«Το e-shop λογίζεται ως μια δεύτερη επιχείρηση» τονίζουν οι επιχειρηματίες στα «Ρ.Ν.»
Σε μια εποχή όπου το διαδίκτυο έχει διεισδύσει σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, το ηλεκτρονικό εμπόριο αποτελεί μια αναπόφευκτη επέκταση του λιανικού εμπορίου. Η διαρκής και συνεχής διαδικτυακή παρουσία για τους εμπόρους είτε μέσω e-shop είτε στα social media αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσουν τις πωλήσεις τους και να αγγίξουν τις τάσεις των νέων οι οποίοι εξοικειωμένοι πια περισσότερο με το διαδίκτυο αναζητούν τις αγορές τους στο ίντερνετ, κάνοντας εκεί την όποια έρευνα αγοράς και παραγγελία. Η κουλτούρα της βόλτας και του «χαζέματος» στα μαγαζιά έχει πια χαθεί τουλάχιστον για τις νεότερες ηλικιακές ομάδες. Αυτό αποδεικνύεται και από τα λεγόμενα πολλών καταστηματαρχών που μίλησαν στα «Ρ.Ν.» οι οποίοι εξομολογήθηκαν πως αρκετός κόσμος πια προσεγγίζει δια ζώσης τα μαγαζιά στοχευμένα, γνωρίζοντας από πριν δηλαδή συγκεκριμένους κωδικούς που θέλει καθότι έχει ψάξει στο ίντερνετ για τα είδη που ενδιαφέρεται.
Το «παιχνίδι» λοιπόν παίζεται πλέον στο διαδίκτυο και όποιος επεκταθεί και στον ψηφιακό κόσμο έχει κάνει το παραπάνω βήμα που επιτάσσει η εποχή. Όμως αυτό δεν αρκεί. Η θεωρία από την πράξη για πολλούς, ιδίως μικρομεσαίους εμπόρους, απέχει κατά πολύ και παρά τη σαφή τάση προς την ψηφιακή μετάβαση – την οποία όλοι αναγνωρίζουν – εξακολουθεί να αποτελεί εάν επιπλέον «βάρος».
Αυτό ξεκαθαρίζεται από τις από συνομιλίες μας με επαγγελματίες του κλάδου, οι οποίοι ενώ αναγνωρίζουν τη σημασία και τη δυναμική του e-shop, ταυτόχρονα το αντιμετωπίζουν ως ένα επιπλέον οικονομικό και διαχειριστικό βάρος που δεν μπορούν εύκολα να σηκώσουν. Αν και λίγοι έχουν καταφέρει να κάνουν το βήμα, ακόμα και αυτοί παραδέχονται ότι η διαχείρισή του απαιτεί χρόνο, πόρους και εξειδικευμένες γνώσεις.
Όλοι, ωστόσο, συμφωνούν σε ένα πράγμα: το μέλλον είναι ψηφιακό – το ερώτημα είναι ποιοι θα καταφέρουν να συμβαδίσουν με αυτό.
Το e-shop είναι μια δεύτερη επιχείρηση
Συνομιλώντας με αρκετούς επιχειρηματίες της τοπικής αγοράς του Ρεθύμνου λοιπόν διαπιστώθηκε πως αρκετοί είναι αυτοί που έχουν προχωρήσει στη δημιουργία ηλεκτρονικού καταστήματος αλλά και στην ενασχόληση με τα social media τα οποία φυσικά συμβάλλουν στην προβολή και προώθηση των επιχειρήσεών τους.
Όμως το κομμάτι αυτό είναι εξίσου απαιτητικό όσο και τα υπόλοιπα πόστα σε ένα κατάστημα. Εκτός του ότι απαιτείται συνεχής παρουσία και ενασχόληση, λεπτομέρειες όπως οι φωτογραφίες στο ηλεκτρονικό κατάστημα, τα τεχνικά ζητήματα, η αισθητική και πολλά άλλα που απαιτούν όχι μόνο ειδική τεχνογνωσία αλλά και επιπλέον προσωπικό καθιστούν εν τέλει το ηλεκτρονικό κατάστημα ως μια δεύτερη επιχείρηση. Αυτό λοιπόν αποτρέπει πολλούς καταστηματάρχες – που ενώ αναγνωρίζουν την αναβάθμιση που θα δώσει μια τέτοια κίνηση στην επιχείρησή τους – στο να την υλοποιήσουν καθώς θεωρούν ότι δεν μπορούν να ανταποκριθούν στα κόστη.
Αυτό επιβεβαίωσε στα «Ρ.Ν.» και ο κ. Μάνος Παλαφούτης, οπτικός, ο οποίος δήλωσε ότι σαν κατάστημα οπτικών ναι μεν διαθέτουν e-shop που συμβάλει στις πωλήσεις ο ίδιος όμως παραδέχεται ότι «Σίγουρα χρειάζεται επιπλέον άτομο για να μπορέσει να το λειτουργήσει και είναι ένα επιπλέον έξοδο. Θα πρέπει κάποιος να το λογίσει σαν μια επιπλέον επιχείρηση».
Από την άλλη εκτός από τη συντήρησή του που απαιτεί επιπλέον κόστη, ακόμα και η δημιουργία του είναι αρκετά δαπανηρή ειδικά για τους μικρούς επιχειρηματίες, πράγμα επίσης αποτρεπτικό για την επένδυση σε αυτό, όπως σημείωσε η κ. Αγάπη Πατερογιαννάκη, έμπορος γυναικείων ενδυμάτων: «Είχα ρωτήσει για τη δημιουργία ηλεκτρονικού καταστήματος αλλά μου έχουν πει ότι το κόστος γενικά είναι πολύ υψηλό. Οπότε δεν ξέρω αν μπορώ να ανταπεξέλθω σε ένα τέτοιο επιπλέον κόστος. Δηλαδή έχουμε τα πάγια έξοδα κάθε μήνα, οπότε είναι και αυτό ένα μεγάλο κομμάτι. Το έχω σκεφτεί μεν αλλά…», αναφέρει χαρακτηριστικά στα «Ρ.Ν.».
Την ίδια ώρα, η κ. Ευλαμπία Λυρή, ιδιοκτήτρια καταστήματος ρούχων στην Εθνικής Αντιστάσεως αναφέρει πως ούτε η ίδια διαθέτει ηλεκτρονικό κατάστημα καθώς δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα, όπως δηλώνει: «Δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Θέλει πολύ περισσότερο προσωπικό και κάποια άλλα πράγματα που εμείς δεν μπορούμε να τα παρέχουμε». Πάντως η ίδια παραδέχεται ότι «Σίγουρα μένουμε πίσω αλλά θα ήταν πολλά τα έξοδα, το προσωπικό και ύστερα πρέπει να έχεις κάποιο απόθεμα για να το δίνεις στον πελάτη και δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα», σημειώνει και καταλήγει λέγοντας: «Το μέλλον το βλέπω ηλεκτρονικό. Εμείς προσπαθούμε να κρατήσουμε πολύ «προσεγμένες» τις τιμές μας για να μπορέσουμε να σταθούμε».
Παράλληλα, υπάρχουν και επιχειρηματίες οι οποίοι ναι μεν αναγνωρίζουν την αξία του ηλεκτρονικού καταστήματος όμως παραμένουν πιστοί στην παραδοσιακή πώληση των ειδών καθώς θεωρούν ότι το ηλεκτρονικό κατάστημα ίσως υποβαθμίζει έννοιες όπως η μόδα και η σωστή εφαρμογή. Ένας τέτοιος επιχειρηματίας είναι και ο κ. Νίκος Τζαγκαράκης, ιδιοκτήτης καταστημάτων υποδημάτων Elite στο Ρέθυμνο ο οποίος αναφέρει: «Η μόδα και η ποιότητα είναι σήμα κατατεθέν μας. Αυτή η τυπολογία που αντιπροσωπεύω εγώ δεν «δίνεται», δεν αντιπροσωπεύεται σωστά με το ηλεκτρονικό κατάστημα. Το παπούτσι πρέπει να μπει στο πέλμα, να παρακολουθήσω λεπτομέρεια, να κρίνω. Εμείς διαθέτουμε παπούτσια ιδιαίτερα τα οποία μπορώ να διαθέσω στο ηλεκτρονικό εμπόριο αλλά θα μπω σε μια διαδικασία η οποία είναι λάθος. Δηλαδή δεν θα το έχω δει εγώ στο πόδι. Όμως φυσικά στερούμαι ένα τεράστιο κομμάτι αγοράς που μπορεί να είναι και εκτός Ελλάδας ακόμα. Αλλά βάζοντας τα στη ζυγαριά είδα ότι όταν δεν κάνω κάτι σωστά προτιμώ να μην το κάνω», εξηγεί.
«Στο επιμελητήριο Ρεθύμνου παρέχεται δωρεάν βοήθεια σε όποιον θέλει να δημιουργήσει e-shop»
Την παραπάνω κατάσταση επιβεβαιώνει η κ. Αθηνά Τσικιντίκου πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου, η οποία αναφέρει στα «Ρ.Ν.»: «Ήταν δεδομένο ότι κάνοντας ένα e-shop είναι μια καινούργια επιχείρηση, ένα καινούργιο μαγαζί. Δεν έχει τα λειτουργικά έξοδα που έχει το δια ζώσης αλλά έχει τα δικά του έξοδα, ρήτρες και πρωτόκολλα για να μπορεί να σταθεί σε μια αγορά που είναι πολύ μεγαλύτερη ακόμα και εκτός συνόρων».
Πάντως όπως δηλώνει έχουν γίνει προσπάθειες εκπαιδεύσης και σεμινάρια για την εξοικείωση των εμπόρων με τη συγκεκριμένη νέα πραγματικότητα αλλά όπως χαρακτηριστικά αναφέρει: «Το να το πεις, να το κάνεις και να το λειτουργήσεις έχει μια μεγάλη διαδικασία και δεν είναι όλα όπως φαίνονται και όλοι μας το ξέρουμε εξαρχής».
Από την πλευρά του ο κ. Γιώργος Πολιουδάκης, αντιπρόεδρος της Ομοσπονδίας Εμπορικών Συλλόγων Κρήτης, μέλος του ΔΣ του Επιμελητηρίου Ρεθύμνου και μέλος του ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου παραδέχεται επίσης τη δυσκολία των μικρομεσαίων εμπόρων να προσαρμοστούν στις ανάγκες της αγοράς και για αυτό επισημαίνει πως το εν λόγω θέμα έχει προωθηθεί στην Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) ενώ στο Επιμελητήριο Ρεθύμνου παρέχεται δωρεάν βοήθεια σε όποιον επιχειρηματία επιθυμεί να δημιουργήσει ηλεκτρονικό κατάστημα.
Συγκεκριμένα, αναφέρει: «Τα μεγάλα πολυκαταστήματα και οι πολυεθνικές έχουν το πλεονέκτημα του ηλεκτρονικού καταστήματος γιατί έχουν την τεχνογνωσία και το προσωπικό για να το δουλέψουν. Οι μικρές επιχειρήσεις σίγουρα υστερούν. Στο Ρέθυμνο υπάρχουν βέβαια e-shops που κάνουν αρκετά παραπάνω τζίρο από ό,τι μπορεί να κάνει το φυσικό κατάστημα. Είναι λίγοι όμως και για αυτό υπάρχει τμήματα στο επιμελητήριο που όποιος θέλει να δημιουργήσει e-shop τον βοηθάμε δωρεάν.
Έχουμε καταγράψει τη δυσκολία αυτή με το κόστος και το έχουμε προωθήσει και στην ΕΣΕΕ για να δούμε πως μπορούμε να βοηθήσουμε παραπάνω και πάνω στο κομμάτι της εκπαίδευσης και κατάρτισης. Δυστυχώς είτε το θέλουμε είτε όχι αυτό είναι το μέλλον του εμπορίου. Αναπτύχθηκε πάρα πολύ την περίοδο του κορονοϊού και ύστερα εξελίσσεται συνέχεια, όποιοι δεν το ακολουθούν δυστυχώς θα μένουν πίσω και θα υστερούν σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους τους ».
Καταλήγοντας, σημειώνεται πως κατά καιρούς προκηρύσσονται προγράμματα τα οποία στοχεύουν στην ψηφιακή αναβάθμιση υφιστάμενων αλλά και νεοσύστατων επιχειρήσεων, παρέχοντάς τους επιχορήγηση με την οποία μπορούν να προχωρήσουν στην δαπάνη δημιουργίας ιστοσελίδων, ηλεκτρονικών καταστημάτων, αγοράς εξοπλισμού πληροφορικής, κ.ά. Για παράδειγμα, μια τέτοια δράση ήταν το «Ε-λιανικό» η οποία προκηρύχθηκε το 2021 και στόχευε στην επιχορήγηση ΜμΕ επιχειρήσεων του κλάδου του λιανεμπορίου για την ανάπτυξη – αναβάθμιση και διαχείριση ηλεκτρονικού καταστήματος (e-shop) προκειμένου να στηριχθεί η λειτουργία τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, να ενισχυθεί ο βαθμός ενσωμάτωσης της ψηφιακής τεχνολογίας, καθώς και ο ψηφιακός μετασχηματισμός τους.
Παρατηρείται παρόλα αυτά, πως ακόμα και η προκήρυξη τέτοιων προγραμμάτων βρίσκει τους επιχειρηματίες συχνά είτε ανενημέρωτους οπότε δεν έχουν προχωρήσει στην υποβολή σε τέτοια προγράμματα, είτε διστακτικούς και επιφυλακτικούς θεωρώντας πως δεν αξίζουν τον κόπο καθώς πολλοί που καταφέρνουν να τα υλοποιήσουν όπως ισχυρίζονται συχνά οι επιλέξιμες δαπάνες δεν αντιστοιχούν με τις δαπάνες που πράγματι έχει ανάγκη μια επιχείρηση. Η κ. Τσικιντίκου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όλα τα προγράμματα έχουν ρήτρες, σε ενημερώνουν πως θα λειτουργήσουν, το χρονικό περιθώριο, τις ενέργειες που θα πρέπει να κάνεις. Πολλοί τα ξεκινάνε και ελάχιστοι τα τελειώνουν».
Πάντως, υπάρχει και η μερίδα επιχειρηματιών που υλοποιεί τα συγκεκριμένα προγράμματα και για αυτούς η κίνηση αυτή αποτελεί, όπως αναφέρουν, σημαντική βοήθεια, καθώς μέσω αυτών βρίσκουν την ευκαιρία να εξασφαλίσουν πολύτιμη οικονομική ενίσχυση, σε αντικειμενικά κοστοβόρα εγχειρήματα όπως παραπάνω διαπιστώνεται ότι είναι η δημιουργία ενός ηλεκτρονικού καταστήματος και εν γένει η επένδυση στην ψηφιακή αναβάθμιση των επιχειρήσεών τους.