Σύμφωνα με τη μεγαλύτερη μεταπανδημική έρευνα για την εμπιστοσύνη των πολιτών στην επιστήμη, όπου συμμετείχαν 68 χώρες και 71.922 άτομα
Στην 56η θέση η Ελλάδα – Ελαφρώς χαμηλότερα από τον μέσο όρο
Η Κατερίνα Πετκανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και υπεύθυνη για την έρευνα εκ μέρους της Ελλάδας, ανέλυσε τα ευρήματά της στα «Ρ.Ν.»
Σε υψηλά επίπεδα εξακολουθεί να βρίσκεται η εμπιστοσύνη των ανθρώπων στους επιστήμονες στην Ελλάδα και το εξωτερικό μετά την πανδημία, ενώ ακόμα μεγαλύτερη είναι η εμπιστοσύνη που καταγράφεται στην ίδια την επιστήμη και την επιστημονική μέθοδο, ως μέθοδο παραγωγής της γνώσης, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη μεταπανδημική έρευνα για την εμπιστοσύνη των ανθρώπων απέναντι στην επιστήμη, που διεξήγαγε το Πανεπιστήμιο και το Ελβετικό Ομοσπονδιακό Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Ζυρίχης. Στη μελέτη, η οποία συντονίστηκε από ομάδα 241 επιστημόνων και συμπεριέλαβε δεδομένα από 68 χώρες, καταγράφηκαν οι απόψεις και οι κοινωνικές προσδοκίες του κοινού, καθώς και η στάση τους απέναντι στις επιστημονικές προτεραιότητες. Τα ευρήματα που προέκυψαν είναι αισιόδοξα, καθώς καταρρίπτουν τους συχνούς ισχυρισμούς περί κρίσης εμπιστοσύνης στην επιστήμη, όπως επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα της διεθνούς έρευνας που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Nature Human Behaviour και στην οποία συμμετείχαν 71.922 άτομα. Οι περισσότεροι άνθρωποι στις περισσότερες χώρες έχουν σχετικά υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης στους επιστήμονες, ενώ η πλειοψηφία των ατόμων που συμμετείχαν στην έρευνα πιστεύει ότι οι επιστήμονες πρέπει να συμμετέχουν περισσότερο στην κοινωνία και στη διαμόρφωση πολιτικών.
Ισχυρή είναι η πίστη των ανθρώπων στην κατάρτιση και τις ικανότητες της επιστημονικής κοινότητας, με το 78% αυτών να κρίνει τους επιστήμονες ως επαρκώς καταρτισμένους. Αντίθετα, σε μερικά στατιστικά δείγματα που ενδεχομένως να εγείρουν προβληματισμούς, το 83% πιστεύει ότι πρέπει οι επιστήμονες να επικοινωνούν την επιστήμη στο ευρύ κοινό, ενώ μόνο το 42% εκτιμά ότι οι επιστήμονες λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των άλλων. Επιπλέον, πολλοί θεωρούν ότι οι προτεραιότητες της επιστήμης δεν ευθυγραμμίζονται με τις δικές τους προτεραιότητες, ή με τις προσδοκίες που έχουν για το ποιες θα έπρεπε να είναι οι προτεραιότητες της επιστήμης. Συγκεκριμένα, η πλειοψηφία θα προτιμούσε η επιστήμη να δίνει προτεραιότητα σε ζητήματα κοινωνικής ευημερίας, πρόνοιας και δημόσιας υγείας και όχι στην ανάπτυξη στρατιωτικής τεχνολογίας. Από την Ελλάδα υπεύθυνη για την έρευνα ήταν η Κατερίνα Πετκανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια Κοινωνικής και Οργανωτικής Ψυχολογίας στο τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, ενώ συνεργάστηκαν οι Θεόφιλος Γκινόπουλος, από το ίδιο ακαδημαϊκό ίδρυμα και ο Στυλιανός Συρόπουλος από το Πανεπιστήμιο Amherst του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης, ενώ επικεφαλής ήταν η Dr. Viktoria Cologna από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και ο Dr. Niels G. Mede από το Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης.
«Υπήρχε μία ανησυχία μετά την πανδημία»
Τον πολύ σημαντικό διαχωρισμό ανάμεσα στην εμπιστοσύνη των πολιτών απέναντι στους επιστήμονες και την εμπιστοσύνη τους στην επιστημονική μέθοδο, προκειμένου να μπορέσει να γίνει σωστή ερμηνεία των αποτελεσμάτων της έρευνας, έκανε η κ. Πετκανοπούλου, καθηγήτρια του τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και υπεύθυνη για την έρευνα εκ μέρους της Ελλάδας, η οποία μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ανέφερε: «Δεν υπήρχε κάποια χώρα, στην οποία παρατηρήσαμε πολύ χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης προς τους επιστήμονες και αυτό είναι σημαντικό γιατί μετά την πανδημία υπήρχε μία ανησυχία σε σχέση με αυτό το θέμα. Για να μπορέσουμε να διαβάσουμε σωστά τα αποτελέσματα της έρευνας, είναι σημαντικό να έχουμε στον νου μας μία διαφορά ανάμεσα στην εμπιστοσύνη που δείχνουν οι άνθρωποι προς την επιστήμη και στην εμπιστοσύνη προς τους επιστήμονες. Το ένα έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη στην επιστημονική μέθοδο, ως τρόπο παραγωγής της γνώσης, ενώ το άλλο έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη στους επιστήμονες».
Κατά τη διάρκεια της έρευνας μετρήθηκαν διαφορετικές πτυχές για την εμπιστοσύνη απέναντι στους επιστήμονες, με τα ερωτήματα άλλοτε να εστιάζουν στο κομμάτι της κατάρτισης και άλλοτε σε ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ηθική, την επικοινωνία και τη γενικότερη στάση που διατηρούν απέναντι στο κοινό. «Υπήρχαν πτυχές που μετρούσαν την κατάρτιση των επιστημόνων, ενώ ένα άλλο κομμάτι ήταν πιο ηθικό, το κατά πόσο ήταν ειλικρινείς οι επιστήμονες, κατά πόσο έχουν αγαθές προθέσεις. Επιπλέον, μία άλλη ομάδα ερωτήσεων είχε να κάνει με το κατά πόσο οι επιστήμονες ήταν ανοικτοί στο να δέχονται ανατροφοδότηση και να ακούν την άποψη των άλλων», ανέφερε η κ. Πετκανοπούλου, σημειώνοντας ότι «η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν αμφιβάλλει για το κατά πόσο οι επιστήμονες είναι καταρτισμένοι, έχουν κατάλληλη εκπαίδευση και είναι ικανοί», αλλά την ίδια ώρα «έχουμε χαμηλότερα ποσοστά, ως προς το κατά πόσο θεωρούν ότι λειτουργούν πάντα για το καλό της κοινωνίας και λίγο πιο χαμηλά ποσοστά ως προς το πόσο δεκτικοί είναι στην ανατροφοδότηση». Όπως τόνισε η κ. Πετκανοπούλου, το ποσοστό που αμφιβάλλει για την ειλικρίνεια των επιστημόνων κυμαίνεται στο 10%, ενώ ένα 30% επιλέγει περίπου τη μέση της κλίμακας.
«Απόκλιση ανάμεσα στις αντιλαμβανόμενες και τις επιθυμητές προτεραιότητες»
Ακόμα υψηλότερη είναι η εμπιστοσύνη του κοινού στην επιστημονική μέθοδο, σύμφωνα με την κ. Πετκανοπούλου, με το 75% να συμφωνεί ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλιστεί αν κάτι είναι αληθές ή ψευδές, για να παραχθεί η γνώση.
«Τα αποτελέσματα της έρευνάς μας είναι αρκετά αισιόδοξα, καθώς δεν υπάρχει κάποια γενικευμένη έλλειψη εμπιστοσύνης και η πλειοψηφία των ανθρώπων συνεχίζει να εμπιστεύεται και την επιστήμη και τους επιστήμονες», υπογράμμισε, εφιστώντας ωστόσο την προσοχή σε συγκεκριμένα ευρήματα, τα οποία χρήζουν διερεύνησης, όπως το κομμάτι των προτεραιοτήτων: «Αυτό που παρατηρήσαμε είναι ότι γενικά οι συμμετέχοντες έδωσαν υψηλή προτεραιότητα στην έρευνα που επικεντρώνεται στη δημόσια υγεία, στην επίλυση ενεργειακών προβλημάτων, στη μείωση της φτώχειας. Έλεγαν ότι επιστήμη πρέπει να εστιάσει σε τέτοιου είδους θέματα. Αντίθετα έδωσαν χαμηλότερη προτεραιότητα σε θέματα όπως η ανάπτυξη της αμυντικής και της στρατιωτικής τεχνολογίας», ενώ όπως προκύπτει από την έρευνα, οι άνθρωποι «θα ήθελαν να εστιάζει η έρευνα στο ζήτημα της φτώχειας, καθώς υπάρχει και μία αποστροφή στην στρατιωτική τεχνολογία, όπου εκτιμούν ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση από ότι επιθυμούν».
Η απόσταση που παρατηρείται ανάμεσα στις προτεραιότητες της κοινωνίας και αυτές της επιστήμης ενδεχομένως να αιτιολογεί τις διακυμάνσεις στην εμπιστοσύνη απέναντι στους επιστήμονες, σύμφωνα με την κ. Πετκανοπούλου: «Η απόκλιση μεταξύ των επαναλαμβανόμενων και των επιθυμητών προτεραιοτήτων σχετίζεται με την εμπιστοσύνη στους επιστήμονες. Όσο μεγαλύτερη είναι η απόκλιση και όσο περισσότερο θεωρούν ότι δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, σχετικά με το ποιοι θα ήταν οι στόχοι της επιστήμης, τόσο μικρότερη είναι η εμπιστοσύνη τους».
Παράλληλα, η κ. Πετκανοπούλου επεσήμανε ότι τα ευρήματα είναι αισιόδοξα, με το σύνολο των πτυχών της έρευνας να καταγράφει μειοψηφίες, άλλοτε μικρότερες και άλλοτε μεγαλύτερες, των οποίων η εμπιστοσύνη έχει κλονιστεί απέναντι στην επιστήμη και τους επιστήμονες, «παράγοντας που σχετίζεται με αυτό είναι και η απόκλιση ανάμεσα στους επιθυμητούς και τους προσλαμβανόμενους στόχους».
«Η εμπιστοσύνη στους επιστήμονες μπορεί να εξαρτάται από το ποια ομάδα επιστημόνων είχαν στο μυαλό τους»
Σημαντική παράμετρος στην αξιολόγηση της επιστημονικής κοινότητας, σύμφωνα με την κ. Πετκανοπούλου, είναι το ποιοι είναι οι επιστήμονες που έχει στο μυαλό του ο εκάστοτε συμμετέχων στην έρευνα: «Στους συμμετέχοντες ζητήθηκε να σκεφτούν επιστήμονες, όχι μόνο που εργάζονται στα Πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα, αλλά και τους επιστήμονες που εργάζονται στην κυβέρνηση, σε εταιρείες, σε ΜΚΟ. Οπότε ενδεχομένως, η εμπιστοσύνη στους επιστήμονες μπορεί να εξαρτάται και από το ποια ομάδα επιστημόνων είχαν στο μυαλό τους στην κάθε χώρα», ενώ επιπλέον ένας καθοριστικός παράγοντας για την εμπιστοσύνη στους επιστήμονες είναι η πανδημία και τα κατάλοιπά της στη σύγχρονη κοινωνία, μία περίοδος έντονης αμφισβήτησης της επιστημονικής κοινότητας: «Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η έρευνα πραγματοποιήθηκε στον απόηχο της πανδημίας, κατά την οποία υπήρχαν συνεργασίες των επιστημόνων με την εκάστοτε κυβέρνηση. Μπορεί οι διαφοροποιήσεις να έχουν να κάνουν με τις στάσεις των ανθρώπων απέναντι στις κυβερνήσεις και με τον τρόπο που διαχειρίστηκαν την πανδημία».
Την ίδια ώρα, όπως σημείωσε η κ. Πετκανοπούλου, παρά τις προσδοκίες για συσχέτιση ανάμεσα στο μορφωτικό επίπεδο και τα επίπεδα εμπιστοσύνης απέναντι στους επιστήμονες, αυτή δεν εντοπίστηκε μέσα από την έρευνα, δηλαδή δεν επιβεβαιώθηκε σε κάποια παράμετρο ότι το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο συνδέεται με μία μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους επιστήμονες. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ισχύει τόσο για την Ελλάδα, όσο και για το σύνολο των χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα.
«Να γίνουν δράσεις με ενεργή συμμετοχή του κοινού»
Σε παγκόσμιο επίπεδο, λιγότερα από τα μισά άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα (42%) πιστεύουν ότι οι επιστήμονες λαμβάνουν υπόψη τις απόψεις των άλλων, γεγονός που καλεί τους επιστήμονες να σκεφτούν το πώς θα έπρεπε να επικοινωνήσουν το έργο τους στο κοινό.
«Υπάρχει μία μεγάλη επιθυμία και ένα μεγάλο ποσοστό που θεωρεί ότι θα πρέπει οι επιστήμονες να έχουν έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και να επικοινωνούν την επιστήμη τους στο ευρύ κοινό. Είναι πολύ σημαντικό η επιστήμη να μην μένει μόνο στα πλαίσια των Πανεπιστημίων, των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων, αλλά να βγαίνει προς τα έξω και να επικοινωνούνται τα αποτελέσματα των ερευνών. Επίσης προτείνονται δράσεις, οι οποίες εμπλέκουν ίσως και ενεργά το κοινό, όχι μόνο ενημερωτικές δράσεις εξωστρέφειας, αλλά και δράσεις που θα δίνουν τη δυνατότητα για έναν διάλογο με το κοινό», σημείωσε η κ. Πετκανοπούλου.
Τέλος, αναφορικά με άλλα βήματα που μπορούν να γίνουν προκειμένου να εξασφαλιστούν ακόμα μεγαλύτερα επίπεδα εμπιστοσύνης από το κοινό, η κ. Πετκανοπούλου πρόσθεσε: «Πρέπει να σκεφτόμαστε τη μεγαλύτερη ανταπόκριση στις ερευνητικές προτεραιότητες του κοινού και να υπάρχει μεγαλύτερη ανάδειξη της έρευνας που γίνεται. Το ευρύ κοινό δίνει μεγάλη σημασία στην έρευνα που γίνεται για τη δημόσια υγεία, για την επίλυση ενεργειακών ζητημάτων και τη μείωση της φτώχειας».