτηση. Αυτήν τη στιγμή η παγκόσμια παραγωγή θα περάσει τα 3 εκ. τόνους, που σημαίνει ότι επειδή έχουν μπει στα ράφια σπορέλαια και ηλιέλαια – με τις τιμές τους πολύ χαμηλές – θα πρέπει να «ματώσουμε» εμείς για να ξανά βάλουμε στα ράφια τα ελαιόλαδα, και τα ελληνικά και τα διεθνή».
Μια ικανοποιητική τιμή και για τους ελαιοπαραγωγούς, αλλά και για τους καταναλωτές θα μπορούσε να είναι μεταξύ 5 – 6 ευρώ το λίτρο, όπως τόνισε ο κ. Ανδρεαδάκης.
Σοβαρό το ζήτημα της λειψυδρίας
Το μεγαλύτερο αγκάθι για την ελαιοπαραγωγή – και γενικότερα για τον αγροτικό τομέα – είναι η λειψυδρία, ιδιαίτερα στην Ανατολική Κρήτη όπου η κατάσταση είναι δραματική.
Η άρδευση δεν είναι επαρκής, σύμφωνα με τον κ. Ανδρεαδάκη, με τα δέντρα να κινδυνεύουν να ξεραθούν, ενώ οι παραγωγοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν καλλιέργειες λόγω έλλειψης νερού.
«Ο προβληματισμός όλης της παραγωγής βάσης και ειδικότερα της Ανατολικής Κρήτης είναι η λειψυδρία. Εάν δεν υπάρξει νερό θα ξεραθούν τα πάντα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι αυτό σήμερα και θα πρέπει οι υπεύθυνοι να δώσουν άμεσες λύσεις».
Ο κ. Ανδρεαδάκης επεσήμανε ότι η αφαλάτωση αποτελεί μια ρεαλιστική λύση, καθώς ήδη η Βιομηχανική Ηρακλείου εξάγει σχετική τεχνολογία στο εξωτερικό. Παράδειγμα αποτελεί μια εγκατάσταση στο Μαρόκο, που παράγει 60.000 κυβικά μέτρα νερού την ώρα, με σχέδιο επέκτασης στο 1,5 εκατομμύριο κυβικά την ημέρα.
«Σήμερα υπάρχει η αφαλάτωση και κανείς δεν ασχολείται με αυτό. Θα ήταν χρήσιμη και είναι πολύ εύκολη πλέον. Η Βιομηχανική Ηρακλείου είναι μια εταιρεία που κάνει εξαγωγές μηχανημάτων αφαλάτωσης σε όλων τον κόσμο. Η βιομηχανική Ηρακλείου έχει κάνει μια εγκατάσταση στο Μαρόκο με 60 χιλιάδες κυβικά την ώρα και τώρα ετοιμάζει μια εγκατάσταση 1,5 εκ. κυβικά την ημέρα. Το κάνουν αφαλάτωση για όλες τις χρήσεις», τόνισε ο πρόεδρος ενώ συμπλήρωσε: «Πρέπει να αρχίσουμε να συζητάμε για άμεσες λύσεις εάν θέλουμε παραγωγή. Τα θερμοκήπια πλέον δεν βάζουν παραγωγή γιατί δεν έχουν νερό. Σταμάτησαν την παραγωγή τους καθώς οι δήμοι τους λένε ότι δεν θα τους δώσουν νερό και να μην βάζουν καλλιέργειες».
Στη Δυτική Κρήτη το πρόβλημα της λειψυδρίας είναι ηπιότερο, ωστόσο στην Ανατολική Κρήτη η κατάσταση είναι κρίσιμη, υπογράμμισε ο κ. Ανδρεδάκης.