Της ΕΥΑΣ ΛΑΔΙΑ
Γεγονός είναι ότι ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ δεν προσφέρεται για θεατρική ψυχαγωγία αν την αποζητήσεις στην απλή διασκέδαση. Αποτελεί όμως μια ισχυρή πρόκληση για το σκηνοθέτη και μια ακροβασία υψηλού κινδύνου για τους ερμηνευτές, καθώς σου περιγράφει στα γεμάτα γκρίζο χρώμα έργα του μέρος από την άβυσσο της ψυχής, όσο επιτρέπει η διορατικότητα ενός εκάστου να φανεί. Έτσι όπως πραγματεύεται τις σχέσεις των δυο φύλων όπου οι ισορροπίες αλλάζουν χωρίς να προλάβει ο θεατής να προετοιμαστεί επειδή έχει ήδη απορροφηθεί από τις εξελίξεις, παραμένεις όμηρος ενός χειμάρρου συναισθημάτων, όπου δεν ξέρεις ποιον να συμπονέσεις, ποιον να οικτίρεις, ποιον να καταδικάσεις, τι να αποδεχτείς τελικά. Το σίγουρο είναι ότι σε καταλαμβάνει μια αγωνία, μήπως, έστω και σε ανύποπτο χρόνο, βρέθηκες στη θέση ενός από τους ήρωες, γιατί αυτό τελικά επιτυγχάνει ο Στρίντμπεργκ. Ενώ ουσιαστικά αυτοβιογραφείται, σε παγιδεύει στο δέος της αποκάλυψης δικής σου συναισθηματικής παραβατικότητας, γιατί οι καταστάσεις που περιγράφει, μέσα από το θεατρικό του λόγο, μπορεί να συμβούν στον καθένα. Ίσως γι’ αυτό τα έργα του παραμένουν διαχρονικά, καθώς αλλάζουν οι εποχές, αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες, φιλοδοξίες, πάθη είναι όμοια πάντα.
Αντιπροσωπευτικό του έργο η «Δις Τζούλια». Όσο απλό είναι το στόρι, τόσο σύνθετο και τραγικό, στιγμές, το αποτέλεσμα, από την εξέλιξη των σχέσεων πάνω στη σκηνή.
Αν και απωθητικό, σε αρκετά σημεία, το συγκεκριμένο θεατρικό έργο, είναι πάντα στις επιλογές των απαιτητικών, με τον εαυτό τους καλλιτεχνών, ενώ δεν άφησε ποτέ ασυγκίνητο και το Χόλυγουντ, με τελευταία κινηματογραφική παραγωγή αυτή του 2014, με πρωταγωνιστές την Τζέσικα Τσαστέιν στον ομώνυμο ρόλο και τον Κόλιν Φάρελ στο ρόλο του Γιάννη.
Γιατί κάναμε αλήθεια τόσο μεγάλη εισαγωγή;
Ναι κάναμε όλες αυτές τις αναφορές για να δικαιωθεί ο υπέρμετρος σεβασμός μας στο ταλέντο του σκηνοθέτη μας Μανόλη Ζαχαράκη. Πόσα χρόνια πάνε από τον καιρό που δηλώνει την παρουσία του στο πολιτιστικό μας γίγνεσθαι δεν έχει σημασία. Αυτό που μετράει είναι ότι παραμένει το ίδιο δύσκολος στις επιλογές του και ασυμβίβαστος στα θέματα ποιότητας.
Χαμηλών τόνων, πάντα, καταφέρνει να σε ξεσηκώνει με το αποτέλεσμα της δουλειάς του, που κραυγάζει, τελικά, μαρτυρώντας σκληρό πείσμα, αμέτρητο μόχθο, και υπέρβαση αντοχών.
Η προϊστορία στην πολιτιστική ζωή του τόπου μας, αυτού του σεμνού καλλιτέχνη, ήταν το βασικό κίνητρο για να δούμε την παράσταση στο Κέντρο Νέων του Δήμου Ρεθύμνου με ελεύθερη είσοδο και στις τρεις παραστάσεις που δόθηκαν.
Μανόλης Ζαχαράκης είναι αυτός. Ικανός πάντα να σε εντυπωσιάζει με τις ιδέες και τις σκηνοθετικές του απόψεις. Είχαμε βέβαια και τις σχετικές επιφυλάξεις γιατί τώρα είχε βάλει τον πήχη πολύ ψηλά.
Η πρώτη ματιά έδωσε τα αριστεία στο σκηνικό. Εξαιρετικό πραγματικά σε μετέφερε στο κλίμα της εποχής εκεί στα 1888 που γράφτηκε το έργο.
Τα χαρούμενα ξεφωνητά και τα γέλια των κοριτσιών (Αναστασία Αθανασούλα, Μαρία Δήμου, Αμαλία Ροδαλάκη) που παρουσιάστηκαν χορεύοντας μας μετέφεραν σε βράδυ καλοκαιριού, σε μια ξέφρενη γιορτή υπηρετών ενός αρχοντικού όπου μένει μια ιδιόμορφη κοπέλα. Εδώ ο Μανόλης φάνηκε επιεικής με το γυναικείο φύλο και ξέφυγε από τα τετριμμένα παρουσιάζοντας μια «Δεσποινίδα Τζούλια» (Κορίνα Χατζηδάκη), πραγματική καλλονή.
Η πρώτη μας αίσθηση ήταν ότι επρόκειτο για μια ξέγνοιαστη κοπέλα που λατρεύει το χορό και επιμένει να διασκεδάσει κι αυτή, αδιαφορώντας για τις παραινέσεις της υπηρέτριάς της, που προσπαθεί να διαφυλάξει, την έξωθεν «καλή μαρτυρία» για την κυρία της.
Εδώ ομολογούμε ότι αυτά τα πρώτα λεπτά μας κερδίζει η υπηρέτρια (Ελένη Τζονευράκη) με το ιδιαίτερο στυλ. Η ίδια έχει γοητευτεί από τον επίσης εργαζόμενο στο αρχοντικό Γιάννη (Λευτέρη Λενταράκη) και περιμένει με αγωνία τον ερχομό του για να της χαρίσει το χορό που περιμένει τόσον καιρό. Εκείνος όμως έχει ήδη δεχθεί τις προκλήσεις της «Δεσποινίδας Τζούλια» που με την άνεση της κυρίας του σπιτιού θεωρεί ότι και ο Γιάννης είναι κτήμα της και μπορεί να διασκεδάσει μαζί του. Είναι φυσικό ότι όσο προχωρούν οι προκλήσεις της κυρίας ο νεαρός φανερά κολακευμένος δεν μπορεί ν’ αντισταθεί.
Αμέσως μετά τις στιγμές της ηδονής ωστόσο αντιστρέφονται οι όροι. Ποιος είναι τελικά το κυρίαρχο πρόσωπο στην υπόθεση; Ποιος ο θύτης και ποιο το θύμα; Ποιος ο κύριος και ποιος ο υποτελής;
Εδώ με καθαρά υποκειμενικά κριτήρια θα κρίνει ο θεατής.
Παρακολουθούσα το Λευτέρη Λενταράκη που είχε τον απαιτητικό ρόλο του Γιάννη και αναρωτιόμουν πως είχε καταφέρει να δικαιώσει την επιλογή του σκηνοθέτη. Η μεταλλαγή από δούλο σε αφέντη, σε μια ολέθρια σχέση, τόσο μοιραία τραγική, θέλει γερά θεατρικά «κότσια». Και ο νεαρός ηθοποιός, που, για πρώτη φορά, τον είδαμε στη σκηνή μας φαίνεται πως τα διαθέτει και μάλιστα σε υψηλό βαθμό. Το ίδιο και η Ελένη Τζονευράκη, που μας κέρδισε με την αξιοπρέπεια ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, όπως συνηθίζει ο συγγραφέας να παρουσιάζει τους έσχατους κοινωνικά, πρώτους κατά την ευαγγελική ρήση.
Τι να πούμε για την Κορίνα Χατζηδάκη; Μια πανώρια νεράιδα με προδιαγραφές μεγάλης σταρ. Ένα πλάσμα που παλλόταν σε όλη τη διάρκεια του έργου, ακολουθώντας τις μεταπτώσεις που απαιτούσε ο εξαντλητικός ρόλος της με εξαιρετική άνεση. Μας θύμισε ερμηνείες από τις μεγάλες κυρίες του θεάτρου. Αν μας επέτρεπε ο χώρος να παραθέσουμε τις τόσες ψυχολογικές αναλύσεις που έχουν γραφτεί για την συγκεκριμένη ηρωίδα του Στρίντμπεργκ, θα επιδοκιμάζατε τη γενναιοδωρία μας σε επαίνους. Η Κορίνα ερμήνευε με κάθε κύτταρο του κορμιού της έναν από τους δυσκολότερους ρόλους του διεθνούς ρεπερτορίου. Και σε αρκετά σημεία έπαιρνε πάνω της όλο το βάρος ενός τόσο δύσκολου έργου.
Ο Μανόλης Ζαχαράκης δεν μας εξέπληξε ούτε αυτή τη φορά. Είναι πάντα αναμενόμενη η επιτυχία κάθε προσπάθειάς του επειδή αφήνει να ωριμάσουν οι σκέψεις του με μια ιώβεια υπομονή που αποδεικνύεται τόσο ευεργετική για τον ίδιο και για όλους εκείνους που πιστεύουν στην μεγάλη του καλλιτεχνική προσφορά.
Αντιμετώπισε τις ιδιοτροπίες του Στρίντμπεργκ με θάρρος, σεβάστηκε και ανάδειξε τη σημειολογία κάθε πράξης, όπως το υπόγειο της κουζίνας, αναφορά στα μύχια του ψυχισμού μιας γυναίκας, και πρόσθεσε με προσοχή τις δικές του απόψεις μετριάζοντας ιδανικά για τις αντοχές του ευαίσθητου θεατή τις τόσο ρεαλιστικές σε αρκετά σημεία απαιτήσεις του συγγραφέα.
Απέφυγε τις υπερβολές που απειλούσαν την προσπάθεια και περιορίστηκε να περιγράψει, χωρίς υστερικές εξάρσεις, το δράμα μιας κοπέλας που πειθαναγκάζεται να προσαρμοστεί στις προσδοκίες της μητέρας της και να μεταβληθεί σε τιμωρό του ανδρικού φύλου. Αναλαμβάνει ακούσια μια αποστολή, χωρίς να γνωρίζει σε πόσες περιπέτειες θα την οδηγήσει αυτό, αντί να της επιτρέψει να χαράξει η ίδια το δρόμο της και να κτίσει, όπως αυτή θα ήθελε, τη σχέση της με έναν άνδρα.
Θα δίναμε στο έργο με το χέρι στην καρδιά το χαρακτηρισμό μιας σπουδαίας πολιτιστικής προσφοράς που αναδείκνυαν επίσης η τόσο προσεγμένη επεξεργασία του κειμένου από τον Λευτέρη Λενταράκη, η μουσική επιμέλεια του Λεωνίδα Ζαχαράκη, οι χορογραφίες της Κορίνας Χατζηδάκη και ο φωτισμός του Ανδρέα Παπαδάκη. Η παραγωγή αυτή του Κέντρου Νέων θα πρέπει να επαινεθεί ιδιαίτερα επειδή με ελεύθερη είσοδο πρόσφερε ένα τόσο απαιτητικό θέαμα. Είδαμε μια παράσταση που τιμά την πόλη των γραμμάτων και τεχνών. Και ευχαριστούμε από καρδιάς το Μανόλη Ζαχαράκη και τους συνεργάτες του για την γεμάτη καλλιτεχνικές συγκινήσεις βραδιά που μας χάρισε.