Τρία σχόλια κατ’ αρχήν για το σκάνδαλο «ΝΟVARTIS»- και ες αύριον τα σπουδαία:
1. Αυτονόητη η προσήλωση στη διαφάνεια και στη δικαιοσύνη: όποιος έφταιξε, όποιος ζημίωσε τη χώρα ας υποστεί ακέραια τα επιχείρια των πράξεων και των παραλείψεών του-χωρίς επιείκεια.
2. Τόσο, όμως, η χρονική και πολιτική συγκυρία [Μακεδονικό, δημοσκοπήσεις κλπ.] και οι εξ αυτής δυσχέρειες για την Κυβέρνηση όσο και οι πρωτοφανείς και απροκάλυπτες παρεμβάσεις στο έργο της Δικαιοσύνης [πότε άλλοτε επισκέφθηκε τον Άρειο Πάγο Κυβερνητικός εκπρόσωπος, πότε άλλοτε προηγήθηκε σύσκεψη στο Μαξίμου προ της διαβίβασης δικογραφίας στη Βουλή; -αυτά είναι αδιανόητα για ένα Κράτος Δικαίου] δημιουργούν εξ αρχής αμφιβολίες για την αμερόληπτη και ψύχραιμη αξιολόγηση των όποιων δεδομένων στην υπόθεση αυτή.
Ουδέποτε διερεύνηση ποινικής υπόθεσης, που μεταλλάχθηκε σε πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης, ωφελήθηκε από τη μετάλλαξη αυτή. Αγχωμένη, ωστόσο, η Κυβέρνηση και υπό την πίεση να «πουλήσει» αίμα στην αρένα έβλαψε για μια ακόμη φορά τους θεσμούς. Ως πότε;
3. Και ένα κρίσιμο νομικό, πολιτικό, πυρηνικό -όχι μόνον για εμάς τους νομικούς- ερώτημα: με ποιο κόστος κυρώνεται η διαφθορά; με ποιας αξιοπιστίας και ποιότητας αποδεικτικά μέσα δηλητηριάζεται η δημόσια ζωή και διαπομπεύονται άνθρωποι, που ακόμη και αν απαλλαγούν θα έχουν στιγματισθεί ανεπανόρθωτα;
Και εξηγούμαι: Πράγματι ο νομοθέτης ήδη με τη διάταξη του άρθρου 9 του Νόμου 2928/2001 [του λεγόμενου και αντιτρομοκρατικού] θέσπισε, ενόψει του σκοπού του, το καθεστώς των λεγόμενων «προστατευόμενων» μαρτύρων, για τους οποίους λαμβάνονται μέτρα προστασίας και των οποίων τα στοιχεία δεν αποκαλύπτονται (εκτός αν το Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά και αιτιολογημένα).
Όπως είναι προφανές, το δικονομικό αυτό μέτρο ακυρώνει τη δυνατότητα του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και 6&3δ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για κατ’ αντιπαράσταση εξέταση και έλεγχο της αξιοπιστίας του, στο βαθμό που ο κατηγορούμενος δεν γνωρίζει την ταυτότητα του μάρτυρα είτε δεν θα μπορεί να παρατηρεί τις αντιδράσεις αυτού σε απευθείας ερωτήσεις.
Σε περίπτωση δε που δεν αποκαλυφθούν τα στοιχεία του μάρτυρα σύμφωνα με την &5 του ως άνω άρθρου ΜΟΝΗ Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΤΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥ. Και το τονίζω διότι βλέπω σήμερα να αποθεώνεται ένα «αποδεικτικό μέσο» που πιθανώς, χωρίς άλλες επαρκείς ενδείξεις, να μην επαρκεί ούτε για την παραπομπή στο ακροατήριο. Και τούτο είναι απολύτως συμβατό με την πάγια και αυστηρή επιφύλαξη του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως προς τους «ανώνυμους» μάρτυρες, για την αποδεικτική αξιοποίηση των καταθέσεων των οποίων απαιτεί αφενός μεν οι λόγοι της ανωνυμίας να είναι βάσιμοι και επαρκώς θεμελιωμένοι και αφετέρου να μην υπήρχε κάποιο άλλο λιγότερο δραστικό μέτρο εκτός της ανωνυμίας του μάρτυρα και, ασφαλώς, προσαπαιτεί να μην στηρίζεται η ενοχή σε αποφασιστικό ή αποκλειστικό βαθμό στην εν λόγω ανώνυμη μαρτυρία [KOSTOVSKI κατά Ολλανδίας, WINDISSCH κατά Αυστρίας, VAN MECHELEN κατά Ολλανδίας κα].
Ζητώ συγγνώμη για το μακροσκελές σχόλιο- και μακριά από εμένα οποιαδήποτε διάθεση υπεράσπισης οιουδήποτε. Και κυρίως επίορκου δημοσίου λειτουργού. Απλώς αισθάνθηκα την ανάγκη πρώτα ως πολίτης και κατόπιν ως νομικός να υπενθυμίσω δικαιικές αρχές που κατακτήθηκαν με κόπο, που η ανεξαίρετη εφαρμογή τους είναι προϋπόθεση της ευρωπαϊκής ταυτότητας της χώρας. Που χωρίς αυτές θα γίνουμε κοινωνία της κουκούλας- δηλαδή ζούγκλα.
Όταν, νεαρός μαθητής, είδα στην τηλεόραση τον αλήστου μνήμης Β. Κόκκινο να αποπέμπει τον προκλητικά ψευδόμενο, ως και οι μπράβοι του, Κοσκωτά από το Ειδικό Δικαστήριο, κατάλαβα γιατί το τεκμήριο της αθωότητας είναι ιερό είτε αφορά τον Πρωθυπουργό είτε τον τελευταίο πολίτη της χώρας -είμαι πια περήφανος που το υπηρετώ.
Ποτέ δεν πρέπει να υποκατασταθεί η ασφάλεια Δικαίου από το Δίκαιο της Ασφάλειας. Και δεν θα το επιτρέψουμε.
* Ο Νίκος Κοτζαμπασάκης είναι δικηγόρος