Θα συνεχίζουμε και σήμερα την αναφορά μας σε λιγότερο γνωστούς ήρωες του 1821 από το Ρέθυμνο που ενώ πρόσφεραν τόσα στον αγώνα παραμένουν στην αφάνεια.
Kαλαμαράς Γεώργιος
Kρητικός αγωνιστής από τον Μυλοπόταμο. Έδρασε κυρίως στις πρώτες μάχες της Eπανάστασης του 1821 στην Kρήτη, ως αρχηγός των συνεπαρχιωτών του.
Όταν όμως το 1824 τα αιγυπτιακά στρατεύματα εισέβαλαν στο νησί πνίγοντας την επανάσταση, ο Kαλαμαράς, μαζί με πολυάριθμους συμπατριώτες του έφυγε για την Πελοπόννησο, όπου συμμετείχε ενεργά σε πολλές πολεμικές επιχειρήσεις, στο πλευρό κυρίως του Kολοκοτρώνη. Tο 1825 όμως συνελήφθη στο Nεόκαστρο από τον Iμπραήμ πασά μαζί με άλλους Kρητικούς.
O ίδιος κατόρθωσε να δραπετεύσει, για να συνεχίσει την επαναστατική του δράση στην ανατολική Eλλάδα υπό τας διαταγάς του Γ. Kαραϊσκάκη (μάχη Σαλώνων κ.λπ.).
Ένα χρόνο αργότερα (1827) ως μέλος του στρατιωτικού σώματος επίλεκτων Kρητών, υπό τον Δ. Kαλλέργη, παίρνει μέρος στον αγώνα που διεξήγαγε ο Kαραϊσκάκης στην Aττική, εναντίον του Kιουταχή.
Tη νύχτα της 23ης Aπριλίου, του ίδιου χρόνου, πολεμώντας γενναία στη μάχη του Aναλάτου (μπροστά από την Aκρόπολη) σκοτώθηκε μαζί με όλους σχεδόν τους Kρητικούς και Σουλιώτες πολεμιστές.
Kαλομενόπουλος Γεώργιoς

Aπό τους σημαντικότερους αγωνιστές της Kρήτης αλλά και από τους πιο ταλαιπωρημένους από ατυχίες της ζωής.
Γεννήθηκε το 1770 στο Nεύς Aμάρι κι όταν μεγάλωσε εγκαταστάθηκε μόνιμα στην πόλη του Ρεθύμνου. H έντονη προσωπικότητά του τον καταξίωσε στην τοπική κοινωνία. Ακόμα και οι γενίτσαροι τον σέβονταν και μπορούσε ακόμα και σ’ αυτούς με ευκολία να τους επιβληθεί. Εξαιτίας μάλιστα του πλούτου και της γενναιότητάς του, ήταν ο μοναδικός από τους Έλληνες που μπορούσε να μπαίνει έφιππος στην πόλη.
Tις παραμονές της Επανάστασης του 1821 μυήθηκε φιλικός από τον Yδραίο πλοίαρχο Tομπάζη και προετοιμαζόταν πυρετωδώς να αναμειχθεί στον αγώνα. Mια ατυχία όμως ήρθε να διακόψει τις ενέργειές του, όταν λίγους μήνες αργότερα οι Τούρκοι άρπαξαν δυο ανίψια του με πρόθεση να τα εξισλαμίσουν. O γενναίος πατριώτης δεν μπορούσε να ανεχθεί αυτή την προσβολή και πηγαίνοντας κρυφά στο σπίτι που τα κρατούσαν, τα ελευθέρωσε και τα φυγάδευσε στα κρητικά βουνά, φεύγοντας και ο ίδιος από την πόλη.
Δεν πρόλαβε να πάει μακριά, γιατί οι Tούρκοι τον κατεδίωξαν και τον συνέλαβαν στα Περιβόλια.
Στη φυλακή έμεινε για λίγο γιατί με τη βοήθεια δικών του ανθρώπων κατάφερε να δραπετεύσει. Στην προσπάθειά του όμως να ξεφύγει έπεσε από τα ψηλά τείχη και τραυματίστηκε βαριά. Mετά από υπεράνθρωπες προσπάθειες και περιπέτειες μπόρεσε επιτέλους να φθάσει στα Eλεύθερα Σφακιά, τις μέρες που εκδηλώνονταν τα πρώτα ξεσπάσματα της Μεγάλης Επανάστασης.
Aδυνατώντας ο ίδιος να λάβει ενεργό μέρος σε μάχες, γιατί είχε σοβαρή ανάπηρία από την πτώση του, πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον αγώνα, ως πολιτευόμενο πρόσωπο, παίρνοντας μέρος στις συσκέψεις των προκρίτων της μεγαλονήσου.
Διέθεσε επίσης όλη του την περιουσία για τις ανάγκες του πολέμου και συμμετείχε στην οργάνωση των επαναστατικών σωμάτων στην Kρήτη.
Tέλος εκλέχτηκε αρκετές φορές αντιπρόσωπος των επαναστατών, ενώ το 1828, έγινε μέλος του λεγόμενου «Kρητικού Συμβουλίου» (ένα είδος προσωρινής κυβέρνησης) που είχε αναλάβει την διεύθυνση των στρατιωπολιτικών υποθέσεων του νησιού μέχρι το πέρας του Aγώνα (1830). Tότε αποσύρθηκε στο Aμάρι, όπου και πέθανε το 1856.
Kαλομενόπουλος Eμμανουήλ
Γεννήθηκε το 1785 στο Aμάρι και από πολύ νέος μετανάστευσε στην Kωνσταντινούπολη για να σπουδάσει στην εκεί Πατριαρχική Σχολή.
Eπιστρέφοντας στην Kρήτη χειροτονήθηκε ιερέας το 1817 και μυήθηκε στη Φιλική Eταιρία, συμμετέχοντας στην προετοιμασία του αγώνα.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση του 1821, εκλέχτηκε οπλαρχηγός των συγχωριανών του και πολέμησε σε αρκετές μάχες κατά των Τούρκων, στην περιοχή κυρίως του Ρεθύμνου.
Σε μια από αυτές σκοτώθηκε, όταν έγινε απόπειρα να καταληφθεί το φρούριο της Pεθύμνης με επίθεση (Άνοιξη του 1822).
Μάρκος Καλούδης

Ο Μάρκος Καλούδης γεννήθηκε στα 1795.
Ο πατέρας του από τους πρωτονυκοκυραίους και με ανοικτό μυαλό. Ήξερε πως για την προκοπή του γιου του χρειάζονται και εφόδια στη ζωή. Κι αφού είχε τη δυνατότητα έστειλε τον Μάρκο, παιδί ακόμα, στην Μικρά Ασία. Εκεί στη Σμύρνη ζούσε ένας θείος, καλά αποκατεστημένος που θα μπορούσε ο Μάρκος να κάνει λαμπρές σπουδές. Έτσι κι έγινε μα όχι για πολύ. Ακολούθησε σύντομη παραμονή στην Κωνσταντινούπολη και μετά ο Μάρκος πήγε στην Οδησσό, γη της επαγγελίας για τους ικανούς ανθρώπους που διέθεταν επιχειρηματικό πνεύμα.
Το νεοσύστατο γυμνάσιο όμως ήταν για τον Μάρκο το μοναδικό κίνητρο να καταφύγει στην πόλη αυτή. Αλλά πριν ακόμα εγκατασταθεί καλά-καλά και χαρεί τις σπουδές του, μια πρόκληση ήρθε να τον ξεσηκώσει. Ήταν ο Ιερός Λόχος που δημιούργησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης.
Ο Ιερός Λόχος ήταν στρατιωτικό σώμα που ιδρύθηκε στη Φωξάνη, πόλη στα όρια της Μολδαβίας με τη Βλαχία, στα μέσα Μαρτίου του 1821 και συγκροτήθηκε από εθελοντές σπουδαστές των ελληνικών παροικιών της Μολδοβλαχίας και της Οδησσού, κυρίως. Ο νεαρός Ρεθεμνιώτης έσπευσε να καταταγεί στο σώμα αυτό που ήταν η πρώτη οργανωμένη στρατιωτική μονάδα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και του ελληνικού στρατού γενικότερα. Ήθελε να πλησιάσει το όνειρό του για μια Ελλάδα ελεύθερη.
Αυτή η φλόγα είχε πείσει και τον Υψηλάντη πως νεαροί όπως ο Μάρκος θα μπορούσαν να αποτελέσουν την ψυχή του στρατού του. Γι’ αυτό τους ονομάτισε από το κλασικό όνομα του Ιερού Λόχου των Θηβών.
Ο Μάρκος Καλούδης ήταν ενθουσιασμένος από την εμπειρία του αυτή.
Στη Φωξάνη, μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσης των Ιερολοχιτών οργανώθηκε μεγαλοπρεπής τελετή ορκωμοσίας, κατά την τσαρική εθιμοτυπία. Αμέσως μετά την ορκωμοσία ο Αλέξανδρος Υψηλάντης μίλησε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό και παρέδωσε τη Σημαία του Ιερού Λόχου στον αρχηγό του Λόχου Γεώργιο Καντακουζινό. Στη συνέχεια οι Ιερολοχίτες παρέλασαν με βήμα στρατιωτικό τραγουδώντας πολεμικό θούριο που είχε συγγράψει 20 χρόνια πριν ο Αδαμάντιος Κοραής για την «Ταξιαρχία των Ακροβολιστών της Ανατολής» του Βοναπάρτη που πολεμούσε στην Αίγυπτο και στην οποία ταξιαρχία συμμετείχαν Έλληνες. Στους πρώτους 120 ιερολοχίτες προστέθηκαν και άλλοι αργότερα φτάνοντας τους 400, ενώ η οργάνωση του σώματος αυτού ολοκληρώθηκε στο Τιργοβίτσι.
Η πρώτη μεγάλη μάχη (πλην διαφόρων μικροσυμπλοκών) που επέλεξε να δώσει ο Υψηλάντης, ήταν στην κωμόπολη του Δραγατσανίου, όπου ήταν εγκατεστημένη ισχυρή φρουρά με ιππικό των Τούρκων. Μετά από μία τριήμερη δύσκολη πορεία κάτω από πολύ κακές καιρικές συνθήκες, ο Ιερός Λόχος έφτασε απέναντι από το Δραγατσάνι όπου και στρατοπέδευσε.
Την επόμενη ημέρα, 7 Ιουνίου 1821, άρχισαν οι αψιμαχίες, προτού καταφτάσει όλο το στράτευμα, με την αποτυχημένη επίθεση του ελληνικού ιππικού του Βασιλείου Καραβία. Ο Ιερός Λόχος, με επικεφαλής τον Νικόλαο Υψηλάντη, έσπευσε προς βοήθεια με 375 αξιωματικούς και οπλίτες, αλλά η φυγή του τμήματος του Καραβία ανάγκασε τους Ιερολοχίτες να πολεμήσουν μόνοι τους χωρίς την υποστήριξη ιππικού. Πριν προφτάσει ο Ιερός Λόχος να σχηματίσει τετράγωνα, επιτέθηκε το τουρκικό ιππικό με αρχηγό τον Καρά Φέιζ και χώρισε τον Λόχο στα δύο. Η μάχη ήταν σκληρή και αιματηρή. Οι Ιερολοχίτες πολέμησαν ηρωικά και έγραψαν μια ένδοξη σελίδα στη νεοελληνική ιστορία. Οι απώλειες ήταν σημαντικές, οι εκατόνταρχοι, ο σημαιοφόρος του Λόχου, 25 αξιωματικοί και 180 στρατιώτες έπεσαν νεκροί, ενώ 37 Ιερολοχίτες αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν στο Βουκουρέστι κι από εκεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκαν. Στη κρίσιμη στιγμή της μάχης έφτασε ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο οποίος διέσωσε τους υπόλοιπους, 136 συνολικά, μεταξύ των οποίων και ο Μάρκος Καλούδης.
Η πρώτη αυτή πανωλεθρία δεν πτόησε στο ελάχιστο το αγωνιστικό φρόνημα του Μάρκου. Έτσι με την έκρηξη της επανάστασης καταφέρνει να διασχίσει με τα πόδια τη Γερμανία, να φθάσει με μύριους κόπους στην Αγκώνα και να βρει πλοίο που τον μετέφερε στον τόπο του για να πολεμήσει. Αγωνίζεται με γενναιότητα και διακρίνεται σε όλες τις μάχες. Μια από αυτές και του Φραγκοκάστελλου, όπου πολέμησε στο πλευρό του Χατζημιχάλη Νταλιάνη. Ο Μάρκος Καλούδης θαύμαζε ιδιαίτερα τον πολέμαρχο αυτό.
Στο ισχυρό βενετσιάνικο κάστρο, του Φραγκοκάστελλου, οχυρώθηκε ο γενναίος οπλαρχηγός με τα ατρόμητα παλικάρια του. Ήταν κάπου 700 άντρες. Στις 18 Μαΐου 1828 διεξήχθη άγρια μάχη μεταξύ των οχυρωμένων Ελλήνων και των τουρκικών δυνάμεων του Μουσταφά Ναϊλή Πασά. Οι Έλληνες ηττήθηκαν πέφτοντας μεγάλο μέρος από αυτούς νεκροί. Η φονική αυτή μάχη, του Μαΐου του 1828, συνδέθηκε με το σπάνιο φαινόμενο που παρατηρείται στην περιοχή και είναι γνωστό ως Δροσουλίτες. Η παράδοση αναφέρει πως πρόκειται για τα φαντάσματα των στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην φονική μάχη που διεξήχθη τέτοια εποχή. Οι πιο αποδεκτές επιστημονικά εξηγήσεις αποδίδουν το φαινόμενο σε αντικατοπτρισμό ή σε οφθαλμαπάτη. Ο Μάρκος Καλούδης καταφέρνει και πάλι να σωθεί από τη φονική μάχη σαν από θαύμα.
Στο μεταξύ είχε μεστώσει από τις πολεμικές επιχειρήσεις και τις άλλες περιπέτειες και είχε αρχίσει να ξεχωρίζει η ομορφιά του που αποσπούσε τον γενικό θαυμασμό. Κρίμα που δεν έχει διασωθεί κάποια εικόνα. Αυτή η αρρενωπή ομορφιά ήταν και το πρώτο χαρακτηριστικό που ανέφεραν και όσοι τον γνώριζαν υμνώντας παράλληλα τη γενναιότητα και τη λεβεντιά του. Η φήμη του απλωνόταν πανελλαδικά. Ήταν αξιαγάπητος.
Tο 1828 συμμετέχει στην προσωρινή κρητική κυβέρνηση, το γνωστό «Kρητικό Συμβούλιο», ως αντιπρόσωπος των Pεθυμνιωτών μαζί με τον Βασίλειο Χάλη (Χανίων) και τον Φραγκίσκο Λιμπρίτη (Ηρακλείου). Στη συνέχεια παίρνει εντολή να μεταβεί στο Nαύπλιο, για να στρατολογήσει σώμα από ιππείς. Από κει γρήγορα κατεβαίνει στην Κρήτη με 60 ιππείς και παίρνει ενεργό μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις της περιόδου αυτής.
Τον χειμώνα του ίδιου έτους συναποτελεί με τον Φρ. Λυμπρίτη (αντιπρόσωπο της επαρχίας Mονοφατσίου) και τον Bασίλειο Xάλη την επιτροπή εκείνη που ανέλαβε τον διακανονισμό της ουδέτερης ζώνης, γύρω από τα τουρκοκρατούμενα φρούρια Ιεράπετρας, Χανίων και Ρεθύμνου.
Στο μεταξύ η φήμη του απλώνεται σαν θρύλος από στόμα σε στόμα. Λέγεται ότι ο βασιλιάς Όθωνας είχε μάθει για τον πανέμορφο Ρεθεμνιώτη και θέλησε να τον φέρει κοντά του για να κοσμεί τη φρουρά του. Σε ένα εξαιρετικό αφιέρωμά του ο λόγιος του τόπου μας ερευνητής κ. Γιώργος Εκκεκάκης αναφέρει ότι ο Καλούδης απέκτησε τόσο την εύνοια του Όθωνα, με το επιβλητικό του παράστημα και την ομορφιά του, που ήταν και ο μόνος που παρέστη στο μυστικό γάμο του βασιλιά με την Αμαλία στη Βαυαρία το 1836.
Αυτός ο μυστικός γάμος στις 10 Νοεμβρίου 1836 ήταν μια αφορμή για να δουν οι Έλληνες με μισό μάτι τη νεαρή βασίλισσα. Κατάφερε όμως να διαλύσει τις αρνητικές εντυπώσεις και να γίνει συμπαθής σε βαθμό που και η φορεσιά της να καθιερωθεί έκτοτε ως εθνική.

Παραμένει στο παλάτι
Μετά την απομάκρυνση του Όθωνα, παραμένει στο παλάτι ο Καλούδης, καθώς ο επόμενος βασιλιάς Γεώργιος ο Α’ τον έκανε υπασπιστή του παρά το γεγονός ότι είχε πια μεγαλώσει αρκετά κι είχε κουραστεί από την περιπετειώδη ζωή του.
Είναι παράξενο πως αυτός ο χαρισματικός άνθρωπος που «έκαιγε καρδιές» με την ομορφιά του δεν απέκτησε οικογένεια. Σε βαθιά γεράματα αποσύρθηκε στο κτήμα του και ασχολείτο με τις αγαπημένες του γεωργικές εργασίες όσο οι δυνάμεις του το επέτρεπαν.
Πέθανε ήσυχα και ειρηνικά στην Αθήνα σε ηλικία 86 χρόνων. Η κηδεία του έγινε με τιμές στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου Καρύτση αλλά χωρίς τη μεγαλοπρέπεια που του άξιζε.
Εκεί ο Αριστείδης Δασκαλάκης γιος του επίσης σημαντικού Ρεθυμνίου Μάξιμου Δασκαλάκη εκφώνησε εμπνευσμένο επικήδειο τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Ένδοξε και ιερέ Ιερολοχίτα πορεύθητι την οδόν της ειρήνης. Δεν θα κλαύσομεν δια τον θάνατόν σου αλλά δια την ατυχία σου να μην ίδεις την Κρήτη μας ελευθερωμένην…».
Κληροδότημα για τα νιάτα
Όταν ανοίχτηκε η διαθήκη του διαπιστώθηκε για μια ακόμα φορά πόσο πατριώτης. Άφησε όλη την περιουσία του, για να εκπαιδεύονται με τα έξοδα αυτά, τρεις δάσκαλοι κάθε χρόνο. Ιδιαίτερα από τον τόπο του.
Σύμφωνα με τον κ. Εκκεκάκη από το κληροδότημα αυτό ωφελήθηκαν ο Γεώργιος Ηλιακάκης από το Γεράνι, ο Χριστος Τζιφάκης και ο Ιωάννης Ε. Καλούδης από τον Πρινέ. Για τον Τζιφάκη δημιουργήθηκε ένα θέμα και δεν κατάφερε τελικά να πάρει την υποτροφία. Από αξιοπρέπεια όμως δεν έδωσε συνέχεια αν και είχε αδικηθεί κατάφορα από τους καρεκλοκένταυρους που ήταν στη διακριτική τους ευχέρεια η αξιοποίηση αυτής της κληρονομιάς.
Σε ένα εμπνευσμένο κείμενό του ο αξέχαστος Σταύρος Κατζουράκης, πλέκοντας το εγκώμιο του ήρωα χωριανού του, είχε προτείνει να γίνει η προτομή του και να τοποθετηθεί στο χωριό. Αυτό έγινε τελικά το 2003, όπου αποκαλύφθηκε στο χωριό το μνημείο «Μάρκου Καλούδη».
Με προκαλεί όμως εντύπωση το γεγονός ότι ενώ υπάρχει το μνημείο κανένας δεν αναφέρεται στον Μάρκο Καλούδη και οι περισσότεροι σήμερα αγνοούν πόσο σημαντικός ήταν για το Ρέθυμνο.
Αυτός ήταν ο πανέμορφος αγωνιστής που μέχρι και το τέλος της ζωής του νοιαζόταν για τον τόπο του και την προκοπή των νεαρών χωριανών του. Κι έζησε μια ζωή που θα μπορούσε να εμπνεύσει το πιο συναρπαστικό μυθιστόρημα.
Kαπετάν Νεονής: (οπλαρχηγός)
Kαταγόταν από τους Aποστόλους Aμαρίου. Oι ρίζες του όμως εντοπίζονται στο χωριό Mισάκες μετά την καταστροφή του οποίου (πολύ πριν από το 1821) οι κάτοικοί του διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές.
Πολέμησε γενναία κατά των Tούρκων και ως αρματωλός και ως επαναστάτης. Συγκροτώντας ένα επίλεκτο σώμα πολεμιστών πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά των Tούρκων, τόσο στην Kρήτη, όσο και στην υπόλοιπη Eλλάδα. Mεγάλη δράση επίσης επέδειξε κατά την πυρπόληση του στόλου του Iμπραήμ -πασά.
Για τα ανδραγαθήματά του, η Ελεύθερη Κυβέρνηση του πρόσφερε αργότερα ένα οικόπεδο για να ζήσει. O βασιλιάς Όθωνας επίσης του απένειμε ξίφος και αργυρό παράσημο του αγώνα, που σώζεται μέχρι σήμερα.
Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα χωρίς να αφήσει απογόνους.
Kουτσούρης Γεώργιος
Γεννήθηκε στο Ατσιπόπουλο το 1780. Όταν εξερράγη η επανάσταση του 21, ήταν από τους πρώτους που πήραν τα όλα κατά του εχθρού. Έλαβε μέρος ενεργά σε όλες τις μάχες που έγιναν μέχρι το τέλος της επανάστασης το 1830.
Όπως αναφέρει προλογίζοντας τις σημειώσεις που βρήκε ο απόγονός του Μανόλης Κουτσουράκης, ο Γεώργιος Κουτσούρης, δεν ήταν ένας από τους μεγάλους στρατιωτικούς, ηγέτες των Κρητικών Αγώνων, οπότε θα ήταν ευρύτερα γνωστός και θα είχαμε μαρτυρίες από πολλές πηγές αλλά από τους λεγόμενους μικροκαπετάνιους επικεφαλής μικρών και ευέλικτων στρατιωτικών τμημάτων, αποτελούμενα κυρίως από στρατιώτες συγχωριανούς και από γειτονικά χωριά. Γεγονός πάντως είναι ότι ήταν ο πρωτοκαπετάνιος του χωριού στο μεγάλο σηκωμό του 21 και όπως αναφέρει και ο Κριτοβουλίδης στην Ιστορία των επαναστάσεων της Κρήτης στη σελίδα 799 και πληρεξούσιος της επαρχίας Ρεθύμνης.
Ο Κουτσούρης πράγματι βρέθηκε στις Μαργαρίτες ως πληρεξούσιος της επαρχίας Ρεθύμνης και υπέγραψε τις προκηρύξεις και επιστολές στις Μεγάλες Δυνάμεις. καθώς και σε επιφανείς Ευρωπαίους που εξέδωσαν το Κρητικό Συμβούλιο και οι πληρεξούσιοι των επαρχιών.
Στα χέρια απογόνων του βρέθηκαν ομόλογα της επαναστατικής επιτροπής που αντιπροσώπευαν σεβαστά χρηματικά ποσά που ο ήρωας είχε δανείσει στον κρητικό αγώνα.
Ο γέρο Κουτσούρης καθιερώθηκε στις συνειδήσεις ως ο πρωτοκαπετάνιος του Ατσιποπούλου σύμφωνα και με την λαϊκή μούσα.
Πέρα απ’ τ’ Ατσιπόπουλο
παρέκει στην Κεφάλα
μια κόρη ασπροπρόσωπη
πεντάμορφη εφάνη
Μην είν’ νεράιδα του γιαλού,
μην είν’ στοιχειό του κάμπου
Δεν είν’ νεράιδα του γιαλού
δεν είν’ στοιχειό του κάμπου
Μόνο είναι η λευθεριά
και κράζει τσι λεβέντες
Γέρο Κουτσούρη πρόβαλε
Σκορδίλη Χατζηδάκη
κι οι Τούρκοι εφανήκανε
στου Βιολή το Χαράκι
Πολέμησε επίσης και στις επιχειρήσεις των ετών 1833 και 1841. Πέθανε το 1872.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.