Της ΓΕΩΡΓΙΑΣ ΜΠΕΡΒΑΝΑΚΗ – ΚΛΕΙΔΗ
Τι όμορφη βραδιά κι αποψινή, το φεγγάρι ολόγιομο φώτιζε την ψυχή της και το αεράκι της χάιδευε το πρόσωπο. Ακούμπησε στον κορμό του γέρικου πλάτανου και κοίταξε τον ουρανό, ανοιγόκλεισε τα μάτια της νυσταγμένα.
Πόσο θα ήθελα να ήμουν σύννεφο και να πήγαινα ψηλά στον ουρανό να ξεκουραζόμουν από τα προβλήματα και τα βάσανα. Αχ πλάτανέ μου μόνο εσύ ακούς τον πόνο μου κάθε βράδυ, μόνο εσύ με καταλαβαίνεις κι ας μην μπορείς να μιλήσεις. Νιώθω μέσα μου ότι αν μπορούσες θα με βοηθούσες και θα πραγματοποιούσες την επιθυμία μου.
Έκλεισε τα κουρασμένα μάτια της αναστενάζοντας, πονούσε παντού. Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει χωρίς να ξέρει, γιατί για πρώτη φορά αισθανόταν χαρούμενη και παρά την κούραση της ημέρας ένιωσε το σώμα της να παραδίδεται σε μια όμορφη αίσθηση.
Τι όμορφο μέρος, τι ηρεμία, ένιωσε σα να πετούσε. Μα ναι πετώ! φώναξε χαρούμενη από την αίσθηση που ένιωθε. Που είμαι; αναρωτήθηκε δεν ήξερε μα δεν την ένοιαζε. Για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε όμορφα, ξεκούραστα, χωρίς σκοτούρες και βάσανα. Κοίταξε το σώμα που ήταν ακουμπισμένο στον κορμό του πλάτανου. Μα πως, αναρωτήθηκε το σώμα μου είναι εκεί. Κοίταξε να δει τα χέρια της δεν έβλεπε τίποτα, δεν είχε σώμα, είχε γίνει σύννεφο. Αυτό δεν της άρεσε. Τι απαίσιο μουρμούρισε. Το ότι δεν είχε σώμα την ενόχλησε. Άρχισε να πανικοβάλλεται. Όχι φώναξε τρομαγμένη, όχι πλάτανέ μου βοήθεια δεν πίστευα αυτά που έλεγα.
Τι άσχημο συναίσθημα, ανοιγόκλεισε τα μάτια της τρομαγμένη και κοίταξε τριγύρω, έπειτα ψαχούλεψε το σώμα της. Ευτυχώς είναι μέσα σε αυτό, μουρμούρισε ανακουφισμένη και πετάχτηκε επάνω. Κοίταξε τον γέρο πλάτανο. Με τίποτα δεν θα ήθελα να ήμουν σύννεφο του είπε. Θέλω να είμαι εγώ, κουρασμένη, νυσταγμένη, να πονάω αλλά να είμαι μέσα στο σώμα μου, με ακούς. Εγώ η ίδια στο ίδιο το σώμα μου του φώναξε και έφυγε τρέχοντας μακριά από τον γέρικο πλάτανο τρομαγμένη για το λάθος που είχε κάνει να ευχηθεί μέσα από την ψυχή της να γίνει κάτι που δεν πίστευε πραγματικά.