Η εβδομάδα που μας πέρασε είχε δύο θετικές οικονομικές ειδήσεις. Η μία κυριάρχησε στο δημόσιο διάλογο για τους λάθος λόγους. Η άλλη, αν και πιο σημαντική, πέρασε στα ψιλά. Η πρώτη αφορά την υπερ-απόδοση του προϋπολογισμού με πρωτογενές πλεόνασμα 11,4 δισ. ευρώ για το 2024 ή 4,8% του ΑΕΠ (έναντι 2,5% – 3,5% των εκτιμήσεων) και δημοσιονομικό πλεόνασμα στο 1,3% (έναντι 0,2% των εκτιμήσεων). Η εξέλιξη αυτή οδήγησε στην ανακοίνωση από τον πρωθυπουργό δύο νέων μόνιμων μέτρων στήριξης προς τους συνταξιούχους, ΑΜΕΑ και ενοικιαστές.
Ενώ όλοι ασχολούνται με το «δέντρο» των νέων μέτρων, χάνουν το «δάσος» που αφορά την προέλευση αυτού του πλεονάσματος. Καθώς δεν πρόκειται για ένα πλεόνασμα που προήλθε από περικοπές ή την επιβολή πρόσθετων φόρων. Βασική δεξαμενή του αποτελεί η πάταξη ενός μέρους της φοροδιαφυγής. Αυτό είναι το θετικό στοιχείο στην είδηση του πλεονάσματος και όχι δύο μέτρα εκ των οποίων το ένα, εκείνο της ενίσχυσης των ενοικιαστών, είναι αμφιβόλου αποτελεσματικότητας και σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζει το τεράστιο πρόβλημα της στέγασης.
Από την άλλη, όσοι ισχυρίζονται ότι το πλεόνασμα είναι αποτέλεσμα των εσόδων από τους υψηλούς έμμεσους φόρους, λόγω της ακρίβειας, λένε τη μισή αλήθεια. Καθώς για να υπάρχουν τέτοια έσοδα, πρέπει να υπάρχει χρήμα προς κατανάλωση, μέρος του οποίου είναι και το μαύρο.
Αντί όμως να προβληματιζόμαστε για το που κατευθύνεται το κάθε επίδομα ή πότε θα έρθει η σειρά μας να πάρουμε κάτι, ας κρατήσουμε κάτι σημαντικότερο ως τροφή για σκέψη: αν προέκυψε τόσο χρήμα στα κρατικά ταμεία από την συλλογή μιας σταγόνας από τον ωκεανό της φοροδιαφυγής, φανταστείτε πόσα πράγματα μπορούν να αλλάξουν σ’ αυτή τη χώρα αν αυτό ενταθεί και επεκταθεί και σε άλλους τομείς παραοικονομίας (π.χ. λαθρεμπόριο καυσίμων).
Ενθυμούμενοι τις αντιδράσεις που συνάντησε ο Κωστής Χατζηδάκης όταν ξεκίνησε την προσπάθεια μαζέματος αυτής της σταγόνας μαύρου χρήματος, αξίζει να δούμε ορισμένα στοιχεία. Το βασικό επιχείρημα όσων αντιδρούσαν ήταν ότι αυτή η επιχείρηση είσπραξης μέρους του μαύρου χρήματος θα οδηγούσε σε ασφυξία τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις οι οποίες θα έκλειναν η μία μετά την άλλη.
Τα στοιχεία του Γενικού Εμπορικού Μητρώου και της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος λένε ότι το 2024 ήταν χρονιά ρεκόρ για το επιχειρείν στην Ελλάδα, καθώς άνοιξαν συνολικά 63.000 νέες επιχειρήσεις. Αύξηση της τάξης του 11% σε σχέση με το 2023 και 50% σε σχέση με το 2020. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με τα στοιχεία, το 2024 έκλεισαν λιγότερες επιχειρήσεις σε σχέση με το 2023 με τα δεδομένα να δείχνουν ότι για κάθε μια επιχείρηση που κλείνει, τρεις νέες ανοίγουν. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το 37% αυτών των νέων επιχειρήσεων είναι ατομικές επιχειρήσεις, με τη μερίδα του λέοντος να ανήκει σε μικρές και πολύ μικρές δομές. Τα στοιχεία λοιπόν διαψεύδουν το επιχείρημα όσων αντιδρούσαν και δείχνουν το αυτονόητο: ότι από την πάταξη της φοροδιαφυγής δεν κινδυνεύει κανείς και οι μόνοι που δυσανασχετούν είναι οι φοροδιαφεύγοντες.
Η δεύτερη είδηση (η οποία συνδέεται και με την πρώτη καθώς όλη η οικονομία είναι αλληλένδετη),ενώ είναι ακόμα πιο σημαντική, δεν απασχόλησε ιδιαίτερα τη δημόσια συζήτηση. Εκείνη της καλύτερης επίδοσης ανάμεσα στα 27 κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσον αφορά την μείωση του δημόσιου χρέους που πέτυχε για μία ακόμα φορά η Ελλάδα το τέταρτο τρίμηνο 2024 (κατά 10,3 ποσοστιαίες μονάδες). Παράλληλα, αποτυπώθηκε η πρόθεση τα δάνεια του πρώτου Μνημονίου να αποπληρωθούν έως και δέκα έτη νωρίτερα από το αρχικό χρονοδιάγραμμα (το 2031 αντί για το 2041). Το 2020, λόγω και της πανδημίας το ελληνικό χρέος είχε φτάσει στο δυσθεώρητο 209% του ΑΕΠ. Τότε όλοι προεξοφλούσαν μια νέα χρεοκοπία με νέα μνημόνια. Σήμερα βρίσκεται στο 153,6% και μειώνεται με ταχείς ρυθμούς.
Δεν χρειάζεται να αναφερθούν τα οφέλη που προκύπτουν από την ελάφρυνση του υπέρογκου χρέους μας για τις μελλοντικές γενιές και την χώρα γενικότερα. Αυτό που θα σχολιαστεί είναι η κοντόφθαλμη οπτική ορισμένων, που όχι μόνο είναι αδιάφοροι για το μέλλον αλλά ξεχνάνε και πολύ εύκολα το παρελθόν. Έτσι ενώ ξεροσταλιάζουμε να ακούμε για επιδόματα και οικονομικές ενισχύσεις, βαφτίζοντας τις πάντα «ψίχουλα», όχι μόνο ξεχνάμε το που ήμασταν πριν λίγα χρόνια αλλά φαίνεται να μην κατανοούμε και το που βρισκόμαστε σήμερα. Παρά τις οικονομικές επιτυχίες, η χώρα μας παραμένει η πιο υπερχρεωμένη στην ΕΕ, το διεθνές οικονομικό περιβάλλον είναι πιο ασταθές από ποτέ και οι δομικές οικονομικές αδυναμίες της χώρας, με κύρια το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου, καθιστά αυτές τις επιτυχίες εξαιρετικά εύθραυστες.
Κι αν οι πολίτες δικαιολογούνται να δίνουν σημασία στις άμεσες οικονομικές ενισχύσεις και όχι στα μακροοικονομικά, καθώς πέρασαν δύσκολα χρόνια στην οικονομική κρίση και η σημερινή ακρίβεια απειλεί την ευημερία τους, για τους πολιτικούς δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Αρκετοί από τους οποίους, ακόμα και εντός του κυβερνώντος κόμματος, είναι έτοιμοι με την πρώτη θετική οικονομική είδηση να ανοίξουν το πουγκί της παροχολογίας και να επιστρέψουν στο λεφτά υπάρχουν.
Το σημαντικό είναι το τρίπτυχο «μείωση χρέους – πλεονάσματα – μείωση φόρων», σε συνδυασμό με θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, να γίνει κοινά αποδεκτό ως μια επιτυχημένη συνταγή. Το που θα κατευθυνθούν τα λεφτά που προκύπτουν και με ποιο τρόπο θα είναι πάντα αντικείμενο της πολιτικής συζήτησης και αντιπαράθεσης. Αρκεί αυτή να γίνεται με ρεαλισμό και ορθολογικότητα.