Το ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου και η απάντηση του μεγάλου συγγραφέα
Ο Νίκος Καζαντζάκης θα πρέπει να κατέχει το ρεκόρ διώξεων κυρίως από την εκκλησία, που εκούσια είτε και ακούσια, παρερμήνευσε τα νοήματα που κατέκτησαν στη συνέχεια την ανθρωπότητα και αποτελούν τους πυρήνες κάθε έργου του. Ως γνωστόν ο κορυφαίος του πνεύματος πολεμήθηκε.
σκληρά,τόσο από το συντηρητικό πολιτικό όσο και από το εκκλησιαστικό κατεστημένο, στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια αλλά και την εποχή αμέσως μετά τον Εμφύλιο πόλεμο. Ας μην ξεχνάει, άλλωστε, κανείς πως το «κράτος των δοσιλόγων» της Κατοχής με τις συνεχείς παρεμβάσεις του από το 1946 έως το 1957 «πέτυχε» να μην του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ στο οποίο ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος. Χαρακτηριστική είναι η φράση του Αλμπέρ Καμύ, ο οποίος πήρε το Νομπέλ το 1957, σε γράμμα του προς την Ελένη Ν. Καζαντζάκη: «…Και ακόμα δεν ξεχνώ πως τη μέρα που λυπόμουν να δεχθώ μια διάκριση, που ο Καζαντζάκης άξιζε εκατό φορές περισσότερο, επήρα από εκείνον το πιο γενναιόδωρο από όλα τηλεγράφημα…».
Αν και διώχτηκε αμείλικτα εν τούτοις είχε την ευκαιρία να βιώσει κινήματα συμπαράστασης από όλη την Ελλάδα. Και το Ρέθυμνο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Αυτό αποδεικνύεται από μια απόφαση του δημοτικού συμβουλίου Ρεθύμνου το 1955 και μια απάντηση ευχαριστιών του μεγάλου μας συγγραφέα στα απριλιάτικα φύλλα του τοπικού τύπου τον ίδιο χρόνο.
Πως άραγε ξεκίνησε αυτή η έντονη κόντρα της Εκκλησίας στο έργο του κορυφαίου συγγραφέα;

Με αφορμή τον Καπετάν Μιχάλη
Διαβάζουμε στη Βικιπαίδεια: Στις 26 Ιανουαρίου 1954 ήλθε προς συζήτηση στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου το ζήτημα του βιβλίου Ο καπετάν Μιχάλης και τα μέλη της επικαλέστηκαν στο δημοσίευμα του Κρητικού στην εφημερίδα Εστία. Η Ιερά Σύνοδος ανέθεσε στον Παντελεήμονα Χίου να μελετήσει το μυθιστόρημα Ο καπετάν Μιχάλης και να υποβάλει σχετική εισήγηση. Την κατέθεσε στις 23 Μαρτίου και στην οποία τόνιζε πως αρχικά έδινε την εντύπωση ενός πατριωτικού έργου, αλλά στη συνέχεια αποδεικνυόταν ένα ασεβές έργο προς τον Θεό και τον κλήρο. Η Ιερά Σύνοδος έκρινε πως έπρεπε να αποστείλει το σχετικό δημοσίευμα της Εστίας και την εισήγηση του Παντελεήμονος Χίου στις αρμόδιες αρχές με σκοπό να χαρακτηριστεί ως αντιθρησκευτικόν και αντεθνικόν και να απαγορευθεί η κυκλοφορία του. Στις 25 Μαΐου 1954 με έγγραφό της Ιεράς Συνόδου προς τη Θεολογική Σχολή Αθηνών ζητείται από τους καθηγητές της Σχολής να πάρουν θέση επί του θέματος. Στις 11 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Σχολή και απέστειλε έγγραφό στις 16 Ιουνίου. Εισηγήσεις υπέβαλαν οι Παναγιώτης Τρεμπέλας και από κοινού οι Παναγιώτης Μπρατσιώτης και Νικόλαος Λούβαρης. Ο Τρεμπέλας αφού υπογράμμιζε το λογοτεχνικό τάλαντο του συγγραφέα και την προσπάθειά του να εξάρει την Κρητικήν ψυχήν και τον έρωτα που έχει προς την ελευθερία, δεν παρέλειπε να υπογραμμίσει πως οι ερωτικές σκηνές που περιέχει υποδαυλίζουν με τις ερεθιστικές εικόνες τους τη νεότητα που ρέπει προς ατάκτους ορμάς ενώ, βεβηλώνει και διακωμωδεί τα ιερά. Τέλος, αναφέρεται στην αντιφατική, παρουσίαση από τον Καζαντζάκη, σύμφωνα με τον Τρεμπέλα, του ρόλου του μητροπολίτη προς το ποίμνιό του στο έργο Ο καπετάν Μιχάλης. Οι Μπρατσιώτης και Λούβαρης ασχολήθηκαν με τον Τελευταίο πειρασμό τον οποίο θεώρησαν εμπνεόμενο από τις φροϋδικές θεωρίες και εκείνες του ιστορικού υλισμού. Η θεανδρική μορφή του Κυρίου κακοποιείται κατά τρόπον βλάσφημον και ευλόγως καταδικάστηκε από το Βατικανό. Στις 19 Ιουνίου 1954 ο Κασσανδρείας Καλλίνικος κατέθεσε εισήγηση στην Ιερά Σύνοδο ασχολούμενος με τον Τελευταίο πειρασμό, ο οποίος είχε εκδοθεί στα Γερμανικά, και ο Κασσανδρείας, γνώστης της γερμανικής, το μελέτησε. Θεωρούσε πως ο Καζαντζάκης προσεγγίζει τη ζωή και τα πάθη του Χριστού κατά τρόπο δοκητικό πέρα από κάθε ιστορική και δογματική βάση, υποβαθμίζοντας τον θεανθρωπικό χαρακτήρα του. Στις 24 Ιουνίου 1954 ο Λούβαρης δημοσίευσε άρθρο στην εφημερίδα Εθνικός Κήρυξ στο οποίο σχολίαζε τον Τελευταίο πειρασμό: Ήταν ο Καζαντζάκης ανίδεος θρησκευτικά. Η τέχνη για τον Καζαντζάκη, κατά τον Λούβαρη, ήταν μέσο μηδενιστικών προταγμάτων. Ο Κασσανδρείας Καλλίνικος στο μεταξύ υπέβαλε νέα εισήγηση ασχολούμενος με το Ο Χριστός ξανασταυρώνεται θεωρώντας το καθαρώς λογοτεχνικό έργο και όχι δογματικοθρησκευτικό. Τον χαρακτήριζε ως χριστιανό κοινονιστή. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της Εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να ‘ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να ‘στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ».
Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν προχώρησε στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Όπως επισημαίνει η λέκτορας της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης Αντωνία Κυριατζή, «Οι αναφορές των εφημερίδων σε …αφορισμόν των βιβλίων… επηρέαζαν την κοινή γνώμη και δημιουργούσαν στο αναγνωστικό κοινό εντυπώσεις περί αφορισμού του συγγραφέα […]». Επιτίμιο αφορισμού στον συγγραφέα, μπορούσε να επιβληθεί από τον οικείο σε αυτόν επίσκοπο και με την προϋπόθεση της ομολογίας και αποδοχής αμαρτημάτων. Ο Καζαντζάκης γεννημένος στην Κρήτη και κάτοικος του εξωτερικού, υπαγόταν υπό την πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος δεν είχε την πνευματική δικαιοδοσία να αποφασίσει οτιδήποτε σχετικά με το πρόσωπο του Νίκου Καζαντζάκη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν αρμόδιο να λάβει σχετικές αποφάσεις. Στις 22 Ιουνίου 1954 συνεδρίασε η Ιερά Σύνοδος και ασχολήθηκε με τον Καπετάν Μιχάλη και τον Τελευταίο πειρασμό. Στις 25 Ιουνίου ξανασυνεδρίασαν: Εκεί ο Φλωρίνης Βασίλειος εισηγήθηκε τον αφορισμό του συγγραφέα εάν κυκλοφορούσαν και άλλα αντιχριστιανικού περιεχομένου βιβλία του. Ο Φωκίδος Αθανάσιος ήταν αντίθετος στον αφορισμό του επειδή θα συντελούσε στη διαφήμισή του, ο Δρυινουπόλεως Δημήτριος επίσης ήταν αντίθετος στον αφορισμό αλλά έπρεπε το ποίμνιο να πληροφορηθεί για το βέβηλο βιβλίο του Καζαντζάκη. Οι προτάσεις των μελών της συνόδου κυμάνθηκαν ανάμεσα στο να καλέσουν τον συγγραφέα σε ειλικρινή μετάνοια, να καταδικάσουν τα βιβλία και τις ιδέες του, να στραφούν στην κυβέρνηση ζητώντας την απαγόρευση των βιβλίων του και να αποκηρύξουν με συνοδικό ανακοινωθέν τις ιδέες του. Επίσης, ο Τελευταίος πειρασμός προστέθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1954 στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal appello», δηλαδή «Στο δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Δεν προξενεί, επομένως, εντύπωση που στα μέσα Ιουνίου του κοσμοσωτήριου έτους 1954, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος, έναν χρόνο πριν κυκλοφορήσει το μυθιστόρημα: «Ο τελευταίος πειρασμός» στα ελληνικά θέλησε να τον αφορίσει, μα τελικά εξέδωσε ανακοινωθέν, υπογραφόμενο μάλιστα από τον πρόεδρό της αρχιεπίσκοπο Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Σπυρίδωνα, με τον τίτλο «Η Ιερά Σύνοδος περί του ζητήματος Ν. Καζαντζάκη» που δημοσιεύτηκε 1954 στο Επίσημον Δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Αυτό που ξεπερνά κάθε φαντασία είναι η πληροφορία ότι ο Νίκος Καζαντζάκης απέφυγε τον αφορισμό κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή μετά από προσωπική παρέμβαση στην Ιερά Σύνοδο της ανεκδιήγητης Φρειδερίκης που ασφαλώς για να μη γίνουμε διεθνώς ρεζίλι αποφάσισε να παρέμβει. Όσο για την Εκκλησία της Ελλάδας περιορίστηκε να καταδικάσει τα βιβλία, να καλέσει τους πιστούς να μην τα διαβάσουν και να ζητήσει εμμέσως από την πολιτεία να τα απαγορεύσει. Κι ακόμη παρέπεμψε ουσιαστικά το θέμα στην Εκκλησία της Κρήτης που υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σ’ αυτό το μήκος κύματος κινούμενα θρησκόληπτα μέλη και οπαδοί παραχριστιανικών και εθνικιστικών ομάδων του Ηρακλείου Κρήτης συνέταξαν το 1954 «Διαμαρτυρία», ώστε να ριχτεί ο Νίκος Καζαντζάκης και το έργο του στην πυρά και να αφοριστεί από την Εκκλησία της Κρήτης.
Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν ήταν στα μάτια των συντακτών της Διαμαρτυρίας απλά άθεος, μα ήταν και απολογητής των Εαμοβουλγάρων σφαγέων: Οι συντάκτες δε διστάζουν να χρησιμοποιήσουν χωρίς προσχήματα τον ωμό αντικομμουνισμό εναντίον του αλλά και όσων από τους θαυμαστές του: «ανεθρυριάστως… διϊσχυρίζονται, ότι ο λογοτέχνης ούτος τυγχάνει μέγας Χριστιανός». Κάτι τέτοιοι τύποι, ωστόσο, που είναι τάχα «πολιτισμένοι» και δήθεν «ελεύθεροι και άνευ προκαταλήψεων άνθρωποι» στην καλύτερη των περιπτώσεων εθελοτυφλούν, αφού ονομάζουν ελευθερία την πλέον ειδεχθή δουλεία και Δημοκρατία την πλέον απαίσια τυραννίδα «ως π.χ. εν τη Σοβιετική Ενώσει συμβαίνει».
Διαβάζοντας οι συντάκτες της Διαμαρτυρίας το ιδιαίτερα δημοφιλές και πολυμεταφρασμένο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη «Ο τελευταίος πειρασμός» μάλλον δεν πρέπει να είχαν καταλάβει ούτε τον… Ιησού Χριστό τους από τους στοχασμούς και την αγωνία του συγγραφέα της «Ασκητικής».
Η προσέγγισή τους δεν τους επέτρεπε να αναγνωρίσουν στο πρόσωπο του Χριστού που σμίλευσε ο Νίκος Καζαντζάκης τους δύο χαρακτήρες, τον θεϊκό και τον ανθρώπινο, οι οποίοι βέβαια ακροβατούν πάνω στον σταυρό του μαρτυρίου ανάμεσα στην αμαρτία του πειρασμού και την αποστολή της σωτηρίας.
Ο Τελευταίος Πειρασμός δεν ήταν, ωστόσο και ο τελευταίος σταθμός στο λίβελο των συντακτών της Διαμαρτυρίας εναντίον του Ν. Καζαντζάκη και του έργου του. Συνέχισαν ακάθεκτοι θέτοντας στο κρεβάτι του πολιτικού και θρησκευτικού Προκρούστη και τον «Καπετάν Μιχάλη» που – κατά την κρίση τους βέβαια – κι αυτός ως έργο: «Δεν αφίνει δόγμα της Ορθοδόξου ημών Πίστεως, το οποίον να μην καταρρίπτη υπούλως» φτάνοντας μάλιστα στη σελίδα 198: «δια του στόματος του υπό της νοσηράς του φαντασίας πλασθέντος Τούρκου» να «εκστομίζει κατά του Κυρίου την χυδαιοτάτην βλασφημίαν «Φτου στο Χριστό σου τον μπάσταρδο».
Γι’ αυτόν τον θρησκευτικό λόγο που είναι ταυτόχρονα και «εθνικός» αγανακτούν και δηλώνουν ότι: «ως Ηρακλειώται και Κρήτες… δεν αναγνωρίζομεν… εις το Θρασάκι του Καζαντζάκη, το Κρητικόπουλον των Επαναστάσεων», μιας κι αυτά τα Κρητικόπουλα: «εμορφώθησαν ουχί μέσα εις τους Σταύλους ως δίποδα ζώα αλλά μέσα εις τους Ναούς του Κυρίου, εις το «Κρυφό Σχολειό», ως όντα πνευματικά με ανώτερα ιδανικά και πίστιν ακλόνητον. Εκ των σταύλων του Καζαντζάκη εξήλθον οι σφαγείς του Έθνους και όχι οι ηρωϊκοί προμάχοι της Ελευθερίας», θα σημειώσουν οι συντάκτες της Διαμαρτυρίας αναπαράγοντας τα προπαγανδιστικά και μισαλλόδοξα στερεότυπα του ακραία αντικομμουνιστικού λόγου των ιθυνόντων της εποχής μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. Το Θρασάκι ήταν, λοιπόν ένα χαμερπές κομμούνι σαν και τους υπόλοιπους Εαμοβούλγαρους σφαγείς, συνοδοιπόρους του συγγραφέα, όλους αυτούς τους αντίχριστους και απάτριδες που τους έλειπε το πνεύμα που έκτισε «Παρθενώνας και Αγίας Σοφίας».
Όπως σχολιάζει ο Πάτροκλος Σταύρου απαντώντας σε άρθρο του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη («Το Βήμα», 19.3.2000) υπό τον τίτλο «Ανδρουλάκεια»:
«Όχι, δεν αφορίστηκε τελικά ο Νίκος Καζαντζάκης. Είχαν όλα ετοιμαστεί για τον αφορισμό, ακόμη και το φρικτό κείμενο του αφορισμού, το φρικτότερο επινόημα ανθρωπίνου λογισμού ή, καλύτερα, παραλογισμού! Στη συνεδρία της Ιεράς Συνόδου για τη λήψη της αποφάσεως ο έξυπνος και πονηρός Αρχιεπίσκοπος Σπυρίδων είπε περίπου τα εξής στους άλλους αδελφούς συνοδικούς: Μα δεν ανήκει στην Εκκλησία της Κρήτης ο Καζαντζάκης; Κρητικός δεν είναι; Ας τον δικάσει η Εκκλησία της Κρήτης. Εμείς τι δουλειά έχουμε; Και έμεινε το θέμα εκεί. Δεν τόλμησαν να προχωρήσουν και αυτοσώθηκαν».
Ψήφισμα του Δημοτικού Συμβουλίου Ρεθύμνου
Με αφορμή τα γεγονότα αυτά συνεδρίασε το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνου στις 4 Μαρτίου 1955 και εξέδωσε ομόφωνα το παρακάτω ψήφισμα.
Το Δημοτικό Συμβούλιο Ρεθύμνης συνελθόν σήμερον την 4ην Μαρτίου 1955.ημέρα Παρασκευή και ώρα 8 μ.μ. εν των δημοτικώ καταστήματι εν νομίμω απαρτία λαβόν υπόψιν τα εκτεθέντα σχετικώς και ευρίσκον ορθήν την έκδοση του κατωτέρω ψηφίσματος αποφασίζει παμψηφεί:
Διαμαρτύρεται εξ ονόματος των δημοτών του δήμου Ρεθύμνης δια την επιχειρουμένην εις βάρος του Πρυτάνεως της Ελληνικής Σκέψεως Νικολάου Καζαντζάκη κατασπιλωτικήν εκστρατείαν, η οποία δυσφημεί την χώραν μας και την Εκκλησίαν και ανασύρει εις την επιφάνειαν μεθόδους οι οποίαι εκηλίδωσαν την εποχήν των και τους πρωτεργάτας των.
Παρακαλεί την Κυβέρνηση να απορρίψει τας εισηγηθείσας εις αυτήν ενεργείας οίτινες αντίκειται εις το Σύνταγμα και τους νόμους του κράτους και αποτελούν πρόκλησιν προς την ελευθερίαν της σκέψεως ήτις αποτελεί τον θεμέλιον λίθον του δημοκρατικού μας πολιτεύματος.
Εκφράζει την πεποίθησιν ότι η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κρήτης αιρομένη εις το ύψος της αποστολής της δεν θα παρασυρθεί εις το μεγάλον ολίσθημα της διώξεως του μεγαλυτέρου μετά τον Ελευθέριον Βενιζέλον τέκνου της Μεγαλονήσου.
Διερμηνεύει προς τον διάσημον συμπατρώτη μας κ. Νικόλαο Καζαντζάκη τα αισθήματα της ομορρύθμου συμπαραστάσεως του λαού της Περιφερείας του δήμου Ρεθύμνης και την ευχήν όπως συνεχίσει το υπέροχον έργον του αδιαφορών δια τας εναντίον του επιθέσεις των αντιδραστικών μικροψύχων.
Εξουσιοδοτεί τον κ. Δήμαρχον (ήταν τότε δήμαρχος ο Στυλιανός Ψυχουντάκης) όπως επιδώσει το παρόν ψήφισμα.
1) Εις την ΑΘΠ τον Οικουμενικόν Πατριάρχην 2) εις την Ιεράν Σύνοδον της Εκκλησίας της Ελλάδος 3) εις την Ιεράν Σύνοδον τη Εκκλησίας της Κρήτης 4) Εις τον πρόεδρον της Κυβερνήσεως και τους κ.κ. επί της Παιδείας και της Δικαιοσύνης 5) εις τον κ. Πρόεδρον της Βουλής 6) εις τον κ.Εισαγγελέα Αρείου Πάγου 7Εις τους κ.κ. Αρχηγούς των κομμάτων και 8) εις τον κ. Νικόλαον Καζαντζάκην.
Ορίζει δε όπως το παρόν δημοσιευθεί δια του τύπου.


Ευχαριστήριο Καζαντζάκη

Λίγες μέρες αργότερα έλαβε ο δήμαρχος Ψυχουντάκης την παρακάτω απάντηση από τον Νίκο Καζαντζάκη:
«Αγαπητοί φίλοι
Ας είναι βλογημένη η στιγμή που η Ιερά Σύνοδος και ο καλοθελητές μου πήραν την απόφαση να με καταδιώξουν. Έως τη στιγμή εκείνη έγραφα, υπέφερα γράφοντας και δεν ήξερα αν εύρισκε αντίλαλο η φωνή μου κι αν δεν είχα το κρητικό πείσμα, πολλές φορές θα λιποψυχούσα, δεν θα μπορούσα να ανθέξω την τόση ερημιά και θα σώπαινα. Μα να τώρα έξαφνα, με την αφορμή του διωγμού, αλάκαρη η Κρήτη ξεσηκώθηκε κι από όλα τα μέρη της Ελλάδας κάθε άρτιος άνθρωπος που ξέρει τι δώρο ακριβό και αιματοστάλακτο είναι η ελευθερία κυριεύτηκε από αγανάκτηση για την ανόσια μεσαιωνική απόπειρα να δολοφονηθεί το πνεύμα.
Προσπάθησα στον Καπετάν Μιχάλη να εξάρω ‘οσο μπορούσα του αγώνες της Κρήτης για την ελευθερίαν και συνάμα την ηρωικήν και μαρτυρική συμμετοχή της εκκλησίας στους αγώνες αυτούς κ’ όμως βρέθηκαν συνειδήσεις και κατασυκοφάντησαν το βιβλίο αυτό ως εναντίον της Θρησκείας και της Πατρίδος. Κατάπληκτος μένει κάθε τίμιος άνθρωπος μπροστά σε τόση ηθελημένη παραμόρφωση της αλήθειας και δεν πρέπει να σταυρώσωμεν τα χέρια και να πούμε πως μια μέρα η ελευθερία θα νικήσει. Δεν είναι δυστυχώς αθάνατη η ελευθερία και παντοδύναμη. Είναι και αυτή θυγατέρα του ανθρώπου και έχει ανάγκη ακατάπαυστα να την υπερασπίζουμε αλλιώς αν την αφήσουμε ανυπεράσπιστη γρήγορα θα μας πλακώσει η σκλαβιά.
Γιαυτό με συγκίνηση δέχτηκα το θερμό ψήφισμα του αγαπημένου δήμου Ρεθύμνης. Όσο υπάρχουν στον κόσμο ψυχές που τόσο γενναία σηκώνουν το κεφάλι στις δυνάμεις του πονηρού, ο θρίαμβος της ελευθερίας είναι βέβαιος.
Σας ευχαριστώ Κύριε Δήμαρχε. Εσάς και το Δημοτικό Σύμβούλιο Ρεθύμνης για τη βεβαιότητα αυτή που μου δώσατε.
Αντιμπ 28/3/1955
Ν. Καζαντζάκις»
Το ευχαριστήριο δημοσιεύτηκε την Τετάρτη 6 Απριλίου 1955 στην Κρητική Επιθεώρηση.
Αν ποτέ το Ρέθυμνο θα έπρεπε να πιστοποιήσει την παράδοσή του ως πόλη των Γραμμάτων και Τεχνών, δεν θα χρειαζόταν πέρα από αυτή την επιστολή του Νίκου Καζαντζάκη για να το επικυρώσει απόλυτα.