Σε περιπτώσεις μεγάλου συλλογικού τραύματος, λόγω φυσικών ή κοινωνικών καταστροφών, διαταράσσεται η εσωτερική συνοχή και το αίσθημα ταυτότητας. Αναπόφευκτα, απελευθερώνονται ακραία συναισθήματα και αντιδράσεις, που εκφράζονται τόσο μέσα από τον «πολιτικό αλληλοσπαραγμό» στον δημόσιο λόγο όσο και μέσω των αιτημάτων για δικαιοσύνη και αποκάλυψη της αλήθειας, με στόχο τη στοιχειώδη εξιλέωση του συλλογικού πόνου και αυτού των οικογενειών των θυμάτων.
Η τραυματική αλήθεια για τους συγγενείς είναι ότι χάθηκαν νεαρές ζωές, και το πένθος είναι βαρύ και ανεπίλυτο, λόγω της βιαιότητας της απώλειας αλλά και της μη ύπαρξης σωρού, του «νεκρού» σώματος, το οποίο οι πενθούντες θα μπορούσαν να αποχαιρετήσουν με μια, έστω, αίσθηση σωματικής εγγύτητας, αγκαλιάζοντας και αγγίζοντάς το. Η απουσία αυτή συνιστά ένα ακόμα βαθύτερο τραύμα, που συνοδεύεται από το τεράστιο αίσθημα αδικίας και την απουσία ανάληψης ουσιαστικής πολιτικής ευθύνης. «Τα παιδιά μας χάθηκαν, ενώ οι υπεύθυνοι πολιτικοί παραμένουν στις θέσεις τους».
Ο κοινωνικός άνθρωπος δεν ζει χωρίς νόημα. Μέσα από αυτές τις αντιδράσεις, αναζητείται το «νόημα» στον ακαριαίο πόνο ενός παράλογου θανάτου. Κάποτε, η εξιλέωση και η επεξεργασία του πένθους γινόταν μέσω της βεντέτας, με την εξολόθρευση του θύτη. Ο δικός μου πόνος γινόταν πόνος του άλλου.
Η πλήρης ταύτιση με τις οικογένειες και τα νεαρά θύματα, καθώς και η τεράστια πρωτοφανής κινητοποίηση, οφείλονται στο γεγονός ότι βλέπουμε να «εξαφανίζονται βίαια» νέοι άνθρωποι (φοιτητές) που ενσαρκώνουν τον πυρήνα και το ιδανικό της ελληνικής οικογένειας, σε μια απλή επιστροφή στο Πανεπιστήμιό τους.
Η ελληνική κοινωνία έχει υποστεί πολλά τραύματα στο παρελθόν, πολιτικά (εμφύλιος, χούντα, εξορίες), κοινωνικά (ανισότητες, αναξιοκρατία) και οικονομικά (μετανάστευση, σύγχρονη φτωχοποίηση), ενώ χάνονται και οι «επαγγελματικές σταθερές» για το μέλλον των νέων παιδιών. Τα συλλογικά τραυματικά πένθη που δεν επιλύονται μετατρέπονται σε μετα-τραυματικές διαταραχές που οδηγούν και στη βία.
Η εμπειρία των επιζώντων και το δικό τους βίωμα σχεδόν απουσιάζουν από τον δημόσιο λόγο. Οι περισσότεροι βιώνουν ένα είδος μετατραυματικής διαταραχής, με αντικρουόμενα συναισθήματα, τρομακτικά όνειρα, φοβίες θανάτου, παρεισφρητικές απειλητικές σκέψεις, αϋπνίες κ.λπ.
Η δημόσια μαρτυρία μιας νεαρής επιζήσασας, η οποία βιώνει συνεχόμενη ανασφάλεια, με όνειρα με τάφους που φέρουν το όνομά της, δηλώνοντας ότι φοβάται ότι θα πεθάνει ή ότι θα τιμωρηθεί επειδή επέζησε (ενοχή), αντανακλά όλες αυτές τις αμφιθυμίες και εσωτερικές συγκρούσεις και αποδιοργανωτικά συναισθήματα που νοιώθουν τα νεαρά άτομα. Αυτές οι καταστάσεις χρήζουν άμεσης και συχνά μακροχρόνιας παρέμβασης.
Η τάση αποσιώπησης, σκόπιμης λήθης ή αποκλεισμού από τον δημόσιο λόγο και αποποίησης ευθυνών αναπόφευκτα οδηγεί εκεί.
Το «τραύμα» των Τεμπών συμπυκνώνει και εκφράζει διαχρονικά όλα αυτά τα διαγενεακά κοινωνικά και οικογενειακά/ ατομικά τραύματα, αναδεικνύοντας τη σύγχρονη κοινωνική απαίτηση για την ύπαρξη θεσμών που διασφαλίζουν όχι μόνο την καθημερινότητα των πολιτών, αλλά και τη δικαιοσύνη.