Το ποσοστό αυτών των ανθρώπων, ανέκαθεν ήτο μικρότερο σε σύγκριση με τον μέγιστον όγκο εκείνων που ελαύνονται από πλήθος κακιών. Όμως το λείμμα αυτό, καίτοι ελάχιστο, αποτελεί το συντηρητικό της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα (!) αφού ο Θεός, χάριν της μειονότητας αυτής, «διακρατεί πάσαν την κτίσιν και πάσαν πνοήν».
Για τους εκλεκτούς αυτούς «κολοβωθήσονται (=θα λιγοστεύσουν) αι ημέραι εκείναι» οι μέρες δηλαδή οι φοβερές του τέλους του κόσμου (Ματθ. 24,22).
Την αλήθεια αυτή του μεγίστου ποσοστού του κακού έναντι του αγαθού, τη διακρίνει εύκολα κάθε κοινωνικός ανατόμος και ερευνητής, αλλά και πλέον απλός παρατηρητής. Γράφει σχετικά ο διανοητής Μάρκος Θεοδωράκης στο σπουδαίο βιβλίου του «Εσπερινή μονωδία» σ. 59 και εξής: «Ο άνθρωπος πάντοτε κομίζει βορβορώδες ίζημα σκοτεινών εγκάτων. Στις εκρήξεις του σαρώνει την αγωγή και τη διαγωγή. Επιδίδεται σε μητροκτονίες και πατροκτονίες. Δολοφονεί φίλους, εξοντώνει παιδιά, εξαφανίζει λαούς, δεν είναι δε πρωτάκουστο, η κοινή θηλή να εκτρέφει τον δολοφόνο του αδελφού. Ενώ το καλό μένει ατροφικό, το κακό διογκώνεται συνεχώς. Το πρώτο διαθέτει τρυφερή παλάμη, το δεύτερο Χαλύβδινη πυγμή. Τα νομοθετικά Ιμαλάια δεν πτόησαν ποτέ το κακό»!!
Την πλειονότητα αυτή του κακού, διείδε το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, και ο αείμνηστος Πρωτοπρεσβύτερος Κωνσταντίνος Καλλίνικος, ο γνήσιος αυτός Λειτουργός του Υψίστου, που ήτο εφημέριος στην ομιχλώδη πόλη του Μάντσεστερ επί 35 συνεχή έτη και έγραψε, εκτός των 26 εξόχων βιβλίων του σε πεζό λόγο, και μια ποιητική συλλογή αφθάστου κάλλους, δυνάμεως και ευγένειας.
Εκεί υπάρχει και το ποίημα με τον επικεφαλής του παρόντος τίτλο («Χριστός επί γης»), το οποίο, επειδή είναι επίκαιρο, αντιγράφοντάς το, το δημοσιεύομε σήμερα από τις φιλόξενες στήλες της εφημερίδας αυτής.
Φαντάζεται δηλαδή ο ποιητής, ότι ο Χριστός προ της δευτέρας παρουσίας Του, κατέβηκε ως ένα άγνωστος ταξιδιώτης «που ‘ρθε να δει τι γίνεται και πάλι η ανθρωπότης»…
Απολαύσετε λοιπόν το συγκινητικό και με πολλαπλά μηνύματα ποίημα μιας αγίας ψυχής και σοφής σκέψεως, και ας προσπαθήσομεν όλοι, πάση δυνάμει, να γίνει η αντίστροφη αναλογία…
Μεσάνυχτα κι ενώ πυκνό πέφτει στη γη το χιόνι,
το δε σκοτάδι αγκαλιά μαύρη σαν πίσσα απλώνει,
ακτινοστόλιστη Μορφή απ’ τα ψηλά προβάλλει
μ’ ένα βαρύτατο Σταυρό, μ’ αγκάθια στο κεφάλι.
Είν’ ο αιώνιος Χριστός, του κόσμου ταξιδιώτης,
που ‘ρθε να δει τι γίνεται και πάλι η ανθρωπότης.
Περνάει δρόμους, στενωπούς, χωράφια, πολιτείες
λάσπες, καλύβες, μέγαρα, μαρμάρινες πλατείες,
ταβέρνες που εργατικοί σαν κτήνη ξενυχτούνε,
μέγαρα που ξεγύμνωτοι χορεύουν και γλεντούνε,
κι ανατριχιάζει βλέποντας πως ειν’ η γη μας σπίτι
με μια και μόνη λατρευτή θεά: την Αφροδίτη.
Κτυπά ζερβά, κτυπά δεξιά ιδρωπεριχυμένος
να ξενυχτίσει με γωνιά κάπου γυρεύει ο Ξένος.
το τρυπημένο χέρι Του απλώνει και με μάτι
από την ψύχρα κόκκινο, ζητά ψωμιού κομμάτι.
Αλλά και δεύτερη φορά βαριαναστενάζει,
γιατί σκληρός εγωισμός το παν εξουσιάζει.
Στ’ αυτιά Του έξαφνα βροντούν καμπάνες Χριστουγέννων
από κωδωνοστάσιο συννεφαργυρωμένο
κι ακολουθώντας τη βοή σε μια καθέδρα φθάνει,
που πλέει μεσ’ στην ψαλμουδιά, τα μύρα, το λιβάνι.
Κονίσματα κατάχρυσα εκεί λαμποκοπούνε,
λαμπάδες μύριες καίουνε και τη φωταγωγούνε.
Ποιος όμως θα το πίστευε; Μόλις ο θείος Ξένος
στα σκαλοπάτια ζύγωσε σκυφτός κι αποσταμένος,
και μιτρες διαμαντόφορτες, χρηματοφόροι δίσκοι,
κουβέντες, φιασιδώματα, σάτυροι νεανίσκοι
ορμούνε και Του φράζουνε της εκκλησιάς την πύλη,
γιατί και μέσα στ’ Άγια κυριαρχεί η ύλη.
Τρέχουν τα δάκρυα άφθονα απ’ του Χριστού τα μάτια
και μας αφήνει φεύγοντας προς τ’ άυλα παλάτια,
κι ενώ κουνά την κεφαλή την καταματωμένη
ένα πικρό παράπονο από το στόμα βγαίνει:
Αχ, κόσμε! Ένας μου Σταυρός δεν σ’ έφθασε και άλλος,
ως βλέπω σου χρειάζεται ακόμη πιο μεγάλος!…
καλή χρονιά.