Στον αστερισμό της μιζέριας είχε γεννηθεί ο Μανόλης Κανακάκις. Η σκλαβιά και η ανέχεια ταλαιπωρούσαν το Ρέθυμνο που προσπαθούσε να κλείσει τις πληγές του από την επανάσταση του 66.
Η καταθλιπτική ατμόσφαιρα που τον κύκλωνε ασφυκτικά τον ώθησε στην πρώτη του επανάσταση. Να πολεμήσει την γκρίνια με κέφι και να ξεπεράσει τη μελαγχολία με χορό και τραγούδι.
Σ’ αυτόν έπεσε ο κλήρος να γίνει ο πρώτος καρναβαλιστής, πρωτοπόρος του σημερινού θεσμού.
Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1868. Από τότε που κατάλαβε τον κόσμο ένα μόνο τον απασχολούσε. Πώς να πάει κόντρα στη μοίρα του και να εξασφαλίσει με κάτι πρωτοποριακό τον επιούσιο και ίσως κάτι περισσότερο. Επέλεξε να διδαχθεί την τέχνη της ζαχαροπλαστικής κοντά στους κορυφαίους του είδους.
Για το λόγο αυτό πήγε να μαθητεύσει στο περίφημο ζαχαροπλαστείο -καφενείο «Ολύμπια» στην Αθήνα, όπου έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειάς. Όταν γύρισε στο Ρέθυμνο είχε τον αέρα του ειδικού στα γαλακτοκομικά, αλλά και τους τρόπους ενός τζέντλεμαν. Εργατικός και πρωτοπόρος, άνοιξε το δικό του ζαχαροπλαστείο στο Ρέθυμνο και σύντομα άρχισαν να τον συζητούν σε όλα τα καλά σπίτια, ενώ το μαγαζί του έγινε ένα ακόμα όνειρο για τη φτωχολογιά. Ένα απωθημένο που θα ζητούσε διέξοδο σε καλύτερες εποχές. Άριστος γαλακτοκόμος όπως προείπαμε ο Κανακάκις έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά. Και τι δεν πρόσφερε με γνώμονες πάντα τη φαντασία και την ποιότητα. Εκτός από τα προϊόντα του γάλακτος, διέθετε επίσης γιαούρτι, κρέμες, φρέσκο βούτυρο, μπουγάτσα και μοναδικούς λουκουμάδες. Αυτοί και αν ήταν ο μεγαλύτερος πειρασμός του καταστήματος. Και πως ευωδίαζαν οι αφιλότιμοι…
Σιγά σιγά στάθηκε στα πόδια του ο Μανόλης κι έφτιαξε οικογένεια πληθωρική σαν τον συναισθηματικό του κόσμο. Δεκατρία πιάτα μόνο ήταν των παιδιών στο τραπέζι. Βάλε και τους υπόλοιπους. Πολυφαμελίτης αλλά ποτέ μίζερος. Μπορεί να δούλευε νυχθημερόν για να μη λείψει το ψωμί από την οικογένεια, αλλά χαιρόταν και τη ζωή με την καρδιά του. Όπως αναφέρει με πολλές λεπτομέρειες ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις», ο Μανόλης Κανακάκις είχε προικιστεί από τη φύση με μια θαυμάσια φωνή μπάσου, γι’ αυτό και τις απόκριες μονίμως ανεκηρύσσετο Βασιλιάς Καρνάβαλος. Όταν δε άνοιγε το στόμα του να τραγουδήσει, έβγαινε κύμα βροντώδους μελωδικής φωνής, που μάγευε όλους τους ακροατές του. Αν είχε τη δυνατότητα να την καλλιεργήσει μπορεί να γινόταν ένας καλλιτέχνης διεθνούς βεληνεκούς.
Αν και σαν επαγγελματίας θα ‘πρεπε να είναι περισσότερο διπλωμάτης σιχαινόταν τους δήθεν και τους αριστοκράτες που ταπείνωναν τους παρακατιανούς.
Διαμαρτυρία εξ …αμάξης
Οι πρώτες διοργανώσεις του Καρναβαλιού τον ενθουσίασαν. Επιτέλους το Ρέθυμνο έβγαινε από τα τέλμα της μεμψιμοιρίας. Μπορεί να ήθελε λίγο πιο ελεύθερο το κέφι και πιο διονυσιακό το κλίμα αλλά μπροστά στη γενική κατήφεια των άλλων ημερών αυτό το διάλειμμα χαράς έφερνε την ανάσταση στην ψυχή του.
Μόνο μια χρονιά δεν άντεξε. Τα πολιτικά γεγονότα και η παρουσία της υψηλής προστασίας που εκμεταλλευόταν τον πόθο του λαού για λευτεριά τον ώθησε στα άκρα. Έτσι μόλις βγήκε ο Καρνάβαλος και οι πάντες διασκέδαζαν με επίσημες παρουσίες τους προξένους φροντίζοντας να είναι και το χαμόγελό τους μέσα στα στενά πλαίσια μιας αξιοπρεπούς ψυχαγωγίας, ένας απότομος θόρυβος τους ξάφνιασε όλους. Και εμβρόντητοι είδαν ξαφνικά το γαλατά τους πάω σ’ ένα καρότσι με όλα του τα παιδιά ανεβασμένα, με φίλους ολόγυρα ρακένδυτους να σατιρίζουν τους προξένους. Το κόκκινο πανί ήταν οι τετράπαχοι πάνω στο κάρο με σημαίες των προστάτιδων δυνάμεων να τρώνε με χρυσά κουτάλια.
Δεν ήθελαν και πολύ οι πρόξενοι να πάρουν το μήνυμα. Απεχώρησαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας και ο λαός διχασμένος λίγο έλειψε να βρεθεί σε θέση μάχης. Άλλοι χειροκροτούσαν επιδοκιμάζοντας και άλλοι άρχισαν με λεμόνια και νεράντζια να δίνουν τα εύσημα στο γαλατά για την τολμηρή του αποκριάτικη συμμετοχή καταστρέφοντας και το καρότσι που είχαν στο μεταξύ εγκαταλείψει τα Κανακάκια καταφοβισμένα. Και μόνο ο γαλατάς έσπαζε πλάκα. Τέτοιο γλέντι ούτε που το είχε φανταστεί.
Φαίνεται όμως που του άρεσε η ιδέα ενός άρματος και λίγα χρόνια αργότερα τόλμησε να προσφέρει στο Ρέθυμνο μια μοναδική εμπειρία. Ήταν το πρώτο άρμα που άφησε εποχή μια δημιουργία των αδελφών Μουνδριανάκη από την Πηγή.
Μια αξέχαστη αποκριά
Ο χρονογράφος της εποχής Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, με τις τόσο παραστατικές του περιγραφές, μας δίνει την εικόνα εκείνων των προσπαθειών που δημιούργησαν τελικά και το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι.
Όπως κάθε φορά, μας πληροφορούν τα πληρέστατα κείμενά του, κι εκείνες τις Απόκριες του 1915 ο κόσμος είχε μεγάλη διάθεση να ξεφαντώσει. Κι ας έμεναν τα εμπορεύματα στα ράφια κι ας είχε προδώσει και η παραγωγή λαδιού τις τόσες προσδοκίες.
Δεν θα τους έβαζε κάτω κι εκείνη τη χρονιά τους Ρεθεμνιώτες η ανέχεια.
Πηγαίο και άφθονο ήταν το κέφι. Με το που έπεφτε το βράδυ γέμιζαν σπίτια και μαγαζιά από ανθρώπους που διψούσαν για γλέντι. Καλλιτέχνες κάθε επιπέδου είχαν την τιμητική τους. Οι περιζήτητοι βέβαια ήταν ο Νικήστρατος με το βιολί του και τις μαντινάδες του, ο Δαλέντζας με τη λύρα του και ο Αγιούτης με το μπουζούκι του.
Η γενική ευθυμία έδινε άφεση και στα παιδιά να ξεφύγουν από το μέτρο με δαιμονισμένο θόρυβο.
Οι αδερφοί Μουντριανάκηδες, σκάρωσαν επάνω σε ένα μακρύ κάρο, ένα τεράστιο μαντολίνο που είχε δώδεκα μέτρα μάκρος, τέσσερα πλάτος και δυο μέτρα βάθος. Έκαμαν το σκελετό με λεπτά ξύλα και τον επένδυσαν με πανί που είχε καφέ και άσπρες λουρίδες, όπως είναι εκείνες του μαντολίνου.
Μάσκες ήσαν τα κλειδιά και ο καβαλάρης αυτού του πρωτότυπου μαντολίνου οι χορδές του άσπρα σχοινιά και τριγύρω του ήταν λουλούδια.
Ο θρόνος του Καρνάβαλου ήταν στο κάρο στερεωμένος, αλλά φαινόταν να είναι στη βάση του μαντολίνου εκεί που στερεώνονται οι χορδές. Μέσα στο μαντολίνο θα έμπαιναν όλοι οι ανώτεροι τραγουδιστές και οργανοπαίκτες και ο Βασιλιάς θα καθότανε στο θρόνο του και θα κουνούσε τις χορδές του μαντολίνου με ένα ταραχτή, που είχε στο μαγαζί και ανακάτευε το γάλα».
Η μεγάλη μέρα
Κυριακή του 1915. Όλη η δράση είχε μεταφερθεί στη Σοχώρα, γιατί εκεί μόνο είχαν άνεση χώρου να δουλέψουν οι κατασκευαστές και να χωρέσει το άρμα.
Και συνεχίζει ο Παπαδάκις:
«Έζεψαν ένα τεράστιο άλογο, φοράδα που είχε αγορασμένη από τους Ρώσους ο μακαρίτης ο Γκαγκας. Και το άλογο οδηγούσε ένας Οθωμανός ο Αμπτούλλας, που το είχε και το δούλευε και τις άλλες μέρες κουβαλώντας πέτρες και λάδια και τον εγνώριζε.
Όταν όλοι πήραν τις θέσεις τους, άρχισε η θριαμβευτική παρέλαση του Καρναβαλιού.
Ο Βασιλιάς -δηλαδή ο Κανακάκης- ντυμένος με κόκκινα και χρυσά ρούχα και στέμμα, έδινε συνθήματα.
– Εμπρός παιδιά να φύγουμε
όλοι μας για τα ξένα
με το δικό μας Βασιλιά
του Καρναβάλου Στέμμα.
– Εμπρός παιδιά, δουλειά παιδιά
τη μέρα και τη νύχτα
Να ‘χομε χρυσή καρδία.
-Τώρα καθένας ας χαρεί
καιρό που δεν εχάρει.
Τώρα που είναι νιος και νεις
τώρα ας χαρεί».
Ακολούθησαν η «ανθισμένη αμυγδαλιά» και άλλα ωραία τραγουδάκια της εποχής. Και οι μελωδικές φωνές και οι ήχοι των οργάνων σαν έβγαιναν από το τεράστιο μαντολίνο, αποτελούσαν ένα πραγματικό χαριτωμένο σύνολο ωδικής και μουσικής μαζί, που δεν ξανάδε το Ρέθεμνος.
Ας γυρίσουμε όμως και πάλι σε κείνο το όμορφο χθες.
Το κάρο με τον Καρνάβαλο ξεκίνησεν από την Μαρμαρόπορτα, πέρασε στο Αμπουχούρι, Μεγάλη Πόρτα, Άμμος Πόρτα, πέρασε την οδό Αρκαδίου, μέχρι το φούρνο του Ροδινού που ήταν στον Πόρο του λιμανιού και γύρισε πίσω τον ίδιο δρόμο.
Το σύνθημα του γυρισμού έδωκε ο Βασιλιάς Καρνάβαλος με αφάνταστα γέλια, φωνές και τραγούδια. Τα μπαλκόνια, τα παράθυρα, οι στέγες των σπιτιών ήσαν γεμάτες κόσμο που πετούσε λουλούδια και φασόλες στο μαντολίνο του Καρνάβαλου.
«Φχιού Βασιλιά-φχιού Βασιλιά».
Και όλοι πείραζαν το Βασιλιά.
Ο φίλος του ο γέρο Γαληνός ο ζωγράφος, αντίς άλλης υποδοχής του εφώναζε…
«Φχιού Βασιλιά, φχιού Βασιλιά» και του έκανε μανίκια. Και ο Βασιλιάς του έδειχνε με βασιλική αξιοπρέπεια, πως τονέ γράφει σε μέρος του σώματός του που δεν μπορώ να σας πω.
Ο Γιάννης ο Τερζής, που ήταν εκεί που τώρα είναι το χρυσοχοείο Κουγιτού, πέταξε του Βασιλιά δυο κρεμμύδες, από το μαγαζί του.
Κι ο Βασιλιάς του είπε, αποτεινόμενος στο πλήθος…
-Εδώ είναι ο Γιάννης ο Τερζής με το μεγάλο φέσι
κι ανέ βολή κανιούς ποσάς
να πα να τονέ χ@@ει.
Όταν ο Βασιλιάς είδε ένα παπά να παρακολουθεί κι αυτός του είπε…
-Όποιος δεν τον αγαπά
τον αφεη τον παπά
να ‘χει την τρομάρα του
και τη λιγωμάρα του.
Κι όταν όλο το πλήθος τον επευφημούσε, του χειρονομούσε και του φώναζε και αυτός, είχε και έλεγε ανεξάντλητα αστεία.
Σαν Βασιλιάς υπόγραφε και κάπου κάπου. Και είχε για πένα ένα τεράστιο καλάμι και για καλαμάρι τον… πισινό της φοράδας. Εκεί βουτούσε και υπόγραφε.
Πανδαιμόνιο χωρίς παρεξηγήσεις
Κι αυτές τις χειρονομίες και τους αστείους μορφασμούς του Βασιλιά, ο κόσμος δεχότανε με χάχανα, με φωνές και σφυρίγματα, πανδαιμόνιο ολόκληρο.
Από τα μπαλκόνια που πετούσαν λουλούδια στο μαντολίνο και οπού άλλου ήθελαν. Οι έγκλειστοι σ’ αυτό έριχναν κι αυτοί λουλούδια με μια λαβίδα της επινοήσεως του Μουντριανάκη που τα πετούσε μακριά.
Η περιοδεία του Καρναβαλιού με αδιάπτωτο και αυξανόμενο κέφι κατέληξε πάλι στη Σοχώρα…
οι Ρεθεμνιώτες έπιασαν τους δρόμους και τις πλατείες, τα μαγαζιά, τα σπίτια και συνέχιζαν το γλέντι τους και άλλοι πήγανε στο θέατρο «Ιδαίον Άνδρον» του Σπανδάγου, που ήταν δημόσιος χώρος.
Όλη τη νύχτα βάσταξε το αξέχαστο εκείνο γλέντι σε όλη του την ένταση.
Για τις μορφές τώρα που πρωτοστατούσαν και κανοναρχούσαν τα γλέντια, γράφει σχετικά ο Μιχαήλ Παπαδάκις.
«Ποιος δεν θυμάται τον Μανώλη τον γαλατά τον πατέρα του γλύπτη Ιω. Κανακάκη. Τον καλό και αστείο στην εμφάνισή του, που μόνο με τη θέα της γελάς.
Είχε δέκα ή δώδεκα παιδιά ανήλικα στο λαιμό του και μόνο τον κόπο και τον ημερονύκτιο μόχθο του διά να τα συντηρήσει στη ζωή. Και όμως αυτός ήταν εκείνες τις Αποκριές ο βασιλιάς του Καρναβαλιού στο Ρέθεμνος.
Είχε και συνεργάτες εκλεκτούς. Οι δάσκαλοι Σταυρακάκης, Ηλιακάκης που παίζανε βιολί, ο Μανόλης (Χρύσανθος) Βιτζικουνάκης μαντολίνο, Αρτέμης Μπεμπισάκης, Μ. Ηλιακάκης, Κ. Βαρούχας, Π. Σκαντάλης, Ιω. Καμπουράκης, Ν. Γουναρίδης καλοί τραγουδιστές. Είχαμε κάνει ένα άρτιο αποκριάτικο συγκρότημα με καλλιτεχνικά μέλη του, τους εκλεκτούς πολίτες και πραγματικούς καλλιτέχνες επιπλοποιούς, Νίκο και Βαγγέλη Μουντριανάκη, από τους οποίους ο πρώτος έπαιζε ωραία κιθάρα και τραγουδούσε περίφημα.
Όλοι αυτοί με μακριές και φιλότιμες προσπάθειες και δοκιμές παρουσίασαν πράγματα που δεν ξανάγιναν και ούτε νομίζω πως είναι βολετό να ξαναγίνουν στο Ρέθεμνος».
Ψυχή της παρέας των πρώτων εκείνων καρναβαλιστών ο Μανόλης. Οι ατάκες του μοναδικές και ευφυέστατες. Ήξερε τα περιθώριά του κι ήταν το μεγάλο του ταλέντο να δίνει κέφι στους ανθρώπους χωρίς να προσβάλει ακόμα κι όταν του επέτρεπαν οι συνθήκες να είναι σκωπτικός. Ακόμα κι όταν το κέφι προκαλούσε για κάποιες υπερβάσεις με λέξεις ή με χειρονομίες. Έμενε όμως μοναδικός χωρίς να χάνει το μέτρο, ακόμα κι όταν σαν Βασιλιάς Καρνάβαλος υπέγραφε ακουμπώντας την πένα κάτω από την ουρά του γαιδάρου, είτε ανακατεύοντας με μια τεράστια κουτάλα το περιεχόμενο ενός καζανιού που από τα συμφραζόμενα και τις ατάκες καταλάβαιναν οι θεατές ότι δεν έκρυβε και τόσο ευώδες περιεχόμενο.
Ο πρώτος που έκανε παγωτό
Ο Θεμιστοκλής Βαλαρής, με την απαράμιλλη πέννα του, μας πληροφορεί επίσης ότι ο Μανόλης Κανακάκις ήταν ο πρώτος που έκανε παγωτό στο Ρέθυμνο. Και μη βιαστείτε να σχολιάσετε «Χαράς στο πράμα» γιατί η διαδικασία αυτή δεν ήταν καθόλου εύκολη, επειδή απλούστατα δεν υπήρχε πάγος. Που να βρεθούν ψυγεία εκείνη την εποχή…. Μυαλό κοφτερό ο Μανόλης κατάφερε να λύσει το βασικό αυτό πρόβλημα. Αξιοποιώντας τις γνωριμίες του κατάφερε να έχει τακτικά χιόνι από τον Ψηλορείτη. Μια διαδρομή που διαρκούσε με τα ζώα περί τις δέκα ώρες. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Βαλαρής: «Πήγαιναν αφ’ εσπέρας πάνω στον Ψηλορείτη και τα μεσάνυχτα μάζευαν χιόνι, το ‘καναν βώλους, το ‘βαζαν σε σακιά γεμάτα άχυρα και το φόρτωναν το πρωί, πριν να καψώσει η μέρα και λιώσει. Εννοείται ότι συνήθως έφτανε το μισό φορτίο του χιονιού, γιατί οπωσδήποτε έλιωνε κατά τη διαδρομή. Αμέσως ως έφταναν στου Κανακάκι, το ξεφόρτωναν και άρχιζε την παρασκευή του παγωτού, το οποίον ήταν μεν παγωμένο, αλλά όχι πλήρως σκληρό. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι το πρωτοφανές για την πόλη μας, ευτυχώς γιατί δεν περίσσευε χιόνι για να διατηρηθεί». Με τόσες δυσκολίες πώς να έχει παγωτό κάθε μέρα; Και πώς να παρασκευάζει χωρίς τον κίνδυνο να λιώνει το παγωτό περιμένοντας τον πελάτη;
Το κελάρυσμα του Κανακάκι
Η εξυπνάδα του Κανακάκι θριάμβευσε ακόμα μια φορά. Συνεχίζει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις» «Έκαμε (ο Κανακάκις) ένα στενόμακρο δοχείο ψηλό και στρογγυλό που έπαιρνε καμιά δεκαπενταριά οκάδες νερό. Αυτό με τρία κολωνάκια στηριζότανε πάνω σε μια βάση, επίσης στρογγυλή, σαν τεψί, στη μέση του οποίου στερέωσε μια μικρή φτερωτή, όπως των νερόμυλων, που στην άκρη του κάθε φτερού, είχε κρεμάσει ένα ασκάγι. Από τον πάτο του δοχείου του νερού ξεκινούσε ένα σωληνάκι που με μια ελαφρύ καμπύλη τσιρούσε το νερό πάνω στη φτερωτή, η οποία γυρίζοντας με ορμή χτυπούσε με τα ασκαγάκια σε τρία ποτήρια που είχε τοποθετήσει γύρω γύρω στη βάση και πλάι στην φτερωτή. Τα ποτήρια περιείχαν διάφορο ύψος νερού, ώστε να παράγουν διάφορο ήχο το καθένα και ηκούετο ένα κελάρυσμα Αυτό το κατασκεύασμα το κρεμούσε πάνω στο φύλλο της εξώπορτας του μαγαζιού και το ‘βαζε να κελαηδεί μόλις ήταν έτοιμο για πούλημα το παγωτό του. Μόλις λοιπόν στη μακάρια ησυχία, που επικρατούσε, ακούαμεν το «κελάρυσμα του Κανακάκι», όπως το λέγαμε εσπεύδαμεν και εγευόμεθα το νοστιμότατο παγωτό του».
Άξιοι απόγονοι
Ο Μανόλης Κανακάκις μέχρι το 1936, που πέθανε, πρόσφερε στο Ρέθυμνο με γευστικές πρωτοτυπίες και ψυχαγωγικές στιγμές, που κυρίως στις Απόκριες, ήταν μοναδικές. Κι όλοι είχαν να επαινούν τον καλό επαγγελματία και τον φιλότιμο οικογενειάρχη. Όσο για τα παιδιά και τα εγγόνια του, μόνο χαρές του έδιναν. Ο Ευάγγελος, έχοντας κληρονομήσει τη δεξιοτεχνία του συνέχισε το ζαχαροπλαστείο με την ίδια ποιότητα και ευρηματικότητα σε γεύσεις που χαρακτήριζε τον πατέρα του. Κι έδωσε βέβαια συνέχεια και στην παρασκευή των υπέροχων λουκουμάδων που έγιναν η προσφιλέστερη συνήθεια κάθε Ρεθεμνιώτη. Ποιος από τους 60άρηδες και άνω δεν θυμάται και σήμερα τον Ευάγγελο με χέρια που δούλευαν σαν καλοκουρδισμένη μηχανή να ρίχνει την καλοδουλεμένη ζύμη στο λάδι που άχνιζε μέσα στο τεράστιο καζάνι. Σημείο αναφοράς και μόνιμο στέκι το δικό του ζαχαροπλαστείο στη Μεγάλη Πόρτα. Και μετά το Βαγγέλη ο Τάσος και ο Λευτέρης. Τίποτα δεν άλλαξε από την ποιότητα «Κανακάκη». Μόνο οι γενιές με άξιους διαδόχους.