Ένα βήμα μπροστά, δύο πίσω κάνει η Ελλάδα σε ότι αφορά τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Οι μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια στην κατεύθυνση της μείωσης της γραφειοκρατίας, όπως οι υπηρεσίες μιας στάσης για την έναρξη της επιχείρησης ή η απλοποίηση των διαδικασιών κατά τις εξαγωγές, δεν επαρκούν για να γίνει πιο εύκολο το επιχειρείν, καθώς την ίδια ώρα οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα καλούνται να καταβάλουν σε φόρους και εισφορές το 51,7% των κερδών τους. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα συμπεράσματα της φετινής έκθεσης «Doing Business 2018» που δημοσιοποίησε η Παγκόσμια Τράπεζα και δείχνει ότι η Ελλάδα υποχώρησε για τρίτη συνεχή χρονιά στην παγκόσμια κατάταξη, καταλαμβάνοντας την 67η θέση μεταξύ 190 χωρών, από την 61η στην περυσινή έκθεση.
Σε σύνολο 11 κριτηρίων που εξετάζει η έκθεση για να αξιολογήσει το πλαίσιο του επιχειρείν, η θέση της Ελλάδας επιδεινώθηκε σε έξι, με δύο εξ αυτών να σχετίζονται με το αυξημένο λειτουργικό κόστος μιας επιχείρησης. Ειδικότερα, η Ελλάδα κατατάσσεται στη φετινή έκθεση στην 65η θέση από την 64η πέρυσι σε ό,τι αφορά την πληρωμή φόρων, λόγω κυρίως της αύξησης των επιβαρύνσεων για τις επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με την έκθεση μια επιχείρηση στην Ελλάδα καταβάλλει το 51,7% των κερδών της σε φόρους και εισφορές, ποσοστό που στην περυσινή έκθεση ήταν 50,7%. Ο αντίστοιχος μέσος όρος στις ανεπτυγμένες χώρες του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) είναι 40,1%.
Η πληρωμή τόσων φόρων μεταφράζεται σε απώλεια όχι μόνο χρημάτων, αλλά και χρόνου. Για τις σχετικές διαδικασίες απαιτούνται στην Ελλάδα 193 ώρες ενώ ο μέσος όρος ΟΟΣΑ είναι 160,7 ώρες. Επιπλέον σε μια αξιολόγηση των διαδικασιών σε ό,τι αφορά τον χρόνο αναμονής των επιχειρήσεων για την επιστροφή φόρων, αλλά και για τη συμπλήρωση των φορολογικών δηλώσεων και εν γένει των φορολογικών εγγράφων, η Ελλάδα βαθμολογείται με 75,70 (σε μια κλίμακα 1 – 100, όπου το 100 είναι το άριστα) με τη μέση βαθμολογία στις χώρες του ΟΟΣΑ να είναι 83,45. Ποια χώρα παίρνει άριστα; Η ανερχόμενη δύναμη στην καινοτομία, η Εσθονία, με βαθμολογία 99,38.
Το έτερο κριτήριο, το οποίο σχετίζεται με το λειτουργικό κόστος και αποτελεί μάλιστα αυτό στο οποίο η Ελλάδα έχασε τις περισσότερες θέσεις σε σύγκριση με πέρυσι (στην 76η από την 52η), είναι η ηλεκτροδότηση. Στην Ελλάδα απαιτούνται 7 διαδικασίες (4,7 είναι ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ), 55 ημέρες (79,1 ο μέσος όρος στον ΟΟΣΑ), ενώ το κόστος είναι ίσο με το 70,1% του κατά κεφαλήν εισοδήματος, πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ (63% του κατά κεφαλήν εισοδήματος).
Σημαντική υποχώρηση της θέσης της Ελλάδας, από την 82η στην 90ή, καταγράφεται και ως προς το κριτήριο της λήψης πίστωσης, στο οποίο εξετάζεται όχι τόσο η πρόσβαση στη χρηματοδότηση αλλά η ύπαρξη επαρκούς προστασίας για τους πιστωτές και λεπτομερούς πληροφόρησης για την πιστοληπτική ικανότητα των επιχειρήσεων. Σε μια κλίμακα 0-12 η Ελλάδα βαθμολογείται με 3 ως προς την αποτελεσματικότητα των πτωχευτικών νόμων στην προστασία των πιστωτών.
Ας σημειωθεί, άλλωστε, ότι φέτος υποχώρησε στην 57η θέση από την 52η πέρυσι και σε ό,τι αφορά τις διαδικασίες πτωχεύσεων. Ο χρόνος για την ολοκλήρωση μιας πτώχευσης είναι 3,5 χρόνια (1,7 ο μέσος όρος ΟΟΣΑ) ενώ οι ενέγγυοι πιστωτές λαμβάνουν πίσω το 33,6% των χρημάτων τους (με τον μέσο όρο στις ανεπτυγμένες χώρες του ΟΟΣΑ να είναι 71,2%).