Με αφορμή τη συζήτηση που έχει ανοίξει αναφορικά με τη λειτουργία των εμπορικών καταστημάτων τις Κυριακές αλλά και την επέκταση του ωραρίου τους πέραν της 9ης βραδινής, οι εκλεγμένοι στο ΔΣ του Εμπορικού Συλλόγου Ρεθύμνου Γεώργιος Πολιουδάκης, Ελένη Σαλβαράκη, Κωνσταντίνος Κόστα και Θωμάς Κρεβετζάκης σε ανακοίνωσή τους τονίζουν ότι η γενίκευση ενός «τουριστικού ωραρίου» δημιουργεί συνθήκες «ρωμαϊκής αρένας».
Αναφέρουν χαρακτηριστικά:
«Η πλήρης απελευθέρωση των ωραρίων και η οριστική κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας ήταν και είναι διακαής πόθος των πολυεθνικών και των μεγάλων εμπορικών αλυσίδων. Με το μέτρο αυτό θέλουν να συγκεντρωθεί η αγορά σε λίγα χέρια, οδηγώντας τις μικρές επιχειρήσεις σε συνθήκες ασφυξίας. Οι πιέσεις τους προς αυτήν την κατεύθυνση δυστυχώς βρίσκουν «ευήκοα ώτα» στον κυβερνητικό συνδικαλισμό στον χώρο των εμπόρων.
Προσπαθούν να μας πείσουν ότι το μέτρο αυτό είναι προς όφελός μας. Μάλιστα χρησιμοποιούν και τον όρο «προαιρετικά» λες και δεν ξέρουμε τι σημαίνει στην πράξη αυτό, ότι δηλαδή ανοίγοντας τα μεγάλα πολυκαταστήματα θα αναγκαστούν να ανοίξουν και τα μικρά. Γνωρίζουμε από πρώτο χέρι ότι η συνεχής διεύρυνση του ωραρίου δεν οδήγησε ούτε σε αύξηση εσόδων ούτε και πελατείας για αυτό η συντριπτική πλειοψηφία των αυτό απασχολούμενων και μικρών εμπόρων της πόλης μας απαιτούν να παραμείνουν κλειστά τα εμπορικά καταστήματα τις Κυριακές και ζητούν νομοθετική κατοχύρωση της Κυριακάτικης αργίας.
Φυσικά κατανοούμε ότι οι εποχιακές επιχειρήσεις που ανοίγουν για την τουριστική σεζόν για έξι (6) μήνες θα πρέπει να έχουν ένα διαφορετικό καθεστώς λειτουργίας και αυτό είναι απολύτως σεβαστό.
Η γενίκευση όμως ενός «τουριστικού ωραρίου» δημιουργεί συνθήκες «ρωμαϊκής αρένας» στο εμπόριο με ωφελούμενους τους λίγους και όχι την πλειοψηφία.
Εδώ θα μπορούσε να πει κανείς ότι στην πόλη μας, ο αριθμός των μεγάλων επιχειρήσεων στο χώρο του εμπορίου δεν είναι μεγάλος σήμερα. Οι αποφάσεις όμως που θα παρθούν θα πρέπει να έχουν στραμμένο το βλέμμα προς το μέλλον, που όλα δείχνουν συρρίκνωση του αριθμού των μικρών επιχειρήσεων, με βάσει τις πολιτικές που ακολουθούνται (υπερφορολόγηση, συνεχώς αυξανόμενο ενεργειακό και ασφαλιστικό κόστος κ.λπ.) προς όφελος των πολυεθνικών και αλυσίδων. Στον καταναλωτή – και αυτό είναι εμφανές σε όσους ασκούν εμπορική δραστηριότητα – το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν βρίσκει χρόνο να κάνει τις αγορές του αλλά ότι υπάρχει έλλειψη ρευστότητας που έχουν δημιουργήσει οι πολιτικές που ακολουθούνται».