Του ΔΡ. ΔΗΜΗΤΡΗ ΒΥΖΙΡΓΙΑΝΝΑΚΗ*
Από τους αρχαίους μύθους ως τη σημερινή εποχή του διαδικτύου, η αθανασία του ανθρώπου αποτελεί θέμα διαρκούς αναζήτησης και προβληματισμού. Με αφετηριακό πεδίο του προβληματισμού είτε ευτελή κίνητρα όπως λχ. η ιδιοτέλεια ή η ματαιοδοξία, ή πιο ευγενή κίνητρα, οι παραδοσιακές προσεγγίσεις της εν λόγω επιδίωξης χωρίζονται γενικά σε δύο άξονες.
Ο πρώτος κινείται στη σφαίρα του μεταφυσικού αναδεικνύοντας το δυισμό της ανθρώπινης υπόστασης και διαχωρίζει το άυλο από την ύλη (την ψυχή από το σώμα) τονίζοντας παράλληλα το άφθαρτο του πρώτου σε σχέση με την αναπόφευκτη φυσική φθορά (και εν τέλει, θάνατο) του δευτέρου. Εδώ, ανάλογα με τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώνονται οι άνθρωποι ο πόθος αθανασίας μπορεί να παρουσιάζεται ως σωτηρία της ψυχής ή ως μετενσάρκωση (σε ανατολικές θρησκείες). Από την άλλη πλευρά, μπορεί ο πόθος αυτός να σχετίζεται περισσότερο με την και πάλι ίσως εγωιστική αλλά πάντως ορθολογική εργαλειοποίηση της γνώσης, των κοινωνικών δομών ή συσχετισμών: Λχ. η επιδίωξη μπορεί να ικανοποιείται από την τεκνοποίηση δια μέσου της οποίας θα επιβιώσουν τα γονίδιά μας, ή από δωρεές σε «άφθαρτες» κατασκευές που θα φέρουν το όνομά μας στο διηνεκές, από επιστημονικοφανείς λύσεις όπως πχ η αλχημεία παλαιότερα ή από σύγχρονες επιστημονικές νόρμες σύμφωνα με κλάδους της βιολογίας και της ιατρικής.
Ωστόσο στην ψηφιακή εποχή η ανθρωπότητα έρχεται αντιμέτωπη με μία μορφή «αθανασίας» η ο οποία υπερβαίνει σχεδόν εξ’ ορισμού τη υλική υπόσταση της ύπαρξής μας. Μία μορφή αθανασίας η οποία επιτυγχάνεται από την ψηφιακή πραγματικότητα που δημιουργεί καθημερινά ο ψηφιακός μας βίος. Ο,τιδήποτε δημιουργούμε online, κείμενα, εικόνες, βίντεο, αναρτήσεις και συνομιλίες, δημιουργούν μία ψηφιακή κληρονομιά που απαθανατίζει την ύπαρξή μας κατά τρόπο που θα ήταν αδύνατο να φανταστούμε σε παλαιότερες εποχές. Το Διαδίκτυο στην τρέχουσα μορφή του αποτελεί κατ’ ουσία ένα αχανές ψηφιακό αποθετήριο της ανθρώπινης γνώσης, εμπειρίας και δράσης. Οι ψηφιακές μας συνεισφορές σε αυτό δημιουργούν ένα ψηφιακό αποτύπωμα που παραμένει «εν ζωή» ακόμα και μετά το πέρας του φυσικού μας βίου. Με τον τρόπο αυτό, η ψηφιακή κληρονομιά μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μία ιδιαίτερη, νέα μορφή «αθανασίας». Σε αντίθεση με το παρελθόν, η παρακαταθήκη ενός ανθρώπου είναι δεν χαραγμένη σε μαρμάρινες στήλες ή αποτυπωμένη με μελάνι στο χαρτί. Σήμερα αποθηκεύεται με τρόπο ανθεκτικό στη φθορά του χρόνου όπου μάλιστα η εγγραφή νέας πληροφορίας είναι ευκολότερη της διαγραφής της.
Επιπλέον, τα ψηφιακά ίχνη που αφήνουμε – περιηγούμενοι καθημερινά στον ηλεκτρονικό κόσμο – δεν αποτελούν απλώς μία παθητική καταγραφή της ύπαρξής μας. Αντιθέτως πρόκειται για μία ενεργή και διαρκώς μεταβαλλόμενη αναπαράσταση του ποιοι είμαστε, ή ενδεχομένως του ποιοι θα θέλαμε να είμαστε. Μέσα από την επεξεργασία, την τεχνητή νοημοσύνη και τους αλγόριθμους των κοινωνικών δικτύων, η ψηφιακή μας ύπαρξη πλάθεται, αναπλάθεται και εκτίθεται δημοσίως ακόμα και μετά θάνατον. Οι μελλοντικοί επιστήμονες θα μπορούν να ανακατασκευάσουν λεπτομερώς τη βιοτική τροχιά μας ανασυνθέτοντας σκέψεις, συναισθήματα και αλληλεπιδράσεις, συνεισφέροντας όχι μόνο στη διατήρηση της προσωπικής μας υστεροφημίας αλλά και στη συλλογική μνήμη της ανθρωπότητας.
Οι επιπτώσεις όμως είναι εκτενείς και γενούν ερωτήματα που αφορούν τόσο την ιδιωτική όσο και τη δημόσια σφαίρα. Ερωτήματα όπως το, ποιος ελέγχει την ψηφιακή μας κληρονομιά μετά την αποχώρησή μας, ή με ποιο τρόπο θα μπορούσε αυτή να προστατευθεί από ενδεχόμενη χειραγώγηση, εκμετάλλευση ή καπηλεία. Για το ίδιο το άτομο το φορτίο της αυτής της ιδιόρρυθμης μορφής αθανασίας ενδεχομένως να είναι βαρύ. Με τη γνώση ή την υποψία ότι κάθε μας πράξη, κίνηση, ανάρτηση ή κλικ καταγράφεται πιθανώς για πάντα, το άτομο συνειδητά ή – ακόμα χειρότερα – ασύνειδα είναι πιθανό να οδηγηθεί σε μία μορφή «υπαρξιακού άγχους». Το αποτέλεσμα μπορεί να είναι η αυτολογοκρισία, ο εθελοντικός περιορισμός της ελεύθερης έκφρασης και της διάδρασης με σκοπό ο ψηφιακός μας εαυτός να μην αναπαριστά αυτό που πραγματικά είμαστε αλλά μία τεχνητή «περσόνα» με χαρακτηριστικά για τα οποία θα θέλαμε να μας θυμούνται. Σε θεσμικό επίπεδο, υλοποιώντας το σχετικό κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γνωστό ως GDPR, η χώρα μας κατοχύρωσε το 2018 το «δικαίωμα στη λήθη» παρέχοντας στους πολίτες τη δυνατότητα να απαιτούν τη διαγραφή προσωπικών πληροφοριών που είναι δημόσια ορατές στο Διαδίκτυο. Ωστόσο αυτό δεν καλύπτει πλείστες άλλες περιπτώσεις όπου η πληροφορία είναι υπαρκτή, αποθηκευμένη αλλά ο ενδιαφερόμενος δεν έχει τρόπο να το γνωρίζει. Ήδη τα περισσότερα κοινωνικά δίκτυα ενσωματώνουν λειτουργίες προβλέποντας τη «μετά θάνατον» διαδικασία διαγραφής των πληροφοριών που έχουν συλλέξει κατά τη χρήση των αντίστοιχων υπηρεσιών. Όμως ακόμα και έτσι ως πολίτες-χρήστες του Διαδικτύου, είμαστε αναγκασμένοι να εμπιστευθούμε ανώνυμες πολυεθνικές εταιρείες των οποίων η ρύθμιση και ο έλεγχος από εθνικούς και υπερεθνικούς θεσμούς είναι κατά κοινή ομολογία προβληματικός αν όχι ανεπαρκής.
Εν κατακλείδι η ανθρωπότητα έχει ήδη κατακτήσει μία μορφή αδιαμεσολάβητης αθανασίας μέσα από την καθημερινή ψηφιακή μας ζωή. Παρόλα αυτά, δεν μπορεί κανείς παρά να προβληματιστεί για τα ηθικά και νομικά ζητήματα που ανακύπτουν από τη νέα αυτή πραγματικότητα καθώς και τις προκλήσεις που εμπεριέχει για τους πολίτες, την κοινωνία αλλά και το κράτος.
*Ο Δρ. Δημήτρης Βυζιργιαννάκης είναι διδάκτωρ στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης, Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης