Η φτώχεια την Κατοχή ανάγκαζε τον κάθε νέο να φύγει από το χωριό του για να μάθει μια τέχνη ή γράμματα ή και να μεταναστεύσει για ένα καλύτερο μέλλον στη ζωή του. Το χωριό δεν το προτιμούσαν γιατί δεν είχε τις καλές προϋποθέσεις να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για να δημιουργηθεί ένας νέος.
Γι’ αυτό ο Γιάννης Τ. πήρε την απόφαση μετά το Γυμνάσιο να φύγει από το χωριό του για να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά στον Ελληνικό Στρατό. Το 1954 έκανε την πρώτη του παρουσίαση στην στρατιωτική σχολή και μετά υπηρέτησε σε διάφορες μονάδες της χώρας μας. Ήταν υπερήφανος που υπηρετούσε στις Ένοπλες Δυνάμεις μας και καμάρωνε όταν φορούσε την στολή του, με τον ευγενή εγωισμό του στην υπηρεσία και στην πόλη που υπηρετούσε.
Στις προαγωγές ήταν πάντα από τους πρώτους, καθότι ήταν επιμελής και πειθαρχικός προς όλους. Επίσης άριστος εκπαιδευτής στους στρατιώτες του και πάντα ήθελε να γίνουν καλοί χειριστές των όπλων για να μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν όταν η πατρίδα μας το έχει ανάγκη.
Εκτός αυτών, ενδιαφερόταν και για την υγεία τους και την οικονομική τους κατάσταση όπως όταν δεν είχαν χρήματα να πάρουν άδεια να πάνε σπίτι τους, αυτός πρόθυμος τους πλήρωνε τα εισιτήρια και στην αιμοδοσία. Όταν μέλος της οικογένειάς του είχε την ανάγκη, το ενδιαφέρον του ήτανε άμεσο.
Δεν τηρούσε ωράριο στην εργασία του και όταν ήτανε απαραίτητο έμενε στο στρατόπεδο για να συμβάλλει στην καλύτερη εκπαίδευση και στα προβλήματα των στρατιωτών του. Όμως ήτανε αυστηρός αλλά δίκαιος. Πάντα έπαιρνε το μέρος των στρατιωτών του και όχι των συναδέλφων του. Το στρατόπεδο το είχε ως δεύτερο σπίτι του και τους στρατιώτες σαν τα παιδιά του.
Μετά από χρόνια πήρε μετάθεση σε νέα Μονάδα της Κρήτης στα Χανιά. Εκεί η υπηρεσία λόγω του βαθμού του και των γνώσεών του, τον τοποθέτησε Διοικητή σε μονάδα της περιοχής Ακρωτηρίου. Το ίδιο και εκεί, ενδιαφερόταν με κάθε λεπτομέρεια για τα προβλήματα των οπλιτών, την εκπαίδευσή τους και για την ασφάλεια της περιοχής. Τους είχε δώσει το δικαίωμα να του λένε τα προβλήματά τους, υπηρεσιακά και οικογενειακά και αυτός πάντα έκανε τις παρεμβάσεις του χωρίς να υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.
Κατά τη διάρκεια της εκεί υπηρέτησής του συνέβη ένα σημαντικό κοινωνικό γεγονός για ένα στρατιώτη καταγόμενο από την περιοχή του Ακρωτηρίου. Ο Μανώλης Λ. ήταν οδηγός και εξυπηρετούσε όλες τις ανάγκες του στρατοπέδου. Κατά τη διάρκεια που υπηρετούσε ήθελε να κάνει αρραβώνα με κοπέλα από τα Χανιά. Το έθιμο στην Κρήτη ήταν τις βέρες να τις βάζει ο πατέρας του γαμπρού, αλλά ο Μανώλης δεν είχε πατέρα. Η οικογένεια είχε το πρόβλημα ποιος θα το πράξει. Η μάνα του σκέφτηκε να καλέσει τον Διοικητή του, αφού τώρα αυτός ήταν ο πατέρας του. Πράγματι, του κάνανε την πρόταση, αυτός δέχθηκε πρόθυμα και ο Γιάννης Τ. εκείνο το βράδυ έγινε πατέρας και συμπέθερος για το χατίρι του καλού του στρατιώτη Έβαλε τις βέρες στον Μανώλη και στην κοπέλα και τους ευχήθηκε να πάνε όλα καλά εις το μέλλον. Παράλληλα και ο ίδιος ήταν χαρούμενος για την τιμή που του έκανε η οικογένεια του Μανώλη να εκτελέσει κοινωνική πράξη.
Αφού είχανε περάσει αρκετά χρόνια ο Διοικητής του ήρθε σε αποστρατεία και πήγε να κατοικήσει μόνιμα στον τόπο της καταγωγής του στο Ρέθυμνο και όλα τα παραπάνω ανήκαν πλέον στο παρελθόν για τον κύριο Γιάννη.
Περάσανε χρόνια να προσαρμοστεί στην πόλη του. Το μυαλό του ήτανε στον Στρατό. Συχνά έβλεπε στον ύπνο του ότι φορούσε την στολή του και ότι υπηρετεί ακόμα. Αργότερα πρόσεξε ότι του έφερνε καλό γούρι και ήτανε χαρούμενος όλη την ημέρα και το απέδιδε εις τον σταυρόν που είχε το ενθόσημο του πηλίκιού του.
Ένα βράδυ όταν κοιμότανε φώναξε δυνατά «ΠΡΟΣΟΧΗ», μάλλον θα το έλεγε στους στρατιώτες του και ξύπνησε φοβισμένη η γυναίκα του και της είπε ότι έβλεπε όνειρο.
Έκτοτε ο κύριος Γιάννης Τ. ενδιαφερότανε για τη οικογένειά του και για την αποκατάσταση των τεσσάρων παιδιών του.
Όπως τρέχει το νερό στον ποταμό έτσι τρέχανε και τα χρόνια του πρώην Αξιωματικού για να είναι σήμερα 81 ετών.
Ο ένας του γιος ο Μανώλης διάλεξε το επάγγελμα του αστυνομικού και υπηρετεί στα Χανιά. Πρόσφατα που εκτελούσε υπηρεσία στην περιοχή Ακρωτηρίου και περνώντας από το χωριό Καθιανά, τελείως τυχαία συναντήθηκε με τη γυναίκα του Μανώλη του πρώην στρατιώτη και αφού διαπίστωσε ότι είναι ο γιος του πρώην διοικητή που είχε ο άνδρας της, του είπε: «Ο πατέρας σου όταν αρραβωνιάστηκα με τον Μανώλη μου, μας πέρασε τις βέρες στο σπίτι μας.»
Αυτός ξαφνιάστηκε και αμφέβαλε ότι έγινε έτσι. Την ίδια ώρα παίρνει τηλέφωνο τον πατέρα του στο Ρέθυμνο και τον ρώτησε: «Πατέρα, θυμάσαι όταν ήσουν στον Στρατό να έβαλες βέρες σε μια κοπέλα και σε ένα στρατιώτη που όταν αρραβωνιαζότανε και πως λεγότανε;». «Ναι, το θυμάμαι του είπε και λεγόταν Λειβαδιτάκης Μανώλης και ήτανε από τα Καθιανά Ακρωτηρίου» και του απάντησε. Μίλησε τώρα με την κοπέλα που είχες αρραβωνιάσει. Η συγκίνηση και των δύο ήτανε απερίγραπτη και για λίγο μείνανε άφωνοι. Μόνο για λίγο, κάνανε συζήτηση για τις οικογένειές τους και δώσανε υπόσχεση να συναντηθούν σύντομα όλοι τους μαζί.
Το κοινωνικό αυτό γεγονός ο κύριος Γιάννης το έκανε αμέσως γνωστό στα παιδιά του και σε όλο το περιβάλλον του. Όλοι τους απόρησαν και τον επαίνεσαν θετικά. Συχνά η σκέψη του, έφερνε μπροστά του, όλα όσα είχαν συμβεί πριν και μετά τον αρραβώνα στην οικογένεια του Μανώλη ενώ με την πάροδο των πολλών ετών είχανε ξεχαστεί.
Όταν συναντηθήκανε πατέρας και γιος είπε ο γιος του: «Εσύ πατέρα, έκανες και κοινωνικό έργο στον στρατό, αυτό δεν το γνώριζα.»
Τελειώνοντας, η ανώτερη κοινωνική συμπεριφορά από το προαναφερόμενο στέλεχος του στρατού, συνδέεται απόλυτα με τα ήθη και με τα έθιμα της κρητικής οικογένειας και οφείλουμε να τηρηθούν από όλους μας.
Η πράξη του τιμά τον ίδιο, την οικογένειά του, τις ένοπλες δυνάμεις μας και τις οικογένειες του Μανώλη και τις γυναίκας του που ήτανε η αφορμή να φέρουν στη σκέψη μας τα ήθη και τα έθιμα που κοσμούν τις οικογένειες όλων.
Παρά τις πολλές υποχρεώσεις και ευθύνες που έχει ο Έλληνας αξιωματικός για την πατρίδα του δεν απουσιάζει να προσφέρει και κοινωνικό έργο, αγνοώντας το κόστος της πολύωρης ημερήσιας εργασίας του. Όμως και η πολιτεία έχει υποχρέωση να σέβεται την προσφορά τους και να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της, δίκαια απέναντί τους και ακόμα ότι το κοινωνικό έργο δεν εξαιρεί τους υψηλά κατέχοντες θέσεις.
Τέλος, οι παραπάνω αναμνήσεις αποτελούν δίδαγμα για τους εκάστοτε νέους αξιωματικούς που καταλαμβάνουν τις θέσεις των απερχόμενων συναδέλφων τους.
* Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι απόστρατος αξιωματικός